Επισημάνσεις στην κειμενική διδασκαλία των εγχειριδίων του Δημοτικού

για το γλωσσικό μάθημα

 

Περικλής Πολίτης

 

 

Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζονται επιλεγμένα ζητήματα διδακτικής που αναφέρονται στην πραγματολογία και την κειμενογλωσσολογία. Ειδικότερα, ταυτοποιούνται είδη κειμένων και χρήσεις λόγου που περιλαμβάνονται στην ύλη των εγχειριδίων Γλώσσας του Δημοτικού και προτείνονται τρόποι για τη διδακτική αξιοποίησή τους.

 

 

1. Εικονικότητα

(Α΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, α΄ τ., Ενότητα 1, σ. 10-19)

 

Ο όρος εικονικότητα (iconicity) αναφέρεται κυρίως στο τμήμα εκείνο του λεξιλογίου κάθε γλώσσας που αναπαριστά τον κόσμο με πιο αναλογικό τρόπο από εκείνον του υπόλοιπου λεξιλογίου. Λέξεις όπως παπί (βλ. σ. 10 κ.ε.), που «ηχογραφούν» φυσικούς ήχους, ανήκουν σ’ αυτό το μικρό σύνολο λέξεων, τις ηχομιμητικές λέξεις. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου κάθε γλώσσας αποτελείται από λέξεις των οποίων η μορφή, δηλαδή η διαδοχή των φθόγγων, δεν έχει καμιά αναλογία με το πρόσωπο, το πράγμα, το φαινόμενο, την κατάσταση ή την έννοια στην οποία αναφέρονται. Έτσι, η λέξη πετεινός δεν έχει καμία προφανή ομοιότητα με ιδιότητες του εν λόγω πτηνού σε αντίθεση με τη λέξη κόκορας, που είναι πολύ πιθανό να αποτυπώνει τη φωνή του. Λέξεις όπως πετεινός οδήγησαν τον Ferdinand de Saussure να διατυπώσει την αρχή της «αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου», που φαίνεται εύκολα στην ανομοιότητα λέξεων οι οποίες αναφέρονται στην ίδια οντότητα και ανήκουν σε διαφορετικές γλώσσες (π.χ. τραπέζι, table [αγγλ. και γαλλ.], bord [σουηδ. και νορβηγ.], lentelè [λιθουαν.]). Λέξεις όπως παπί ή κόκορας, που δεν ξεπερνούν το 5% του λεξιλογίου μιας γλώσσας, προφανώς δεν υπακούουν στην αρχή της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου.

Η γλώσσα των παιδιών, ένα σύνολο «λέξεων» που έχουν φυσική ομοιότητα με τα αναφερόμενά τους (π.χ. το γάου γάου για το «σκυλί»), μας δείχνει τη μορφή που είχαν στην αρχή οι φυσικές γλώσσες, πριν εξελιχθούν σε συμβολικά συστήματα. Τα παιδιά, στη βρεφική ηλικία, πιστεύουν ότι τα ονόματα δίνονται στα πράγματα για κάποιο (μη αυθαίρετο) λόγο και αντιλαμβάνονται μια λέξη ως ένα κατηγόρημα του πράγματος που ονομάζεται. Αργότερα, ακόμη και όταν μαθαίνουν ένα γλωσσικό σύστημα, παραμένουν ευαίσθητα στους ήχους, στο παιχνίδι με τις λέξεις, για την ίδια την απόλαυση του παιχνιδιού, και στη «διασκεδαστική α-νοησία» που βασίζεται σε ήχους. Την αγάπη των παιδιών για τον ηχητικό συμβολισμό (τον δεσμό ανάμεσα σε έναν ήχο και μια σημασία) εκμεταλλεύονται τα παραμύθια, τα παιδικά τραγούδια, τα παιδικά παιχνίδια με λόγια, τα κόμικς αλλά και διαφημίσεις προϊόντων για παιδιά.

Αυτό, λοιπόν, το αρχέγονο στάδιο των γλωσσών αποτυπώθηκε στο λεξιλόγιο της εικονικότητας, που άρχισε να μελετάται πιο συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες, σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί καλύτερα η σχέση ανάμεσα στους φθόγγους (ήχους) των λέξεων και τη σημασία τους. Έρευνα που έχει διεξαχθεί σε αυτή την περιοχή δείχνει ότι:

·         το «οξύ» φώνημα /i/ τείνει να συσχετίζεται με κάτι μικρό, ελαφρύ και οξυμμένο, ενώ

·         το «βαρύ» φώνημα /u/ υποδηλώνει κάτι σκοτεινό και

·         ο ανοιχτός φωνηεντικός ήχος /a/ φαίνεται να μεταδίδει την αίσθηση της ηρεμίας, της δύναμης και του μεγάλου μεγέθους.

Επίσης, ορισμένοι μελετητές συσχετίζουν διαδοχές φωνημάτων (συμφώνων) με σημασίες, όπως για παράδειγμα το /kr/, που δίνει στην αρχή λέξεων της αγγλικής (crack, crash, crunch κ.λπ.) την αίσθηση του σκληρού ήχου.

Γενικά, ο συσχετισμός ενός ήχου και μιας σημασίας, αυτό που η ψυχολογία ονομάζει «συναισθησία», είναι σημαντικό κομμάτι της γλώσσας και της ανθρώπινης επικοινωνίας.

Με αφορμή τη διδασκαλία των φθόγγων και των συλλαβών που σε ορισμένα λεξικά περιβάλλοντα έχουν σημασία ανάλογη των πραγμάτων ή με αφορμή ηχομιμητικές λέξεις (άλλοτε μορφολογικά προσαρμοσμένες, όπως το παπί, και άλλοτε όχι, όπως τα ψιτ, τακ τακ, ντινγκ ντονγκ κ.λπ.), μπορεί ο δάσκαλος να δείχνει με παραδείγματα πώς η γλώσσα δεν συμβολίζει μόνο αλλά και μιμείται τον κόσμο. Το σλόγκαν παλαιότερης διαφήμισης αποσμητικού (Πιφ ή Rif;) είναι χαρακτηριστικό. Το επιφώνημα αηδίας που μας προκαλεί η έντονη δυσοσμία κατά κάποιον τρόπο δάνεισε στο προϊόν το όνομά του.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Καλογεράς, Β. 1975. Ηχοποίητες λέξεις και ρίζες στην ελληνική. Θεσσαλονίκη. Αλτιντζής.

Haiman, J. 2006. Iconicity. Στο Encyclopedia of language & linguistics, επιμ. K. Brown, 457-461. 2η έκδ. Οξφόρδη: Elsevier.

Parault, S. & M. Parkinson 2008. Sound symbolic word learning in the middle grades. Contemporary Educational Psychology 33, 647-671.

 

 

2. Ανακοίνωση

(Α΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, β΄ τ., Ενότητα 9, σ. 66-67)

 

Το κείμενο της ανακοίνωσης του σχολικού βιβλίου (σ. 66) προσφέρεται για μια πρώτη γνωριμία των μαθητών με τα κειμενικά είδη, παρά το γεγονός ότι η ανακοίνωση είναι επίσημο κείμενο και τα παιδιά αυτής της ηλικίας ίσως δεν κατανοούν ακόμη τη λειτουργία του. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τη μορφή και το περιεχόμενο της ανακοίνωσης, για να καταλήξουμε στην κοινωνική της λειτουργία ως κειμενικού είδους.

α.       Η διεύθυνση του σχολείου (πάνω αριστερά), οι υπογραφές των δασκάλων και, κυρίως, η υπογραφή της διευθύντριας και η σφραγίδα του σχολείου (κάτω δεξιά), σε συνδυασμό με την ονομασία του κειμένου (ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ), ορίζουν τον αποστολέα του (ένα θεσμικό πρόσωπο, μια μικρή εκπαιδευτική κοινότητα) και προεξοφλούν το επίπεδο ύφους του μηνύματος (σοβαρό, επίσημο, πληροφοριακό).

β.       Η ονομασία του κειμενικού είδους (που είναι στοιχείο της ταυτότητάς του) μπορεί να εξηγηθεί και να αντιδιασταλεί προς άλλα, συναφή είδη (αναγγελία, εξαγγελία, κοινοποίηση, διάγγελμα κ.λπ.), αλλά αυτό είναι καλύτερο να γίνει σε μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Είναι προτιμότερο εδώ τα παιδιά να αναγνωρίσουν το κειμενικό είδος μέσα από τον συγκεκριμένο εκπρόσωπό του, αφού τα κειμενικά είδη είναι, όπως οι βιολογικές κατηγορίες, τάξεις «αντικειμένων» με ομοειδή χαρακτηριστικά.

γ.       Η ανακοίνωση αναφέρεται σε μελλοντική εκδήλωση του σχολείου. Έτσι, όλες οι προτάσεις είναι σε χρόνο μέλλοντα. Ας προσέξουμε όμως ότι στις δύο πρώτες τα υποκείμενα δεν είναι πρόσωπα και τα ρήματα δεν δηλώνουν ενέργειες προσώπων. Επίσης, στην τρίτη πρόταση το θα συνδυάζεται με το τροπικό ρήμα μπορώ σε μια έκφραση που δηλώνει με επίσημο τρόπο την παραχώρηση ενός δικαιώματος στο κοινό της εκδήλωσης. Μόνο η τελευταία πρόταση έχει έμψυχο υποκείμενο αλλά όχι συγκεκριμένο πρόσωπο. Όλα αυτά οδηγούν στη διαμόρφωση επίσημου ύφους.

δ.       Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να προσεχτεί είναι η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας πρώτου πληθυντικού προσώπου (μας), που αντιπροσωπεύει την κοινότητα του σχολείου στο όνομα της οποίας «μιλούν» η διευθύντρια, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες. Δεν υπάρχουν βαφτιστικά ονόματα και επώνυμα, εκτός από αυτό της διευθύντριας. Η κοινότητα του σχολείου απευθύνεται με μια «φωνή» στην κοινότητα των γονέων. Η επικοινωνία δεν είναι πρόσωπο με πρόσωπο, είναι επίσημη.

ε.       Το κείμενο της ανακοίνωσης είναι καθαρά πληροφοριακό (χρόνος, τόπος και περιεχόμενο της εκδήλωσης), όπως ταιριάζει σε ανακοινώσεις.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, οι μαθητές μπορούν να αντιληφθούν την ταυτότητα της ανακοίνωσης ως κειμενικού είδους: γνωστοποίηση σημαντικού γεγονότος στο πλαίσιο ενός θεσμού, που απευθύνεται απρόσωπα και σε τυπικό / επίσημο ύφος από ένα θεσμικό εκπρόσωπο σε ένα κοινό που συμμετέχει στον θεσμό, διατυπωμένη σε γλώσσα απλή, καθαρά πληροφοριακή.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Cicurel, F. 1991. Lectures interactives [Κεφ. 3, «Lire des textes authentiques» > 3.2. «Les textes de l’environnement quotidien» (28-29)]. Παρίσι: Hachette.

Munat, J. 1992. Genre analysis and discourse processing [5. «A closer look at specific genres» > 5.1 «Written communication» > 5.1.1. «Administrative correspondence» (73-4) & 5.1.2. «Informal written communication» (74-76)]. Revista Canaria de Estudios Ingleses 25: 67-82.

