Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Βιογραφία του Ερεχθείου


Εν μια των ωραίων αττικών ημερών, εν ω λαμπρός ηγείρετο ο ήλιος υπέρ τον Υμηττόν, και χρυσούς εχρίσθη ο αντιπέραν Πάρνης, σκεπτικός εκάθητο ο Κέκροψ εις τον βράχον της Ακροπόλεως ξέων τον αντίχειρα διά του λειχανού του, όπερ, ως γνωστόν, βοηθεί εις το να καταβαίνωσιν αι ιδέαι, και περί αυτόν ίσταντο αι τρεις θυγατέρες του, άδουσαι και ποικίλλουσαι τον πέπλον της Αθηνάς.

Αίφνης προς την είσοδον της πόλεως ηκούσθησαν φωναί οπωσούν θορυβώδεις, ως ανθρώπων φιλονεικούντων, και διά μιας η Άγραυλος και η Έρση ανεπήδησαν ερυθριώσαι σφοδρώς.

— Όχι! Δεν είναι εκείνος, είπον και αι δύω συγχρόνως, ιδούσαι ότι οι προσερχόμενοι και ούτω μεγαλοφώνως ομιλούντες ήσαν είς ανήρ εύρωστος και αθλητικός, υγρόν έχων το βλέμμα, μακρόν τον πώγωνα και κυματούσαν την κόμην, και μία γυνή εύσχημος, γαλανή και μεγαλοπρεπής.

— Με συγχωρείς, εδικός μου είναι, έλεγεν ο ανήρ μετά ζωηρότητος.

— Παντάπασιν, απατάσαι, διότι είναι εδικός μου, απεκρίνετο η γυνή μεθ’ υπεροψίας.

— Ουδείς ακόμη μοι είπεν ότι απατώμαι, είπεν ο ανήρ οργιζόμενος.

— Αντί να παροξυνώμεθα, απεκρίθη μετριοπαθώς η γυνή, ιδού εδώ πρόχειρος δικαστής· ας τω εκθέσωμεν την έριν ημών.

— Περί τίνος πρόκειται; ηρώτησεν ο Κέκροψ.

— Ο τόπος ούτος, απεκρίθη ο ανήρ, διισχυρίζομαι ότι είναι εδικόν μου κτήμα, και έχω απείρους αυτού αποδείξεις.

— Και κηρύττω εξ εναντίας, υπέλαβεν η γυνή, ότι είναι εδικός μου, και ουδείς ποτέ μοι τον ημφισβήτησε. Θέλομεν να κρίνης μεταξύ ημών.

— Και έκρινα ήδη, απεκρίθη ο Κέκροψ. Ο τόπος ούτος, αν επιτρέπητε, δεν είναι ούτε του ενός ούτε του άλλου, αλλ’ είναι εδικός μου, διότι είμαι Κέκροψ, ο βασιλεύς του.

— Τούτο δεν εμποδίζει, απήντησεν ο ανήρ.

— Πώς δεν εμποδίζει; είπεν ο Κέκροψ.

— Δεν εμποδίζει, διότι εγώ είμαι ο Ποσειδών.

— Και εγώ η Αθηνά, επρόσθεσεν η γυνή.

— Α! τότε αλλάζει, απεκρίθη ο Κέκροψ, και τότε το μόνον ό δύναμαι να ειπώ, είναι ότι η γη αύτη είναι εδική σας και ουχί εδική μου. Αλλά τίνος εκ των δύω, πώς θέλετε να το κρίνω εγώ ο θνητός;

— Εγώ την ζωννύω εις τας αγκάλας μου, και, αν θέλω να τας σφίγξω, την καταστρέφω, είπεν ο Ποσειδών.

— Εγώ προστατεύω και σώζω τους κατοίκους της, και η πόλις αύτη είν’ εδική μου επώνυμος, είπεν η Αθηνά.

— Δηλαδή εδική μου, είπε καθ’ εαυτόν ο Κέκροψ.

— Εδική σου σήμερον, υπέλαβεν η θεά, αναγνούσα εις τον μυχόν του νοός του. Κεκροπία καλείται εν όσω σύγκειται εκ τινών ευτελών καλυβών, ερριμμένων επί της κορυφής τραχέως σκοπέλου. Αλλ’ υπό το όνομα Αθήναι θέλει ιδή φθάνουσαν την δόξαν της μέχρι των αστέρων, θέλει ζήσει μέχρις εσχάτων αιώνων, και θέλει αναδειχθή εις ευπρέπειαν λαμπροτέρα πάσης χώρας της γης.

— Εις τα υγρά νώτα μου τη φέρω θησαυρούς από περάτων της γης, είπεν ο Ποσειδών, και τη παρασκευάζω τας οδούς της δόξης και της ισχύος της.

— Εγώ, υπέλαβεν η Αθηνά, τη δίδω την ανδρείαν εις τους πολέμους και την σύνεσιν εις τας βουλάς, ήτις σώζει και μεγαλύνει τας πόλεις.

— Και όμως, είπεν οργιζόμενος ο Ποσειδών, την χώραν ήν καυχάσαι ότι προστατεύεις, αφήνεις έρμαιον εις τας ληστρικάς εισβολάς των Αόνων εκ Βοιωτίας.

— Δεν την βλάπτουσιν, απεκρίθη πικρώς η Αθηνά, όσον οι βάρβαροι της Καρίας, ούς αποθέτεις εις τους λιμένας της.

— Βλέπω, απεκρίθη ο Κέκροψ, αφ’ ου έξεσεν ολίγον τον αντίχειρα διά του λειχανού του, βλέπω ότι αι υποσχέσεις σας, μεγάλαι, υπερβολικαί εκατέρωθεν, ισοζυγούσι περίπου. Επίσης εξισούνται και όσα κακά επιφέρετε ή επιτρέπετε εις τούτον τον τόπον. Επί των παρόντων κακών δεν δύναμαι να στηρίξω την πρόκρισίν μου· επί δε των μελλόντων αγαθών πώς να επιφέρω κρίσιν εγώ ο εφήμερος, εγώ ο μη έχων την προφητικήν χάριν του μέλλοντος; Είμαι απλούς άνθρωπος, και παρ’ ημίν τοις ανθρώποις άξιος ευγνωμοσύνης λογίζεται όχι ο πολλά υποσχόμενος, αλλ’ ο αληθώς ευεργετών. Αν τούτο ισχύη και εις τον Όλυμπον, πράξατε τι εμπρός μου υπέρ τούτου του τόπου, και εις την μεγαλητέραν ευποιΐαν δοθήσεται το μεγαλήτερον γέρας.

Αμφότεροι οι θεοί ένευσαν τότε ως αν έλεγον,

— Μά τον Δία, δι’ άνθρωπον ανόητα δεν ομιλεί.

— Μάλιστα, είπεν ο Ποσειδών· και ιδού!

Και διά της τριαίνης του έπληξε τον ξηρόν βράχον· ο δε βράχος εσείσθη σφοδρώς, και εσχίσθη δίχα, και η τρίαινα εβυθίσθη μέχρι των σπλάγχνων της γης, και ηνέωξε φρέαρ πλησθέν ύδατος, όπερ εβόα διά της μεγάλης φωνής της θαλάσσης.

— Ιδού! επανέλαβεν ο Ποσειδών, δίδωμι το ύδωρ εις την αυχμηράν Αττικήν, δίδωμι την θάλασσαν εις τους κατοίκους της πετρώδους ακτής. Η πυρά του ηλίου ήθελεν αποξηράνει πάσαν την ζωτικήν της ικμάδα, ήθελεν απορροφήσει τα σπάνια νάματα των ρυάκων της, απομαράνει ριζηδόν τα φυτά της, και μεταβάλλει την γην της εις φλέγουσαν κόνιν. Το φρέαρ τούτο την έσωσε! Τεχνητός ρύαξ θέλει ανασύρεσθαι εκ των εγκάτων της γης, και θέλει διαχέει δρόσον και ζωήν επί την επιφάνειαν, και μεταβάλλει την έρημον εις ευθαλή και εύφορον κήπον.

Προσέτι δε, όταν μαστίζη το Αιγαίον ο νότος, θέλει κυματεί και το φρεάτιον τούτο ύδωρ, εις ένδειξιν ότι δωρούμαι δι’ αυτού εις τας Αθήνας την θάλασσαν, ήτις θέλει είσθαι του πλούτου των η πηγή, των θριάμβων των το πεδίον, και θέλει περιφέρει τας τροπαιούχους σημαίας των όπου περιφέρει τα κύματά της.

— Αυτά, είπεν ο Κέκροψ, δεν είναι ευκαταφρόνητα· αλλ’ ο δικαστής, διά να κρίνη αμερολήπτως, πρέπει ν’ ακούση τα μέρη αμφότερα.

Αύτη ήτον πλαγία πρόσκλησις εις την Αθηνάν, όπως και αυτή ομιλήση.

Τότε η Αθηνά εκτύπησε και αυτή την γην διά του ποδός της, και αμέσως ανεφύη ως πηχυαίος θαλλός ελαίας, όστις ταχέως βλαστάνων, ηύξησεν εις ευθαλές και πολύκαρπον δένδρον. Ο Κέκροψ ετέρπετο επί τη θέα του, και ηυφραίνετο δροσιζόμενος υπό την σκιάν του. Η δε Αθηνά, κόψασα, τω προσέφερεν ένα των πρασίνων καρπών αυτού· αλλ’ ο Κέκροψ, προσαγαγών αυτόν εις το στόμα του, διέστρεψε το πρόσωπον σιωπών. Εν τούτοις οι καρποί ωριμάσαντες, από πρασίνων έγινον μέλανες, και η Αθηνά έδωσε και εκ δευτέρου καρπόν και εις τον Κέκροπα, όστις απογευσάμενος, τον εύρεν ηδύν εις βρώσιν, και η πλάστιγξ της κρίσεώς του, από του Ποσειδώνος, προς όν είχεν εντελώς κλίνει, ήρχισεν ήδη αδιοράτως να τρέπηται κατ’ εναντίαν διεύθυνσιν.

— Αν το ύδωρ γονιμοποιή την γην, είπεν η Αθηνά, ιδού της γονιμότητος αυτής το άριστον προϊόν. Αυτό ενδύον και πεδιάδας και όρη, θέλει μεταβάλει την έρημον της Αττικής εις χαριέστατον κήπον. Αυτού ο καρπός έσται των κατοίκων αυτής τροφή προσφιλής. Ο δ’ οπός αυτού, ου μόνον έσται των τεχνών βοηθός, αλλ’ αφανείς εγκλείων τας του ηλίου ακτίνας, δωρήσεται επί γης το ουράνιον φως, και παρατενεί εν τη νυκτί την ημέραν. Αλλά προ πάντων εν τω δένδρω τούτω δωρούμαι υμίν το υπέρτατον των αγαθών, την ειρήνην, της φρονήσεως θυγατέρα. Αύτη είναι των ανθρώπων η μεγαλουργός ευεργέτις, αύτη η πλουτοδότις θεά, αύτη η των εθνών εμπεδούσα το μεγαλείον και την ευημερίαν ριζούσα. Οι ανδρικοί αγώνες, ο πόλεμος και αι νίκαι, άς ουχ ήττον θαλλός, της ελαίας μου, θέλει αμείβει, τότε συμβάλλονται εις των ανθρώπων την ευτυχίαν, όταν μόνον παρασκευάζωσι την ειρήνην. Άλλως φυτεύουσι χωρίς να θερίζωσι, καταστρέφουσι χωρίς να οικοδομώσιν. Ευτυχής ο λαός

ο ασπασάμενος την ειρήνην, και νικών ουχί ίνα νικήση, αλλ’ ίνα διατηρήση τον θησαυρόν αυτής. Πάσα ημέρα αυτού, ημέρα ευδαιμονίας, παν βήμα αυτού τον προάγει εις ευπορίαν, πας βώλος αυτού μεταβάλλεται εις χρυσόν.

Ο Κέκροψ τότε απεκρίθη·

— Αμφότερα τα δώρα υμών εισί θεία και ανεκτίμητα. Αλλ’ επειδή εις την εμήν ασθενή ανθρωπίνην κρίσιν ανετέθη η δεινή αίρεσις μεταξύ των δύω, επικαλούμαι μεν αμφοτέρους ιλέους εις την χώραν ταύτην, αλλά την κυριότητα αυτής ανατίθημι εις τον επαγγελλόμενον όχι τους κεραυνούς των πολέμων και την εκ τούτων μεγάλην αλλά στιγμιαίαν λαμπρότητα· την παραχωρώ εις τον χορηγούντα ημίν τα αγαθά της ειρήνης, και το ήμερον αλλά διαρκές αυτής φως.

Άμα δε ταύτα είπεν, ο Ποσειδών ανεπήδησε θυμωθείς, και επάταξε το έδαφος της Ακροπόλεως διά της τριαίνης του, ης τα ίχνη των οδόντων φαίνονται μέχρι τούδε επί του βράχου. Μετά ταύτα δ’ εβυθίσθη βιαίως εις το Αιγαίον, και τα αφρίζοντα αυτού κύματα ανεπήδησαν μέχρι του ουρανού.

Η δ’ Αθηνά, ηρέμα διά της χειρός και ευμενώς νεύσασα προς τον Κέκροπα, απέβλεψε μετά ταύτα προς τα θυγατέρας αυτού, και αιφνήδιος τις στοχασμός εφάνη αναφυείς εντός της σοφής κεφαλής της. Μακρόν δε και σκεπτικόν επ’ αυτάς προσήλωσε βλέμμα, και έπειτα απέπτη εις τους αέρας, φως και αρώματα διαχύσασα εις την ατμοσφαίραν.

— Πόσον γλυκείς και ηγεμονικοί οι γλαυκοί οφθαλμοί της θείας, είπεν η Πάνδροσος, η μία των θυγατέρων του Κέκροπος. Το βλέμμα της ως βέλος μοι διαπέρασε την καρδίαν, και ως φλοξ μοι ανήπτε το αίμα.

— Πόσον δεν ομοιάζει την ωραίαν και μεγαλοπρεπή θεάν το δύσμορφον αυτό ξόανόν της, είπεν η αδελφή αυτής Έρση, δεικνύουσα το ξύλινον άγαλμα, εις ου το αυτοσχέδιον βάθρον εκάθητο.

— Δεν ηξεύρω, είπεν η τρίτη αδελφή Άγραυλος, αν αξίζη να κοπιάζωμεν κεντώσαι δι’ αυτό πέπλον. Εγώ δεν κεντώ πλέον· προτιμώ να κρεμάσω στέμματα εις το δόρυ του Άρεως.

— Και εγώ, είπεν η Έρση, να καλλιεργήσω τας μυρσίνας, άς εφύτευσα περί το άγαλμα του Ερμού.

— Άφετε, πιστεύσατε μοι, τον Ερμήν και τον Άρην, είπεν η Πάνδροσος. Μη ασέβειαν προς το ιερόν άγαλμα. Ο πατήρ μας είπεν, ότι τοιούτον οποίον είναι, έπεσεν εκ του ουρανού.

— Αληθώς εκ του ουρανού έπεσε, πάτερ; ηρώτησαν αι δύω κόραι.

— Όταν επί της γης δεν ευρίσκωμεν την καταγωγήν του, απεκρίθη ο Κέκροψ, υπεκφεύγων την ερώτησιν, πρέπει να το πιστεύωμεν ως πεμφθέν εκ του ουρανού, και Διιπετές να το ονομάζωμεν.

— Και απήλθεν, όπως καλέσας οικοδόμους, περιτειχίση εις αυτόν περίβολον τα ιερά και ορατά της ημέρας εκείνης μνημόσυνα, παρά τα ξόανα της Αθηνάς και του Ερμού, την θάλασσαν ή το φρέαρ του Ποσειδώνος μετά του ίχνους της τριαίνης αυτού, και την ελαίαν της Αθηνάς.

— Μη παραμελήτε, αδελφαί, την ευσεβή ημών εργασίαν, επανέλαβε παραινούσα η Πάνδροσος. Τα Αθήναια μετ’ ολίγον θέλουσιν επιστή· πρέπει ο Πέπλος να ήναι έτοιμος.

Αλλ’ ενώ αι δύω κόραι ήρχοντο να καθήσωσι παρά την αδελφήν των, αίφνης έστησαν αμφότεραι, εφάνησαν ακροώμεναι, και έπειτα ως δύω νέαι έλαφοι ώρμησαν ομού τρέχουσαι προς την πύλην της Ακροπόλεως, δι’ ης εισήρχοντο δύο νέοι εξόχου ωραιότητος, ο μεν ρωμαλέος και ανδρικός, την όψιν έχων καταπληκτικήν, το βλέμμα ευγενές και σπινθηροβόλον, και το βάδισμα στιβαρόν· ο δε, νεανικός, τρυφερός και κούφος, ώστε εφαίνετο πετών όταν επεριπάτει. Ο πρώτος ήτον ο Άρης, ο δεύτερος ο Ερμής.

Την δ’ επαύριον ο Κέκροψ είχεν ήδη περατώσει τον περίβολόν του, ουχί όμως και αι θυγατέρες του τον πέπλον της Αθηνάς, διότι, αν η Πάνδροσος έβλεπεν εμπρός της μόνον το έργον της, αι άλλαι δύο, μεταξύ εργαζόμεναι, έβλεπον τον Ερμήν και τον Άρην.

— Δεν μοι λέγετε, αδελφαί, είπεν αφελώς η Πάνδροσος, καθημένη μετ’ αυτών και κεντώσα εις την σκιάν της ιεράς ελαίας, ποίαν ευχαρίστησιν ευρίσκετε εις την συναναστροφήν των δύω εκείνων ξένων, ώστε δι’ αυτούς ν’ αμελήτε την ιεράν εργασίαν σας; Πού υπάγετε μετ’ αυτών, τί λέγετε και τί κάμνετε, όταν έρχωνται; Έχω πολλήν περιέργειαν να το μάθω.

— Ω! αδελφή, είναι κάκιστον πράγμα η περιέργεια, είπεν η Έρση, και σε συμβουλεύω πολύ να την απομάθης.

— Δεν ημπορώ να εννοήσω, είπεν η Άγραυλος, πώς ευρίσκονται περίεργοι άνθρωποι! Είναι δι’ εμέ ανεξήγητον πάθος. Τί τοις μέλλει διά των άλλων τα μυστικά; Διατί δεν περιορίζονται εις τα εδικά των;

— Όταν δεν θέλητε, αδελφαί, να μ’ ειπήτε ό,τι σας ερωτώ, είπεν η Πάνδροσος μετά πολλής αφελείας, εννοείται ότι δεν επιμένω. Ομολογώ όμως ότι είμαι περίεργος.

Ενώ δε ταύτα ελέγοντο, ανέλαμψεν αίφνης ο ουρανός, και αύρα μυροβόλος περιεχύθη περί την Ακρόπολιν, εκ φωτεινής δε νεφέλης επεφάνη εις τας τρεμούσας κόρας η Αθηνά, γνώριμος εκ των αιθρίων γλαυκών οφθαλμών της, εκ του έγχους και της ασπίδος της, και εκ του ποδήρους χιτώνος της εφ’ ου απαισίως εμόρφαζεν η τερατώδης κεφαλή της Γοργώνος. Στάσα δ’ εμπρός των νεανίδων,

— Σας είδα χθες ευσεβείς και επιμελείς, είπε· σας φέρω έν δείγμα της εμπιστοσύνης μου.

— Σας παραδίδω, επρόσθεσε, την παρακαταθήκην αυτού. Φύλαξατέ το επιμελώς, και προσέξατε μη τύχη και ανοιχθή.

Είπε, και ειπούσα απέπτη.

Αι δε κόραι έμειναν ακίνητοι, άφωνοι και σχεδόν άπνοες.

Αλλά κατ’ ολίγον ήρχισαν να συνέρχωνται.

— Η Αθηνά! είπεν η Πάνδροσος.

— Η Αθηνά! Η Αθηνά! επανέλαβον αι άλλαι δύω. Έπειτα δε τα βλέμματα και των τριών εστράφησαν προς το κιβώτιον.

— Αλλά το κιβώτιο τούτο! είπεν η Άγραυλος. Τί άρα να είναι; Τί περιλαμβάνει;

— Τί παράδοξον μυστήριον! είπεν η Έρση.

— Ιερά παρακαταθήκη, είπεν η Πάνδροσος· η Θεά μάς την ενεπιστεύθη· πρέπει να την φυλάξωμεν μετά φόβου και μετά πίστεως.

— Ω! αναμφιβόλως, υπέλαβεν η Έρση, πρέπει να την φυλάξωμεν. Αλλά τί άρα γε περιέχει;

— Ίσως άγνωστον τινά θησαυρόν, είπεν η Άγραυλος με αστράπτοντας οφθαλμούς· ίσως πολυτίμους λίθους από του Ολύμπου τας κορυφάς ή τας φαράγγας.

— Ίσως νέκταρ ή αμβροσίαν, επρόσθεσεν η Έρση. Ίσως τι ουράνιον προϊόν άγνωστον εις την γην.

— Ή φάρμακον τι δίδον την αθανασίαν, είπεν η Έρση. Ω! Αν μόνον ήτον δυνατόν να το ιδώμεν!

— Άπαγε! είπεν η Πάνδροσος. Η Αθηνά απηγόρευσεν ν’ ανοιχθή το κιβώτιον.

— Άπαγε! Αναμφιβόλως! απεκρίθη η Έρση. Βεβαίως, η Αθηνά είπε να μην ανοιχθή· αλλά ήθελον τόσον να ηξεύρω τί περιέχει!

— Ω! Μίαν μόνον γωνίαν αν ήτον δυνατόν να διεγείρωμεν, είπεν η Άγραυλος.

— Φυλαχθήτε, αδελφαί, φυλαχθήτε, είπεν η Πάνδροσος. Ενθυμηθήτε της Θεάς τον λόγον.

— Της Θεάς τον λόγον, τον ενθυμούμεθα· τις τον λησμονεί; υπέλαβεν η Έρση. Αλλ’ έν μόνον βλέμμα δύναται τόσον να βλάψη;

— Αφήτε τούτο, είπεν η Πάνδροσος· νικήσατε την περιέργειάν σας· αιδέσθητε την Θεάν· φοβήθηκε την οργήν της.

Αι κόραι υπήκουσαν, και ήρχισαν να κεντώσι σιωπηλώς. Αλλά μετ’ ολίγα λεπτά.

— Άγραυλε! είπεν η Έρση.

— Έρση, απεκρίθη αυτή.

— Μόνον έν βλέμμα! είπεν εκείνη.

— Έν μόνον βλέμμα, απεκρίθη η Άγραυλος, τί θα βλάψη; Ιδέ, το πόμα υποχωρεί. Ολίγον αν το ωθήσω ανοίγει.

— Ολίγον μόνον, είπεν η Έρση, και το κλείομεν πάλιν αμέσως.

— Προς Αθηνάς, σας παρακαλώ, αδελφαί· σας εξορκίζω να μη πράξητε τούτο, ανέκραξεν η Πάνδροσος.

— Αλλ’ αμέσως θα το κλείσωμεν πάλιν, επανέλαβεν η Άγραυλος, κρατούσα ήδη εις τας χείρας το πόμα. Η Αθηνά είναι ήδη εις την εστίασιν του πατρός της· ούτε θα υποπτεύη ότι το ηγγίσαμεν. Να το ανοίξω;

— Μη, μη! είπεν η Πάνδροσος.

— Άνοιξε, άνοιξε, είπεν η Έρση.

— Το ανοίγω λοιπόν, είπεν η Άγραυλος.

— Ω! Εγώ φεύγω, και αποστρέφω το πρόσωπον, ανέκραξεν η Πάνδροσος, εγερθείσα, και δρομαίως μακρυνομένη.

— Άνοιξε, άνοιξε, επανέλαβεν η Έρση. Έν μόνον βλέμμα, και αμέσως το κλείεις.

Και η Άγραυλος διά ταχείας κινήσεως της χειρός, ηνέωξε το πόμα.

— Α! ανεφώνησαν και αι δύω συγχρόνως, και κατέρριψαν πάλιν το πόμα, μείνασαι ως απολελιθωμέναι, διότι εις το κιβώτιον, αντί πολυτίμων κόσμων και θησαυρών, είδον κείμενον ... βρέφος.

Ενώ δε αύται ανεφώνουν εκπληττόμεναι, κορώνη ηγέρθη εκ των κλάδων της ιεράς ελαίας, και οξείαν κραυγήν αφείσα, διέσχισε προς βορράν τον αέρα.

— Είδες; ηρώτησεν η Άγραυλος, δειλώς αναβλέψασα προς την Έρσην.

— Είδα, είπεν αυτή. Η Αθηνά! Λοιπόν όλαι αι καυχήσεις, και όλη η αυστηρότης ...;

— Προσποίησις! εψιθύρισεν η Άγραυλος μετά φωνής, ήτις μόλις ηκούετο.

— Και ημείς εμπρός της ετρέμομεν! είπε μετά τόλμης η Έρση. Δεν έχομεν να την φοβώμεθα. Και αυτή ασθενής ως ημείς.

— Είδες τί άσχημον βρέφος! είπεν η Άγραυλος.

— Ναι! Και παρατήρησας τους πόδας του; απεκρίθη η Έρση. Δεν ηξεύρω πώς μ’ εφάνησαν στρεβλοί και ραιβοί. Όφεις μάλλον ή πόδες παιδίου ωμοίαζον.

— Ω! τω όντι, άφες να ιδώ!

Και ηνέωξαν πάλιν το κιβώτιον, και η μορφή του παιδίου, και της Αθηνάς η διαγωγή, ήσαν αλληλοδιαδόχως το ανεξάντλητον θέμα της φλυαρίας των.

