Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

August Strindberg

Το ημικύκλιο της Αθήνας

(ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΕΣ)

Μετάφραση: Νώντας Έλατος

αποσπάσματα


ΙΑ΄

Κοντά στον ναό της Νέμεσης, στην αγορά, στεκότανε ο βυρσοδέψης Άνυτος και φλυαρούσε με τον Θρασύβουλο, άγνωστον ώς τα τότε, μα που είχε προβάλει τώρα πατριώτης.

Ο Άνυτος φλυάρησε:

—Ο Αλκιβιάδης είναι στη Σπάρτη· η Σπάρτη ζητάει βοήθεια από τον βασιλέα των Περσών· και σε μας δεν απομένει άλλο παρά να κάνουμε το ίδιο.

—Να πάμε στον εχθρό; Αυτό είναι προδοσία.

—Δεν μπορούμε να κάνουμε άλλο.

—Μια φορά υπήρχαν οι Θερμοπύλες και η Σαλαμίνα!

—Μα τώρα υπάρχει η Σπάρτη, και οι Σπαρτιάτες είναι στη Δεκέλεια. Οι αποσταλμένοι μας αναχωρήσανε πια για τον βασιλέα της Περσίας.

—Τότε μπορούμε να πάρουμε το άγαλμα της Αθηνάς από τον Παρθενώνα. Άνυτε! Κοίταξε τις πλάτες μου, γιατί δεν θέλω να σου δείξω το πρόσωπό μου τώρα που φεύγω. Είναι κατακόκκινο από ντροπή!

Ο Άνυτος έμεινε μόνος, και για λίγο περπατούσε πέρα δώθε στα προπύλαια του ναού. Έπειτα στάθηκε και μπήκε στον πρόναο.

Η ιέρεια, η Θεανώ, φαίνεται πως τον επερίμενε.

Ο Άνυτος πήρε τον λόγο:

—Τέλειωσες την προσταγή;

—Ποια προσταγή;

—Έπρεπε να ’χες καταραστεί τον εχθρό της πατρίδας, τον Αλκιβιάδη.

—Όχι, είμ’ εδώ μονάχα για να ευλογώ.

—Πάψανε, λοιπόν, οι Ερινύες να εκδικιούνται;

—Ποτέ δεν εκδικηθήκανε θνητούς.

—Ο Αλκιβιάδης δεν πρόδωσε την πατρίδα του;

—Ο Αλκιβιάδης έχει πατρίδα την Ελλάδα, όχι την Αθήνα· η Σπάρτη είναι στην Ελλάδα.

—Γίνανε και οι θεοί σοφιστές;

—Οι θεοί βουβαθήκανε.

—Τότε μπορείς να κλείσεις τον ναό, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα.


ΙΒ΄

Ο αδιόρθωτος Αλκιβιάδης στ’ αλήθεια δραπέτεψε από τη Σικελία και πήγε στον εχθρό, στη Σπάρτη· και καθότανε τώρα στο τραπέζι με τον βασιλιά τον Άγη· γιατί η Σπάρτη είχε διατηρήσει το βασιλικό αξίωμα, ενώ η Αθήνα πολύ νωρίς το είχε καταργήσει.

—Φίλε μου, είπε ο βασιλέας, δεν επιθυμώ να τρως στα κοινά συσσίτια, γιατί έχεις συνηθίσει στα λαμπρά συμπόσια κοντά την Ασπασία.

—Εγώ, ω, όχι! Κατά κανόνα, πάντα τρεφόμουν με την πιο απλή τροφή· είχα συνήθεια να κοιμούμαι με το ηλιοβασίλεμα και να ξυπνώ με την ανατολή του ήλιου. Ω, δεν ξέρεις πόσο αυστηρός είμαι στον εαυτό μου!

—Αφού το λες, έχω χρέος να το πιστέψω. Η φήμη λοιπόν σε συκοφαντεί.

—Με συκοφαντεί; Ναι, βέβαια· θυμάσαι τα αγάλματα του Ερμή; Δεν τα γκρέμισα, μα με χαντακώσανε.

—Είναι κι αυτό ψέμα;

—Ναι, ψέμα!