 

 

3. Πρόσκληση

(Α΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, β΄ τ., Ενότητα 9, σ. 66-67)

 

Η πρόσκληση, σε αντιδιαστολή προς την ανακοίνωση, που είναι εστιασμένη σε έναν «πομπό», τον αποστολέα της, προσανατολίζεται –το λέει και το όνομά της– στον αποδέκτη της. Είναι δηλαδή ένα κείμενο πειθούς, αφού καλεί τον αποδέκτη της να προβεί σε μια συγκεκριμένη ενέργεια – εδώ (σ. 66), να παρακολουθήσει την παρουσίαση ενός προγράμματος. Ας δούμε τα γνωρίσματα του είδους:

α.       Η πρόσκληση, όπως και η ανακοίνωση, γράφεται σε επίσημο ύφος. Το επίσημο ύφος συνδέεται με εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχουν πρόσωπα με την ταυτότητα μιας συλλογικότητας (π.χ. μαθητές/-τριες μιας τάξης). Έτσι δικαιολογείται και η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας δευτέρου πληθυντικού προσώπου (σας). Σε αυτό το εσείς απευθύνεται το συλλογικό εμείς της «ΣΤ΄ τάξης του 49ου Δ. Σ. Αθηνών».

β.       Ο βαθμός επισημότητας της πρόσκλησης εξαρτάται από το ποιος την απευθύνει σε ποιον. Εδώ, που η πρόσκληση απευθύνεται από τους μαθητές προς τους γονείς τους, έχει χαμηλό βαθμό επισημότητας. Γι’ αυτό απουσιάζουν αναγνωριστικά στοιχεία που θα υπήρχαν σε μια πρόσκληση από θεσμικό πρόσωπο. Λείπει ακόμη και η ονομασία του «αντικειμένου» ως κειμενικού είδους, δηλαδή η λέξη ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ.

γ.       Η πρόσκληση περιλαμβάνει απαραίτητα τον τόπο, τον χρόνο και το θέμα της εκδήλωσης.

δ.       Η πρόσκληση, επειδή είναι κείμενο πειθούς, έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει τον σκοπό της, δηλαδή να κινητοποιήσει τον αποδέκτη της, αν, εκτός από το κάλεσμα, περιλαμβάνει και άλλα «κλητικά» στοιχεία (εικονιστικά, γραφιστικά κ.ά.). Στο παράδειγμά μας, η ζωγραφική απεικόνιση μιας παραδοσιακής γειτονιάς με την καπνοδόχο εργοστασίου σε δεύτερο πλάνο, στο κάτω μέρος της πρόσκλησης, δίνει επιπλέον πληροφορίες για το περιεχόμενο της εκδήλωσης, ενώ ταυτόχρονα την καθιστά περισσότερο ελκυστική στο μάτι, άρα περισσότερο πειστική.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, οι μαθητές μπορούν να αντιληφθούν την ταυτότητα της πρόσκλησης ως κειμενικού είδους: κάλεσμα που απευθύνεται σε τυπικό / επίσημο ύφος από ένα συλλογικό πρόσωπο σε μια άλλη συλλογικότητα, για να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση δημόσιου ενδιαφέροντος, διατυπωμένη σε λιτή, πληροφοριακή γλώσσα, που κάποτε συνοδεύεται και από εικαστικά στοιχεία, βοηθητικά της πειθούς.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Σουλιώτης, Μ. 2000. «Το καλεσοχάρτι». Το Βήμα 24.09.2000.

Χοντολίδου, Ε. 2004. Τα προσκλητήρια γάμου ως κειμενικό είδος. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 24, 786-797. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Johns, A. 1997. Text, role and context. Developing academic literacies. [Κεφ. 3 > «“Homely” texts» > «The wedding invitation» (39-40)]. Cambridge: Cambridge University Press.

 

 

4. Πληθυντικός ευγενείας

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, α΄ τ., Ενότητα 2, σ. 21-24, και Τετράδιο Εργασιών, α΄ τ., Ενότητα 2, σ. 11-12)

 

Για να απευθυνθούμε σε κάποιον ή να τον προσφωνήσουμε, χρησιμοποιούμε, μεταξύ άλλων, το δεύτερο ενικό πρόσωπο ρημάτων ή αντωνυμιών (Δώσε μου το μολύβι σου / Εσύ είσαι ο αδερφός του Ανδρέα;) αλλά και το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο ρημάτων ή αντωνυμιών (Πείτε μου τη διεύθυνσή σας, παρακαλώ / Εσείς, κύριε! Σε σας μιλάω). Στη δεύτερη περίπτωση, κάνουμε χρήση αυτού που επικράτησε να ονομάζεται πληθυντικός ευγενείας, ο οποίος έχει πιθανότατα την καταγωγή του στον πληθυντικό μεγαλοπρέπειας που χρησιμοποιούσαν οι βασιλείς και οι ευγενείς ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα.

Ο πληθυντικός ευγενείας είναι αναμενόμενος σε ορισμένα δημόσια περιβάλλοντα ή επίσημες περιστάσεις και δηλώνει τυπική ευγένεια αλλά και απουσία οικειότητας, δηλαδή ψυχολογική απόσταση, μεταξύ των συνομιλητών. Οι κυριότεροι παράγοντες που υπαγορεύουν τη χρήση του είναι:

α.       ηλικία: τα παιδιά δεν τον χρησιμοποιούν πολύ. Τον μαθαίνουν σε ένα πρώτο στάδιο κοινωνικοποίησης και εφεξής τον χρησιμοποιούν μόνο απέναντι σε μεγαλύτερους με κοινωνικό κύρος (π.χ. δασκάλους ή καθηγητές). Οι έφηβοι και οι νέοι έχουν την τάση να τον αποφεύγουν, ακόμη και απέναντι σε πρόσωπα ή σε περιστάσεις όπου οι κοινωνικοί κανόνες το επιβάλλουν. Αντίθετα, οι ενήλικες, και ιδίως οι μορφωμένοι, τον χρησιμοποιούν κανονικά μεταξύ τους στον δημόσιο χώρο, όταν απευθύνονται σε αγνώστους ή ιεραρχικά ανωτέρους των.

β.       Το φύλο: οι γυναίκες, ιδίως οι μορφωμένες, που ανήκουν στη μεσαία ή την ανώτερη αστική τάξη, χρησιμοποιούν συχνότερα από τους άνδρες τον πληθυντικό ευγενείας σε δημόσιες περιστάσεις επικοινωνίας (π.χ. στον χώρο εργασίας, στα ψώνια, στις συγκοινωνίες κ.λπ.).

γ.       Η κοινωνική τάξη: τα μέλη της αστικής τάξης γενικά χρησιμοποιούν περισσότερο τον πληθυντικό ευγενείας από τα μέλη της εργατικής τάξης σε περιβάλλοντα επισημότητας ή τυπικότητας αλλά ακόμη και σε περιστάσεις όπου δεν λείπει εντελώς η οικειότητα μεταξύ συνομιλητών (π.χ. ονομαστικές γιορτές σε σπίτια, πάρτι κ.ά.)

δ.       Ο τόπος όπου ζει κανείς: ο πληθυντικός ευγενείας είναι συνδεδεμένος με αστικά περιβάλλοντα. Στην επαρχία, και ιδίως σε χωριά μακριά από αστικά κέντρα, ο πληθυντικός ευγενείας αποφεύγεται, ακόμη και από παιδιά, εφήβους και νέους προς μεγαλύτερους που αναγνωρίζονται ως αξιοσέβαστα πρόσωπα. Στις μικρές αυτές κοινότητες η ευγένεια δεν συνεπάγεται κοινωνική / ψυχολογική απόσταση και εκφράζεται από τους νεότερους προς τους ενήλικες και τους ηλικιωμένους με κλητικά όπως θείο / θεία, μπάρμπα κ.ά.

ε.       Ο πολιτισμός μιας χώρας: για λόγους που σχετίζονται με την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό αλλά και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε γλώσσας, ορισμένοι λαοί χρησιμοποιούν πιο συχνά από άλλους τον πληθυντικό ευγενείας. Για παράδειγμα, στη Γαλλία χρησιμοποιείται περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα.

Οι παράγοντες αυτοί συνδυάζονται με τρεις παραμέτρους, που ρυθμίζουν το επίπεδο ύφους σε κάθε μορφής συνομιλιακή ανταλλαγή, άρα και τη χρήση ή την αποφυγή του πληθυντικού ευγενείας. Είναι οι εξής:

α.       Η (α)συμμετρία της σχέσης μεταξύ συνομιλητών: όταν η σχέση είναι ιεραρχική, ο πληθυντικός ευγενείας είναι υποχρεωτικός, εκτός εάν οι συνομιλητές γνωρίζονται καιρό και ο ιεραρχικά ανώτερος έχει προτείνει την αντικατάστασή του από τον ενικό.

β.       Η συχνότητα επαφής τους, δηλαδή η μικρότερη ή μεγαλύτερη οικειότητα: ο πληθυντικός ευγενείας δεν νοείται μεταξύ γονιών και παιδιών ή ατόμων που γνωρίζονται μεταξύ τους και έχουν φιλικές σχέσεις κι ας έχουν διαφορά ηλικίας (π.χ. γείτονες).

γ.       Η συναισθηματική εμπλοκή στο θέμα της συνομιλίας: όταν είναι χαμηλή, ο πληθυντικός ευγενείας είναι αναμενόμενος· όταν, αντίθετα, οι συνομιλητές νιώθουν ότι τους αφορά ιδιαίτερα το θέμα της συζήτησης, ο πληθυντικός ευγενείας υποχωρεί.

Οι ασκήσεις του ΒΜ και του ΤΕ είναι πολύ καλή αφορμή να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές πώς η (α)συμμετρία και η ύπαρξη ή η απουσία οικειότητας μεταξύ συνομιλητών υπαγορεύουν τη χρήση του πληθυντικού ευγενείας σε πολλά και διαφορετικά περιβάλλοντα που τους είναι γνώριμα.

Επίσης, οι ασκήσεις του ΤΕ προσφέρουν τη δυνατότητα να συζητηθούν οι λέξεις και οι εκφράσεις που επαυξάνουν κλιμακωτά την ευγένεια του πληθυντικού (Μου δίνετε το στυλό σας; > Μου δίνετε, λιγάκι / παρακαλώ, το στυλό σας; > (Μήπως) Θα μπορούσατε να μου δώσετε το στυλό σας;) ή μειώνουν την αγένεια του ενικού (Το στυλό σου! > Δώσε μου το στυλό σου! > Μου δίνεις το στυλό σου; > Μου δίνεις, λιγάκι / σε παρακαλώ, το στυλό σου; > Θα μπορούσες να μου δώσεις λιγάκι το στυλό σου;).

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Μακρή-Τσιλιπάκου, Μ. 1983. Απόπειρα περιγραφής της νεοελληνικής προσφώνησης. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 4, 219-239.

Πέτριτς, Α. 1989. Η προσφώνηση ως επικοινωνιακή στρατηγική. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, 9, 581-598.

Πέτριτς, Α. 1993. Η προσφώνηση στα νέα ελληνικά. Θεωρητικός προβληματισμός και εθνο-πραγματολογική προσέγγιση. Γλώσσα 30, 51-66.

Σηφιανού, Μ. 1996. Είμαστε λοιπόν ευγενικοί; Η έκφραση της ευγένειας στα ελληνικά και στα αγγλικά. Γλώσσα 38, 7-22.

Σηφιανού, Μ. & Α. Τζάννε 2012. Αντιλήψεις για την ευγένεια και την αγένεια στην Ελλάδα. Στο Selected Papers of the 10th ICGL, επιμ. Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis, 1128-1137. Κομοτηνή: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Mackridge, P. 1987. Η νεοελληνική γλώσσα [μτφρ. από τον Κ.Ν. Πετρόπουλο του P. Mackridge 1985. The Modern Greek language. Οξφόρδη: Oxford University Press]. Αθήνα: Πατάκης, 139-140.

Wardhaugh, R. 1998. Οικειότητα και ευγένεια [μτφρ. Αντ. Η. Σακελλαρίου από το R. Wardhaugh 1992. An introduction to sociolinguistics, 258-264. Λονδίνο: Blackwell]. Γλώσσα 45, 58-65.

