Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jorge Luis Borges

Ο Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, Νεκρός στο Λαβύρινθό του

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης


…ὁμοιάζουσι πρός τήν ἀράχνην

τήν ἐξυφαίνουσαν τό ἑαυτῆς

ἐνδιαίτημα.

ΤΟ ΚΟΡΑΝΙ, ΚΘ΄, 40.


«Κι αυτή εδώ», είπε ο Ντανρέιβεν, κάνοντας μια πλατιά χειρονομία που, χωρίς ν’ αφήνει απέξω τα συννεφιασμένα άστρα, αγκάλιαζε το νυχτωμένο πλάτωμα, τη θάλασσα και ένα επιβλητικό και ερειπωμένο κτίριο που έμοιαζε με εγκαταλελειμμένους στάβλους, «αυτή εδώ είναι η γη των προγόνων μου.»

Ο σύντροφός του, ο Άνγουιν, έβγαλε την πίπα από το στόμα του κι άφησε κάτι συγκρατημένους και επιδοκιμαστικούς ήχους. Ήταν το πρώτο βράδυ του καλοκαιριού του 1914· απαυδισμένοι από έναν κόσμο που είχε χάσει την αξιοπρέπεια του κινδύνου, οι δύο φίλοι απολάμβαναν τη μοναξιά σ’ αυτή την εσχατιά της Κορνουάλης. Ο Ντανρέιβεν καλλιεργούσε μια πυκνή γενειάδα και θεωρούσε τον εαυτό του ως τον συγγραφέα ενός σημαντικού έπους που οι σύγχρονοί του δεν θα μπορούσαν ίσως ούτε τους στίχους το να μετρήσουν και που το θέμα του δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί· ο Άνγουιν είχε δημοσιεύσει μια μελέτη πάνω στο θεώρημα που δεν έγραψε ο Φερμά στο περιθώριο μιας σελίδας του Διόφαντου. Κι οι δυο τους —χρειάζεται να το πω;— ήταν νέοι, παθιασμένοι και ονειροπαρμένοι.

«Πάνε τώρα είκοσι πέντε χρόνια», είπε ο Ντανρέιβεν, «που ο Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, αρχηγός ή βασιλιάς κι εγώ δεν ξέρω ποιας νειλώτιδος φυλής, πέθανε στην κεντρική αίθουσα αυτού του κτιρίου από τα χέρια του ξαδέλφου του, κάποιου Σαΐντ. Τόσα χρόνια πέρασαν, κι οι περιστάσεις του θανάτου του παραμένουν αδιαφώτιστες.»

Πειθήνια, ο Άνγουιν ρώτησε γιατί.

«Για πολλούς λόγους», ήταν η απάντηση. «Πρώτον, το σπίτι αυτό είναι ένας λαβύρινθος. Δεύτερον, τον φυλούσαν ένας σκλάβος κι ένα λιοντάρι. Τρίτον, εξαφανίστηκε ένας κρυφός θησαυρός. Τέταρτον, όταν διαπράχθηκε η δολοφονία, ο δολοφόνος ήταν ήδη νεκρός. Πέμπτον…»

Ο Άνγουιν τον διέκοψε εξουθενωμένος.

«Μην παραφουσκώνεις το μυστήριο», είπε. «Να δεις που θα είναι απλό. Θυμήσου το κλεμμένο γράμμα του Πόου, θυμήσου το κλειδωμένο δωμάτιο του Ζάνγκουιλλ.»

«Ή περίπλοκο», συμπλήρωσε ο Ντανρέιβεν. «Θυμήσου το σύμπαν.»

