Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τα ομηρικά έπη αναφέρουν μιαν Ιφιάνασσα ως κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Οι τραγικοί την αγνοούν, ενώ αφιερώνουν έργα τους στην Ιφιγένεια. Άλλοτε πάλι θεωρείται κόρη του Θησέα και της Ελένης και ότι ανατράφηκε από την Κλυταιμνήστρα σαν να ήταν δική της κόρη. Τέλος, μια ακόμη εκδοχή τη θέλει κόρη του Αγαμέμνονα και της Χρυσηίδας και ότι βρέθηκε στην Ταυρίδα, όταν κατά την επιστροφή στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα της μετά τον Τρωικό πόλεμο την απήγαγαν Σκύθες πειρατές.

Πάντως, στην κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας αναγνωρίζονται τρεις βασικοί σταθμοί στη ζωή της: Αυλίδα, Ταυρίδα, Αττική. Στη Αυλίδα τελέστηκε η θυσία της. Στην Ταυρίδα παρέμεινε ως ιέρεια της Άρτεμης· εκεί τη συνάντησε ο αδελφός της Ορέστης και μαζί ταξίδεψαν προς τα πάτρια εδάφη. Τέλος, στην Αττική, συγκεκριμένα στη Βραυρώνα, μετέφεραν το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα, και εκεί παρέμεινε η Ιφιγένεια ως ιέρεια της θεάς. Το επεισόδιο συμβάλλει στη δόξα της Αθήνας, καθώς συνδέει την πόλη με μια παλιά ηρωίδα και με μια παλιά λατρεία.

 

Η θυσία της Ιφιγένειας

Όταν ο στόλος συγκεντρώθηκε στην Αυλίδα, εγκλωβίστηκε εκεί από την άπνοια ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από ενάντιους ανέμους. Η αιτία γι' αυτό ήταν, σύμφωνα με τον μάντη Κάλχαντα, ο θυμός της Άρτεμης. Οι αιτίες για τον θυμό της ποικίλουν:

 

1. Ο πατέρας (ή παππούς) του αρχιστράτηγου, ο Ατρέας, δεν είχε θυσιάσει το αρνί με το χρυσόμαλλο δέρας στη θεά.

2. Ο Αγαμέμνονας υπερηφανεύτηκε για τις κυνηγετικές του ικανότητες συγκρίνοντάς τες με της θεάς του κυνηγιού. (Εικ. 50)

3. Ο Αγαμέμνονας αθέτησε την υπόσχεση του να προσφέρει στη θεά το καλύτερο προϊόν της χρονιάς, που έτυχε να είναι η κόρη του Ιφιγένεια. (Ευρ., Ιφ. Τ. 19 κ.ε.)

 

Η θυσία της κόρης του στρατηγού, της Ιφιγένειας, θα απεγκλώβιζε τον στόλο από την απραξία. Ο Αγαμέμνονας δέχτηκε να τελέσει τη θυσία είτε από φιλοδοξία (Αισχύλος, Αγαμέμνων) είτε για το κοινό καλό (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι). Με δόλο ζήτησε από τη γυναίκα του να έρθει στην Αυλίδα, επικαλούμενος αρραβώνα της κόρης τους με το πρωτοπαλίκαρο των Ελλήνων, τον Αχιλλέα. Όταν ο αρχηγός των Μυρμιδόνων πληροφορήθηκε τον δόλο και την εμπλοκή του ονόματός του, προσπάθησε να σταματήσει τη θυσία, όμως όλο το στράτευμα -και οι δικοί του στρατιώτες- επιθυμούσαν την απεμπλοκή από το τέλμα· ο Αχιλλέας κινδύνεψε με λιθοβολισμό.

Ο Αγαμέμνονας τέλεσε τη θυσία κρυφά από την Κλυταιμνήστρα, την οποία, αμέσως μετά, έστειλε πίσω στο Άργος. Στο μεταξύ, στη διάρκεια της θυσίας η Άρτεμη αντικατέστησε την κόρη με ένα ελάφι ως θύμα, ενώ την ίδια την οδήγησε στην Ταυρίδα, όπου και την έκανε ιέρειά της.