Εν τούτοις δ’ η Αθηνά, αφ’ ου, παραδούσα αυταίς το κιβώτιον, επέβη του νέφους της πάλιν, απ’ αυτού επέβλεψεν άνωθεν επί την μέλλουσαν πόλιν της μετά στοργής και μερίμνης, και είδεν αυτήν καταλλήλως κειμένην διά το προωρισμένον αυτής μεγαλείον, και το φρούριον της Ακροπόλεως ως βασιλικόν στέμμα επιστέφον αυτήν, και προς ανατολάς με τον Υμηττόν, προς νότον δε το Μουσείον, προς δυσμάς δε τον Άρειον Πάγον περιβάλλοντας αυτήν ως φυσικά οχυρώματα. Αλλά προς βορράν την είδεν άφρακτον μέχρι του απέχοντος Βριλησσού, και ελυπήθη· ώρμησεν επομένως προς το όρος εκείνο, έκοψεν ένα τέμαχον αυτού διά της αιχμής της λόγχης της, όπως τον θέση προτείχισμα κατά την ασθενή θέσιν, και, αφ’ ου τον έπαλεν εις την παλάμην της, τον εφορτώθη εις τον ώμον, και απέπτη προς την Ακρόπολιν.

Αλλά καθ’ οδόν την απήντησεν η λάλος κορώνη, ήτις είχεν αναπτή από της ελαίας, και την προσείπεν ως έπεται.

— Κρα κρα! Κυρά Αθηνά, κυρά Αθηνά!

— Τί θέλεις, κορώνη μου, και μ’ αναχαιτίζεις; Υπάγω να φράξω την καλήν μου πόλιν, να έχη βράχους ως επάλξεις, και ως πυργώματα όρη.

— Κρα κρα, είπεν η κορώνη. Οχυρόνεις και φράττεις, και αι κόραι ηνέωξεν το κιβώτιον, και ο ήλιος είδε το βρέφος και εξεπλάγη.

— Κακή κορώνη, κακών άγγελε! Μη φθάσης να πατήσης την Ακρόπολιν ποτέ πλέον! Το κιβώτιον, το κιβώτιον! ανέκραξεν η Αθηνά, και ηνέωξεν ευρέως τους οφθαλμούς, το στόμα και τας χείρας, λησμονούσα το άχθος της, όπερ πεσόν, έμεινε δι’ αιώνων κείμενον κατά γης, και ωνομάσθη Λυκαβητός υπό των μετά ταύτα ανθρώπων.

Και η μεν κορώνη, της Θεάς τρομάζουσα την αράν, έκτοτε ουδέποτε πλέον επέβη της Ακροπόλεως, 1 η δε θεά έπτη ευθύ προς αυτήν, και, αρράτως αλλ’ ορώσα, είδε τας δύω κόρας κυπτούσας υπέρ την λάρνακα, και πολυπραγμονούσας περί το βρέφος.

— Επάρατοι σεις και η άπιστος περιέργειά σας! Κακαί κακώς απόλοισθε! έκραξεν η Θεά, και η κραυγή της αντήχησεν ως βροντή εις τας φάραγγας του Υμηττού, του Βριλησσού και του Πάρνηθος· και ένευσε φοβερά, και εσείσθη η γη, και εσείσθησαν των δυστυχών νεανίδων αι φρένες και αι καρδίαι.

— Έρση, Έρση! Τί είναι το βαθύ τούτο σκότος; εφώναξεν αναπηδώσα η Άγραυλος. Διατί ως φλεγομένη πίσσα διαρρέει ο ουρανός; Διατί τα όρη παλαίουσιν ως μαινόμενα; Διατί η γη συστρέφεται στροβιλίζουσα;

— Άκουσον, ανέκραξεν η Έρση, η θάλασσα βοά ως εκ μυρίων στομάτων, και κορυβαντιώσα τινάσσεται· ο ουρανός, ερράγη και προχέει υλακτούντας τους καταρράκτας του, και ο βορράς συρίζει συναυλίαν μετά του νότου! Η φύσις όλη μυκάται ως σφαγιαζομένη.

— Ω! Πώς οι ουρανοί ηνεώχθησαν! είπεν η Άγραυλος. Ποίον φως, χιλιοπλάσιον του φωτός της ημέρας, διεχύθη επί τη γης! Ιδέ, ιδέ τα χαρίεντα δάση· ιδέ, ιδέ τους λειμώνας. Ιδέ, ιδέ τα άνθη, τους ρύακας και του λόφους! Ω! Πώς η γη σχίζεται! Φως εκχείται εκ της χαινούσης πληγής της! Αι Εριννύες! Έρση! Φρίκη! Αι Εριννύες εξέρχονται! Όχι! Δεν είναι αι Εριννύες! Είναι ο Άρης! Ο ανδρείος μου Άρης! Πάλλει την φοβεράν λόγχην του, και με καλεί εις χορόν!

— Ω! Ποίος ήχος πλήττει την ακοήν μου! έλεγε συγχρόνως η Έρση. Ποία επουράνιος μουσική διαχείται επί της γης! Άκουσον, άκουσον τας μυρίας κιθάρας, άκουσον, άκουσον τους χιλιοστόμους αυλούς, άκουσον τα χίλια μέλη συγχεόμενα εις έν μέλος. Αλλά πώς! Προχωρούσιν αι Εριννύες τρύζουσαι τους οδόντας, και υλακτούσαι ως πειναλέαι λύκαιναι! Όχι! Δεν είναι αι Εριννύες, είναι ο καλός μου Ερμής, γλυκύ μειδιών, την τρίχορδον λύραν του κρούων, και προσκαλών με εις τον χορόν.

Και συγχρόνως ανέκρουσαν αμφότεραι άσμα ανέκφραστον και ανήκουστον, ούτε ολοφυρμόν, ούτε αλαλαγμόν, αλλ’ αμφοτέρων μετέχον, και εκπλήττον την ηχώ των πέριξ σπηλαίων. Κρατούμεναι δε και εκ των χειρών, ήρχισαν αλλόκοτον όρχησιν, συνισταμένην εις άλματα και στροφάς παραφόρους, ών εκάστη τα επλησίαζεν εις του κρημνού το άφρακτον χείλος.

Επιστάσαι δε εις αυτό, εξέτειναν αμφότεραι μειδιώσαι τας χείρας, και

— Ελθέ, ω φίλτατε Άρη, ελθέ, ω Ερμή, προφέρουσαι, επήδησαν εμπρός, και κατά των βράχων ριφθείσαι μετά μεγάλης κραυγής, κακώς συνετρίβησαν.

