Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Percy Bysshe Shelley

Προμηθέας Λυόμενος

Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης

(αποσπάσματα)

Πρώτη πράξη

Η σκηνή. Ένα φαράγγι από βράχους παγοσκέπαστους στον Ινδικό Καύκασο. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ξεσκεπάζεται δεμένος στον γκρεμό. Η ΠΑΝΘΕΙΑ και η ΙΩΝΗ στα πόδια του. Νύχτα. Προχωρώντας η σκηνή, χαράζει.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μονάρχη των Θεών και των Δαιμόνων και όλων
των Πνευμάτων, εξόν ενός, των πυκνωμένων
στους λαμπρούς αυτούς κόσμους που κλωθογυρίζουν
και που εσύ κι εγώ, μόνοι απ’ όσα ζουν, θωράμε
με μάτια ακοίμητα! τη Γη κοίταξε τούτη
πώς όλη μυρμηγκιάζει από δικούς σου σκλάβους,
που μετάνοιες τους, δέησες και δοξολογίες,
καμάτους και καρδιών ραϊσμένων εκατόμβες
ανταμείβεις με φόβο, μ’ αυτοκαταφρόνια,
μ’ ελπίδες στείρες. Ενώ εμένα, τον εχτρό σου,
δίχως μάτια από τ’ άχτι, για πομπή σου, μ’ έχεις
κάμει να βασιλεύω, να θριαμβεύω επάνω
στη δυστυχιά μου και στην κούφια εγδίκησή σου.
Τρισχίλια χρόνια απ’ ώρες που δεν έσκεπε ύπνος,
μάλιστ’ από στιγμές που αψιοί λιανίζαν σφάχτες,
ώσπου εφαινόνταν χρόνοι, μοναξιά, μαρτύριο,
απελπισιά, εμπαιγμός — νά η βασιλεία μου εμένα.
Πολύ ενδοξότερη από εκείνην που αγναντεύεις
απ’ τον αζήλευτό σου θρόνο κυβερνώντας,
ω Θεέ Δυνατέ — Παντοδύναμε ανίσως
είχα κι εγώ καταδεχτεί μοιράδι να ’χω
στη ντροπή της κακής τυράγνιας σου, αντί να ’μαι
καρφωμένος σε τούτον κολλητά τον πύργο
του βουνού, τ’ άφταστου και στων αετών το πείσμα,
του μαύρου, του νεκρού και του χειμωνιασμένου,
του ακαταμέτρητου με δίχως χόρτο, δίχως
ζωύφιο ή ζώο, δίχως ζωής σάλαγο ή θώρι.
Οϊμέν’ αλί! καημός, καημός πάντα, για πάντα!

Ούτε αλλαγή ούτε πάψη, απαντοχή καμία!
Και όμως βαστώ! Ρωτάω τη Γη, δεν αιστανθήκαν
τα βουνά της; Ρωτάω τον Ουρανό εκεί επάνω,
τον Ήλιο, που τηράει τα πάντα όλα, δεν είδε;
Τη Θάλασσα, άγρια ή γαληνή, τ’ Ουρανού Ίσκιο
που πάντ’ αλλάζει στρωτός χάμου, δεν ακούσαν
τα κουφά της νερά το ψυχομαχητό μου;
Οϊμέν’ αλί! καημός, καημός πάντα, για πάντα!