Yule, G. 2006. Πραγματολογία. Κεφ. 7, «Ευγένεια και διεπίδραση» [μτφρ. από τις Α. Αλβανούδη & Χ. Καπελλίδη του G. Yule 1996. Pragmatics. Οξφόρδη: Oxford University Press]. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

 

 

5. Ετικέτες

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, α΄ τ., Ενότητα 5, σ. 41-43, και Τετράδιο Εργασιών, α΄ τ., Ενότητα 5, σ. 25)

 

Η ετικέτα είναι δομικό στοιχείο της έντυπης εμπορικής διαφήμισης, δεδομένου ότι κάθε διαφήμιση είναι ένα σημειωτικό ή πολυτροπικό κείμενο, καθώς χρησιμοποιεί για την κατασκευή του μηνύματός της και άλλους κώδικες εκτός από τον γλωσσικό, ανάλογα με τον φορέα μετάδοσής της (Τύπο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο κ.ά.). Οι πληροφοριακές ετικέτες αντιστοιχούν στη λεγόμενη «γραμμή υπογραφής» (signature line), που είναι το τελευταίο μέρος κάθε έντυπης διαφήμισης, με πληροφορίες για την ταυτότητα του προϊόντος, την προέλευσή του, τα σημεία διάθεσής του κ.ά.

Η ετικέτα ενός προϊόντος, ως τμήμα της συσκευασίας του, δεν είναι μόνο πληροφοριακό στοιχείο αλλά και στοιχείο πειθούς. Γι’ αυτό, πολλές ετικέτες, εκτός από ταυτότητες προϊόντων, μπορούν να θεωρηθούν και «εσωτερικές» διαφημίσεις τους, δηλαδή ένθετα μηνύματα μέσα στο διαφημιστικό κείμενο που ωθούν με πλάγιο τρόπο τον καταναλωτή να αγοράσει ένα συγκεκριμένο προϊόν ή μια υπηρεσία.

Ας δούμε μια από τις σχετικές ερωτήσεις του βιβλίου (ΒΜ, 43):

α.  «Τι περιέχει;».

Αν προσέξει κανείς τη φωτογραφία της ετικέτας ακριβώς δίπλα στον αριθμό 2, θα διαβάσει:

·       χωρίς συντηρητικά (= άλλοι χυμοί προσθέτουν συντηρητικά),

·       χωρίς προσθήκη ζάχαρης (= άλλοι χυμοί προσθέτουν ζάχαρη),

·       100% φυσικός χυμός (= άλλοι χυμοί δεν είναι εντελώς φυσικοί).

Αυτές οι φράσεις, που είναι πολύ συνηθισμένες σε εμπορικές διαφημίσεις, φαινομενικά μόνο αναφέρονται σε επιβεβαιωμένες αλήθειες. Στην πραγματικότητα, κρύβουν ισχυρισμούς ανταγωνιστικούς προς ομοειδή προϊόντα, όπως δείχνει το περιεχόμενο των παρενθέσεων.

Η ερώτηση αυτή προσφέρει την ευκαιρία στον δάσκαλο να αρχίζει να προβληματίζει τους μαθητές του για την ολισθηρή γλώσσα της διαφήμισης, που άλλοτε εξιδανικεύει ιδιότητες των προϊόντων και άλλοτε αποκρύπτει τις πραγματικές τους δυνατότητες.

Ας δούμε και μιαν άλλη ερώτηση της ίδιας άσκησης, για διαφορετικό λόγο:

β.  «Πώς λέγεται το προϊόν;».

Ο δάσκαλος μπορεί να εξηγήσει στα παιδιά ότι τα «προϊοντικά ονόματα» ή οι «επωνυμίες προϊόντων» (brand names) δεν είναι λέξεις που υπάρχουν στα λεξικά και οι περισσότερες από αυτές δεν θα καταχωριστούν ποτέ σε αυτά, εκτός αν μετατραπούν σε κατηγοριακά ουσιαστικά (π.χ. το μπικ, το/τα πάμπερ[ς]). Επίσης, μπορεί να τους εξηγήσει ότι αυτά τα κατασκευασμένα ονόματα έχουν στόχο τον εύκολο αναγνωρισμό του προϊόντος, την προβολή του (με την εκμετάλλευση ρητορικών μέσων, όπως, για παράδειγμα, η παρήχηση), τη συμβολική συσχέτισή του με το προϊόν, κ.ά.

Παραδείγματα προϊοντικών ονομάτων πορτοκαλάδων:

·       FANTA (παρήχηση του -α-),

·       ΛΟΥΞ (αναφορά στην πολυτέλεια [luxury]),

·       ΕΨΑ (= Εταιρεία Ψυγείων Αγριάς, αρκτικόλεξο) (πιθανός συνειρμός με τη δίψα).

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Ξυδόπουλος, Γ. 2004. Μια αναζήτηση των γλωσσικών μηχανισμών δημιουργίας των προϊοντικών ονομάτων. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 25, 437-448.

Χιδίρογλου-Ζαχαριάδη, Α. 1994. Τα ονόματα των προϊόντων στον ελληνικό χώρο. Γλώσσα 34, 55-61.

Dyer, G. 1993. Η διαφήμιση ως επικοινωνία [μτφρ. από την Α. Σπυροπούλου του G. Dyer 1982. Advertising as communication. Λονδίνο: Methuen]. Αθήνα: Πατάκης.

 

 

6. Παραμύθι

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, α΄ τ., Ενότητα 7, σ. 60-61, 67-68, και Τετράδιο Εργασιών, α΄ τ., Ενότητα 7, σ. 39-41)

 

Η οργανωτική δομή των παραμυθιών (όπως, για παράδειγμα, του «Ψεύτη βοσκού», ΒΜ, 67) μοιάζει με εκείνη όλων των αφηγήσεων που έχουν περιπετειώδη χαρακτήρα. Η δομή αυτή, την οποία ορισμένοι μελετητές ονομάζουν δυναμικό σχηματικής δομής (schematic structure potential), δηλαδή ένα νοητικό σχήμα με βάση το οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να προβλέψουμε τη δομή μιας συγκεκριμένης πραγμάτωσης ενός κειμενικού είδους –εδώ της περιπετειώδους αφήγησης–, περιλαμβάνει τα εξής προαιρετικά (< >) και υποχρεωτικά στοιχεία:

α.       <Περίληψη>: αποτελείται από μια ή δυο προτάσεις στην αρχή της αφήγησης που δίνουν συνοπτικά το περιεχόμενο της αφήγησης που θα ακολουθήσει (προαιρετικό στοιχείο).

β.       Προσανατολισμό: δίνει το χωροχρονικό πλαίσιο της αφήγησης, εισάγει τα πρόσωπα (πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές) που συμμετέχουν σ’ αυτήν και περιγράφει την αρχική κατάσταση (ισορροπίας) από την οποία ξεκινά η αφήγηση.

γ.       Περιπλοκή: συνίσταται σε μια ακολουθία συμβάντων που ανατρέπουν την αρχική ισορροπία και οδηγούν την αφήγηση σε κλιμάκωση η οποία δημιουργεί ένταση και, ενδεχομένως, κερδίζει το ενδιαφέρον των ακροατών και την προσμονή τους για την τελική έκβαση της περιπέτειας.

δ.       Αξιολόγηση: αντιστοιχεί σε προτάσεις που εμφανίζονται πριν από τη λύση της περιπέτειας ή είναι διάσπαρτες σε όλη τη διαδρομή της αφήγησης και οι οποίες αποτιμούν την κρισιμότητα της κατάστασης, υπογραμμίζουν το ενδιαφέρον της ιστορίας για το κοινό και δίνουν το δικαίωμα στον αφηγητή να συνεχίσει την αφήγησή του.

ε.       Κατάληξη ή λύση: είναι το στάδιο χαλάρωσης της έντασης και λήξης (αίσιας ή μη) της περιπέτειας.

στ.     <Κατακλείδα ή αναπροσανατολισμός>: ανακοινώνεται το τέλος της αφήγησης, δίνεται μια σύνοψη της πλοκής ή γίνεται επιστροφή του αφηγηματικού λόγου στο παρόν (προαιρετικό στοιχείο).

Εύκολα μπορούμε να αντιστοιχίσουμε αυτό που το BM χαρακτηρίζει «αρχή», «μέση» και «τέλος» του παραμυθιού με τα στοιχεία της δομής μιας περιπετειώδους αφήγησης ως εξής: α. αρχή = περίληψη, προσανατολισμός / β. μέση = περιπλοκή, αξιολόγηση / γ. τέλος = λύση, κατακλείδα. Έτσι, στο παράδειγμα του «Ψεύτη βοσκού» διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν όλα τα υποχρεωτικά στοιχεία, λείπουν όμως τα προαιρετικά, η περίληψη και η κατακλείδα.

Τα κειμενικά είδη, άρα και το παραμύθι, συνδέονται στενά με τη γραμματική, γιατί κάθε κειμενικό είδος εκμεταλλεύεται μια δέσμη γραμματικών και λεξιλογικών στοιχείων, προκειμένου να δώσει συγκεκριμένη μορφή στο δυναμικό σχηματικής δομής του. Για το παραμύθι τα κυριότερα λεξικο-γραμματικά στοιχεία είναι:

α.       τα ονόματα των προσώπων της ιστορίας – στα παραμύθια, οι διάφορες λειτουργίες των προσώπων (π.χ. του βοηθού, του ανταγωνιστή κ.λπ.) επιτελούνται από ανθρώπους, από ζώα που μπορεί και να μιλούν, ακόμη και από φυτά·

β.       τα ρήματα που δηλώνουν τις ενέργειες των προσώπων της ιστορίας (τι κάνουν, τι λένε, τι σκέφτονται, τι αισθάνονται)·

γ.       οι χρονικοί σύνδεσμοι, τα χρονικά επιρρήματα και οι προθετικές φράσεις που δηλώνουν τις χρονικές στιγμές της αφήγησης·

δ.       ο αόριστος, ο ιστορικός ενεστώτας και δευτερευόντως ο παρατατικός, δηλαδή οι χρόνοι της αφήγησης στο παρελθόν.

Στον «Ψεύτη βοσκό» πρωταγωνιστής είναι ο βοσκός, πιθανοί βοηθοί του οι χωρικοί και ανταγωνιστής ο λύκος. Επίσης, υπάρχουν ρήματα ή ρηματικές εκφράσεις που δηλώνουν ποικιλία ενεργειών: ρήματα δράσης (πήγαινε, ανέβηκε, έτρεξαν, έφαγε), ρήματα λεκτικά (φώναζε), ρήματα συμπεριφοράς (αποφάσισε να κάνει ένα αστείο, δεν έδωσαν σημασία), ρήματα αισθητικά (είδαν) και ρήματα ψυχολογικά (έφυγαν θυμωμένοι). Ο χρόνος της ιστορίας μαρκάρεται από σειρά λέξεων / φράσεων που δηλώνουν χρόνο, ενώ ταυτόχρονα εισάγουν τον ακροατή στις διαδοχικές φάσεις της περιπετειώδους αφήγησης: κάποτε, κάθε πρωί, μια μέρα, δεν πέρασε πολύς καιρός, αυτή τη φορά. Τέλος, το παραμύθι μοιράζεται ανάμεσα σε δύο γραμματικούς χρόνους: τον παρατατικό, που δείχνει την αρχική κατάσταση (ισορροπίας) σε διάρκεια, και τον αόριστο, που αποτυπώνει την αλυσίδα των ενεργειών από την περιπλοκή ως τη δυσάρεστη κατάληξη της ιστορίας.