Δεν λείπουν παραλλαγές του μύθου της θυσίας, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς την αντικατάσταση. Λεγόταν, λοιπόν, ότι η Ιφιγένεια μεταμορφώθηκε σε ταύρο ή δαμάλα ή αρκούδα ή σε γριά γυναίκα ή ότι η θυσία διακόπηκε από την αιφνίδια άφιξη ενός ζώου ή της γριάς και ότι τα σημεία αυτά ερμηνεύτηκαν από τον ιερέα ως ενδείξεις πως οι θεοί δεν ήθελαν πια τη θυσία. (Εικ. 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95)

 

Η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα

Με την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα ο Ευριπίδης προσέθεσε ένα ακόμη κεφάλαιο στη διαδικασία θεραπείας του Ορέστη από την τρέλα των ενοχών και δημιούργησε τις προϋποθέσεις της συνάντησης με την αδελφή του Ιφιγένεια. Σύμφωνα με χρησμό που πήρε ο Ορέστης θα έπρεπε να φέρει το άγαλμα της θεάς Άρτεμης από την Ταυρίδα. Όμως, έθιμο του τόπου ήταν η θυσία των ξένων που κάποιο ναυάγιο έφερνε στη χώρα. Την προετοιμασία για τη θυσία τους έκαμνε η ιέρεια της θεάς, η Ιφιγένεια (Ευρ., Ιφ. Τ., 1456-1461). Πυλάδης, λοιπόν, και Ορέστης φυλακίστηκαν, προκειμένου να θυσιαστούν. Όμως, στο μεταξύ συντελέστηκε η αναγνώριση των δύο αδελφών. Μόλις η Ιφιγένεια πληροφορήθηκε και τον σκοπό του ταξιδιού τους, μηχανεύτηκε τέχνασμα, για να μπορέσει ο Ορέστης να πάρει το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα και να το πάει στην Αττική, να γλιτώσει από τη θυσία και να καταφέρουν όλοι μαζί -Ορέστης, Πυλάδης, Ιφιγένεια- να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Προφασίστηκε στον βασιλιά Θόαντα ότι τα υποψήφια θύματα ήταν μολυσμένα και, επειδή άγγιξαν το άγαλμα της θεάς με τα χέρια τους, έπρεπε να εξαγνιστούν και να πλυθεί στη θάλασσα και το άγαλμα της θεάς (ό.π., 1033-1040). Απομάκρυνε τους φρουρούς με το πρόσχημα της μυστικότητας της τελετής, επιβιβάστηκαν στο καράβι και απέπλευσαν, αλλά ο Ποσειδώνας έριξε το καράβι στην ακτή. Σώθηκαν από την εκδικητική μανία του Θόαντα με την παρέμβαση της θεάς της Αθήνας και η οποία οδήγησε με ασφάλεια το πλοίο στην Αττική, όπου οι δραπέτες έκτισαν ναό στην Άρτεμη. (Εικ. 137, 138, 139, 140, 141, 142, 143, 144, 145, 146, 147, 148, 149, 150, 151, 152, 153, 154, 155, 156, 157, 158, 159)


Σοφόκλεια παραλλαγή του μύθου (από τη χαμένη τραγωδία Χρύσης) σπρώχνει τους δραπέτες στην πόλη Σμίνθιο της Τρωάδας, όπου ιερέας του Απόλλωνα ήταν ο συνονόματος εγγονός του Χρύση, γιος της Χρυσηίδας και του Αγαμέμνονα. Ο νεότερος Χρύσης συνέλαβε τους δραπέτες για να τους παραδώσει στον Θόαντα, ο παππούς του όμως του αποκάλυψε την πραγματική τους ταυτότητα. Τότε εκείνος σκότωσε τον βασιλιά της Ταυρίδας και έφυγε με τα αδέλφια του για τις Μυκήνες. (Εικ. 160)

 

Η Ιφιγένεια στην Αττική

Κατ' εντολή του Απόλλωνα, ο Ορέστης έκτισε ιερό της Αρτέμιδος στις Αλές, κοντά στη Βραυρώνα, όπου και εναπόθεσε το άγαλμα. Η Ιφιγένεια παρέμεινε ιέρεια της θεάς και εκεί την έθαψαν, όταν πέθανε. Εκεί της αφιέρωναν τα φορέματα των γυναικών που πέθαιναν στη γέννα. Εξάλλου, στην ίδια θέση (Αλές και Βραυρώνα) λατρευόταν παλιά η Ιφιγένεια ως θεά του τοκετού. Αργότερα, εξέπεσε σε θνήσκουσα ηρωίδα και τον ρόλο της ανέλαβε η Άρτεμη, η οποία σε ιερό της αργολικής Ερμιόνης αποκαλούνταν Άρτεμη Ιφιγένεια (Παυσ. 2.35.1). Και αλλού στην Πελοπόννησο (Αίγειρα Αχαΐας, Παυς. 7.26.5) στεκόταν άγαλμα της Ιφιγένειας σε ναό της Άρτεμης που όμως πρέπει να ανήκε αρχικά στην Ιφιγένεια.

Την ημέρα της γιορτής της θεάς Άρτεμης στις Αλές ο ιερέας τελούσε συμβολικά μιαν ανθρωποκτονία, καθώς πλήγωνε ελαφρά με το σπαθί τον λαιμό ενός άνδρα, απ' όπου έτρεχε λίγο αίμα.