Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Friedrich Schiller

Σεμέλη

Σε δυο σκηνές

Μετάφραση: Νίκος Α. Σερεσλής

(αποσπάσματα)

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΗΡΑ.—ΣΕΜΕΛΗ, βασιλοπούλα της Θήβας. —ΔΙΑΣ. —ΕΡΜΗΣ.

Το έργο παίζεται στο παλάτι του Κάδμου στη Θήβα.

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

ΗΡΑ
(κατεβαίνει από το άρμα της, μ’ ένα σύννεφο ολόγυρά της)
Μακριά το φτερωτό μου άρμα σύρτε,
της Ήρας σεις παγόνια, και καρτεράτε με
στου Κιθαιρώνα πάνω την κορφή τη νεφοσκεπασμένη.
(Άρμα και σύννεφο χάνονται)
Α, χαίρε, σπίτι της φριχτής μου οργής!
Αγριεμένη εγώ σε χαιρετώ, στέγη εχθρική,
λιθόστρωτο σιχαμερό! —Σ’ αυτό λοιπόν εδώ το μέρος
ο Δίας, προδότης της δικής μου κλίνης
μπροστά στο φως το αγνό παρανομεί της μέρας!
Εδώ ένα γύναιο, μια θνητή,
ένα χωματογεννημένο πλάσμα, αποτολμά
απ’ την αγκάλη μου να παίρνει τον Ερίγδουπο,
να τον χαϊδεύει,
σκλάβο να τον κρατά στα χείλη της!
Ήρα! Ήρα! Μόνη
στέκεσαι, έρημη είσαι
πάνω στου ουρανού το θρόνο!
Πλούσια κνίσα σού αναδίνουν οι βωμοί,
κι όλοι εμπρός σου γονατίζουν.
Τί ’ναι δίχως την αγάπη η δόξα;
Τί ’ναι δίχως την αγάπη ο ουρανός;
Αχ, την περηφάνια σου για να πληγώσει,
αναδύθη η Αφροδίτη απ’ τον αφρό!
Πλάνεψε θεούς,
θεούς κι ανθρώπους το γητευτικό της βλέμμα!
Οι έγνοιες σου για να πληθύνουν, οϊμέ,
γέννησε η Ερμιόνη1,
κι η ευτυχία σου χάθηκε!
Δεν είμαι των θεών η ηγεμονίδα;
Η αδερφή δεν είμαι εγώ του κεραυνάρχη
και η γυναίκα του κυρίαρχου Δία;
Δε στενάζουν οι άξονες
του ουρανού στη διαταγή μου;
Δε φορώ στην κεφαλή μου την κορόνα του Ολύμπου;
Νιώθω ποιά είμαι!
Κρόνιο αίμα στις αθάνατές μου φλέβες
ηγεμονικά φουσκώνει η θεία μου καρδιά.
Α, θα εκδικηθώ, θα εκδικηθώ!
Πρέπει απλήρωτα να με ντροπιάζει;
Ατιμώρητα να ρίχνει τη διχόνοια
στους αιώνιους τους θεούς ανάμεσα,
και την Έριδα να μπάζει
στη χαρούμενη τη σάλα του ουρανού;
Φαντασμένη! Που ξεχνάς τη θέση σου!
Να πεθάνεις και να μάθεις στης Στυγός τον ποταμό
τα θεϊκά να ξεχωρίζεις απ’ τη γήινη σκόνη!
Να σε πνίξει η πανοπλία σου,
θρύμμα να σε κάνει κάτω
η μανία σου για τους θεούς!

Κατεβαίνω με όπλο την εκδίκηση
απ’ τον αψηλό τον Όλυμπο
Λόγια δολερά, γεμάτα γλύκα,
που πλανεύουν,
έτοιμα έχω να της πω·
θάνατος και συμφορά
μες σ’ αυτά λοχεύουν.