Τα παραμύθια, όπως και άλλα αφηγηματικά είδη που περιλαμβάνονται στο ΒΜ της Β΄ τάξης, προσφέρουν τη δυνατότητα στον δάσκαλο:

α.       να εξηγήσει στους μαθητές ότι τα κειμενικά είδη είναι δομημένες δραστηριότητες λόγου (με αρχή, μέση και τέλος),

β.       να συγκρίνει πραγματώσεις του ίδιου κειμενικού είδους (για παράδειγμα, τον «Ψεύτη βοσκό» και το «Σαν παραμύθι», ΒΜ, 60-61), για να αντιληφθούν οι μαθητές ότι τα κειμενικά είδη είναι ευέλικτες δομές που, ενώ διασφαλίζουν την αναγνωρισιμότητά τους από τα μέλη μιας κοινότητας, ταυτόχρονα επιτρέπουν τον αυτοσχεδιασμό και τη δημιουργική επινόηση νέων ποικιλιών,

γ.       να δείξει στους μαθητές ότι κάθε κειμενικό είδος είναι υποχρεωμένο να επιλέγει από μια δέσμη λεξικο-γραμματικών γνωρισμάτων, προκειμένου να υλοποιήσει τον επικοινωνιακό του στόχο.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Ντάτση, Ε. 1983. Η συμβολή του Βλαντιμίρ Προπ στη μελέτη της μορφολογίας του παραμυθιού. Ο Πολίτης 62, 35-44.

Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν. 1988. Vladimir Propp: η μορφολογία του μαγικού παραμυθιού. Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας («Θεωρία της Λογοτεχνίας – Κριτικές Παρουσιάσεις») 11α, 7-24.

Gerot, L. & P. Wignell 1994. Making sense of functional grammar. Κεφ. 9, «The genre – grammar connection». Gold Coast (Αυστραλία): Gerd Stabler.

Johnstone, B. 2001. Discourse analysis and narrative. Στο Handbook of discourse analysis, επιμ. D. Schiffrin, D. Tannen & H.E. Hamilton, 635-649. Malden, Mass.: Blackwell.

 

 

7. Περιγραφή

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, β΄ τ., Ενότητα 9, σ. 6, 8, και Τετράδιο Εργασιών, α΄ τ., Ενότητα 9, σ. 51-52, 55)

 

Η περιγραφή άλλοτε αντιμετωπίζεται ως κειμενικός τύπος (text type), δηλαδή ως ακολουθία προτάσεων που «επιπλώνει τον κόσμο», υποστηρίζοντας συνήθως μιαν αφήγηση, και άλλοτε ως αυτοτελές κειμενικό είδος (genre). Όταν εναλλάσσεται με την αφήγηση, η περιγραφή μπορεί να:

α.       εγκιβωτίζεται σε ιεραρχικά υπέρτερη αφηγηματική ακολουθία, ανακόπτοντας έτσι την εξιστόρηση των συμβάντων,

β.       διεκδικεί αυτονομία προσφέροντας άφθονες πληροφορίες υπόβαθρου,

γ.       είναι μια σειρά «μικροσκοπικών» πληροφοριών, ενσωματωμένων στον αφηγηματικό σκελετό, που έχουν σχέση με τα πρόσωπα της ιστορίας, τις ενέργειές τους, τον χρόνο ή τον τόπο της ιστορίας,

δ.       συναποτελεί με την αφήγηση μια σημασιολογική δομή «συνόλου-μερών», που αναδεικνύει τη συμπληρωματικότητα αφήγησης – περιγραφής.

Το ειδολογικό προφίλ της περιγραφής, αν θεωρηθεί χωριστό κειμενικό είδος, έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

α.       Επικοινωνιακός στόχος: να περιγράψει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή τόπο.

β.       Σχηματική δομή:

·         αναγνώριση: αναγνωρίζει / παρουσιάζει το «αντικείμενο» που πρόκειται να περιγραφεί,

·         περιγραφή: περιγράφει μέρη, ποιότητες, χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

γ.       Λεξικο-γραμματικά γνωρίσματα:

·         εστίαση σε συγκεκριμένες οντότητες (όχι σε συλλογικότητες ή αφηρημένες έννοιες),

·         χρήση ρημάτων που αναγνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα ή αποδίδουν χαρακτηριστικές ιδιότητες σε αυτά (π.χ. είμαι, έχω),

·         συχνή χρήση «αντικειμενικών» ή «υποκειμενικών» επιθέτων (μεγάλος, ψηλός vs όμορφος, απωθητικός) ή ταξινομητών (δηλητηριώδη vs μη δηλητηριώδη μανιτάρια) σε ονοματικές φράσεις,

·         κυριαρχία του ενεστώτα.

Περισσότερα για την περιγραφή βλ. στο Πολίτης, Π. Γένη και είδη λόγου (Πύλη για την ελληνική γλώσσα [http://www.greek-language.gr] > Θεωρία & Ιστορία > Λόγος – Κείμενο).

 

Σχόλια στο κείμενο του BM, σ. 6, που είναι αφιερωμένο στην περιγραφή

Ο δάσκαλος έχει την ευκαιρία να συζητήσει με τους μαθητές της τάξης αυτής αλλά και επομένων τάξεων τα εξής ζητήματα:

α.       τη (μη) αυτονομία της περιγραφής ως κειμενικού τύπου: εδώ η περιγραφή είναι εγκιβωτισμένη σε μια ημερολογιακή εγγραφή (κειμενικό είδος) και εναλλάσσεται με αφήγηση (κειμενικό τύπο)·

β.       την ομοιογένεια / ετερογένεια των κειμένων που περιλαμβάνουν περιγραφικές ακολουθίες: σπανίζουν τα κείμενα που βασίζονται σε έναν μόνο κειμενικό τύπο (π.χ. αφήγηση ή περιγραφή)· συνήθως παρατηρείται εναλλαγή, με κυρίαρχο έναν ορισμένο τύπο, αυτόν που εξυπηρετεί το κειμενικό είδος και τον επικοινωνιακό του στόχο – εδώ ο κυρίαρχος τύπος είναι η περιγραφή·

γ.       τις υποκατηγορίες της περιγραφής (όπως μας τις κληροδότησε η αρχαία ρητορική παράδοση: διακρίνουμε στο κείμενο δείγματα τοπογραφίας (η χώρα) και προσωπογραφίας (τα παιδιά, το χωχαρουπάκι)·

δ.       την υποτύπωση (ζωντανή περιγραφή που καταφεύγει σε λεπτομέρειες οι οποίες προέρχονται από άλλες αισθήσεις και δημιουργούν στον αποδέκτη μια εικαστική εντύπωση): το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα υποτύπωσης είναι τα χρώματα (όραση) που χρησιμοποιούνται για να περιγραφεί το χωχαρουπάκι·

ε.       τη σχέση της περιγραφής με την αναλογία: πολλές φορές η ζωντάνια μιας περιγραφής, όπως στο κείμενο, οφείλεται στην αναλογική γλώσσα της παρομοίωσης, που επιχειρεί να καταστήσει οικείο στον αποδέκτη το καινοφανές και το περίεργο·

στ.     τη σχηματική δομή και την οπτική της περιγραφής: η πρώτη πρόταση είναι το πλαίσιο (η «αναγνώριση» του αντικειμένου) και οι υπόλοιπες είναι το σώμα της περιγραφής. Η μέθοδος την οποία ακολουθεί η περιγραφή είναι διπλή: μια συνολική ματιά πάνω στη χώρα και, στη συνέχεια, εστίαση στα πρόσωπα·

ζ.       τέλος, τη γραμματική της περιγραφής: ενώ τα περισσότερα επίθετα είναι περιγραφικά (μεγάλα, κίτρινα, πορτοκαλί), η μορφή ορισμένων από αυτά (καταγάλανος) και κυρίως οι παρομοιώσεις («σπίτια χαμηλά σαν ψεύτικα», «δέντρα ψηλά σαν γίγαντες») εισάγουν μια υποκειμενική χροιά στην περιγραφή. Αυτό δείχνει ότι οι κατηγορίες της «αντικειμενικής» και «υποκειμενικής» περιγραφής δεν αλληλοαποκλείονται.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Πολίτης, Π. 2008. «Ανθρώπινες ιστορίες» (feature stories) ή το αλφαβητάρι του αφηγηματικού ιμπρεσιονισμού. Δια-κείμενα (Ετήσια έκδοση του Εργαστηρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ / Αφιέρωμα – Λογοτεχνία και Δημοσιογραφία: Αμφίρροπες σχέσεις) 10, 15-27.

Adam, J.-M. 1999. Τα κείμενα: τύποι και πρότυπα. Κεφ. 3, «Το πρότυπο της περιγραφικής ακολουθίας» [μτφρ. από τον Γ. Παρίση του Adam, J.-M. 1992. Les textes: types et prototypes. Παρίσι: Nathan]. Αθήνα: Πατάκης.

Gerot, L. & P. Wignell 1994. Making sense of functional grammar. Gold Coast (Αυστραλία): Gerd Stabler.

Masuy, C. 1997. Description et hypotypose dans l’écriture journalistique de l’ambiance. Pratiques 94, 35-48.

Schleppegrell, M. 1998. Grammar as resource: writing a description. Research in the Teaching of English 32 (2), 182-211.

Taylor, H. & B. Tversky 1996. Perspective in spatial descriptions. Journal of Memory and Language 35, 371-391.

Werlich, E. 1982. A text grammar of English. Χαϊδελβέργη: Quelle & Meyer.

Zydatiß, W. 1989. Types of texts (1.1. «Objective description»). Στο A user’s grammar of English: word, sentence, text, interaction, επιμ. R. Dirven κ.ά., Μέρος 3ο, κεφ. 18, 736-738. Frankfurt am Main: Peter Lang.

 

 

8. Λεζάντες

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, β΄ τ., Ενότητα 13, σ. 47, 49, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 13, σ. 7-9)

 

Η λεζάντα είναι ένα μικροκείμενο που συστήνει στον αναγνώστη ή τον θεατή ένα άλλο «κείμενο», εικονικό ή πολυτροπικό (π.χ. μια φωτογραφία, έναν χάρτη, έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα άγαλμα, ένα έκθεμα μουσείου). Μαζί με τους τίτλους (βιβλίων, θεατρικών ή κινηματογραφικών έργων, ομιλιών, εκδηλώσεων κ.λπ.), τους προλόγους, τους πίνακες περιεχομένων, τα ευρετήρια όρων κ.λπ. αποτελούν αυτό που ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Gerard Genette (βλ. βιβλιογραφική αναφορά) ονόμασε περικείμενο (péritexte), δηλαδή το «γύρω» από ένα, γλωσσικό ή σημειωτικό, κείμενο, το πρώτο σκαλοπάτι της ερμηνευτικής του προσέγγισης.

Η λεζάντα, από την άποψη του ύφους, συγγενεύει με κείμενα όπως το τηλεγράφημα, οι χρηστικές σημειώσεις, οι επιστολικές κάρτες αλλά και τα SMS, τα «τιτιβίσματα» του Twitter ή οι «συνεισφορές» στο Facebook. Όλα αυτά τα είδη χαρακτηρίζονται από το λεγόμενο «τηλεγραφικό ύφος», κυριότερα χαρακτηριστικά του οποίου είναι:

α.       οι ονοματικές δομές (απλές ονοματικές φράσεις),

β.       η ελλειπτική σύνταξη, δηλαδή η αποσιώπηση βοηθητικών ρημάτων ή ρημάτων που εύκολα εννοούνται από τα συμφραζόμενα,

γ.       η παράλειψη γραμματικών λέξεων, όπως είναι τα άρθρα (π.χ. Φιγούρα Καραγκιόζη αντί Μια φιγούρα του Καραγκιόζη, ΒΜ, 49),

δ.       (στις λεζάντες) τα δεικτικά (αντωνυμίες ή επιρρήματα) που εστιάζουν σε σημεία ή λεπτομέρειες του έργου,

ε.       (στις λεζάντες) τα ουσιαστικά που δηλώνουν την ταυτότητα του έργου, τον δημιουργό του, τον χρόνο και τον τόπο κατασκευής του.