Σκαρφαλώνοντας αμμώδεις λόφους, είχαν φτάσει στο λαβύρινθο. Από κοντά, τους φάνηκε σαν ένας ευθύγραμμος και σχεδόν απέραντος τοίχος από γυμνά τούβλα, που ξεπερνούσε ελάχιστα το μέσο ύψος ενός ανθρώπου. Ο Ντανρέιβεν είπε ότι είχε κυκλικό σχήμα, αλλά και ότι η ακτίνα του ήταν τόσο μεγάλη, που η καμπυλότητά του γινόταν ανεπαίσθητη. Ο Άνγουιν θυμήθηκε τον Νικόλαο της Κούζας, για τον οποίο κάθε ευθεία γραμμή είναι το τόξο ενός άπειρου κύκλου… Γύρω στα μεσάνυχτα ανακάλυψαν μια ρημαγμένη πόρτα, που έβγαζε σ’ έναν τυφλό και απειλητικό διάδρομο. Ο Ντανρέιβεν είπε ότι, παρόλο που στο εσωτερικό του σπιτιού υπήρχαν πολλές διασταυρώσεις, αν έστριβαν πάντα αριστερά, θα έφταναν σε λιγότερο από μία ώρα στο κέντρο του δικτύου. Ο Άνγουιν συμφώνησε. Τα προσεχτικά τους βήματα αντήχησαν στο πέτρινο πάτωμα· ο διάδρομος διακλαδωνόταν σε άλλους πιο στενούς. Το σπίτι έμοιαζε σαν να ήθελε να τους πνίξει, τόσο χαμηλό ήταν το ταβάνι. Μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι, αναγκάζονταν να βαδίζουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Ο Άνγουιν πήγαινε μπροστά. Ο αθέατος τοίχος, όλο αγριάδες και εξογκώματα, κυλούσε ατέλειωτος κάτω απ’ την παλάμη του. Βαδίζοντας αργά μες στο σκοτάδι, ο Άνγουιν άκουσε τον φίλο του να του εξιστορεί τον θάνατο του Αμπενχακάν.

«Η πιο παλιά ανάμνηση που έχω», αφηγήθηκε ο Ντανρέιβεν, «είναι ίσως η εικόνα του Αμπενχακάν ελ Μποχαρί στο λιμάνι του Πέντρηθ. Τον ακολουθούσε ένας νέγρος με ένα λιοντάρι· σίγουρα ήταν ο πρώτος νέγρος και το πρώτο λιοντάρι που έβλεπαν τα μάτια μου, αν εξαιρέσεις τα χαρακτικά της Αγίας Γραφής. Μπορεί να ήμουν μικρός τότε, αλλά το θηρίο με το χρώμα του ήλιου και ο άνθρωπος με το χρώμα της νύχτας δεν με εντυπωσίασαν όσο ο Αμπενχακάν. Μου φάνηκε πανύψηλος· ήταν ένας άντρας με ωχρό δέρμα, με μαύρα και μισόκλειστα μάτια, ψηλομύτης, με σαρκώδη χείλια και πυρρόξανθη γενειάδα, ευρύστερνος, με σίγουρη και αθόρυβη περπατησιά. Όταν γύρισα σπίτι, είπα: “Ήρθε ένας βασιλιάς μ’ ένα καράβι”. Αργότερα, όταν έπιασαν δουλειά οι χτίστες, διεύρυνα τον τίτλο του και τον ονόμασα Βασιλιά της Βαβέλ.

»Το μαντάτο ότι ο ξένος επρόκειτο να εγκατασταθεί στο Πέντρηθ, έγινε δεκτό με ευχαρίστηση· ο όγκος και το σχήμα του σπιτιού του, με δέος και, σχεδόν, με αποστροφή. Κανείς δεν μπορούσε να υποφέρει την ιδέα ενός σπιτιού που το αποτελούσαν ένα μόνο δωμάτιο, αλλά λεύγες και λεύγες διάδρομοι. “Οι Μαυριτανοί τα συνηθίζουν κάτι τέτοια σπίτια”, έλεγε ο κόσμος, “όχι όμως εμείς οι Χριστιανοί”. Ο εφημέριός μας, ο κύριος Άλλαμπυ, άνθρωπος με παράξενα αναγνωστικά γούστα, ξέθαψε την ιστορία ενός βασιλιά που τον τιμώρησε ο Θεός επειδή είχε χτίσει έναν λαβύρινθο, και τη διάβασε απ’ τον άμβωνα. Τη Δευτέρα, ο Αμπενχακάν επισκέφθηκε το πρεσβυτέριο· τότε δεν έγινε γνωστό τι είχε ειπωθεί σ’ εκείνη τη σύντομη συνάντηση, αλλά από κείνη τη μέρα δεν ξανακούστηκε κήρυγμα κατά της αλαζονείας, και ο Μαυριτανός μπόρεσε να προσλάβει κι άλλους χτίστες. Χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Αμπενχακάν, ο Άλλαμπυ αποκάλυψε στις αρχές τα κεντρικά σημεία του διαλόγου τους.