Συρτοί ζυγώνοντας οι πάγοι με τες λόγχες
των κρουσταλλιών τους, που μαργώνουν το φεγγάρι,
τρυπούν με· οι αλυσίδες στίλβοντας μου βόσκουν
το καυτερό τους κρύο ώς μες στα κόκαλά μου.
Τ’ Ουρανού ο φτερωτός σκύλος απ’ τα δικά σου
χείλια λεικάζοντας τη μύτη σε φαρμάκι
όχι δικό του, μου ξεσκλάει τα φυλλοκάρδια,
και πλανώμενες όψες άμορφες σιμώνουν,
στοιχειωμένος λαός της βασιλείας του ονείρου,
και αναπαίζουν με, κι έχουν λόγο τα τελώνια
του Σεισμού να τραβούν απ’ τες σπαρταριστές μου
πληγές με ζόρι τες θηλιές κάθε που ανοίγουν
και ξανακλειούν οι βράχοι πίσω μου σκασμένοι.
Ενώ απ’ τα βάραθρά τους, που βουίζουν, βγαίνουν
στριμωχτά ουρλιάζοντας της ανεμομπουμπούλας
τα ξωτικά και σαλαγούν το λυσσασμένο
ρούφουλα και μ’ αψύ χαλάζι εμέ πλακώνουν.
Και όμως τον ερχομό της νύχτας και της μέρας
καλοδέχομ’ εγώ, κι αν σπάζ’ η μία την άσπρη
πάχνη της χαραυγής, κι αν η άλλη σκαρφαλώνει
τη μολυβιάν Ανατολή μουχρώνοντας, αγάλι,
πολύαστρη, γιατί τότε προβοδούν τες ώρες
που άφτερες αργοφτάνουν και που απ’ όλες μία —
ως κάποιος σκοτεινός ιερέας το σφαχτό σέρνει,
που αντιπαλεύει— εσένα θα ποδοκυλήσει,
άσπλαχνε Βασιλιά, το αίμα να ξεπλύνεις
με τα φιλιά σου από τ’ αχνά ποδάρια τούτα,
που τότ’ εσέ θα ημπόρειαν να τσαλαπατήσουν,
αν τέτοιο σκλάβο με το μέτωπο στο χώμα
δε θα καταφρονούσαν. Καταφρόνια; Αχ! όχι.
Ψυχοπονώ σε. Ω χαλασμός που απ’ άκρη ’ς άκρη
του απέραντου ουρανού θα σε καταγκρεμίσει
αδιαφέντευτον! Πώς, σκισμένη ώς το βυθό της
απ’ τον τρόμο, θα χάσκει ως κόλαση η ψυχή σου
μέσα! Μιλώ με θλίψη, δε φαρομανάω,
γιατί πλια δε μισώ, σαν τότε πριν με κάμει
σοφόν η συμφορά! Να πάρω την κατάρα
θα ’θελα πίσω που ξεστόμισα μια μέρα
για σένα. Ω σεις Βουνά, που οι Αντίλαλοί σας μ’ όλες
τες πλήθιες τους φωνές μέσ’ από την κατάχνια,
που οι καταρράχτες αναδίνουν, σφεντονίσαν
τη βροντή εκείνου του ξορκιού! Σεις νερομάνες
κρουσταλλένιες και από το σουφρωμένον πάγο
στεκάμενες, που ως φλέβες, για ν’ ακούστ’ εμένα,
ελαχτίστε και μέσ’ απ’ την Ινδία κατόπι
αναριτσιαίνοντας συρθήκετε! Εσύ, Αγέρα
αγνότατε, π’ ο Ήλιος σε διαβαίνει δίχως
αχτίδες φλογερός! Κι εσείς που γρήγορ’ είστε,
Ανεμοστρόφυλλοι, που στα ισοζυγιασμένα
φτερά σας άφωνοι και ασάλευτοι εκρεμιέστε
επάνω στη σιγανεμένη άβυσσο εκείνη,
γιατί το στρογγυλό κόσμο έκαμε να σειέται
μια πλιο τρανόφωνη βροντή παρά η δική σας!
Αν δύναμ’ είχαν τότε οι λόγοι μου, —και ας είμαι
τόσο αλλαγμένος ώστε ο κάθε κακός πόθος
μέσα μου απέθανε, και θύμηση καμία
απ’ ό,τι μίσος είναι ας μην υπάρχει,— τώρα
να μην τη χάσουν! Τί ’ταν η κατάρα εκείνη;
Γιατί όλοι εσείς τότ’ εγροικήστε τη μιλιά μου.

ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ· από τα Βουνά.
Για χρόνια τρεις φορές τριακόσιες χιλιάδες
στέκαμ’ επάνω εκεί που κείτεται ο Σεισμός·
συχνά ετραντάζαμε απ’ τη ρίζα ώς τες κορφάδες,
καθώς πιάνει άνθρωπο απ’ το φόβο του σπασμός.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ· από τες Νερομάνες.
Μας είχαν στρέψει αστραποπέλεκα το ρέμα,
μας είχε βάψει τα νερά μας πικρό γαίμα·
κι είχαμε μες σε θρήνο από σφαχτά κορμιά
μία πολιτεία βουβές περάσει και μια ερμιά.

ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ· από τον Αγέρα.
Αφότου η Γη σηκώθηκε είχα της λαμπρύνει
τα χαλάσματα μ’ άλλα, όχι δικά της, χρώματα,
και συχνά μου ’χε σκίσει βόγκος από στόματα
σπαραχτικός τής αναπάψεως τη γαλήνη.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΩΝΗ· από τούς Ανεμοστρόφυλλους.
Στα χαμηλώματ’ από τούτα τα βουνά
εμείς γι’ αδιάκοπους αιώνες φτερουγίσαμε·
και ούτε από φόβο της βροντής που μπουμπουνά,
ούτε γι’ αυτό το ηφαίστειο που φωτιά ξερνά
βουβοί για δύναμη άνω ή κάτω δε σαστίσαμε.

ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ
Όμως δε σκύψαμε ποτέ τα χιονισμένα
κορφοβούνια μας σα στο βογγητό σου εσένα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ
Στα Ινδικά κύματα δε φέραμε προτού
ποτέ μας τον αχό παρόμοιου φωνατού.
Στο πέλαο, π’ ούρλιαζε, απ’ τον ύπνο του ετινάχτη
και μ’ αγωνία από το κατάστρωμα επετάχτη
ένας ποδότης, που αφογκράστη· έσκουξε «αλί!»
και τρελός πέθανε σε θάλασσα τρελή.

ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ
Τέτοια ποτέ το σιγανό βασίλειό μου
από Γη σε Ουρανό δε ράισαν λόγια τρόμου·
σαν έκλεισε η πληγή, σκέπαζε την ημέρα
μια σκοτεινάγρα σαν από αίμα πέρα πέρα.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΩΝΗ
Μουλώσαμε γιατί έτσι —κι έτσι— τες λαλιές
χαλασμού ονείρατα μας πήραν, στη φυγή
ξατρέχοντάς μας μες σε ανήλιαγες σπηλιές,
μ’ όλο που κόλαση για μας είναι η σιγή.

Η ΓΗ
Στους απόκρημνους λόφους τ’ άγλωσσ’ άντρα τότε
φωνάξαν «Συμφορά!» και τους απηλογήθη
τ’ Ουρανού ο θόλος «Συμφορά!» Κι ενώ σκαλώναν
στη στεριά, τ’ Ωκεανού τα κύματα εμουγκρίζαν
πορφυρά στους ανέμους που τα εφραγγελώναν,
και τ’ αχνά έθνη τ’ αγροικούσαν, «Συμφορά!»

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φωνές λαλούν μα δεν ακούω τη φωνή εκείνη
πὄβαλα εγώ. Μητέρα, εσύ και τα παιδιά σου
αναγελάτε αυτόν, που δίχως τη βουλή του,
π’ όλα υπομένει, θα ’χε η παντοδυναμία
του Δία η ωμή και αυτά μαζί, κι εσέ αφανίσει
σαν την αριά κατάχνια την ξετυλιγμένη
στον αυγινόν άνεμο. Εμένα, τον Τιτάνα,
δε γνωρίζετε; Αυτόν, πὄκαμε περμαχιόνι
την αγωνία του ενάντια ’ς τον εχτρό σας π’ όλα
τ’ άλλα πατεί; Ω βραχαγκάλιαστα λιβάδια,
χιονόθρεφτα ποτάμια που σας βλέπω τώρα
ανάμεσ’ από άχνες παγωμένες κάτω
βαθιά, και στα παχύσκια δάση σας μια μέρα
περιδιαβάζοντας μαζί με την Ασία
από τ’ αγαπημένα μάτια της ρουφούσα
ζωή· γιατί το πνεύμα που μορφή σάς δίνει
τώρ’ ακατάδεχτο μ’ εμέ δε συντυχαίνει;
μόνο μ’ εμέ, που ως ένας που δαιμονισμένον
σταματά αρματηλάτη, εκράτησα τη βία
και την κακοπιστιάν αυτού που βασιλεύει
πανύψιστος γεμίζοντάς σας τα βαλτώδη
αγριώματα και όλα τ’ άφωτα φαράγγια
πικροαναστεναγμούς παραδαρμένων σκλάβων·
γιατί απόκριση ακόμα δε μου λέτε; Αδέρφια!