Το διδακτικό παράδειγμα 2 του ΒΜ (49) είναι ένα πολύ καλό έναυσμα, για να προσεγγίσει ο δάσκαλος με τους μαθητές του δύο φαινόμενα, ένα γλωσσικό και ένα κειμενικό / επικοινωνιακό:

α.       τα γλωσσικά χαρακτηριστικά του τηλεγραφικού ύφους, όπως αναγνωρίζονται στις λεζάντες (βλ. παραπάνω) και σε άλλα είδη της επίσημης και ανεπίσημης γραπτής επικοινωνίας που παρουσιάζονται στο γλωσσικό μάθημα του δημοτικού σχολείου·

β.       την αναπλαισίωση της λεζάντας σε προφορικό λόγο από τη δασκάλα του βιβλίου (ο Genette θα την ονόμαζε επικείμενοpitexte], δηλαδή το προς τα «έξω» του κειμένου), όπου μπορούμε να μελετήσουμε τους μετασχηματισμούς ενός ελλειπτικού σε συντακτικά πληρέστερο κείμενο (π.χ. την εισαγωγή άρθρων, τις επεξηγήσεις κ.ά.).

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Cicurel, F. 1991. Lectures interactives [Κεφ. 3, «Lire des textes authentiques» > 3.2. «Les textes de l’environnement quotidien» (28-29)]. Παρίσι: Hachette.

Crystal, D. 1995. Minor sentences. Στο D. Crystal, The Cambridge encyclopedia of the English language, 216. Cambridge: Cambridge University Press.

Genette, G. 2001. Κατώφλια. Στο Γραφή και ανάγνωση. Για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες, επιμ. Γ. Κουζέλης κ.ά., 15-25. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου.

Lavoinne, Y. 2004. Η γλώσσα των μέσων ενημέρωσης. Κεφ. 3, «Στα όρια του κειμένου» [μτφρ. από τον Π. Πολίτη του Lavoinne, Y. 1997. Le langage des médias. Grenoble: Presses Universitaires de Grenoble]. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Lane, P. 2002. Paratexte. Στο Dictionnaire d’analyse du discours, επιμ. P. Charaudeau & D. Maingueneau, 418-420. Παρίσι: Seuil.

Maingueneau, D. 1996. Paratexte. Στο D. Maingueneau, Les termes clés de l’analyse du discours, 60. Παρίσι: Seuil.

Munat, J. 1992. Genre analysis and discourse processing [5. «A closer look at specific genres» > 5.1. «Written communication» > 5.1.1. «Administrative correspondence» (73-4) & 5.1.2. «Informal written communication» (74-6)]. Revista Canaria de Estudios Ingleses 25: 67-82.

 

 

9. Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, β΄ τ., Ενότητα 15, σ. 70-72, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 15, σ. 23)

 

Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (ΜΗΤ) (email) είναι μια μορφή διαδικτυακής αλληλογραφίας και, ευρύτερα, επικοινωνίας που αριθμεί ήδη είκοσι χρόνια ζωής. Πρόκειται για ασύγχρονη ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων που δανείζονται στοιχεία από την παραδοσιακή επιστολογραφία και την τηλεφωνική συνομιλία. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη μείξη στοιχείων γραπτού και προφορικού λόγου. Ανάλογα με την επικοινωνιακή τους στόχευση, μπορούμε να τα διακρίνουμε σε επαγγελματικά (γραμμένα σε επίσημο ύφος) και προσωπικά (γραμμένα σε ανεπίσημο ύφος). Παρά τις διαφορές τους, όμως, τα ΜΗΤ έχουν αρκετά κοινά γνωρίσματα ως προς την οργανωτική τους δομή και τη χρήση της γλώσσας.

 

Α. Δομικά χαρακτηριστικά

1.       Αποστολέας, αποδέκτης, ημερομηνία, θέμα: αυτά τα τέσσερα αναγνωριστικά στοιχεία αποτελούν το ψηφιακό περιβάλλον κάθε ΜΗΤ. Ο αποστολέας (δηλαδή, η ηλεκτρονική του διεύθυνση) και η ημερομηνία του μηνύματος εισάγονται αυτομάτως από το σύστημα. Το θέμα του μηνύματος είναι προαιρετικό –τα περισσότερα προσωπικά ΜΗΤ δεν έχουν θέμα– και εντελώς ενδεικτικό του περιεχομένου του μηνύματος, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις παραμένει το ίδιο, παρά το γεγονός ότι έχει ακολουθήσει σειρά μηνυμάτων με διαφορετικό θέμα (ή θέματα).

2.       Ανοίγματα: τα ανοίγματα των προσωπικών ΜΗΤ είναι προαιρετικά, όχι όμως και αυτά των επαγγελματικών. Οι χαιρετισμοί εκτείνονται σε μια γκάμα (μη) τυπικότητας από το όνομα του αποδέκτη (που μπορεί να συνοδεύεται από το (αγαπητέ/ή) κύριε / κυρία και την ιδιότητα ή το αξίωμά του / της) μέχρι ένα φιλικό γεια. Οι χαιρετισμοί στα ΜΗΤ επιτελούν τη λεγόμενη φατική λειτουργία της γλώσσας, που είναι υπεύθυνη για το άνοιγμα του καναλιού της επικοινωνίας μεταξύ των συνομιλητών και τη διατήρηση της επαφής τους. Ωστόσο, δεν είναι αληθινοί χαιρετισμοί, όπως αυτοί της πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνίας· η πραγματική τους λειτουργία είναι να δείξουν τον βαθμό οικειότητας και (αν)επισημότητας του μηνύματος.

3.       Κλεισίματα: τα κλεισίματα είναι υποχρεωτικά και στα επαγγελματικά αλλά και στα προσωπικά ΜΗΤ. Μπορούμε να διακρίνουμε πριν από τον αποχαιρετισμό και το τελικό κλείσιμο (που κανονικά δηλώνεται με το όνομα του αποστολέα και ενδεχομένως την ιδιότητα ή το αξίωμά του) μια σειρά από χαρακτηριστικές γλωσσικές πράξεις, που ολοκληρώνουν το περιεχόμενο του μηνύματος: προτροπές και υποδείξεις, υποσχέσεις για συνέχιση της αλληλογραφίας, έκφραση προσδοκιών, ευχαριστίες κ.ά.

 

Β. Υφολογικά χαρακτηριστικά

1.       Συνομιλιακό ύφος: η συνομιλία στα ΜΗΤ είναι μονόπλευρη, επειδή οι συνομιλητές δεν επικοινωνούν στον ίδιο χώρο και τον ίδιο χρόνο. Το περιεχόμενο ενός μηνύματος άλλοτε απαντά σε ερώτημα προηγούμενου μηνύματος του συνομιλητή του ή, γενικά, αποκρίνεται στο περιεχόμενό του και άλλοτε θέτει το ίδιο ερωτήματα ή, γενικά, προκαλεί αποκρίσεις.

2.       Προφορικότητα: στα στοιχεία προφορικότητας των ΜΗΤ περιλαμβάνεται η σύνταξη του προφορικού λόγου (ελλειπτικές δομές, παράλειψη γραμματικών λέξεων, κατάχρηση του και, περιορισμένη χρήση δεικτών συνοχής κ.ά.) και το υψηλό ποσοστό λέξεων της καθομιλουμένης, της λαϊκής (αργκό) ή κοινωνιολέκτων όπως η «γλώσσα των νέων», η γλώσσα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή των βιντεοπαιχνιδιών.

3.       Μείξη κωδίκων: συχνά οι συνομιλητές εναλλάσσουν –ιδιαίτερα στα προσωπικά ΜΗΤ– τη μητρική τους γλώσσα με άλλες γλώσσες, πρωτίστως βέβαια την αγγλική. Στο επίπεδο της γραφής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα έχει και το ζήτημα της χρήσης του ελληνικού αλφαβήτου, που αρκετές φορές αντικαθίσταται από το λατινικό. Η γραφή αυτή (τα «φραγκολεβαντίνικα») άλλοτε προσπαθεί να μιμηθεί την ιστορική ορθογραφία (π.χ. wraia) και άλλοτε είναι φωνητική (π.χ. orea).

4.       Παραγλωσσικά στοιχεία: την απουσία της φωνής στα προσωπικά ΜΗΤ αναπληρώνει η λεγόμενη μελωδική στίξη (ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικά, εισαγωγικά) και μάλιστα πολλαπλασιασμένη –κυρίως το θαυμαστικό– για την έκφραση έντονων συναισθημάτων, ενώ για την έμφαση χρησιμοποιούνται τα κεφαλαία γράμματα. Παράλληλα, έχουν καθιερωθεί διάφορα σύμβολα και εικονογραφήματα (emoticons), που οικονομούν τη γραφή και δηλώνουν στάσεις, διαθέσεις και συναισθήματα των χρηστών.

5.       Νεολογισμοί: στα ΜΗΤ η γλώσσα ανανεώνεται αφενός με ένα πλήθος από αρκτικόλεξα και συντμήσεις (π.χ. ΣΚ για το σαββατοκύριακο) και αφετέρου από ένα λεξιλόγιο που γεννά η ψηφιακή κουλτούρα του διαδικτύου (π.χ. e-banking, e-card).

6.       Συνοχή: ενώ η εσωτερική συνοχή των ΜΗΤ είναι γενικά χαλαρή, η συνοχή και η συνεκτικότητα διαδοχικών μηνυμάτων είναι πιο επιμελημένη, γιατί οι αμοιβαίες αναφορές μεταξύ μηνυμάτων είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση του νοήματος και τη συνέχιση της αλληλογραφίας / επικοινωνίας.

Το διδακτικό παράδειγμα ΗΜΤ του σχολικού βιβλίου (ΒΜ, 71) είναι καλή αφορμή είτε για σύγκριση της παραδοσιακής με την ηλεκτρονική επιστολογραφία, όπως ζητά και η σχετική άσκηση –στο ΜΗΤ παρατηρούμε απουσία χαιρετισμού και αποχαιρετισμού, χαμηλή συνοχή, σύντομες προτάσεις, μικρή έκταση κειμένου κ.ά.– είτε για σύγκριση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων με συγγενείς μορφές διαδικτυακής επικοινωνίας, ιδιαίτερα προσφιλείς στα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους, όπως τα SMS, το Twitter και το Facebook.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Γεωργακοπούλου, Α. 2006. Κειμενική και επικοινωνιακή πολυτροπικότητα: οι νέες τεχνολογίες στη διδακτική πράξη. Στο Η ελληνική ως ξένη γλώσσα: από τις λέξεις στα κείμενα, επιμ. Σ. Μοσχονάς, 153-199. Αθήνα: Πατάκης.

Δημητρακοπούλου, Α. 1999. Η εκπαιδευτική αξιοποίηση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: πώς, πότε και γιατί; Γλωσσικός υπολογιστής 1, 131-145.

Crystal, D. 2006. Language and the Internet. Κεφ. 4, «The language of e-mail». 2η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press.

 

 

10. Βιβλιοπαρουσίαση

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, γ΄ τ., Ενότητα 17, σ. 12, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 17, σ. 34)

 

Η βιβλιοπαρουσίαση με τη μορφή άρθρου είναι ένα κειμενικό είδος που έχει ως αντικείμενό του την προώθηση του βιβλίου από εφημερίδες και περιοδικά. Γράφεται συνήθως από δημοσιογράφους ειδικευμένους στο πολιτιστικό ρεπορτάζ και κατέχει σταθερή θέση (ρουμπρίκα) στις σελίδες των εντύπων που είναι αφιερωμένες στις τέχνες και τα γράμματα. Υπάρχει, βέβαια, και η βιβλιοπαρουσίαση από τον εκδότη ενός βιβλίου, που στοχεύει κατά κύριο λόγο στη διαφήμισή του όχι μόνο ως πολιτιστικού αγαθού αλλά και ως καταναλωτικού προϊόντος. Χαρακτηριστική μορφή βιβλιοπαρουσίασης από εκδότη είναι αυτή που τυπώνεται στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου, συχνά μαζί με αποσπάσματα από θετικές κριτικές και ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα. Η βιβλιοπαρουσίαση πρέπει να αντιδιασταλεί προς τη βιβλιοκριτική, είτε τη δημοσιογραφική, που γράφεται από εξωτερικούς συνεργάτες των εφημερίδων, τους κριτικούς βιβλίου, είτε την ακαδημαϊκή, που γράφεται από ερευνητές και απευθύνεται κυρίως σε επιστημονικές κοινότητες.