»Όρθιος, ο Αμπενχακάν τού είπε αυτά τα λόγια — ή παραπλήσια: “Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να στηλιτεύσει αυτά που κάνω. Τα κρίματα που με ατιμάζουν είναι τέτοια, ώστε ακόμη και αν επαναλάμβανα εις τον αιώνα τον άπαντα το Έσχατον Όνομα του Θεού, αυτό δεν θα ’φτανε να απαλύνει ούτε ένα από τα μαρτύριά μου· τα κρίματα που με ατιμάζουν είναι τέτοια, ώστε ακόμη και αν σε σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια, αυτό δεν θα χειροτέρευε τα μαρτύρια που μου επιφυλάσσει η Αιωνία Δίκη. Κάπου υπάρχει μια χώρα όπου τ’ όνομά μου είναι άγνωστο· είμαι ο Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, κι έχω κυβερνήσει τις φυλές της ερήμου με σιδερένια πυγμή. Χρόνια και χρόνια ρήμαζα το βιος των υπηκόων μου, με τη βοήθεια του ξαδέλφου μου, του Σαΐντ, ώσπου ο Θεός εισάκουσε μια μέρα την κατακραυγή τους και τους άφησε να εξεγερθούν. Οι άντρες μου νικήθηκαν, σφαγιάστηκαν· εγώ κατάφερα να ξεφύγω, παίρνοντας μαζί μου τον θησαυρό που είχα μαζέψει από τόσα χρόνια λεηλασίας. Ο Σαΐντ με οδήγησε ώς τον τάφο ενός αγίου, στους πρόποδες ενός πέτρινου βουνού. Πρόσταξα τον σκλάβο μου να ’χει το νου του στην επιφάνεια της ερήμου· ο Σαΐντ κι εγώ, αποκαμωμένοι, κοιμηθήκαμε. Εκείνη τη νύχτα πίστεψα ότι μ’ είχε αιχμαλωτίσει ένα σύμπλεγμα φιδιών. Ξύπνησα όλος φρίκη· δίπλα μου, στο γλυκοχάραμα, κοιμόταν ο Σαΐντ· μέσα στον ύπνο μου είχα αγγίξει έναν ιστό αράχνης, γι’ αυτό και είδα εκείνο το όνειρο. Εξοργίστηκα που ένας δειλός όπως ο Σαΐντ μπορούσε να κοιμάται έναν τόσο ήσυχο ύπνο. Σκέφτηκα πως ο θησαυρός δεν ήταν ανεξάντλητος και πως ο ξάδελφος θα μπορούσε να μου ζητήσει μερίδιο. Στο ζωνάρι μου ήταν περασμένη η κάμα με την ασημένια λαβή· τη χούφτωσα και του άνοιξα το λαιμό πέρα ώς πέρα. Μέσα στο ρόγχο του ψέλλισε εκεί κάτι λέξεις που δεν κατάλαβα. Τον κοίταξα· ήταν νεκρός, εγώ όμως φοβήθηκα μην σηκωθεί, και πρόσταξα τον σκλάβο να του λιώσει το κεφάλι με μια πέτρα. Ύστερα πήραμε να βαδίζουμε κάτω απ’ τον ουρανό, ώσπου μια μέρα αντικρίσαμε τη θάλασσα. Την όργωναν θεόρατα καράβια· σκέφτηκα ότι ένας νεκρός δεν μπορεί να ταξιδέψει πάνω στο νερό, κι αποφάσισα να πάγω σ’ άλλη γη. Την πρώτη νύχτα του ταξιδιού, ονειρεύτηκα ότι σκότωνα τον Σαΐντ. Όλα ξαναγίνονταν απ’ την αρχή, αυτή τη φορά όμως άκουσα τι έλεγε: Όπως με σβήνεις, έτσι θα σε σβήσω, όπου κι αν πας. Αυτή την απειλή έχω ορκιστεί να την αχρηστέψω· θα κρυφτώ στο κέντρο ενός λαβύρινθου, και το φάντασμά του θα χάσει το δρόμο του”.

»Και λέγοντας αυτά, αποχώρησε. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Άλλαμπυ ήταν ότι είχε να κάνει μ’ έναν τρελό και ότι ο αλλοπρόσαλλος λαβύρινθος δεν ήταν παρά σύμβολο και αδιαφιλονίκητη απόδειξη αυτής της τρέλας. Ύστερα όμως αναλογίστηκε ότι αυτή η ερμηνεία ταίριαζε με το εξωφρενικό κτίριο και την εξωφρενική ιστορία, όχι όμως και με την ισχυρή εντύπωση που δημιουργούσε ο άνθρωπος Αμπενχακάν. Μπορεί ιστορίες σαν κι αυτήν να ’ταν συνηθισμένες στους αμμότοπους της Αιγύπτου, μπορεί αλλοκοτιές σαν κι αυτήν να αντιπροσώπευαν (όπως οι δράκοντες του Πλίνιου) όχι τόσο ένα συγκεκριμένο άτομο όσο μια ολόκληρη κουλτούρα… Ο Άλλαμπυ πήγε στον Λονδίνο, ανασκάλεψε παλιά φύλλα των Times και επαλήθευσε την εξέγερση, καθώς και την επακόλουθη φυγή του Μποχαρί και του βεζίρη του, που είχε τη φήμη δειλού.

»Στο μεταξύ, μόλις οι χτίστες τέλειωσαν τη δουλειά, ο Μποχαρί εγκαταστάθηκε στο κέντρο του λαβύρινθου. Δεν ξανακατέβηκε ποτέ στο χωριό· ήταν φορές που ο Άλλαμπυ φοβήθηκε μήπως τον είχε βρει ο Σαΐντ και τον είχε σκοτώσει. Τις νύχτες, ο άνεμος μάς έφερνε τον βρυχηθμό του λιονταριού, και τα πρόβατα στα μαντριά τους μαζεύονταν απ’ τον (προαιώνιο) φόβο.

»Καμιά φορά, έπιαναν στο αγκυροβόλι καράβια από ανατολικά λιμάνια, που πήγαιναν στο Κάρντιφ ή στο Μπρίστολ. Ο σκλάβος κατέβαινε από τον λαβύρινθο (που τότε, θυμάμαι, δεν είχε χρώμα ρόδινο, αλλά κρεμεζί) κι έπιανε κουβέντα στ’ αφρικανικά με τους ναυτικούς, ψάχνοντας θαρρείς ανάμεσά τους το φάντασμα του βεζίρη. Αφού ο κόσμος βούιζε ότι τα καράβια αυτά κουβαλούσαν λαθραία ποτά ή ελεφαντόδοντα, γιατί όχι και ίσκιους πεθαμένων;

»Θα ’χαν περάσει τρία χρόνια από τότε που χτίστηκε το κτίριο, όταν έριξε άγκυρα αρόδο, κάτω από τους λόφους, το Rose of Sharon. Εγώ δεν το ’δα με τα μάτια μου εκείνο το ιστιοφόρο, μπορεί λοιπόν η εικόνα που ’χω στο μυαλό μου να έχει επηρεαστεί από ξεχασμένες λιθογραφίες του Αμπουκίρ ή του Τραφάλγκαρ· απ’ ό,τι θυμάμαι όμως από περιγραφές άλλων, πρέπει να ήταν από εκείνα τα λεπτοδουλεμένα σκαριά, που είναι σαν να μην τα ’χει φτιάξει ναυπηγός, αλλά ξυλουργός, για να μην πω εβενουργός. Ήταν (αν όχι στην πραγματικότητα, πάντως στα όνειρά μου) από σκούρο, στιλβωμένο ξύλο, ήταν αθόρυβο και γοργοτάξιδο, και το πλήρωμά του το αποτελούσαν Άραβες και Μαλαίοι.