Τοιαύτη ην η πρώτη ποινή της πρώτης γυναικείας περιεργείας εν Αθήναις.

Την λύπην της Πανδρόσου διά την καταστροφήν ταύτην αφήνομεν τον αναγνώστην να συμπεράνη, και τόσω μάλλον, καθ’ όσον δεν την ηξεύρομεν. Πιθανόν δε φαίνεται ότι απέδωκεν εις τας θανούσας αυτής αδελφάς τα τελευταία καθήκοντα , ενταφιάσασα αυτάς εις το σπήλαιον παρ’ ω εκρημνίσθησαν, ως ενεταφίασε και τον πατέρα της, όταν μετά ταύτα απέθανεν, εις το ιερόν έδαφος παρά την ελαίαν της Αθηνάς· το δε βρέφος, της θεάς τον τρόφιμον, ότι ανέθρεψε, και εκάλεσεν αυτό Ερεχθέα ή Εριχθόνιον.

Το βρέφος τούτο ηύξησεν επί των βασιλέων Κραναού και Αμφικτύονος, και μετά ταύτα έγινε και αυτό βασιλεύς. Επειδή δε ήτον χωλός εις βαθμόν ώστε ηναγκάσθη, όπως μετακινήται, να εφεύρη μηχανήν, ήν εκάλεσεν άμαξαν, ίσως διά τούτο, μη δυνάμενος να μεταβαίνη όσον ήθελεν συνεχώς εις τον τόπον όν καθιέρωσε της προστάτιδός του η νίκη, ωκοδόμησεν εν αυτώ τούτω τον οίκον του, τον μεν ένα τοίχον στηρίζων επί των βράχων της Ακροπόλεως, εις δε τον άλλον περιλαβών και το φρέαρ, και την ελαίαν, και της τριαίνης τα ίχνη, και τον τάφον του Κέκροπος, και της Αθηνάς το Διιπετές ξόανον.

Αλλ’ ο Ποσειδών, όσον θεός και αν είναι, ηξεύρομεν ότι είναι φύσει οργίλος. Άμα λοιπόν ηττηθείς, εβυθίσθη, ως είπομεν, εις τον Ωκεανόν, πνέων τρικυμίαν και θύελλαν, και ευτυχία ότι τότε ακόμη δεν διέτρεχον τας θαλάσσας στόλοι, άλλως θα κατεποντίζοντο αύτανδροι. Αφ’ ου δ’ έμεινε χωνεύων τον θυμόν του τεσσαράκοντα περίπου στιγμάς, άς ημείς οι ωκύμοροι ονομάζομεν έτη, ανήλθε διά σύφωνος εις τον Όλυμπον, και παρουσιάσθη εις τον Δία,. εκδίκησιν μελετών.

— Τί έχει ο αγαθός μου αδελφός και πνευστιά ως τας φύσας του Ηφαίστου εις της Αίτνης τα εργοστάσια; ηρώτησεν ο Ζευς.

— Είς αυθάδης.. είπεν ο Ποσειδών, αποπνιγόμενος υπό του θυμού του, — δεν εξέτασα αν Αιγύπτιος ή αν Πελασγός... διότι φαίνεται την φύσιν διπλούς... ο βασιλεύς... ο οικιστής... ο δεν ηξεύρω τί του βράχου εκείνου όν ωνόμασε Κεκροπίαν.., ο Κέκροψ τέλος...

— Αι! Τί ο Κέκροψ; ηρώτησεν ο Ζευς, γελών διά του αδελφού του την έξαψιν.

Αλλά το τί ήτον δύσκολον να ειπή ο Ποσειδών· διότι πώς να κατηγορήση τον Κέκροπα ότι, αιρεθείς δικαστής, απεφάσισε κατά συνείδησιν, και πώς να το παραστήση ως έγκλημα εις τον Δία, ότι αντί του αδελφού εδικαίωσε τη θυγατέρα αυτού; Ανάγκη λοιπόν αντί της αφορμής να ευρεθή πρόφασις.

— Αλλ’ ο Κέκροψ, υπέλαβεν ο παντεπόπτης Ζευς, προ πολλών στιγμών, ή ετών, ως λέγουσιν οι άνθρωποι, ανήκει ήδη εις τον αδελφόν Πλούτωνα, και αντ’ αυτού βασιλεύει ήδη εν Αθήναις ο θετός αυτού υιός Ερεχθεύς.

Ιδού ετοίμη η πρόφασις· και προς τούτοις η εκδίκησις κατά του Ερεχθέως περιελάμβανεν ου μόνον τον δικαστήν αλλά και την αντίζηλον, διότι ο Ερεχθεύς ήτον θετός αμφοτέρων.

— Ναι, περί τούτου του Ερεχθέως ήθελον να ειπώ, απήντησεν αμέσως ο Ποσειδών. Ηξεύρεις τί έπραξεν; Ο αυθάδης αυτός επολέμει τους γείτονάς του Ελευσινίους· και επειδή ο υιός μου Εύμολπος ήλθεν εκ Θράκης εις βοήθειάν των, ετόλμησε και μοι τον εφόνευσε! Ακούεις, πάτερ ανδρών τε Θεών τε; Τον υιόν μου! Ο Ερεχθεύς μοι εφόνευσε τον υιόν μου!

— Ατρέμας έχε, αγαπητέ, είπεν ο Ζευς μετ’ αμιμήτου ηρεμίας. Δι’ ένα των θνητών τούτων σκωλήκων οργίζεσαι; Να κινήσω μόνον τον βραχίονά μου, καταστρέφω όλας τας γενεάς αυτών.

— Κίνησον λοιπόν, είπεν ο φιλέκδικος Ποσειδών.

— Ου φροντίς, Ενοσίχθων, απεκρίθη ο Ζευς, και εκτείνας την χείρα, έλαβεν από της οπλοθήκης της Αίτνης ένα του κεραυνόν, και χασμώμενος τον αφήκε να πέση εις την κεφαλήν του Ερεχθέως.

— Ιδού, φίλτατε, τω είπε. Ύπαγε τώρα ν’ αναπαυθής. Αν ο ζέφυρος σ’ έστρωσε μαλακήν την κοίτην σου, άπλωσον τον ένα βραχίονα εις την Ατλαντικήν και τον έτερον εις την Ειρηναίαν, και ρέγχε τον ρόχθον του Ωκεανού.

Ο Ερεχθεύς έπεσεν εμβρόντητος, και οι Αθηναίοι τον ενεταφίασαν εντός του περιβόλου της οικίας του.

Αλλ’ εκεί, εξ άλλης γωνίας του Ολύμπου, ηκούσθησαν μεγάλαι φωναί, και η Αθηνά εισώρμησεν ερωτώσα τίς εφόνευσε τον υιόν της.

— Ευφήμει, παρθένε, ηθέλησε να ειπή ο Ζευς. Αλλ’ εκείνη εις αστεϊσμούς δεν ήτον ποσώς διατεθειμένη, και ο λόφος του κράνους της ένευε φοβερός, ενώ αφ’ ετέρου ο Ποσειδών ηγριούτο. Λοιδωρίαι ήρχισαν εκατέρωθεν να διαφεύγωσι τα θεία στόματα, και η Έρις ήρχισε να επικροτή, τρύζουσα τους οδόντας, ότι ο θρίαμβός της ήθελεν ανανεωθή ενώπιον του Διός. Τούτον αυτός τον κίνδυνον αισθανόμενος,

— Ό,τι έγινεν έγινεν, είπε· τώρα ειρήνην, παρακαλώ. Ο αγαπητός σου Ερεχθεύς απέθανε, φίλη Τριτογένεια· ας τιμάται ως ήρως, και ας μείνη ο οίκος του εσαεί σεβόμενος ως εδικός σου ναός, όπου μετά σου να λατρεύηται και η πιστή σου Πάνδροσος η ηξεύρουσα να μη πολυπραγμονή εις τα σκάνδαλα. Και συ προσέτι, αδελφέ —επρόσθεσεν έπειτα βλέπων του Ποσειδώνος την οργήν ετοίμην να εκραγή, — έχε και συ το μέρος σου εις τον οίκον τούτον. Όπου σας διήρεσε θεία αντιζηλεία, ας σας ενώση ανθρωπίνη λατρεία. Ας θύωσιν οι Αθηναίοι επί του αυτού βωμού εις σε και εις τον Ερεχθέα αναίμακτα θύματα, διότι ικανόν αίμα μεταξύ σας εχύθη.

Μετά την ετυμηγορίαν λοιπόν ταύτην, ήτις ως πάσαι των υπερτάτων αρχόντων αι ετυμηγορίαι εθαυμάσθη υπό των αυλικών του Ολύμπου, ως δείγμα υπερτάτης δικαστικής αγχινοίας, και επανέφερεν εις αυτόν πάλιν την αρμονίαν, οι Αθηναίοι καθιέρωσαν τον Οίκον του Ερεχθέως ή το Ερεχθείον, εις Ναόν της Πολιάδας Αθηνάς, και διασκευάσαντες αυτόν αναλόγως, ετέλουν εν αυτώ της Θεάς την λατρείαν.

Μετά τινάς εκατονταετηρίδας, επελθών ο Πέρσης κατά της Ελλάδος, και ασεβώς συλήσας τους ναούς αυτής, επυρπόλησε και το Ερεχθείον μετ’ αυτής της ελαίας, προς μεγίστην θλίψιν των Αθηναίων. Αλλ’ οποία υπήρξεν η χαρά αυτών και η έκπληξις, όταν μετά μίαν ημέραν ανελθόντες εις την Ακρόπολιν κατά διαταγήν του τυράννου, όπως θύσωσιν εις τα ερείπια του ναού, εύρον εις την ιεράν ελαίαν ποδιαίον ή διποδιαίον θαλλόν βλαστήσαντα εν μια νυκτί επί του κεκαυμένου στελέχους! Μετά βαθείας ευλαβείας εδέχθησαν όλοι το θαύμα, και άμα διά των ενδόξων εκείνων ανδραγαθημάτων έσωσαν της Ελλάδος την ελευθερίαν, εμνήσθησαν της προστάτιδος αυτών Θεάς, και ου μόνον τη ανήγειραν τον μεγαλοπρεπή Παρθενώνα, αλλ’ ανωκοδόμησαν εν Ολυμπιάδι 92α και 93η το Ερεχθείον μετά λαμπρότητος και ευπρεπείας απεριγράπτου, τον πολυτελή εις αυτό εφαρμόσαντες Ιώνιον ρυθμόν, περιστήσαντες τρεις στοάς, ών την μίαν αντί κιόνων στηρίζουσι παρθένοι γλυπταί, τα γλαφυρά κιονόκρανα εις επιχάλκους έλικας κάμψαντες, τας βάσεις διά κομψών πλοκάμων περικοσμήσαντες, τον λίθον εις ομοιότητα λεπτών ποικίλαντες ανθεμίων, και παν το οικοδόμημα διά γραφής και γλυφής πλουσίως καθωραΐσαντες. Διήρεσαν δε τον όλον ναόν δίχα, το μεν αυτού, τον τάφον περιέχον του Ερεχθέως, τη Παλλάδι καθιερώσαντες και τω Ποσειδώνι, το δε, την ελαίαν εγκλείον και το φρέαρ και τον του Κέκροπος τάφον και το αρχαίον της Αθηνάς ξόανον, εις την Πάνδροσον αναθέντες. Αρχιτέκτονες δε του αρχιτεκτονικού τούτου αριστουργήματος ήσαν ο Αρχίλοχος και ο Φιλοκλής.

Μόλις δ’ είχε αποπερατωθή ο ναός, και μετά έν έτος (εν Ολ. 93. γ΄) εξερράγη πυρκαϊά εν αυτώ· αλλά φαίνεται ότι ολίγον τον έβλαψε, πιθανώς μόνον της στέγης την ξυλικήν.

Αιώνες παρήλθον έκτοτε, εφ’ ων ο ναός ούτος ην των Αθηνών το εγκαύχημα, και η εγγύησις της προστασίας της Αθηνάς και του Ποσειδώνος. Αλλ’ ήλθον και αιώνες καθ’ ους απέθανον ο Ποσειδών και η Αθηνά. Τότε αι Αθήναι, μετασχηματίσασαι αφιέρωσαν τον κομψόν ναόν εις τον αληθή Θεόν των χριστιανών. Όταν όμως επέστη χρόνος καθ’ ον και αι Αθήναι απέθανον εις την ελευθερίαν, τότε το αριστούργημα τούτο της οικοδομικής, το περιλαβόν και στεγάσαν δύω αλληλοδιαδόχους θρησκείας, κατερρύη και αυτό λίθος προς λίθον, και τέλος, η μεν πρόστασις των σεμνών Καρυατίδων εβεβηλώθη εις κατοίκημα των παλακών του Οθωμανού φρουράρχου, ο δε σηκός του ναού εγένετο αποθήκη πυρίτιδος, ήτις αναφθείσα ποτέ, κατεσύντριψε τας θαυμαστάς γλυφάς εις κόνιν, και την οικοδομήν πάσαν κατέρριψεν εις άμορφον σωρόν ερειπίων.