Το κειμενικό προφίλ της βιβλιοπαρουσίασης μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

 

Α. Οργανωτικό σχήμα

1.   Επισκόπηση του βιβλίου.

1α.   Παρουσίαση του βιβλίου ως «αντικειμένου» (τα στοιχεία της ταυτότητάς του).

1β.   Περιγραφή του βιβλίου (π.χ. της πλοκής και των ηρώων του, αν πρόκειται για μυθιστόρημα), στην οποία όχι σπάνια παρεισφρέουν και σχόλια.

2.   Πληροφορίες για τον συγγραφέα.

2α.   Επίδραση της ζωής του συγγραφέα πάνω στο συγκεκριμένο έργο.

2β.   Προηγούμενα έργα του συγγραφέα.

3.   Αξιολόγηση του βιβλίου.

3α.   Τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του βιβλίου.

3β.   Σύγκριση του βιβλίου με άλλα βιβλία του συγγραφέα.

4.   Προώθηση του βιβλίου.

4α.   Σύσταση στους δυνητικούς αναγνώστες να διαβάσουν ή να αποφύγουν το βιβλίο.

4β.   Σύσταση στους δυνητικούς αναγνώστες να διαβάσουν το βιβλίο παρά τις αδυναμίες του.

Από τα στάδια αυτά υποχρεωτικά θεωρούνται η επισκόπηση του βιβλίου (1) και τα βιογραφικά του συγγραφέα (2), που αποτελούν το πληροφοριακό τμήμα της βιβλιοπαρουσίασης και ταυτόχρονα ορίζουν τον επικοινωνιακό της στόχο, δηλαδή την ενημέρωση του κοινού για την κυκλοφορία ενός βιβλίου και για το περιεχόμενό του. Η αξιολόγηση του βιβλίου δεν είναι ρητή στη δημοσιογραφική βιβλιοπαρουσίαση, αν και μπορεί να υποδηλώνεται από περιφερειακά ή μη γλωσσικά στοιχεία (π.χ. τον τίτλο της παρουσίασης, μια φωτογραφία του συγγραφέα, την προβολή της βιβλιοπαρουσίασης σε περίοπτη θέση στη σελίδα, την έκτασή της κ.ά.). Στη βιβλιοπαρουσίαση του εκδότη θέση αξιολόγησης κατέχουν τα επιλεγμένα αποσπάσματα από θετικές κριτικές και άλλα στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, του εξωφύλλου, όπου μπορεί να προβάλλεται το γεγονός των αλλεπάλληλων εκδόσεων του βιβλίου, μια βράβευση του βιβλίου ή του συγγραφέα, η μεταφορά του στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση κ.ά. Όσο για την προώθηση, και αυτή δεν είναι εμφανής λειτουργία στη δημοσιογραφική βιβλιοπαρουσίαση. Ωστόσο, ακόμη και η επιλογή ενός βιβλίου να παρουσιαστεί στο αναγνωστικό κοινό συνιστά πλάγια υπόδειξη για αγορά και ανάγνωσή του.

 

Β. Γνωρίσματα του ύφους

Ενώ η βιβλιοπαρουσίαση από τον εκδότη είναι ένα κείμενο πρωτίστως πειθούς και δευτερευόντως πληροφοριακό, οπότε χαρακτηρίζεται από μια «προωθητική» γλώσσα (εγκώμιο του βιβλίου και του συγγραφέα, υποδείξεις για αγορά του βιβλίου ή στοιχεία διεγερτικά της αναγνωστικής όρεξης του κοινού), η δημοσιογραφική βιβλιοπαρουσίαση έχει τα γνωρίσματα των πληροφοριακών κειμένων. Έτσι, για παράδειγμα, όταν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, ο συντάκτης της περιορίζεται κυρίως στη σύνοψη της πλοκής του (ήρωες, χρόνος, τόπος, διαδοχή γεγονότων κ.ά.), αποφεύγοντας να θίξει ζητήματα ύφους ή να αποτιμήσει την αφηγηματική αξία της ιστορίας.

Το παράδειγμα του σχολικού βιβλίου (ΒΜ, 12) προσφέρεται για την εξοικείωση των μαθητών με την επισκόπηση των περιεχομένων ενός βιβλίου. Έτσι, ασκούνται και στην πύκνωση της πλοκής ενός αφηγηματικού κειμένου. Μπορούν, επιπλέον, να δοκιμαστούν και στη σύνταξη απλών βιογραφικών σημειωμάτων που θα προσφέρουν πληροφορίες για τη ζωή και το (υπόλοιπο) έργο του συγγραφέα.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Μανιφάβα, Δ. 1999. Η κάλυψη του βιβλίου από τον Τύπο. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

Μοσχονάς, Σ. 2001. Η βιβλιοκριτική ως διαφήμιση. Η Καθημερινή 14.01.2001.

Dabbous, Y. 2009. Criticism and critics. Στο Encyclopedia of journalism, επιμ. C. Sterling, 375-380. Los Angeles & Λονδίνο: Sage.

Gea Valor, M.L. 2005. Advertising books: a linguistic analysis of blurbs. Iberica 10, 41-62.

Kathpalia, S.S. 1997. Cross-cultural variation in professional genres: a comparative study of book blurbs. World Englishes 16 (3), 417-426.

Westheide, H. 1997. Book reviews between scholarship and business. An investigation of Dutch and German book reviews in the Press. Στο Dialogue analysis: units, relations and strategies beyond sentence, επιμ. E. Weigand, 257-267. Τυβίγγη: Max Niemeyer.

 

 

11. Τουριστικός οδηγός

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, γ΄ τ., Ενότητα 18, σ. 16, 24-25, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 18, σ. 41)

 

Ο τουριστικός οδηγός, μαζί με τη μπροσούρα ή το ενημερωτικό πολύπτυχο, που εκδίδουν τοπικοί φορείς τουριστικών προορισμών (δήμοι, πολιτιστικοί σύλλογοι κ.λπ.), και το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, που φιλοξενείται συνήθως σε ένθετα κυριακάτικων εφημερίδων, αποτελούν τα πιο οικεία ίσως στο ευρύ κοινό γραπτά είδη της «αποικίας» του τουριστικού λόγου. Μοιράζονται μεταξύ τους αρκετές οργανωτικές συμβάσεις και λεξικο-γραμματικά χαρακτηριστικά αλλά έχουν και διαφορές που οφείλονται στην απόκλιση των επικοινωνιακών τους στόχων και στο πλαίσιο παραγωγής τους.

Ο τουριστικός οδηγός μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

 

Α. Επικοινωνιακός στόχος / στόχοι

·         Να δώσει πολλές και λεπτομερείς πληροφορίες για έναν τόπο-τουριστικό προορισμό (περιγραφή → πληροφόρηση),

·         να διατυπώσει μια συγκροτημένη αποτίμηση του τόπου (αξιολόγηση → πειθώ),

·         να υποδείξει όλες τις δυνατές λύσεις για τις ανάγκες επίσκεψης, μετακίνησης, διαμονής (παροχή οδηγιών → πειθώ).

 

Β. Γλωσσικά χαρακτηριστικά

Ο τουριστικός οδηγός στηρίζεται στην ιμπρεσιονιστική περιγραφή, γιατί εκτός από τα γνωρίσματα του τόπου (των δρόμων, των κτιρίων, των αντικειμένων, των ανθρώπων του) εκφράζει και τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις διαθέσεις που γεννά στον συγγραφέα του οδηγού ο περιγραφόμενος τόπος. Συνήθη γλωσσικά γνωρίσματα, λοιπόν, είναι:

·         Ο προσανατολισμός του λόγου στο δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, το συλλογικό και αφηρημένο εσείς των αναγνωστών,

·         η επανάληψη του ονόματος του τόπου (π.χ. μιας πόλης) με σειρά αντωνυμιών ή σχημάτων λόγου όπως η μετωνυμία και η συνεκδοχή,

·         η εναλλαγή περιγραφικών και αξιολογικών επιθέτων (τα δεύτερα είναι απαραίτητα σε ιμπρεσιονιστικές περιγραφές, που προσκαλούν τον αναγνώστη να συμμεριστεί τα συναισθήματα του συγγραφέα),

·         η δείξη τόπου με αντωνυμίες, επιρρήματα και προθετικές φράσεις,

·         η επαναληπτική χρήση αισθήσεως σημαντικών ρημάτων και ρημάτων που δηλώνουν κίνηση / μετακίνηση ανάμεσα στα αξιοθέατα ενός τουριστικού προορισμού,

·         η χρήση προστακτικής σε εναλλαγή με πιο ευγενικές μορφές προτροπής / υπόδειξης (μπορείτε να…).

Περισσότερα για την οργανωτική δομή και τη γλώσσα του τουριστικού οδηγού, και μάλιστα σε αντιδιαστολή προς τη μπροσούρα και το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, βλ. στο Πολίτης 2004.

Στο κείμενο του σχολικού βιβλίου «Καλάβρυτα» (ΒΜ, 24), που υπηρετεί και τους τρεις επικοινωνιακούς στόχους του τουριστικού οδηγού, σημειώνουμε:

·         το οργανωτικό σχήμα μιας δυναμικής περιγραφής, δηλαδή μιας περιγραφής που παρακολουθεί τα βήματα της περιήγησης του δυνητικού επισκέπτη στα αξιοθέατα της περιοχής,

·         την κατασκευή του συγκεκριμένου τουριστικού προορισμού ως ενός μουσείου φυσικής ιστορίας (Μέγα Σπήλαιο, Αροάνιος ποταμός, Σπήλαιο των Λιμνών) και ενός εθνικού / ιστορικού μουσείου (το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, ο τόπος θυσίας των Καλαβρυτινών, το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας),

·         την κυριαρχία της οπτικής του συγγραφέα και του δεύτερου προσώπου (των αναγνωστών του τουριστικού οδηγού),

·         τις αλλεπάλληλες προτροπές με τη χρήση της προστακτικής (επισκεφτείτε) ή ενός ιδιότυπου μέλλοντα, που δεν προβλέπει τόσο όσο υποδεικνύει (θα δείτε = να δείτε),

·         την πιθανολογική χρήση του τροπικού ρήματος μπορώ –πολύ χαρακτηριστική σε τουριστικούς οδηγούς–, που απομακρύνει από τον λόγο την υπαγόρευση και μοιάζει να αναγνωρίζει στον δυνητικό επισκέπτη το δικαίωμα να επιλέξει ο ίδιος ποια αξιοθέατα θα επισκεφτεί,

·         την κυριαρχία των αισθήσεως σημαντικών ρημάτων (θα δείτε, να θαυμάσετε) και των ρημάτων που δηλώνουν κίνηση έμψυχων υποκειμένων (ανηφορίζοντας, φτάνοντας, αν πάτε, μπορείτε να ακολουθήσετε),

·         τη συχνή χρήση αξιολογικών επιθέτων (μαγευτική τοποθεσία, πανέμορφα πλατάνια, ωραίες λιμνούλες) που δεν περιγράφουν απλώς αλλά πριμοδοτούν συγκεκριμένους προορισμούς, προεξοφλώντας τα συναισθήματα των δυνητικών επισκεπτών,

·         τις χρηστικές πληροφορίες στο τέλος, απαραίτητες σε κείμενα πειθούς.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Πολίτης, Π. 2004. Συστημική-λειτουργική γλωσσολογία, αποικίες ειδών λόγου κι ένα παράδειγμα, στο Γλώσσα και Λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ιωάννινα, 16-17 Μαΐου 2003, επιμ. Ι.Ν. Περυσινάκης & Α. Τσαγγαλίδης, 127-147. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων – Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Φιλολογίας.