»Ήταν Οκτώβριος όταν έριξε άγκυρα· ξημέρωμα. Γύρω στο σούρουπο, ο Αμπενχακάν όρμησε μέσα στο σπίτι του Άλλαμπυ. Ήταν έντρομος· το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν ότι ο Σαΐντ είχε εισχωρήσει στον λαβύρινθο και ότι ο σκλάβος του, καθώς και το λιοντάρι, είχαν σκοτωθεί. Ρώτησε με κάθε σοβαρότητα αν υπήρχε περίπτωση να τον προστατέψουν οι αρχές. Πριν προλάβει να του απαντήσει ο Άλλαμπυ, το ’βαλε στα πόδια, σαν να τον είχε καταλάβει ο ίδιος τρόμος που τον είχε κλείσει σ’ εκείνο το σπίτι, για δεύτερη και τελευταία φορά. Όταν ο Άλλαμπυ έμεινε μόνος στη βιβλιοθήκη του, αναλογίστηκε πως εκείνος ο περιδεής άνθρωπος καταδυνάστευε κάποτε στο Σουδάν σιδερένιες φυλές και πως πρέπει να ’ξερε από πρώτο χέρι τι σημαίνει μια μάχη και τι σημαίνει να σκοτώνεις. Την άλλη μέρα, πρόσεξε ότι το ιστιοφόρο είχε σαλπάρει (για το Σουακίν της Ερυθράς Θαλάσσης, απ’ ό,τι έμαθε αργότερα). Αποφάσισε ότι είχε χρέος να επαληθεύσει τον θάνατο του σκλάβου και πήρε τον δρόμο για τον λαβύρινθο. Δεν είχε δώσει και πολλή βάση στο τραυλό παραμύθι του Μποχαρί, νά όμως που σε μια στροφή του διαδρόμου έπεσε πάνω στο λιοντάρι, και το λιοντάρι ήταν νεκρό, και σε μια άλλη πάνω στον σκλάβο, που ήταν κι αυτός νεκρός, και στην κεντρική αίθουσα βρήκε τον Μποχαρί, με πολτοποιημένο το κεφάλι. Στα πόδια του ήταν ένα σεντούκι με ποικίλματα από φίλντισι· κάποιος είχε σπάσει την κλειδωνιά και δεν είχε αφήσει ούτε ένα φλουρί.»

Οι τελευταίες φράσεις του Ντανρέιβεν, έτσι μάλιστα όπως ειπώθηκαν, με ρητορικές παύσεις, υποτίθεται ότι κορύφωναν την ευφράδεια του ομιλητή· ο Άνγουιν υπέθεσε ότι ο φίλος του θα τις είχε πει πολλές φορές, με τον ίδιο στόμφο — και το ίδιο πενιχρό αποτέλεσμα. Για να προσποιηθεί, πάντως, κάποιο ενδιαφέρον, ρώτησε:

«Πώς πέθαναν το λιοντάρι και ο σκλάβος;»

Και η αναλλοίωτη φωνή αποκρίθηκε με βαθιά ικανοποίηση:

«Τους είχαν επίσης πολτοποιήσει τον κεφάλι».

Στον θόρυβο των βημάτων τους προστέθηκε τώρα και ο θόρυβος της βροχής. Ο Άνγουιν σκέφτηκα ότι θα ’ταν υποχρεωμένοι να κοιμηθούν μέσα στον λαβύρινθο, στην κεντρική αίθουσα της ιστορίας, και πως αυτή την μεγάλη ταλαιπωρία θα τη θυμούνταν ύστερα από χρόνια σαν περιπέτεια. Δεν είπε τίποτα όμως· ο Ντανρέιβεν δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τον ρώτησε, σαν κάποιον που δεν συγχωρεί ένα χρέος:

«Δεν τα βρίσκεις ανεξήγητα όλα αυτά;»

Ο Άνγουιν του αποκρίθηκε, σαν να σκεφτόταν μεγαλόφωνα:

«Δεν ξέρω αν είναι ανεξήγητα ή όχι. Ξέρω όμως ότι είναι ψέματα.»

Ο Ντανρέιβεν ξέσπασε σε βλαστήμιες και επικαλέστηκε τη μαρτυρία του πρεσβύτερου γιου του εφημέριου (ο Άλλαμπυ, κατά τα φαινόμενα, είχε πεθάνει), αλλά και όλων των κατοίκων του Πέντρηθ. Εξίσου έκπληκτος με τον Ντανρέιβεν, ο Άνγουιν ζήτησε συγγνώμη. Ο χρόνος, μέσα στο σκοτάδι, έμοιαζε να κυλάει πιο αργά· είχαν αρχίσει κι οι δυο να φοβούνται ότι είχαν χάσει το δρόμο τους και να νιώθουν τρομερά κουρασμένοι, όταν μια αμυδρή λάμψη από ψηλά τούς φώτισε τα πρώτα σκαλοπάτια μιας στενόπορης σκάλας. Την ακολούθησαν και έφτασαν σ’ ένα ερειπωμένο κυκλικό δωμάτιο. Δυο ίχνη είχαν απομείνει μόνο από τον φόβο του δυστυχισμένου βασιλιά: ένα στενό παράθυρο, που δέσποζε στο πλάτωμα και στη θάλασσα, και μια καταπακτή στο πάτωμα, που έβγαζε στη σκάλα. Το δωμάτιο, παρόλο που ήταν ευρύχωρο, έμοιαζε πολύ με κελί φυλακής.

Όχι τόσο επειδή έβρεχε, όσο για να ζήσουν την εμπειρία και να τη θυμούνται και να την αφηγούνται, οι δυο φίλοι πέρασαν τη νύχτα στον λαβύρινθο. Ο μαθηματικός κοιμήθηκε ήσυχα· όχι όμως και ο ποιητής, καταδιωγμένος από στίχους που δεν μπορούσε να τους αποδεχθεί η λογική του:


Faceless the sultry and overpowering lion,

Faceless the stricken slave, faceless the king.


Ο Άνγουιν πίστευε ότι το μυστήριο του θανάτου του Μποχαρί δεν είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του, ξύπνησε όμως με τη βεβαιότητα ότι το είχε λύσει. Όλη εκείνη τη μέρα ήταν σκεφτικός και απλησίαστος, καθώς δοκίμαζε ένα ένα τα κομμάτια του παζλ και, ύστερα από δυο νύχτες, κάλεσε τον Ντανρέιβεν σε μια μπιραρία του Λονδίνου και του είπε αυτά τα λόγια — ή παραπλήσια:

«Όταν ήμαστε στην Κορνουάλη, σου είπα ότι η ιστορία σου ήταν ψεύτικη. Τα γεγονότα ήταν αληθινά (ή θα μπορούσαν να είναι)· έτσι όμως όπως τ’ αφηγήθηκες εσύ, δεν μπορούσαν παρά να αποτελούν ισάριθμα ψέματα. Θ’ αρχίσω από το μεγαλύτερο ψέμα απ’ όλα: τον απίστευτο λαβύρινθο. Ένας φυγάδας δεν κρύβεται σε λαβύρινθο. Δεν χτίζει έναν λαβύρινθο πάνω σ’ ένα ύψωμα της ακτής, δεν χτίζει έναν κρεμεζή λαβύρινθο που τον βλέπουν όλοι οι ναυτικοί από μίλια μακριά. Δεν υπάρχει λόγος να χτίσεις έναν λαβύρινθο, όταν το σύμπαν δεν είναι τίποτ’ άλλο. Για κάποιον που στ’ αλήθεια θέλει να κρυφτεί, το Λονδίνο είναι καλύτερος λαβύρινθος από ένα παρατηρητήριο, στο οποίο οδηγούν όλοι οι διάδρομοι ενός κτιρίου. Όλα αυτά τα σοφά που σου λέω τώρα μού αποκαλύφθηκαν εκείνη τη νύχτα, καθώς περιμέναμε να μας πάρει ο ύπνος, ακούγοντας τη βροχή να πέφτει πάνω στον λαβύρινθο. Η βροχή ήταν αυτή που με πονήρεψε και με ανακούφισε· έτσι, αποφάσισα να ξεχάσω τις ανοησίες σου και ν’ αρχίσω να σκέφτομαι κάτι πιο λογικό.»

«Τη θεωρία των συνόλων, ας πούμε», παρατήρησε ο Ντανρέιβεν, «ή μια τέταρτη διάσταση του χώρου.»

«Όχι», απάντησε σοβαρά ο Άνγουιν. «Σκέφτηκα τον λαβύρινθο της Κρήτης. Τον λαβύρινθο, το κέντρο του οποίου ήταν ένας άνθρωπος με κεφάλι ταύρου.»

Ο Ντανρέιβεν, που είχε ειδικευτεί στα αστυνομικά μυθιστορήματα, συλλογίστηκε ότι η λύση του μυστηρίου είναι πάντα κατώτερη από το μυστήριο. Το μυστήριο άπτεται του υπερφυσικού, ακόμη και του θείου· η λύση, της ταχυδακτυλουργίας. Είπε όμως, για να επιβραδύνει το αναπόφευκτο:

«Ο Μινώταυρος έχει κεφάλι ταύρου στα μετάλλια και στα γλυπτά. Ο Δάντης τον φαντάστηκε με σώμα ταύρου και κεφάλι ανθρώπου.»