Άκουσε, τα βήματά της!
Νά, ζυγώνει!
Φτάνει στον γκρεμό, στο βέβαιο χαμό της!
Σε θνητήν εσθήτα, θεά, τυλίξου!
(Φεύγει)

ΣΕΜΕΛΗ
(φωνάζει προς τα παρασκήνια)
Ο ήλιος γέρνει κιόλα! Εμπρός, κοπέλες,
με άμπρας αρώματα γλυκά τη σάλα
αρωματίστε, τριαντάφυλλα
ολόγυρα σκορπίστε και ναρκίσσους,
και μην ξεχάστε το χρυσόφαντο
να βάλτε μαξιλάρι —ακόμα
δεν έρχεται— κι ο ήλιος γέρνει κιόλας.

ΗΡΑ
(ορμά μέσα με τη μορφή γριάς)
Τιμή και δόξα στους θεούς, κόρη μου!

ΣΕΜΕΛΗ
Ξύπνια είμαι ή ονειρεύομαι; Θεοί! Η Βερόη!

ΗΡΑ
Η Σεμέλη μπορούσε να ξεχάσει
τη γριά της παραμάνα;

ΣΕΜΕΛΗ
Μά το Δία! Βερόη!
Άφησε να σε σφίξει στην καρδιά της
… η κόρη σου! Ω ακόμα ζεις! Σαν τί
σε φέρνει στην Επίδαυρο σ’ εμένα;
πώς τα περνάς; Η μάνα μου είσαι πάντα;

ΗΡΑ
Η μάνα σου είμαι! Στα παλιά, πάντα έτσι
με φώναζες.

ΣΕΜΕΛΗ
Η μάνα μου είσαι ακόμα,
κι έτσι θα μείνεις, ώσπου το νερό
να πιω της Λήθης.

ΗΡΑ
Γρήγορα η Βερόη
θα πιει τη λησμονιά απ’ τα κύματα
της Λήθης· απ’ τη Λήθη η κόρη
του Κάδμου δε θα πιει.

ΣΕΜΕΛΗ
Τί λες, καλή μου;
Ποτέ τα λόγια σου δεν ήταν αίνιγμα
και πεπλοσκεπασμένα· των μαλλιών
των γκρίζων σού μιλά η σοφία· λες
πως το νερό δεν θα γευτώ της Λήθης.

ΗΡΑ
Έτσι είπα, ναι! Γιατί όμως κοροϊδεύεις
τα γκρίζα τα μαλλιά; Μα βέβαια ώς τώρα
αυτά κανέναν, όπως τα ξανθά,
θεό δε γοητέψανε!

ΣΕΜΕΛΗ
Συγχώρα
εμένα την αστόχαστη! Πώς θα μπορούσα
τ’ άσπρα μαλλιά να κοροϊδέψω; Μήπως
για πάντα τα δικά μου τα ξανθά
θα ’ναι χυτά στις πλάτες μου; Μα τί ήταν
αυτό που ανάμεσα στα δόντια σου
μουρμούρισες; — Ένας θεός;

ΗΡΑ
Είπα ένας
θεός; Μα ναι ολούθε κατοικούν οι θεοί!
Ταιριάζει στους αδύνατους ανθρώπους
να τους παρακαλούν. Όπου είσαι εσύ,
είναι οι θεοί — Σεμέλη! Τί ρωτάς;

ΣΕΜΕΛΗ
Κακή καρδιά! Πες μου λοιπόν: Εδώ
τί σ’ έφερε από την Επίδαυρο;
Βέβαια όχι αυτό, πως αγαπούν οι θεοί
να κατοικούνε γύρω στη Σεμέλη;

ΗΡΑ
Ναι, μά το Δία, μονάχα αυτό! Γιατί όμως
τα μάγουλά σου κοκκινίσανε,
σαν είπα Δία; —Για τίποτ’ άλλο,
κοπέλα μου απ’ αυτό— Φριχτή πανούκλα
έπεσε στην Επίδαυρο,
το κάθε χνότο θανατερό φαρμάκι,
η κάθε ανάσα πνίγεται· καίει η μάνα
το γιο κι ο αρραβωνιαστικός
την ποθητή του, οι φλόγες της νεκροπυράς
κάνουν τη νύχτα μέρα, κι οι θρήνοι
αδιάκοπα βουίζουν στον αέρα·
μεγάλο το κακό! — Ξαγριεμένος
ο Δίας βλέπει κάτω το λαό μας
τον κακοπαθιασμένο· μάταια
χύνεται το αίμα της θυσίας
γι’ αυτόν και μάταια στο βωμό το γόνα
μουδιάζει του ιερέα, κουφό
στη δέησή μας είν’ τ’ αυτί του.
Γι’ αυτό και μ’ έστειλε η πατρίδα μου
η δύστυχη στου Κάδμου τη βασιλοπούλα,
να την παρακαλέσω, αν θα μπορούσα,
να στρέψει την οργή του απ’ το λαό μας —
της παραμάνας της Βερόης ο λόγος,
σκεφτήκανε, περνάει στη Σεμέλη,
ο λόγος της Σεμέλης έχει στο Δία
ισχύ μεγάλη— περισσότερα
δεν ξέρω, ούτε καταλαβαίνω ακόμα
τί θέλουνε να πουν μ’ αυτό: η Σεμέλη
έχει μεγάλη επιρροή στο Δία.

ΣΕΜΕΛΗ
(με ορμή και ξεχασμένη)
Αύριο η πανούκλα θα πισωδρομήσει —
ανάγγειλέ το στο λαό!
Ο Δίας με αγαπά! Πες το! Η πανούκλα
σήμερα κιόλας θα πισωδρομήσει!

[...]

ΗΡΑ
Πες το λόγο
ακόμα μια φορά, το λόγο που
πάνω σε ολόκληρη τη γη σε κάνει
την πιο άθλια! — Χαμένη! Δεν ήτανε
ο Δίας!

ΣΕΜΕΛΗ
Ο Δίας όχι; Απαίσια!

ΗΡΑ
Ένας απατεώνας δολερός
από την Αττική, κάτω από μάσκα
θεού, ντροπή, αθωότητα, τιμή
σου πήρε ξεγελώντας —
(Η Σεμέλη πέφτει κάτω)

[...]
ΣΕΜΕΛΗ
(κρύβει το κεφάλι της μέσα στην ποδιά της Ήρας)
Αχ! Δεν είν’
αυτός!

[...]

ΗΡΑ
(αμέσως)
Να πέσει
μην τον αφήσεις στη αγκάλη σου —
πριν σου φανερωθεί— Γι’ αυτό άκουσε,
καλό παιδί! ποιές συμβουλές σού δίνει
η τίμια και πιστή σου παραμάνα,
αυτό που τώρα μού ψιθύρισε
η αγάπη, η αγάπη θα τελειώσει — πες μου,
είναι για νά ’ρθει γρήγορα;

ΣΕΜΕΛΗ
Έχει τάξει
πως θά ’ρθει πριν μπει ο Υπερίωνας
στην κλίνη ακόμα της Τιθύας.
[...]

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ
Η προηγούμενη αίθουσα. Ξαφνική διαύγεια. Δίας με μορφή νέου. Ερμής από μακριά.

ΔΙΑΣ
Της Μαίας γιε!

ΕΡΜΗΣ
(γονατίζοντας, με σκυμμένο κεφάλι)
Δία!

ΔΙΑΣ
Σήκω! Και βιάσου!
Πετάξου μέχρι του Σκαμάνδρου την όχθη!
Ένας τσοπάνος κλαίει εκεί
στον τάφο της τσοπανοπούλας του —Κανείς
δεν πρέπει να κλαίει, όταν ο Δίας αγαπά—
Φέρε την πεθαμένη πίσω στη ζωή.
[...]

ΔΙΑΣ
[...]
(Ο ΕΡΜΗΣ φεύγει)
Δεν έρχεται να με
ανταμώσει,
σαν πρώτα να δεχτεί στο στήθος της,
το φουντωμένο από ηδονή, του Ολύμπου
το βασιλιά; Γιατί η Σεμέλη μου
δεν έρχεται να με ανταμώσει; —
Ερημιά — νέκρα — βουβασιά φριχτή
στο ερημικό παλάτι βασιλεύει
ολόγυρα, που πιο μπροστά τρελά
τόσο πολύ και βακχικά αντηχούσε —
Αγέρι δε φυσά —στου Κιθαιρώνα
την κορυφή στεκόταν η Ήρα
θριαμβευτική χαρά γεμάτη—
το Δία της δε θέλει πια να τρέξει
να υποδεχτεί η Σεμέλη —
[...]