Barthes, R. 1979. Μυθολογίες, Ο Γαλάζιος Οδηγός, 96-100 [μτφρ. από τις Κ. Χατζηδήμου – Ι. Ράλλη του βιβλίου του Barthes, R. 1957. Mythologies, Le Guide Bleu, 121-124. Παρίσι: Éditions du Seuil], Αθήνα: Ράππας.

Knowles, M. (1989). Some characteristics of a specific language. The language of tourism. Στο From office to school: special language and internationalisation, επιμ. C. Laurén & M. Nordman, 59-66. Clevedon: Multilingual Matters.

Zydatiß, W. 1989. Types of texts (2.2. «Impressionistic descriptions»). Στο A user’s grammar of English: word, sentence, text, interaction, επιμ. R. Dirven κ.ά., Μέρος 3ο, κεφ. 18, 750-751. Frankfurt am Main: Peter Lang.

 

 

12. Αφήγηση

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, γ΄ τ., Ενότητα 19, σ. 31-32)

 

Η αφήγηση απαντά σε όλους τους πολιτισμούς και σε έναν μεγάλο αριθμό κειμενικών ειδών, γιατί ανταποκρίνεται σε θεμελιώδεις ανάγκες του ανθρώπου, όπως η αναπαράσταση εμπειριών του παρελθόντος, που συνέχει τη ζωή και την ιστορία των κοινωνιών. Υπάρχει στις αυτοβιογραφίες και τα απομνημονεύματα, σε φιλικές επιστολές, σε προσωπικές μαρτυρίες, σε ειδήσεις, σε διαφημίσεις και, φυσικά, σε συνομιλίες. Η αφήγηση είναι εξιστόρηση γεγονότων. Τι είδους γεγονότων; Μια πρώτη απάντηση σ’ αυτό το φαινομενικά απλό ερώτημα θα ήταν ότι πρόκειται για πραγματικά γεγονότα (βιωμένα ή μαρτυρημένα) ή για μυθοπλασία. Και τι ακριβώς σημαίνει «εξιστόρηση»; Χρονολογική διήγηση ή αναδιήγηση συμβάντων; Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ημερολόγια και βιογραφίες, η αφήγηση πράγματι είναι γραμμική. Συνήθως, όμως, πρόκειται για αναπλαισίωση μιας ιστορίας που συντίθεται από επεισόδια τα οποία διευθετούνται μέσα στον τόπο και τον χρόνο ενός κειμένου με μια ορισμένη στόχευση.

Η επιλογή μιας ιστορίας που θα αποτελέσει την πρώτη ύλη μιας αφήγησης εξαρτάται από την «αφηγησιμότητά» της, την αφηγηματική αξία ή το ενδιαφέρον που της αποδίδει ένας συγγραφέας σε σχέση με το κοινό που θα τη διαβάσει / ακούσει. Περισσότερο αφηγήσιμες θεωρούνται οι περιπετειώδεις ιστορίες, που περιλαμβάνουν την ανατροπή μιας κατάστασης ισορροπίας και την αποκατάσταση της αιφνίδιας (συνήθως δυσάρεστης) τροπής των πραγμάτων με την παρέμβαση ενός «ήρωα». (Για τη σχηματική δομή μιας περιπετειώδους αφήγησης βλ. λήμμα «Παραμύθι»)

Περισσότερα για την αφήγηση βλ. στο Πολίτης, Π. Γένη και είδη λόγου (Πύλη για την ελληνική γλώσσα [http://www.greek-language.gr ] > Θεωρία & Ιστορία > Λόγος - Κείμενο).

Το αφηγηματικό κείμενο του σχολικού βιβλίου (ΒΜ, 31), αν και κατασκευασμένο για διδακτικούς σκοπούς, είναι καλή αφορμή για να μελετήσουν οι μαθητές μια χρονολογική εξιστόρηση γεγονότων, δηλαδή μια μη περιπετειώδη αφήγηση, ένα υποτιθέμενο ρεπορτάζ γεγονότος από τη ζωή του σχολείου. Αξίζει να προσέξουμε:

·         την ταύτιση της αφηγήτριας-μαθήτριας με το συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας, την τάξη της,

·         την απουσία επώνυμων «ηρώων» – όλα τα πρόσωπα δηλώνονται με την επαγγελματική τους ταυτότητα (μαθητές, δάσκαλοι, πυροσβέστες),

·         τον επιμερισμό της ιστορίας σε επεισόδια που τιτλοφορούνται,

·         τον ισομορφισμό σύνταξης και δράσης (σε κάθε ενέργεια αφιερώνεται μια μικρή πρόταση),

·         την υποκειμενική ματιά και τον συναισθηματικό χρωματισμό που πλαισιώνει την εξιστόρηση των γεγονότων (παραμείναμε ψύχραιμοι, ήταν μια μέρα ενδιαφέρουσα και γεμάτη με συγκινήσεις!),

·         τη μίμηση του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ (η αφήγηση ξεκινά με μια σύνοψη της ιστορίας, κάτι που μοιάζει με την εισαγωγική περίληψη [lead] μιας είδησης ή ενός ρεπορτάζ),

·         τη χρήση του αναφερόμενου λόγου (πλάγιου λόγου), που ενισχύει την αληθοφάνεια μιας αφήγησης, καθιστώντας την ταυτόχρονα πολυφωνική, δηλαδή πιο θεατρική.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Αρχάκης, Α. & Β. Τσάκωνα 2011. Ταυτότητες, αφηγήσεις και γλωσσική εκπαίδευση. Αθήνα: Πατάκης.

Γεωργακοπούλου, Α. 2006. Αφηγηματικά κείμενα. Τύποι, «ατυπίες» και πρακτικές. Στο Ο κόσμος των κειμένων. Μελέτες αφιερωμένες στον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, επιμ. Δ. Γούτσος κ.ά., 33-48. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Γεωργακοπούλου, Α. & Δ. Γούτσος 1999. Η αφήγηση ως βάση κειμενικών διακρίσεων: ένα μοντέλο ανάλυσης και οι εφαρμογές του στα ελληνικά. Στο Ελληνική Γλωσσολογία. Πρακτικά του Γ΄ Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα, επιμ. Α. Μόζερ, 693-701. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Adam, J.-M. 1999. Τα κείμενα: τύποι και πρότυπα. Κεφ. 3, «Το πρότυπο της αφηγηματικής ακολουθίας» [μτφρ. από τον Γ. Παρίση του Adam, J.-M. 1992. Les textes: types et prototypes. Παρίσι: Nathan]. Αθήνα: Πατάκης.

Gerot, L. & P. Wignell 1994. Making sense of functional grammar. Gold Coast (Αυστραλία): Gerd Stabler.

Werlich, E. 1982. A text grammar of English. Χαϊδελβέργη: Quelle & Meyer.

Zydatiß, W. 1989. Types of texts (2.1. «Narratives»). Στο A user’s grammar of English: word, sentence, text, interaction, επιμ. R. Dirven κ.ά., Μέρος 3ο, κεφ. 18, 747-750. Frankfurt am Main: Peter Lang.

 

 

13. Δελτίο ταυτότητας

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, γ΄ τ., Ενότητα 20, σ. 35-36, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 20, σ. 50-51)

 

Το δελτίο ταυτότητας, όπως και άλλα υπηρεσιακά έγγραφα (π.χ. το διαβατήριο) και ταυτότητες (π.χ. αιμοδότη), με δυσκολία θα μπορούσαν να θεωρηθούν κείμενα ή, ακριβέστερα, γλωσσικά κείμενα. Είναι, πάντως, σημειωτικά κείμενα και μάλιστα μεγάλης κοινωνικής σημασίας, αφού αποτελούν απαραίτητα αναγνωριστικά σημεία για σειρά δραστηριοτήτων (δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) των πολιτών.

Σημειωτικά κείμενα όπως τα παραπάνω έχουν παγιωμένη «σύνταξη», δηλαδή διάταξη των στοιχείων τους πάνω στην επιφάνεια του εγγράφου. Επίσης και τα εικονιστικά τους στοιχεία παραμένουν αμετάβλητα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, εκτός και αν η Πολιτεία αποφασίσει διαφορετικά. Για παράδειγμα, το χρώμα του χαρτιού, το μέγεθος του εγγράφου ή ντοκουμέντου, η τυπογραφική οικογένεια των χαρακτήρων κ.λπ. είναι προκαθορισμένα, γιατί από αυτά ελέγχεται και η γνησιότητα ή πλαστότητα του εγγράφου. Αυτό που αλλάζει είναι το «παράδειγμα», δηλαδή τα στοιχεία κάθε πολίτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κατηγορίες των στοιχείων (π.χ. όνομα, εθνικότητα, τόπος γέννησης) και η συμπλήρωσή τους γίνεται στην επίσημη μορφή της γλώσσας. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να μπει στη θέση του βαφτιστικού ονόματος ένα μικρό ή ένα υποκοριστικό ονόματος (Δημήτριος, όχι Δημήτρης ούτε Τάκης).

Τα δελτία ταυτότητας, τα διαβατήρια και παρόμοια επίσημα έγγραφα είναι μια αφορμή να εισαχθούν οι μαθητές στην έννοια του σημειωτικού και του πολυτροπικού κειμένου. Ο κόσμος τους είναι γεμάτος από αυτά. Το διαδίκτυο τα πολλαπλασίασε θεαματικά. Από την άλλη, η γνωριμία με υπηρεσιακά έγγραφα είναι το πρώτο βήμα στην πολιτική τους κοινωνικοποίηση. Ο λόγος της γραφειοκρατίας και της δημόσιας διοίκησης απαιτεί έναν ορισμένο γραμματισμό: να μάθουν κατηγορίες εγγράφων, την κοινωνική τους λειτουργία, τον τρόπο με τον οποίο συμπληρώνονται και το γλωσσικό ύφος που απαιτούν.

«Η ταυτότητα του Μαξ» (ΒΜ, 36) αποτελεί μια εν μέρει παιγνιώδη χρήση του δελτίου ταυτότητας. Μια ταυτότητα-(ψευδο)βιογραφικό. Ορισμένες κατηγορίες (κατοικώ) ή «ασχολίες» (κυνηγώ τις πεταλούδες) μόνο ως χιουμοριστικές νότες μπορούν να διαβαστούν. Παρά τον χρηστικό του χαρακτήρα, το κείμενο αυτό είναι μια αφορμή να συζητηθεί στην τάξη το ζήτημα της παρωδίας των κειμενικών ειδών. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά και είναι ενταγμένα στην κουλτούρα των μαθητών. Η χιουμοριστική χρήση / αποδόμηση κλασικών παραμυθιών σε τηλεοπτικές διαφημίσεις (στις οποίες, μάλιστα, παίζουν παιδιά αυτής της ηλικίας) είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αυτό που κυρίως μπορεί να εξηγηθεί είναι το γεγονός ότι τα κειμενικά είδη, θεμελιώδη «αντικείμενα» πολιτισμού μιας χώρας και όργανα ιδιωτικής και δημόσιας επικοινωνίας, είναι δυνατόν να παραποιηθούν για καλλιτεχνικούς σκοπούς ή για την πρόκληση γέλιου.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Γραίκος, Ν. 2006. Προσέγγιση του πολυτροπικού λόγου στο Δημοτικό Σχολείο μέσω της διδασκαλίας της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 26, 81-98.

Ιντζίδης, Β. & Ε. Καραντζόλα 1999. Εννοιολογικές και αφηγηματικές οπτικές αναπαραστάσεις: διδακτικές δοκιμές. Γλωσσικός υπολογιστής 1, 119-124.

Χοντολίδου, Ε. 1999. Εισαγωγή στην έννοια της πολυτροπικότητας. Γλωσσικός υπολογιστής 1, 115-118.