«Κι αυτή η εκδοχή μου κάνει», είπε συγκαταβατικά ο Άνγουιν. «Αυτό που έχει σημασία είναι η αντιστοιχία του τερατώδους οικήματος με τον τερατώδη κάτοικο. Ο Μινώταυρος δικαιώνει —και με το παραπάνω— την ύπαρξη του λαβύρινθου. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο και για μια απειλή που είδε κάποιος στ’ όνειρό του. Αρκεί να φέρει κανείς στο μυαλό του την εικόνα του Μινώταυρου (και πώς μπορεί να τ’ αποφύγει απ’ τη στιγμή που υπάρχει ένας λαβύρινθος) και το πρόβλημα λύνεται αυτομάτως. Ούτε κι εγώ όμως είχα καταλάβει (οφείλω να το ομολογήσω) ότι η αρχαία αυτή εικόνα ήταν το κλειδί· χρειάστηκε να μου προμηθεύσει η ιστορία σου ένα πιο συγκεκριμένο σύμβολο: τον ιστό της αράχνης.»

«Τον ιστό της αράχνης;», επανέλαβε ο Ντανρέιβεν, σαν να τα ’χε χαμένα.

«Ναι. Δεν θα μ’ εξέπληττε καθόλου αν ο ιστός της αράχνης (διευκρινίζω: ο αρχετυπικός ιστός της αράχνης, ο ιστός του Πλάτωνα) ήταν αυτός που υπέβαλε στον δολοφόνο (γιατί υπάρχει ένας δολοφόνος στην ιστορία) το έγκλημά του. Θα θυμάσαι ασφαλώς πως ο Μποχαρί, σ’ εκείνο τον τάφο, ονειρεύτηκε ένα σύμπλεγμα φιδιών και πως, όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ότι το όνειρο αυτό τού το είχε υποβάλει ένας ιστός αράχνης. Ας πάμε πίσω σ’ εκείνη τη νύχτα που ο Μποχαρί ονειρεύτηκε τα φίδια. Ο νικημένος βασιλιάς, ο βεζίρης και ο σκλάβος το σκάνε μέσ’ από την έρημο, κουβαλώντας έναν θησαυρό. Βρίσκουν καταφύγιο σ’ έναν τάφο. Ο βεζίρης κοιμάται, και απ’ αυτό πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι δειλός· ο βασιλιάς δεν κοιμάται, και απ’ αυτό πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι γενναίος. Ο βασιλιάς, για να μην μοιραστεί τον θησαυρό με τον βεζίρη, τον μαχαιρώνει· μερικές νύχτες αργότερα, το φάντασμα του σκοτωμένου τον απειλεί μες στ’ όνειρό του. Όλα αυτά είναι απίστευτα· εγώ νομίζω ότι τα πράγματα συνέβησαν τελείως διαφορετικά. Εκείνη τη νύχτα, αυτός που κοιμήθηκε ήταν ο γενναίος, ο βασιλιάς, κι αυτός που ξαγρύπνησε, ο δειλός, ο Σαΐντ. Τι σημαίνει να κοιμάσαι; Σημαίνει να αφαιρείσαι από τον κόσμο — κι αυτό δεν είναι κάτι εύκολο για όποιον ξέρει ότι τον καταδιώκουν με γυμνά σπαθιά. Ο άπληστος Σαΐντ υποκλίθηκε στον ύπνο του βασιλιά του. Σκέφτηκε να τον σκοτώσει (μπορεί και να ’χε αρχίσει να παίζει με το μαχαίρι), αλλά δεν το τόλμησε. Φώναξε τον σκλάβο, έκρυψαν στον τάφο ένα μέρος του θησαυρού και το ’σκασαν γα το Σουακίν κι από κει, στην Αγγλία. Ο Σαΐντ έχτισε τον ψηλό λαβύρινθο με τους κόκκινους τοίχους πάνω στη θάλασσα — όχι όμως για να κρυφτεί από τον Μποχαρί, αλλά για να τον προσελκύσει και να τον σκοτώσει. Ήξερε πως τα καράβια θα πήγαιναν τη φήμη για τον κοκκινογένη, τον σκλάβο και το λιοντάρι ώς τα λιμάνια της Νουβίας και πως, αργά ή γρήγορα, ο Μποχαρί θα ’ρχόταν να τον βρει μες στο λαβύρινθό του. Η παγίδα είχε στηθεί στον τελευταίο διάδρομο. Ο Μποχαρί περιφρονούσε τον βεζίρη βαθύτατα· δεν θα καταδεχόταν να πάρει την παραμικρή προφύλαξη. Και η πολυπόθητη μέρα έφτασε· ο Αμπενχακάν αποβιβάστηκε στην Αγγλία, περπάτησε ώς την πόρτα του λαβύρινθου, ψηλάφησε τους τυφλούς διαδρόμους και μπορεί να είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει τα πρώτα σκαλοπάτια, όταν ο βεζίρης του τον σκότωσε, ίσως με μια σφαίρα, απ’ την καταπακτή. Το λιοντάρι θα πρέπει να το σκότωσε ο σκλάβος, και τον σκλάβο μια άλλη σφαίρα. Ύστερα ο Σαΐντ έλιωσε τα τρία κεφάλια με μια πέτρα. Έτσι έπρεπε να κάνει· ένας μόνος νεκρός με παραμορφωμένο πρόσωπο θα γεννούσε υποψίες για την ταυτότητά του, ενώ το θηρίο, ο νέγρος και ο βασιλιάς αποτελούσαν μια σειρά· δεδομένων λοιπόν των δύο πρώτων όρων, όλοι θα συμπέραιναν αυτόν (και κανέναν άλλον) τρίτο. Μη σου φαίνεται περίεργο που ο Σαΐντ ήταν έντρομος όταν πήγε να δει τον Άλλαμπυ· είχε μόλις διαπράξει το φριχτό του έγκλημα και ετοιμαζόταν να φύγει απ’ την Αγγλία για να αναζητήσει τον θησαυρό του.»

Μια σιωπή, που πρόδιδε σκέψη ή δυσπιστία, ακολούθησε τα λόγια του Άνγουιν. Πριν εκφράσει τη γνώμη του, ο Ντανρέιβεν παράγγειλε άλλο ένα ποτήρι μαύρη μπίρα.

«Δέχομαι», είπε, «ότι ο Αμπενχακάν μου ήταν ο Σαΐντ. Θα μου πεις, αυτού του είδους οι μεταμορφώσεις είναι κλασικά τεχνάσματα του είδους, είναι πραγματικές συνθήκες, που ο αναγνώστης απαιτεί να γίνονται σεβαστές. Αυτό που δυσκολεύομαι να δεχτώ είναι η υπόθεση ότι ένα μέρος του θησαυρού είχε μείνει στο Σουδάν. Θυμήσου ότι ο Σαΐντ ήθελε να το σκάσει και από τον βασιλιά και από τους εχθρούς του βασιλιά· μου είναι πιο εύκολο να φανταστώ ότι πήρε μαζί του όλο τον θησαυρό, παρά ότι καθυστέρησε για να θάψει ένα μέρος του. Μπορεί κιόλας να μη βρέθηκαν φλουριά επειδή δεν υπήρχαν φλουριά· οι χτίστες είχαν κοστίσει μια περιουσία που, αντίθετα με τον πορφυρό χρυσό των Νιμπελούνγκεν, δεν ήταν ανεξάντλητη. Φτάνουμε έτσι στην εικόνα ενός Αμπενχακάν, που διασχίζει τη θάλασσα για να ανακτήσει έναν θησαυρό εξοβελισμένο.»

«Εξοβελισμένο, όχι», είπε ο Άνγουιν. «Ξοδεμένο για να στηθεί στη Γη των Απίστων μια τεράστια, κυκλική και πλίνθινη παγίδα, προορισμένη να τον συλλάβει και να τον σκοτώσει. Αν η υπόθεσή σου είναι σωστή, τότε ο Σαΐντ έδρασε παρακινημένος απ’ το μίσος κι απ’ τον φόβο — όχι απ’ την απληστία. Μπορεί να έκλεψε τον θησαυρό, αλλά ύστερα κατάλαβε ότι ο θησαυρός δεν ήταν γι’ αυτόν το άπαν. Το άπαν ήταν ο θάνατος του Αμπενχακάν. Υποδύθηκε τον Αμπενχακάν, σκότωσε τον Αμπενχακάν και, στο τέλος, έγινε ο Αμπενχακάν.»

«Ναι», συμφώνησε ο Ντανρέιβεν. «Ήταν ένας αλήτης, ο οποίος, πριν γίνει κανένας με τον θάνατό του, θα πρέπει να θυμήθηκε ότι κάποτε υπήρξε βασιλιάς ή υποδύθηκε έναν βασιλιά.»


Jorge Luis Borges. 1991. Το Άλεφ. Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης. Αθήνα: ύψιλον/βιβλία.