Η ΓΗ
Δεν κοτούν.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιός κοτάει; γιατί να ξανακούσω
θα ’θελα εκείνη την κατάρα. Α τί μουρμούρα
σκιαχτερή που ανεβαίνει! μόλις ήχο μοιάζει·
και ανατριχίλα συγκρυώνει το κορμί μου
σαν από κεραυνό, που κρέμεται, πριν πέσει.
Μίλησε, Πνεύμα! απ’ την ανόργανη φωνή σου
γνωρίζω μοναχά πως κατ’ εμέ σαλεύεις
και σ’ αγαπώ. Πώς καταράστηκα εγώ εκείνον;

Η ΓΗ
Πώς ν’ ακούσεις μπορείς, εσύ που δε γνωρίζεις
τη λαλιά των νεκρών;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ζωντανό εσ’ είσαι πνεύμα·
σαν τέτοια μίλειε.

Η ΓΗ
Δεν τολμώ της ζωής γλώσσα
να κρίνω, μη ο σκληρός ακούσει Βασιλέας
τ’ Ουρανού και σε πλιο μαρτυρικό του πόνου
τροχό με μπλέξει και απ’ αυτόν, όπου γυρίζω.
Έξυπνος είσαι και καλός και αν ν’ αγροικήσουν
δε μπορούν οι θεοί τη φωνή τούτη, εσύ ’σαι
κάλλιο παρά θεός, σοφός κι έσπλαχνος όντας.
Τώρ’ αφογκράσου με τα όλα σου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σαν ίσκιοι
θαμποί, πυκνά και ορμητικά γοργοδιαβαίνουν
φοβεροί στοχασμοί θολά μες στο μυαλό μου·
λιγεύει μου η καρδιά σαν ενός που σ’ αγάπη
ζευγαρώτρα ενωθεί, και όμως δεν είναι γλύκα.

Η ΓΗ
Όχι, είσαι αθάνατος και δε μπορείς ν’ ακούσεις·
γνώριμ’ είναι η λαλιά τούτη μονάχα σ’ όσους
πεθαίνουν.

[...]

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ας μην ξαναπεράσει,
Μητέρα, ό,τι μπορεί να ’ναι κακό, τα χείλη
τα δικά μου μήτ’ άλλου απ’ όσα και αν ομοιάζουν
εμένα. Φάντασμα του Δία, σήκω, φανίσου!

[...]

ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑ
Γιατί μ’ εσπρώξαν του παράξενου αυτού κόσμου
οι κρύφιες δύναμες εδώ σε αντάρα επάνω
φριχτήν, εμένα το στοιχειό τ’ άπλερο και άδειο;
Τί λογής ασυνήθιστ’ ήχοι φτερουγίζουν
επάνω από τα χείλη μου, άλλοι παρά εκείνη
η φωνή που μ’ αυτήν η ξέθωρη γενιά μας
συντυχιά στο σκοτάδι απόκοσμη βαστάει;
Και συ, περήφανε πολύπαθε, ποιός είσαι;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είδωλο τρομερό, καθώς εσ’ είσαι, πρέπει
να ’ναι αυτός, που ’σαι ο ίσκιος του. Εγώ είμαι ο εχτρός του,
ο Τιτάνας. Τα λίγα που ν’ ακούσω θέλω
πες, και ας μην πλάθει σκέψη τ’ άδειο μίλημά σου.

[...]

Λορέντζος Μαβίλης. 1915. Τα Έργα του Λορέντζου Μαβίλη. Αλεξάντρεια: Γράμματα.