Αλλ’ ουχί πάσαν· η πρόστασις του μεγάλου πυλώνος διετηρήθη ακεραία, ως αν έμενεν επίτηδες, όπως συνδέση το τέλος μετά της αρχής του ναού τούτου, όπως παιάνες ελευθερίας και θριάμβων της Ελλάδος κατά των βαρβάρων αγιάσωσι του τελευταίου του λίθου την πτώσιν, ως θριάμβων και ελευθερίας παιάνες εδόξασαν την θέσιν των θεμελίων αυτού.

Η νυξ ήτον, ως πάσαι σχεδόν αι νύκτες των Αθηνών, εύδιος και διάστερος. Ο ατρόμητος Γούρας, φρούραρχος της Ακροπόλεως, αποσεισάσης τον ζυγόν της δουλείας, εκάθητο σύννους εις την βαθμίδα του Παρθενώνος· αλλ’ αντί να προσέχη εις τον σιδηρούν κύκλον των εχθρικών όπλων, άτινα εζώννυον τον ιερόν λόφον, ή εις τον ανδρείον και καρτερικόν λόχον των προμάχων αυτού, προσήλου τους οφθαλμούς αναποσπάστως εις την μόνην εναπολειπομένην στοάν του λαμπρού ερειπίου. Ανελογίζετο άρα τας διαφόρους τύχας του σεβασμίου οικοδομήματος τούτου, και προσανέβαινε διά της μνήμης του τους αιώνας από της εποχής καθ’ ην η βαρβαρότης τον εξωλόθρευσε μέχρι των χρόνων καθ’ ους οι Θεοί τον καθίδρυον, ή εν τω μέσω της ταραχής των όπλων και των κινδύνων, προσέφερεν εις του ερειπίου την μελαγχολικήν καλλονήν τον αυτόματον φόρον του θαυμασμού του; Ουχί! Ο ορεσίτροφος πολεμιστής μικρόν εγνώριζεν, ουδέ πολύ εμερίμνα περί των συμβάντων του αρχαίου μνημείου, ουδ’ εμέθυεν εις εκστάσεις καλλιτεχνικάς. Αλλ’ η καρδία του επέτα προς το μονήρες ερείπιον, διότι εις αυτό είχεν εναποθέσει την γυναίκα και τα παιδία του, ό,τι μετά την πατρίδα του είχεν αγαπητόν επί γης· εφέρετο δε διά της φαντασίας εις τας μελλούσας ημέρας, καθ’ ας διά της σπάθης του, και διά της σπάθης των συστρατιωτών του απαλλαγείσα, έμελλεν η Ελλάς ν’ αναθάλη εις την αύραν της ελευθερίας, καθ’ ας η γυνή του έμελλε να στηρίζηται, σύζυγος υπερήφανος ανδρός ελευθέρου, μήτηρ ελευθέρων υιών, επί του τροπαιούχου βραχίονός του, καθ’ ας τα τέκνα του, μη αισχυνόμενα διά το έθνος των και διά την καταγωγήν των, έμελλον ν’ αμιλλώνται όπως υπηρετήσωσι την πατρίδα των επίσης εντίμως, ως υπηρέτησεν αυτήν ο πατήρ των· εν μέσω δε των επαγωγών τούτων ονείρων του μέλλοντος, περιέφερεν ενίοτε αδιάφορον βλέμμα εις τον υπό πυρίνων μετεώρων κατά πάσαν διεύθυνσιν διασχιζόμενον ουρανόν, και παρηλοκούθει προκλητικώς μειδιών, την φλογεράν παραβολήν ήν διέγραφε διά των αέρων η βόμβα κατερχομένη προς την αρχαίαν στοάν· διότι εν αυτή εστέγαζον τας φίλας κεφαλάς αι κολοσσαίαι μαρμάρινοι δοκοί, αι αψηφήσασαι το δρέπανον των αιώνων, και διότι επί των ακαταστρόφων τούτων δοκών η πρόνοια του πατρός και του αρχηγού είχε χύσει χώμα βαθύ, όπως προφυλάξη έτι μάλλον αυτάς από των βομβών την ολέθριον επαφήν. Αλλά του ανθρώπου η πρόνοια! Τον μεν στρατηγόν, ταύτα αναλογιζόμενον, προσέβαλεν αίφνης σφαίρα θανατηφόρος, και τον έρριψε νεκρόν επί των ερειπίων, ών ηρωικών προηγωνίζετο. Μετ’ ου πολύν δε χρόνον, εις νύκτα ως ταύτην ευδίαν, βόμβα συρίζουσα ως τεράστιος όφις, ενέσκηψε μετά πατάγου εις την μετά τοσαύτης επιμελείας εξασφαλισθείσαν στοάν, εβυθίσθη εις το χώμα ως λίθος εις ύδωρ, και ανεπήδησε ραγείσα μετά φοβεράς βροντής εις μυρία συντρίμματα. Αλλά συγχρόνως, εις τον κλονισμόν της εκρήξεως, βοηθούμενον υπό του επιβαρύνοντος χώματος, ερράγησαν αι δοκοί, και κατεκρημνίσθησαν βαρείαι, συμπαρασύρουσαι και μέρος του οικοδομήματος. Τότε εν τω μέσω του φοβερού δούπου ηγέρθη οξεία κραυγή, και μετά ταύτα τα πάντα εκάλυψε σιγή του θανάτου. Ην δε αύτη η κραυγή των νέων θυμάτων της ελευθερίας, εκπεμπομένη εκ των καταρρεόντων μνημείων της αρχαιότητος.


Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. 1859. Διάφορα διηγήματα και ποιήματα. Τόμ. Γ΄. Αθήνα: Τυπογραφείο Γ. Περδικομμάτη.



1. Εν όσω δηλαδή ήρχεν εν τη Ακροπόλει η Αθηνά. Διότι ήδη, ως εκδικούμενον το κακόν όρνεον, εξελέξατο ου μόνον την Ακρόπολιν, αλλά και αυτόν τον ναόν της Παρθένου, ως το θέατρον της ασχημονεστέρας του βδελυγμίας, και μετ’ ου πολύ του Παρθενώνος ο οπισθόδρομος θέλει χρήζει Ηρακλέους, ως του Αυγείου οι σταύλοι.