Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Ο Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, νεκρός στο Λαβύρινθό του»

Ο ποιητής Ντανρέιβεν ξεναγεί τον μαθηματικό Άνγουιν σε ένα τεράστιο λαβυρινθώδες κτίριο και του λέει την ιστορία του Αμπενχακάν ελ Μποχαρί που το έχτισε, όπως την παρέδωσε ο κληρικός Άλλαμπυ: Ο βασιλιάς Αμπενχακάν δραπέτευσε στην έρημο μαζί με τον ξάδερφο και βεζίρη του Σαΐντ και έναν αμύθητο θησαυρό μετά από εξέγερση του λαού του. Στο δρόμο σκότωσε τον Σαΐντ και του πολτοποίησε το πρόσωπο με μια πέτρα και στη συνέχεια κατέφυγε στην Αγγλία, όπου και έχτισε τον λαβύρινθό του, για να κρυφτεί από το φάντασμα του Σαΐντ που θα ερχόταν να πάρει την εκδίκησή του. Μια μέρα, έντρομος, ζητάει προστασία από τον Άλλαμπυ, επειδή κατέφτασε ο Σαΐντ, και την επόμενη ο Άλλαμπυ τον βρήκε νεκρό στον λαβύρινθό του, μαζί με τον σκλάβο του και το λιοντάρι του, με τα πρόσωπα πολτοποιημένα και τον θησαυρό άφαντο. Ο Άνγουιν πιστεύει ότι η ιστορία είναι ψέμα και ότι στην πραγματικότητα τα πράγματα έγιναν αλλιώς: Ο Σαΐντ ήταν αυτός που έκλεψε τον θησαυρό από τον Αμπενχακάν, τον οποίο δεν είχε σκοτώσει στην έρημο. Έχτισε τον λαβύρινθο-παγίδα για να τον προσελκύσει και να τον σκοτώσει εκεί, ενώ εφηύρε την ιστορία που είπε στον Άλλαμπυ και πολτοποίησε το πρόσωπο του ξάδερφού του, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον αναγνωρίσει.

«Το διήγημα αυτό εμφανίζει όλα τα οικεία στοιχεία του έργου του Μπόρχες: απόκρυφη γνώση, χαρακτήρες που προκύπτουν από κάποιον συνδυασμό μυθολογίας και λογιότητας, εικόνες λαβύρινθων, ένας ελαφρώς σατιρικός ομηρικός τόνος, αίμα και εκδίκηση, η ανάμειξη φόνου και μεταφυσικής, και η αλληλεπίδραση εμφάνισης και φαντασμάτων, όπου δεν μπορούμε να διακρίνουμε την πραγματικότητα από τις ψευδαισθήσεις.»
(Bernstein 1998)