—Μα πες μου τώρα κάτι άλλο: πιστεύεις τώρα πως είναι θέλημα των θεών να υποτάξει η Σπάρτη την Αθήνα;

—Βέβαια! Τόσο βέβαιο είναι τούτο όσο βέβαιο πως το καλό θα νικήσει το κακό. Η Σπάρτη είναι η κατοικία όλων των αρετών, και η Αθήνα όλων των κακιών.

—Λένε πως όλοι οι Αθηναίοι ερωτεύονται άντρες αντί γυναίκες. Είναι τούτο αλήθεια;

—Ναι, τόσο βαθιά πέσανε, και γι’ αυτό πρέπει να ξεριζωθούν από τη γη.

—Τώρ’ ακούω πως δεν είσαι κείνος που σε νόμιζα· και τώρα θέλω να σου αναθέσω την αρχηγία της εκστρατείας. Εκστρατεύομε τώρα κατά της Αθήνας;

—Έτοιμος είμαι!

—Και χωρίς δισταγμό πως εκστρατεύεις κατά της πατρίδας σου;

—Είμαι Έλληνας και όχι Αθηναίος! Η Σπάρτη είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας.

—Ο Αλκιβιάδης είναι μεγάλος! Τώρα πηγαίνω στον στρατηγό, και σήμερα το βράδυ ξεκινούμε.

—Πήγαινε, βασιλιά. Ο Αλκιβιάδης σ’ ακολουθεί.

Ο βασιλιάς έφυγε, μα ο Αλκιβιάδης δεν τον ακολούθησε αμέσως, γιατί πίσω από τις κουρτίνες του γυναικωνίτη στεκότανε η βασίλισσα και περίμενε. Μόλις έφυγε ο βασιλιάς, χύθηκε μέσα.

—Ζήτω! Αλκιβιάδη μου, βασιλιά μου!

—Βασίλισσά μου, γιατί λες τον σκλάβο σου βασιλιά σου;

—Γιατί η Σπάρτη σε προσκύνησε, γιατί σου χάρισα την αγάπη μου, γιατί κατάγεσαι από γενιά ηρώων.

—Ο βασιλιάς Άγης ο δεύτερος ζει.

—Όχι για πολύν καιρό. Κέρδισε την πρώτη σου μάχη και ο Άγης είναι νεκρός!

—Τώρα αρχίζει να χαμογελάει σε μένα η ζωή, τον σκληρά δοκιμασμένο, τον εξόριστο. Αν ήξερες τα παιδικά μου χρόνια με τις σκοτούρες, τα νεανικά μου χρόνια με τις στερήσεις! Το κρασί δεν ήτανε για μένα, μήτε η γυναίκα. Ο Βάκχος δεν με γνώρισε και η Αφροδίτη δεν ήτανε η θεά μου. Η αγνή Άρτεμη και η σοφή Αθηνά με οδηγούσανε μέσ’ από τα παραστρατήματα της νιότης στον σκοπό μου, που ήτανε η γνώση, η σοφία, η τιμή. Βασίλισσά μου, όταν πρώτη φορά γεύτηκα τα φιλιά σου…

—Σιωπή!

—Τότε κατάλαβα πως η ομορφιά ξεπερνά τη σοφία.

—Σιωπή! Κρυφακούνε!

—Ποιος κρυφακούει;

—Εγώ, ο Λύσανδρος, ο στρατηγός! απάντησε μια τραχιά φωνή, κι ο Λύσανδρος στεκότανε στη μέση της κάμαρας:

—Τώρα σε ξέρω, Αλκιβιάδη, και το κεφάλι σου το ’χω στο χέρι μου, μα κάτω από τ’ άλλο έχω την τιμή της Σπάρτης. Φύγε προτού σε πνίξω.

—Δεν άκουσες καλά, Λύσανδρε!

—Φύγε, κάμε μας τη χάρη να φύγεις! Έξω είναι πενήντα οπλίτες και περιμένουν το κεφάλι σου.

—Πόσοι είπες; Πενήντα; Τότε φεύγω, γιατί περισσότερους από τριάντα δεν μπορώ να καταπονέσω. —Βασίλισσά μου, χαίρε. Είχα άλλη ιδέα για τη Σπάρτη. Αυτό ποτέ δεν θα γινότανε στην Αθήνα. Τώρα πηγαίνω στον βασιλέα των Περσών. Εκεί καταλαβαίνουνε καλύτερα τι ταιριάζει, και κει δεν θα’ μαι αναγκασμένος να τρώγω το μαυροζούμι.


[...]


ΙΔ΄

Ο Αλκιβιάδης ξαναγύρισε στην Αθήνα· η καταδίκη του σε θάνατο ακυρώθηκε, τον εκάμανε στρατηγό, και, όταν εκέρδισε μια μάχη, του έγινε αποθεωτική υποδοχή και θριαμβική από τον Πειραιά στην Αθήνα.

Η εύνοια όμως ήτανε άστατη και, όταν τον υποπτευθήκανε πως προσπαθούσε να γίνει βασιλιάς, δραπέτεψε πάλι, και αυτή τη φορά στον Πέρση σατράπη Φαρνάβαζο.

Επειδή όμως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς μηχανορραφίες, μπλέχτηκε σε κάτι τέτοιο, ανακαλύφτηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ο Αλκιβιάδης καθότανε κοντά στη φιλενάδα του και κουβέντιαζε μ’ όλη του την ησυχία και την άνεση:

—Λοιπόν, Τιμάνδρα, νομίζεις πως ο Κύρος εκστρατεύει εναντίον του αδερφού του

Αρταξέρξη για να του πάρει τον θρόνο;

—Είμαι γι’ αυτό βεβαιότατη, και ακόμη πως έχει δέκα χιλιάδες Αθηναίους με στρατηγό τον Ξενοφώντα.

—Ξέρεις αν ο Αρταξέρξης έχει προειδοποιηθεί;

—Το ξέρω!

—Ποιος μπορούσε να τον προειδοποιήσει;

—Εσύ το έκαμες αυτό.

—Το ξέρει ο Κύρος;

—Ναι, το ξέρει.

—Ποιος με πρόδωσε;

—Εγώ!

—Τότες είμαι χαμένος.

—Ναι είσαι.

—Να πέσω από μια γυναίκα;

—Μπορούσες να περιμένεις άλλο τίποτε, Αλκιβιάδη;

—Φυσικά, όχι! Μπορώ να δραπετέψω;

—Εσύ όχι, μα εγώ.

—Βλέπω καπνό, βάλανε φωτιά στο σπίτι;

—Ναι, αυτό είναι! Και τοξότες έξω!

—Η κωμωδία τέλειωσε! Ξαναγυρίζουμε στην τραγωδία.

—Και το σατυρικό δράμα αρχίζει.

—Τα πόδια μου ζεσταίνουνται, ενώ ο θάνατος συνηθίζει να ’ρχεται με ρίγη.

—Όλα γίνονται ανάποδα, Αλκιβιάδη.

—Δώσε μου ένα φιλί!

Τον εφίλησε, τον ωραιότατο άντρα της Αθήνας.

—Ευχαριστώ!

—Πήγαινε στο παράθυρο· εκεί θα δεις.

Ο Αλκιβιάδης πρόβαλε στο παράθυρο:

—Τώρα βλέπω…

Εκείνη τη στιγμή τον πέτυχε ένα βέλος:

—Μα τώρα δεν βλέπω τίποτα! Σκοτεινιάζει, και θαρρούσα πως θα ξημερώσει!

Η Τιμάνδρα έφυγε μόλις το πτώμα άρχισε να καίγεται.


ΙΕ΄

Η Σπάρτη νίκησε την Αθήνα, και η Αθήνα ήταν ερειπωμένη. Αντίς για την οχλοκρατία, κυβερνούσανε τριάντα τύραννοι.

Ο Σωκράτης και ο Ευριπίδης γυρίζανε θλιμμένοι στα ερείπια της Αγοράς. Ο Σωκράτης είπε:

—Πάω στα ερείπια των Τειχωμάτων της Αθήνας! Γίναμε Σπαρτιάτες· δεν θέλαμε κανένα τύραννο, κι αποχτήσαμε τριάντα.

—Ταξιδεύω κατά τον βοριά, είπε ο Ευριπίδης, πηγαίνω στη Μακεδονία που με καλέσανε.

—Καλά κάνεις, γιατί οι τύραννοι απαγορέψανε τις τραγωδίες σου.

—Αυτό είναι αλήθεια.

—Και μένα μ’ απαγορέψανε να διδάσκω.

—Απαγορέψανε να μιλάει ο Σωκράτης; Όχι! Τότες μπορεί να διδάσκει, γιατί δεν μπορεί να μιλάει χωρίς να διδάσκει. Μα θ’ απαγορέψανε στα μαντεία να μιλούν, γιατί αυτά πάψανε πια να δίνουν χρησμούς. Όλα τελειώσανε. Πάει, χάθηκε και η Ελλάδα! Και γιατί;

—Ναι, αυτό ρωτώ κι εγώ! Γεννήθηκε ο γιος τού Δία που θα τον εκθρονίσει, όπως προείπε ο Αισχύλος;

—Ποιος ξέρει, ο λαός έφερε τη λατρεία νέου θεού που λέγεται Άδωνις ή Αδωναΐ. Τη φέρανε τη λατρεία από την Ανατολή, και τα’ όνομα Άδωνις σημαίνει Κύριος.

—Ποιος είναι ο νέος θεός;

—Λένε πως διδάσκει να ζητάμε τον θάνατο και θ’ αναστηθούμε. Μα φέρανε και μια θεά. Άκουσες για την Κυβέλη, τη μητέρα των θεών, μια παρθένα που στη Ρώμη λατρεύεται ως Εστία;

—Αυτά είναι τόσο καινούρια και ακαθόριστα, όπως το κρασί όταν ξαναβράζει.

Εκεί έρχεται ο Αριστοφάνης.

—Έχε γεια, φίλε μου, για τελευταία φορά σε τούτη τη ζωή.

—Στάσου! Ο Αριστοφάνης γνέφει! Όχι, δες, κλαίει! Ο Αριστοφάνης κλαίει! Ο Αριστοφάνης πλησίασε!

—Ευριπίδη, είπε, μη φύγεις πριν να σου μιλήσω.

—Μπορείς να μιλείς, απάντησε ο Ευριπίδης.

—Κλαίω.

—Μη βγαίνεις έξω από τον ρόλο σου! Τα δάκρυά σου σημαίνουν;

—Λυπήσου έναν άτυχο συνάδερφό σου, Ευριπίδη· οι τύραννοι κλείσανε το θέατρό μου.

—Σωκράτη, πρέπει να λυπηθώ τον δολοφόνο μου;

—Θαρρώ πως ξανάνοιξε ο ναός της Νέμεσης! αποκρίθηκε ο Σωκράτης. Ο Αριστοφάνης δεν ήτανε ποτέ του απλοϊκός, τώρα είναι αρκετά. Σε λυπάμαι λοιπόν, Αριστοφάνη, που δεν μπορείς πια να με κακολογείς. Σε συχωρώ, μα δεν θέλω να συντελέσω ν’ ανεβαίνουν οι κωμωδίες σου στη σκηνή. Ζητάς πάρα πολλά! Τώρα ακολουθώ τον Ευριπίδη στο σπίτι!


ΙΣΤ΄

Ο Σωκράτης καθότανε κοντά στην Ασπασία, που είχε γεράσει.

—Ο Ευριπίδης πήγε στη Μακεδονία, είπε ο Σωκράτης.

—Από τις γυναίκες του.

—Έγινες πικρόχολη.

—Χόρτασα τα ερείπια κι όλα τ’ άλλα. Οι τύραννοι δολοφονούν πολίτες.

—Αυτή είναι η δουλειά των τυράννων.

—Θα ησυχάσουμε γρήγορα.

—Στον Κεραμεικό, μέσα σ’ ένα κέδρινο φέρετρο.

—Δεν θέλω να πεθάνω, θέλω να ζήσω, μα ήσυχα!

—Η ζωή δεν είναι ήσυχη.

—Και όμως, μπορεί να είναι, αν έχει κανείς τ’ αγαθά του.

—Ποτέ δεν τα ’χει κανείς.

—Δεν τα ’χει όταν κακοπαντρευτεί κανείς όπως εσύ, Σωκράτη.

—Η γυναίκα μου βέβαια είναι η πιο κακιά που μπορεί να γίνει· αν δεν με παντρευότανε, θα είχε από πολύν καιρό δολοφονηθεί.

—Η Ξανθίππη σε προδίνει με τις κακόβουλες φλυαρίες της και, σα δεν μπορεί να σε καταλάβει, ξαναδίνει τις σκέψεις σου παραμορφωμένες και δεν μπορεί να σε παραστήσει όπως αληθινά είσαι.

—Το ξέρω, μα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

—Γιατί να υποφέρεις αυτή την ταπείνωση;

—Γιατί να την αποφύγω; Δίκιο είναι ν’ αποφεύγει κανείς την υπεροχή, και η Ξανθίππη δεν είναι μια τέτοια δύναμη για μένα.

—Σου απαγορέψανε να διδάσκεις, και, αν το κάμεις, η τιμωρία θα είναι θάνατος· σ’ αυτό φταίει η Ξανθίππη και ο Άνυτος.

—Μπορεί να γίνει αφορμή να με καταδικάσουν σε θάνατο. Τότες θα φταίει μόνο για την απολύτρωσή μου…

»… Ασπασία, βλέπω πως η φιλία μας όλο και μικραίνει· εσύ έχεις νέους φίλους, εσύ άλλαξες! Επίτρεψέ μου να σ’ αποχαιρετήσω πριν έρθει ο Λυσικλής.

—Τονε γνωρίζεις;

—Ναι, και όλοι στην πόλη μιλούν για την παντρειά σου.

—Με τον προβατοκάπηλο ζωέμπορο τον Λυσικλή;

—Ναι, αυτό είναι δική σου δουλειά· γι’ αυτό δεν μιλώ.

—Μα βρίσκεις πως είχα χρέος να φυλάξω καλύτερα την ανάμνηση του Περικλή;

—Θα ποθούσα μ’ ευχαρίστησή μου να φυλαχτεί πιο καλά η ανάμνηση της Ασπασίας, μα, σα βλέπω να στολίζονται οι Αθηναίοι με λουλουδένια στεφάνια για να γιορτάσουν το βούλιαγμα της Αθήνας, σαν είδα τον Φειδία…

—Ποιο θα είναι το τέλος τού Σωκράτη;

—Χωρίς άλλο όχι όπως της Ασπασίας.

—Οι θεοί παίζουνε με μας. Φυλάξου, Σωκράτη.


ΙΖ΄

Τέλος, ο Σωκράτης καθότανε στη φυλακή. Κατηγορήθηκε πως παραπλάνησε τη νεολαία και έδειξε ανευλάβεια στους θεούς της Πολιτείας ή αρνήθηκε την ύπαρξή τους. Ανάμεσα στους κατήγορους ήτανε ένας αποτυχημένος ποιητής, ο Μέλητος, ο βυρσοδέψης Άνυτος και ο ρήτορας Λύκωνας.

Ο Σωκράτης απολογήθηκε και κήρυξε πως πίστευε πάντα στον θεό και στη φωνή της συνείδησής του, στο δαιμόνιο. Καταδικάστηκε να πιει το κώνειο, και όσο ήτανε στη φυλακή μπορούσε να βλέπει τη γυναίκα του και τους λίγους φίλους του που είχαν απομείνει.

Τώρα ήτανε κει η γυναίκα του κι έκλαιγε.

—Μην κλαις, είπε ο Σωκράτης, εσύ δεν φταις σε τίποτε.

—Θες να δεις τα παιδιά;

—Γιατί να σπαράξω τις μικρές ψυχούλες με τ’ ανώφελα λόγια του αποχωρισμού; Πήγαινε στα παιδιά, παρηγόρησέ τα· πήγαινέ τα περίπατο στα δάση, να τα διασκεδάσεις.

—Να χαιρόμαστε, ενώ εσύ πεθαίνεις;

—Χαρείτε, γιατί τελειώνουν τα βάσανά μου! Χαρείτε, γιατί πεθαίνω τιμημένος…

—Δεν θέλεις άλλο τίποτε;

—Τίποτε! Όμως να ησυχάσω και να λευτερωθώ από τ’ ανόητα δάκρυα και αναστενάγματά σου και τους ενοχλητικούς θρήνους σου· πήγαινε, γυναίκα, και σκέψου πως ο Σωκράτης ποθεί να κοιμηθεί γιατί είναι κουρασμένος και γκρινιάρης· σκέψου πως πάλι θα ξυπνήσει, και τότε, ξεκούραστος, ξανανιωμένος, χαρούμενος, αξιαγάπητος.

—Θα ’θελα να μου τα μάθεις πρωτύτερα· από μένα δεν είχες τίποτε να μάθεις.

—Και όμως, από σένα έμαθα να υπομένω και να συγκρατούμαι!

—Με συγχωρείς!

—Δεν μπορώ! Γιατί σ’ έχω πια συγχωρήσει. Πες μου τώρα «γεια σου», σα να πρόκειται να πάω ταξίδι. Πες μου «καλήν αντάμωση», σα να πρόκειται να ξαναγυρίσω!

—Γεια σου, λοιπόν, Σωκράτη, και μην είσαι κακός μαζί μου.

—Όχι, είμαι πολύ καλός μαζί σου!

—Έχε γεια, άντρα μου, για πάντα!

—Όχι για πάντα! Θέλεις βέβαια να με ξαναδείς. Πες μου λοιπόν με χαρούμενο πρόσωπο «καλήν αντάμωση».

—Καλήν αντάμωση!

—Έτσι! Κι όταν ξανανταμώσουμε, θα πάμε μαζί με τα παιδιά στα δάση!

—Ο Σωκράτης δεν είναι όπως τον ενόμιζα…

—Πήγαινε, θέλω να κοιμηθώ!

Αυτή έφυγε, μ’ αντίκρισε στη θύρα τον Πλάτωνα και τον Κρίτωνα.

—Η ώρα πλησιάζει, φίλοι! είπε κουρασμένος και με ξαναμμένα μάτια.

—Είσαι ήσυχος, δάσκαλε;

—Να πω την αλήθεια, είμαι τέλεια ήσυχος! Δεν θέλω να πω πως είμαι χαρούμενος, μα η συνείδησή μου είναι ολωσδιόλου αδιατάραχτη, γαληνεμένη.

—Πότε, Σωκράτη, πότε θα γίνει…

—Θες να πεις πότε θά ’ρθει το τέλος; Καλέ μου Πλάτωνα… έρχεται τρέχοντας… Λίγο πριν χάρηκα έναν ύπνο —πέρασα το ποτάμι, στην αντίπερα όχθη—, σε μια στιγμή είδα τα πρότυπα της αμάραντης ομορφιάς, που τα πράματα μόνο σκοτεινά τους απεικονίσματα είναι… Είδα το μέλλον, τα μοιρόγραφτα του ανθρώπου· μίλησα με τον Παντοδύναμο, τον Ύψιστο, τον Αγνότατο· έμαθα τη σοφή τάξη που κυβερνάει τη φαινομενική μεγάλη αταξία· έμεινα εκστατικός πάνω από τα ανεξερεύνητα απόρρητα του Σύμπαντος, που μόλις μπόρεσα να τα μαντέψω· κατανόησα όλο το πλάτος της άγνοιας τού «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».

»Εσύ, Πλάτωνα, πρέπει να τα γράψεις! Πρέπει να διδάξεις τους ανθρώπους να παρατηρούν τα πράγματα με πλέρια καταφρόνηση, με σεβασμό να ’ναι στραμμένο το βλέμμα τους στο αόρατο, να λατρεύουνε την ομορφιά, να φροντίζουν την αρετή, να ελπίζουνε στην απολύτρωση, να εργάζονται αδιάκοπα με αυταπάρνηση και να εκτελούνε τα καθήκοντά τους.

Πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε.

Ο Πλάτωνας τον ακολούθησε.

—Είσαι άρρωστος, δάσκαλε;

—Όχι, ήμουν, μα τώρα ξαρρωσταίνω.

—Έχεις πια…

—Έχω κιόλας κενώσει το ποτήρι!

—Μας φεύγει ο σοφότατος…

—Κανείς θνητός δεν είναι σοφός. Μα δοξάζω τους θεούς που μου χαρίσανε το συναίσθημα της ντροπής και το συναίσθημα της δικαιοσύνης.

Έγινε σιγή στην κάμαρα.

—Ο Σωκράτης είναι νεκρός!


August Strindberg. 1936. "Το ημικύκλιο της Αθήνας". Από τις Ιστορικές Μινιατούρες. Μετ. Νώντας Έλατος. Νέα Εστία 238 (15 Νοεμβρίου 1936): 1566-1571.