ΣΕΜΕΛΗ
Σώπα, προδότη!
[...]

ΔΙΑΣ
(κοιτάζοντάς τη με μεγαλοπρέπεια)
Ο Δίας είμαι!
[...]

ΣΕΜΕΛΗ
Ήταν δοσμένη σ’ εκείνον η καρδιά μου,
σ’ εκείνον, που εσύ τώρα μαϊμουδίζεις —
Συχνά έρχονται άνθρωποι με μάσκα θεών,
για να πλανέψουν μια γυναίκα— Φύγε!
Δεν είσαι ο Δίας!

ΔΙΑΣ
Δεν με πιστεύεις;
Μπορεί η Σεμέλη για τη θεότητά μου
ακόμα ν’ αμφιβάλλει;

ΣΕΜΕΛΗ
(λυπημένη)
Ας ήσουνα
ο Δίας! Κανένας γιος θνητού δεν πρέπει
ν’ αγγίξει αυτό το στόμα. Αυτή η καρδιά
είναι στο Δία δοσμένη — Ω ας ήσουνα ο Δίας!

ΔΙΑΣ
Κλαις; Ο Δίας είναι εδώ,
και πρέπει να κλαίει η Σεμέλη;
(Γονατίζοντας)
Μίλησε,
ζήτησε! κι η σκλάβα φύση τρέμοντας
στου Κάδμου πέφτει εμπρός την κόρη!
Πρόσταξε! και ποτάμια σταματούνε
ξαφνικά! κι ο Ελικώνας κι ο Άθωνας
κι ο Καύκασος κι ο Κύθνος, η Μυκάλη
κι η Πίνδος κι η Ροδόπη, λευτερωμένα
από την εξουσία μου, κοιλάδες
φιλούνε και λιβάδια και, σαν χιονονιφάδες,
χορεύουν μες στη μαύρην ατμοσφαίρα.
Πρόσταξε! και πολιορκούνε
λεβάντης και βοριάς κι ανεμοζάλη
τον παντοδύναμο τριαινοκράτορα,
τραντάζουνε του Ποσειδώνα
το θρόνο, αφηνιασμένη η θάλασσα
φουσκώνει, φράγματα περιφρονώντας
κι ακρογιαλιές, η νύχτα κι η αστραπή
οργιάζουν, πόλος κι ουρανός βροντούν,
με χίλια στόματα μουγκρίζει
ο κεραυνός, με ορμή χιμά ο ωκεανός
στον Όλυμπον απάνω, για σένα ο σίφουνας
ένα τραγούδι νίκης σουραυλίζει,
πρόσταξε.

ΣΕΜΕΛΗ
Εγώ είμαι μια θνητή γυναίκα,
πώς μπρος στο πλάσμα του μπορεί να σκύβει
ο πλάστης; πώς μπρος στο άγαλμά του
να γονατίζει ο καλλιτέχνης;

ΔΙΑΣ
Ο Πυγμαλίωνας με σέβας σκύβει
μπρος στο αριστούργημά του — ο Δίας
προσκυνά τη Σεμέλη του!

ΣΕΜΕΛΗ
(κλαίγοντας πιο δυνατά)
Σήκω —
σήκω — αλί στο φτωχό κορίτσι εμένα!
Ο Δίας έχει την καρδιά μου, εγώ
θεούς μόνο αγαπώ. Κι οι θεοί γελούν
μ’ εμένα, και ο Δίας με περιφρονεί!

ΔΙΑΣ
Ο Δίας, που κείτεται στα πόδια σου.
[...]

Friedrich Schiller. 1965. "Σεμέλη". Μετ. Νίκος Α. Σερεσλής. Νέα Εστία 912 (1 Ιουλίου 1965): 838-897.


1. Θα πρόκειται, χωρίς άλλο, για την Αρμονία, τη γυναίκα του Κάδμου κατά τη μυθολογία. Άγνωστο πώς έγινε το λάθος. (Σημ. μετ.)