Bex, T. 1996. Variety in written English. Texts in society: society in texts. Kεφ. 7, «Genre». Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.

Kress, G. 2010. Multimodality. A social semiotic approach to contemporary communication. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.

Kress, G. & T. van Leeuwen 2006. Reading images. The grammar of visual design. 2η έκδ. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.

 

 

14. Οδηγίες

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, γ΄ τ., Ενότητα 21, σ. 47-48, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 21, σ. 57-59)

 

Η παροχή οδηγιών (instruction) είναι κειμενικός τύπος που εστιάζει στον σχεδιασμό, την υπαγόρευση ή την επιβολή μελλοντικής συμπεριφοράς. Όταν υποστηρίζει κείμενα από την αρχή ως το τέλος τους, αντιμετωπίζεται ως κειμενικό είδος (πρβλ. λήμμα «Περιγραφή»). Η παροχή οδηγιών αποβλέπει στο να επηρεάσει ή, ακόμη, και να ρυθμίσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται ή ενεργούν. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο υποκατηγορίες παροχής οδηγιών:

α.       Τις οδηγίες που αφήνουν περιθώρια επιλογής στον αποδέκτη, όπως είναι οι προτροπές και οι υποδείξεις των εμπορικών, κοινωνικών ή πολιτικών διαφημίσεων, οι συμβουλές για τη χρήση καταναλωτικών προϊόντων, οι πολιτικοί λόγοι, τα εκκλησιαστικά κηρύγματα κ.ά. Οι οδηγίες αυτές προσπαθούν, με τα σλόγκαν, τα τεκμήρια και τα επιχειρήματά τους, να διεγείρουν το ενδιαφέρον του κοινού, να επηρεάσουν τη σκέψη και τη βούλησή του και να το κατευθύνουν σε μια ορισμένη ενέργεια ή δραστηριότητα, αγοραστική ή άλλη. Από την άποψη αυτή, ένα κείμενο παροχής οδηγιών με περιθώρια επιλογής είναι ένα κείμενο πειθούς.

β.       Τις οδηγίες που δεν αφήνουν περιθώρια επιλογής στον αποδέκτη, όπως είναι o κώδικας οδικής κυκλοφορίας, οι πάσης φύσεως κανονισμοί, τα συμβόλαια, οι συμφωνίες, οι κανόνες παιχνιδιών, τα τεχνικά εγχειρίδια και οι συνταγές. Οι οδηγίες αυτού του είδους είναι φανερό ότι απαντούν είτε σε κείμενα με νομικό περιεχόμενο, που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και δεσμεύουν κοινωνικά τον αποδέκτη τους, είτε σε κείμενα που περιλαμβάνουν κανόνες των οποίων η μη τήρηση δεν συνεπάγεται κάποια σοβαρή τιμωρία, είτε σε κείμενα τεχνικής φύσης, που ο αναγνώστης ή ο ακροατής των οδηγιών, αν δεν τις ακολουθήσει και αυτοσχεδιάσει, πιθανότατα δεν θα επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Η γλώσσα της παροχής οδηγιών χαρακτηρίζεται από:

·         τη χρήση της προστακτικής (που μπορεί να συνοδεύεται από εμφατικά, π.χ. την προειδοποίηση προσοχή!) και του δευτέρου προσώπου,

·         υποθετικές προτάσεις (που υλοποιούν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν),

·         τελικές και αποτελεσματικές προτάσεις (που περιέχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα),

·         συμβουλευτικό λεξιλόγιο (προτείνεται να, συνιστάται να, σας συμβουλεύουμε να…),

·         λεξιλόγιο της υψηλής ποικιλίας (λόγιο), όταν οι οδηγίες έχουν θεσμικό χαρακτήρα,

·         τεχνικό λεξιλόγιο, όταν οι οδηγίες περιλαμβάνονται σε τεχνικά εγχειρίδια, και καθημερινό λεξιλόγιο, όταν οι οδηγίες έχουν πρακτικό χαρακτήρα.

Οι οδηγίες κατασκευής χειροτεχνημάτων και οι συνταγές που περιλαμβάνονται στις σ. 43-48 του ΒΜ προσφέρονται για να μελετήσουν οι μαθητές την κειμενική τους ταυτότητα και το γλωσσικό τους προφίλ:

·         τη φωνή της πρακτικής αυθεντίας που υπαγορεύει τις οδηγίες,

·         την ιδιότυπη χρήση της οριστικής, που δεν κάνει διαπιστώσεις αλλά υποδεικνύει σειρές ενεργειών, είναι δηλαδή μια μορφή πλάγιας προστακτικής,

·         τη συνοχή του κειμένου που εξασφαλίζει η αυστηρή διαδοχή των φάσεων με τις οδηγίες που πρέπει να εκτελεστούν,

·         τη λεπτομερή απαρίθμηση και περιγραφή των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Delin, J. 2000. The language of everyday life, The language of instructions, 59-80. Λονδίνο: Sage.

Werlich, E. 1982. A text grammar of English. Χαϊδελβέργη: Quelle & Meyer.

Zydatiß, W. 1989. Types of texts (3. «Directive and instructive texts»). Στο A user’s grammar of English: word, sentence, text, interaction, επιμ. R. Dirven κ.ά., Μέρος 3ο, κεφ. 18, 755-767. Frankfurt am Main: Peter Lang.

 

 

15. Πίνακας περιεχομένων

(Β΄ τάξη, Βιβλίο Μαθητή, γ΄ τ., Ενότητα 23, σ. 63, και Τετράδιο Εργασιών, β΄ τ., Ενότητα 23, σ. 69-70)

 

Ο πίνακας περιεχομένων ανήκει στο περικείμενο ενός βιβλίου ή, γενικότερα, μιας έκδοσης (ενός περιοδικού, μιας εφημερίδας, ενός καταλόγου αφιερωμένου σε έκθεση ζωγραφικής ή θεατρική παράσταση κ.λπ.) (πρβλ. και λήμμα «λεζάντα»). Πιο συγκεκριμένα, ανήκει στο αποφασισμένο από τον συγγραφέα περικείμενο (ευχαριστίες, πρόλογος, πίνακας ονομάτων και όρων κ.ά.) σε αντιδιαστολή προς το περικείμενο που εισάγει ο εκδότης σε μια έκδοση (εξώφυλλα, κοπιράιτ κ.ά.). Ο πίνακας περιεχομένων είναι η σημασιολογική μακροδομή ενός κειμένου και ταυτόχρονα ένα παράθυρο μέσα από το οποίο ο φιλοπερίεργος αναγνώστης μπορεί να δει το εσωτερικό του κειμένου με μια εποπτική ματιά.

Μπορούν να γίνουν ενδιαφέροντες συσχετισμοί και συγκρίσεις ανάμεσα στα περιεχόμενα ενός βιβλίου, τα περιεχόμενα μιας εφημερίδας (πρωτοσέλιδο ή δεύτερη σελίδα), που είναι προάγγελος του υπερκειμένου, και την αρχική σελίδα (homepage) μιας ηλεκτρονικής εφημερίδας ή ενός ιστοτόπου.

Οι έντυπες εφημερίδες της εποχής μας είναι ένα είδος αναγνωστικής μηχανής, προσφέρουν δηλαδή στους αναγνώστες αρκετές επιλογές προσέγγισης της ύλης τους. Καταρχήν, το πρωτοσέλιδο είναι μια επιλογή και ιεράρχηση των κυριότερων θεμάτων της ημέρας που καθοδηγεί τον αναγνώστη με τη βοήθεια παραπεμπτικών περιλήψεων των άρθρων οι οποίες βρίσκονται κάτω από τους τίτλους του πρωτοσέλιδου (τον κεντρικό τίτλο, τους δευτερεύοντες τίτλους και τους τριτεύοντες, που συνήθως διατάσσονται σε μια στήλη στα αριστερά του πρωτοσέλιδου). Επίσης, στη δεύτερη σελίδα της εφημερίδας ο αναγνώστης μπορεί συνήθως να βρει τα περιεχόμενα του φύλλου με κάθε λεπτομέρεια. Στο σημείο αυτό η εφημερίδα θυμίζει τα περιεχόμενα ενός βιβλίου, μόνο που οι ενότητές της, οι ρουμπρίκες (πολιτική, διεθνή, πολιτισμός κ.ά.), σχεδόν πάντοτε επαναλαμβάνονται. Τέλος, τα κυριακάτικα φύλλα, που περιλαμβάνουν ένθετα αφιερωμένα σε ποικίλα θέματα, δείχνουν τα περιεχόμενά τους στο επάνω μέρος του πρωτοσέλιδου, ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να επιλέξουν εξαρχής τα θέματα που τους ενδιαφέρουν.

Το διαδίκτυο, από την άλλη πλευρά, εισήγαγε και στηρίζεται στο μη γραμμικό κείμενο, το υπερκείμενο, δηλαδή ένα διαστρωματωμένο κείμενο που συνδέεται μέσω υπερδεσμών (hyperlinks) με άλλα κείμενα και καταλήγει στον παγκόσμιο ιστό. Η αρχική σελίδα των ηλεκτρονικών εφημερίδων και των ποικίλων ιστοτόπων είναι κατασκευασμένη ως υπερκείμενο. Διαθέτει ένα βασικό μενού θεματικών ενοτήτων από όπου ο χρήστης μπορεί να επιλέξει ό,τι τον ενδιαφέρει και στη συνέχεια να περιηγηθεί στο εσωτερικό της εφημερίδας ή του ιστοτόπου, ή να μετακινηθεί στον απέραντο χώρο του παγκόσμιου ιστού, ακολουθώντας μια εντελώς προσωπική διαδρομή.

Οι μαθητές είναι καλό να εξοικειωθούν από νωρίς με την υπερκειμενική οργάνωση της σελίδας. Αυτός είναι και θα είναι ο κόσμος τους, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι καταργήθηκε ή ξεπεράστηκε η τυπωμένη σελίδα γραπτού λόγου. Ο «πίνακας περιεχομένων», στην παραδοσιακή ή την ψηφιακή του εκδοχή, είναι μια έννοια που θα τους βοηθήσει να καταλάβουν πώς η οργάνωση της ύλης ενός έργου μετατοπίστηκε βαθμιαία, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, από τον συγγραφέα στον αναγνώστη. Ο σύγχρονος «ψηφιακός» αναγνώστης είναι περισσότερο από ποτέ συγ-γραφέας των έργων που διαβάζει και ερμηνεύει. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ψηφιακές πρακτικές γραμματισμού των μαθητών, ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter κ.ά.), που επηρεάζουν αποφασιστικά την καθημερινή τους επικοινωνία.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Genette, G. 2001. Κατώφλια. Στο Γραφή και ανάγνωση. Για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες, επιμ. Γ. Κουζέλης κ.ά., 15-25. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου.

Lane, P. 2002. Paratexte. Στο Dictionnaire d’analyse du discours, επιμ. P. Charaudeau & D. Maingueneau, 418-420. Παρίσι: Seuil.

Lavoinne, Y. 2004. Η γλώσσα των μέσων ενημέρωσης. Κεφ. 3, «Στα όρια του κειμένου» [μτφρ. από τον Π. Πολίτη του Lavoinne, Y. 1997. Le langage des médias. Grenoble: Presses Universitaires de Grenoble]. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Maingueneau, D. 1996. Paratexte. Στο D. Maingueneau, Les termes clés de l’analyse du discours, 60. Παρίσι: Seuil.

Boardman, M. 2005. The language of websites. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.

 

 

Βιβλιογραφική παραπομπή για το παρόν κείμενο:

 

Πολίτης, Π. 2015. Επισημάνσεις στην κειμενική διδασκαλία των εγχειριδίων του Δημοτικού για το γλωσσικό μάθημα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (προσπελάστηκε στις ............), http://www.greek-language.gr/Resources/el/index.html.