Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Α"
αυγή
[η], ουσιαστικό Το καλοκαίρι ο θείος Αλέκος σηκώνεται την αυγή για να κάνει τις πρώτες του δουλειές πριν πιάσει ζέστη. Σηκώνεται πολύ νωρίς το πρωί. αυ-γή
αυγό
[το], ουσιαστικό Αυγό γεννάει η κότα. Το τρώμε βραστό, τηγανητό ή ομελέτα. Αυγά γεννούν και όλα τα πουλιά, τα ερπετά, τα ψάρια και τα έντομα. Μέσα στο αυγό μεγαλώνει το μικρό τους, μέχρι να το σπάσει και να βγει. Στις σούπες και τα ντολμαδάκια βάζουμε αυγολέμονο για να νοστιμέψουν. αυ-γό Γράφουμε και αβγό.
αυθόρμητος, αυθόρμητη, αυθόρμητο
επίθετο Όταν είσαι αυθόρμητος, κάνεις κάτι με προθυμία χωρίς πολλή σκέψη, γιατί έτσι το αισθάνεσαι. Αυτό που κάνεις, γίνεται αυθόρμητα. «Ποιο παιδάκι θα μου δώσει ένα γλυκό φιλί;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης μπαίνοντας στο σπίτι. «Εγώ, εγώ, εγώ!» φώναξε αυθόρμητα η Αθηνά. αυ-θόρ-μη-τος
αυλάκι
[το], ουσιαστικό Το αυλάκι είναι ένα στενό, ρηχό και μακρύ άνοιγμα στην επιφάνεια της γης. O Κώστας και η Αθηνά έκαναν ένα αυλάκι γύρω από το κάστρο που έφτιαξαν στην άμμο. αυ-λά-κι
αυλή
[η], ουσιαστικό Η αυλή είναι ο ανοιχτός χώρος έξω από ένα σπίτι ή άλλο κτίριο. O χώρος αυτός έχει συνήθως φράχτη γύρω γύρω κι είναι στολισμένος με λουλούδια και δέντρα. προαύλιο αυ-λή
αυξάνω
αυξάνω, αυξάνομαι, ρήμα Όταν αυξάνεις κάτι, το κάνεις πιο μεγάλο. Με την καινούρια χρονιά οι γονείς του Κώστα αύξησαν το χαρτζιλίκι του κατά 50 λεπτά. μεγαλώνω, ελαττώνω O Κώστας είπε ότι η αύξηση ήταν μικρή. αυ-ξά-νω
αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό
επίθετο Όταν κάποιος είναι αυστηρός, είναι πολύ σκληρός με τους άλλους και δε συγχωρεί τα λάθη. O κύριος Μιχάλης είναι αυστηρός με τα παιδιά και τους βάζει συνέχεια τις φωνές. αυστηρά αυ-στη-ρός
αυτί
[το], ουσιαστικό 1) Τα αυτιά μας είναι δύο, ένα από κάθε μεριά του κεφαλιού μας και μας χρησιμεύουν για ν' ακούμε. 2) O Κώστας δεν πιστεύει στ' αυτιά του, δηλαδή αυτό που ακούει του φαίνεται απίστευτο. αυ-τί 'το σώμα μας'
αυτόγραφο
[το], ουσιαστικό Το αυτόγραφο είναι η υπογραφή ή τα λόγια που γράφει με το ίδιο του το χέρι ένας διάσημος άνθρωπος, όταν κάποιος που τον θαυμάζει του ζητάει μία αφιέρωση. Μετά τη συναυλία, η Αλίκη έδειχνε σε όλους το αυτόγραφο του αγαπημένου της τραγουδιστή. αυ-τό-γρα-φο
αυτοκίνητο
[το], ουσιαστικό Το αυτοκίνητο έχει τέσσερις ρόδες, πόρτες για να μπαίνουμε μέσα, χώρο για τα πράγματά μας στο πίσω μέρος κι ένα τιμόνι για να το οδηγούμε. Με το αυτοκίνητο πάμε όπου θέλουμε. Για να προχωρήσει το αυτοκίνητο, καίει βενζίνη. αμάξι αυτοκινητάκι αυ-το-κί-νη-το