«[…] Το αστυνομικό διήγημα επιβάλλει έναν νέο τύπο ανάγνωσης, κατά την οποία καταργείται η αναστολή της δυσπιστίας. Ο Μπόρχες, επιπλέον, δημιουργεί ένα νέο είδος αναγνώστη που αποδίδει πιθανές πολλαπλές σημασίες σε κάθε μέρος του κειμένου, με την αμφιβολία και τη δυσπιστία του αναγνώστη του αστυνομικού είδους, που είναι υποψιασμένος και συνηθισμένος στις παγίδες που ξεδιπλώνει ο συγγραφέας. Ωστόσο, έχουμε μια άνιση μάχη μεταξύ του Μπόρχες και του αναγνώστη του, όπου ο αναγνώστης πέφτει σε παγίδες που δεν βλέπει και αποφεύγει να πέσει σε παγίδες που νομίζει ότι υπάρχουν. […] Ο Μπόρχες ήθελε πάντα να γράψει ένα ρομαντικό αστυνομικό, όπου στην αρχή γίνεται ένας φόνος, μετά υπάρχει μια ανάλυση, και τέλος δίνεται η λύση, ενώ στην τελευταία παράγραφο υπάρχουν λόγια, που σπέρνουν την αμφιβολία στον αναγνώστη, ο οποίος γυρίζει πίσω και ξαναδιαβάζει κάποια επίμαχα σημεία, και βρίσκει μια διαφορετική —πιο σωστή— λύση από αυτή που δίνει ο αφηγητής. […] Το πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι, γιατί ο Σαΐντ, ενώ θεωρητικά έκλεψε τον θησαυρό με κίνητρο την πλεονεξία, τον κατασπατάλησε όλον για να χτίσει τον λαβύρινθο-παγίδα, για να σκοτώσει τον Αμπενχακάν, ενώ θα μπορούσε να τον έχει σκοτώσει απλούστερα στην έρημο και να κρατήσει τον θησαυρό για δικό του. Κι άλλες ενδείξεις, τυπικές και δευτερεύουσες, δηλαδή εξωτερικές από την πλοκή του δράματος με τη στενή έννοια, υποδεικνύουν το λάθος της λύσης του Άνγουιν. Ο Ντανρέιβεν απαντά στη λύση του με «σιωπή και δυσπιστία». Ο Άνγουιν είναι μαθηματικός, και στο διήγημα του Πόε που αναφέρει ο Άνγουιν στην αρχή του διηγήματος, το οποίο ο Μπόρχες θεωρούσε το καλύτερο από τα αστυνομικά του Πόε, ο Dupin επιμένει ότι τα μαθηματικά από μόνα τους δεν επαρκούν, και χρειάζεται να συμπληρωθούν από την ποίηση, ώστε η αναλυτική τους ικανότητα να μεγιστοποιηθεί. Τέλος, το όνομα του Άνγουιν, Unwin, μας υποδεικνύει ότι η λύση του δεν μπορεί να είναι η σωστή, γιατί ο Άνγουιν δεν μπορεί να νικήσει (un-win). Το μόνο που μένει είναι να ξαναδούμε τα γεγονότα και τις ιστορίες: Όλες οι πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τον Αμπενχακάν, τον Σαΐντ, τον λαβύρινθο και τα κίνητρά τους προέρχονται από τον Άλλαμπυ. Μήπως ο Άλλαμπυ λέει ψέματα; Σε παρένθεση ο Μπόρχες μας δίνει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, ότι ο Άλλαμπυ «κατά τα φαινόμενα» έχει πεθάνει. Θα μπορούσε να είναι αυτός ο δολοφόνος, να έχει κλέψει τον θησαυρό και να έχει εξαφανιστεί; Με τι κίνητρο όμως; Μόνη της η απληστία δεν αρκεί για να έχουμε τον κληρικό ως δολοφόνο, αλλά το κήρυγμά του παρουσιάζει ως πιθανό κίνητρο το θρησκευτικό μίσος και την ηθική. Ο Αμπενχακάν ενδέχεται να μην ήταν καν βασιλιάς, απλώς ένας απολίτιστος, αλλόθρησκος πειρατής, και ο Σαΐντ και το φάντασμά του απλά αποκυήματα της φαντασίας του Άλλαμπυ, για να καλύψουν το δικό του έγκλημα. [..]. Στην αγγλική μετάφραση, άλλωστε, του διηγήματος, που έγινε σε στενή συνεργασία με τον Μπόρχες, κάποιες λεπτομέρειες του κειμένου είναι αλλαγμένες, οι οποίες υποστηρίζουν ακόμη περισσότερο αυτή την τρίτη εκδοχή. […] Ο Μπόρχες πάντοτε σεβόταν τον κανόνα που ήθελε να δίνονται όλες οι πληροφορίες στον αναγνώστη, προτού δοθεί η λύση, ούτως ώστε να μπορεί κι εκείνος να «γίνει ο ντετέκτιβ». Γιατί τόσες δεκαετίες, τόσοι αναλυτές του έργου του Μπόρχες δεν είχαν βρει αυτή την τρίτη λύση στο μυστήριο; Ο Μπόρχες εφηύρε μια ιστορία τόσο μπορχική, παρωδώντας σχεδόν τον εαυτό του, ώστε να μη φαίνεται ότι αυτή η ιστορία είναι ένα ψέμα. Γράφει μια ιστορία προορισμένη για τον αναγνώστη του Μπόρχες, προορισμένη να την αναγνωρίσει ο αναγνώστης, ώστε να μην δει ότι η πραγματική ιστορία είναι άλλη: η αυτο-παρωδία ως παγίδα. Η αποτελεσματικότητα αυτής της διαδικασίας είναι εξαιρετική: η ενοχή του Άλλαμπυ μας εκπλήσσει τόσο, παρά το γεγονός ότι ο Άλλαμπυ δεν είναι απλά ένας μεταξύ πολλών πιθανών ενόχων με σκοπό να μπερδευτεί ο αναγνώστης, αλλά ο μοναδικός. […]»
(Ruiz 2009)

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Μπόρχες, Χόρχε Λουίς. 1991. Το Άλεφ. Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης. Αθήνα: ύψιλον/βιβλία.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία: