Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Friedrich Schiller

Το παράπονο της Δήμητρας

Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης


1
Η άνοιξη γυρνά χαριτωμένη;
Ξανάνιωσεν η γη; νά! πρασινίζουν
Οι λόφοι από τον ήλιο ζεσταμένοι
Και τη φλούδα του πάγου ολούθε σχίζουν.
Στων ποταμών τον γαλανό καθρέφτη
Τ’ αγνέφιαστου Διός το γέλιο πέφτει·
Σιγότερα τ’ αέρι φτερουγίζει
Και κάθε νέο βλαστάρι ιδές ανθίζει.
Ξυπνούν στο δάσος των πουλιών τραγούδια,
Και η Ορεάδα μού μιλεί σκληρά:
Γυρίζουν τα δικά σου τα λουλούδια,
Η θυγατέρα σου όμως δεν γυρνά.

2
Πόσος καιρός, αχ! είναι που διαβαίνω
Την γη και πόσον έχω την γυρέψει!
Το χνάρι της να βρει το αγαπημένο,
Ήλιε, την κάθε αχτίδα σου έχω πέψει.
Αλλά καμιά σ’ εμένα δεν γυρίζει,
Τί κάνει η ακριβή κόρη να μου μάθει,
Κι η μέρα που τα πάντα ξεχωρίζει
Δεν εύρηκε το τέκνο μου που εχάθη.
Μήπως εσύ την άρπαξες, ω Δία;
Μην ερωτεύθ’ εις τόσην ευμορφιά
Ο Πλούτων και την έσυρε με βία
Εις την μαύρη τού Άδη ποταμιά;

3
Ποιός είδηση της λύπης μου θα πάει
Εκεί στην σκοτεινήν οχθιά να φέρει;
Πάντ’ απ’ την γην η βάρκα ξεκινάει,
Αλλά μέσα της ίσκιους μόνον ’παίρει.
Επουράνιος κανείς να ρίξει βλέμμα
Δεν ημπορεί στο μαύρο αυτό σκοτάδι,
Κι αφότου τρέχει της Στυγός το ρέμα
Ζωντανός δεν το πέρασε. Στον Άδη
Κάτω βγάζουν χιλιάδες μονοπάτια,
Κανένα επάνω στο ημερήσιο φως·
Δεν φέρνει στα πικρά της μάνας μάτια
Τα δάκρυα κανείς της θυγατρός.

4
Μάνες θνητές που από της Πύρρας βγαίνουν
Την γενεά το τέκνο τους αν χάσουν,
Απ’ τες φλόγες του τάφου να διαβαίνουν
Μπορούν, και πέρα εκεί να τ’ αγκαλιάσουν.
Στην μαύρη χώρα μόνοι δεν ζυγώνουν
Όσοι στου Δία κατοικούν τα αιθέρια
Δώματ’· αυτούς μονάχα δεν πληγώνουν,
Μοίρες, ποτέ τα φοβερά σας χέρια.
Κι εμένα στην βαθιά νύκτα γκρεμίστε
Απ’ τ’ ουρανού το δώμα το χρυσό,
Τα δικαιώματά μου λησμονήστε,
Αυτά κάνουν της μάνας τον καημό!

5
Θα κατέβαινα εκεί που πικραμένη
Σιμά στον φρικτόν άνδρα της καθίζει,
Με σιγανές σκιές ανταμωμένη,
Στην δέσποινα σιγά ’θελα βαδίζει.
Ωιμέ! το χρυσό φως μάταια ζητάει
Ο δακρυοθολωμένος οφθαλμός της,
Για νά ’βρει σφαίρες μακρινές τηράει
Και την μάνα δεν βλέπει οπού ’ν’ εμπρός της·
Ώσπου από τη χαρά της την διακρίνει,
Κι αγκαλιά σμίγει μ’ αγκαλιά γλυκά,
Τόσο που συμπονώντας δάκρυα χύνει
Κι η μαύρη τ’ άγριου Πλούτωνα θωριά.

6
Μάταιος πόθος! παράπονα χαμένα!
Τον ήσυχό του δρόμο δεν θ’ αλλάξει
Της ημέρας το στέρεον αμάξι.
Αιώνια είναι όσά ’χει ο Ζευς γραμμένα!
Μακράν το ευτυχισμένο του κεφάλι
Έστρεψε αυτός από τα μαύρα βάθη·
Την πήρε η νύκτα δεν την δίνει πάλι,
Κι η κόρη μου για πάντα, οϊμένα! εχάθη,
Ώσπου το μελανό φρικτό ποτάμι
Με φλόγα της Αυγής να φλογισθεί,
Κι η Ίριδα τ’ ωραίο της να κάμει,
Τόξο στην μέση τ’ Άδη να φανεί.

7
Δεν μ’ απομένει τίποτε δικό της;
Ούτε γλυκό σημάδι να ενθυμάει
Π’ όσο μακράν κι αν είναι μ’ αγαπάει;
Ούτε χνάρι απ’ το χέρι τ’ ακριβό της;
Δεσμός κανείς αγάπης την μητέρα
Δεν σφιχτοπλέκει με την θυγατέρα;
Δεν είναι συμφωνίες που να δένουν
Αυτούς που ζουν μ’ εκείνους που πεθαίνουν;
Όχι, τέλεια δεν μὄφυγεν εκείνη!
Δεν έχουμ’, όχι, τέλεια χωρισθεί!
Να μιλούμε μια γλώσσα μάς αφήνει
Των αθανάτων η ψηλή βουλή.

8
Της άνοιξης τα τέκνα σαν πεθαίνουν,
Κι απ’ του βοριά το κρύο παγωμένα
Χλωμά φύλλα και λούλουδ’ απομένουν
Και γυμνά τα χαμόκλαδα, θλιμμένα,
Τότε απ’ το πλούτος τού Βερτούμνου παίρνω
Της ζωής την μεγάλην αφθονία:
Σταριού χρυσά σπυριά και για θυσία
Στην ολόμαυρη Στύγα τα προσφέρνω.
Μέσα εις την γη τα σπέρνω πονεμένη
Επάνω στην καρδιά του κορασιού,
Γλώσσα να γένουν που εις αυτήν θα κρένει
Αγάπης λόγια, λόγια του καημού.

9
Την άνοιξην οι Ώρες ματαφέρνουν
Με τον ευφραντικό χορό που σέρνουν,
Τα νεκρά τότ’ ο Ήλιος αναστήνει
Με την ζωήν οπού η ματιά του χύνει.
Από σπόρους που εφαίνονταν χαμένοι
Μέσα εις της γης το παγωμένο στήθος
Ξεφυτρώνει φυτών πρόσχαρο πλήθος,
Και στο βασίλειο των χρωμάτων βγαίνει.
Κι εκεί που προς τον ουρανό σπουδάζει
Ο κορμός, νύχτα η ρίζ’ αναζητεί
Και γι’ αυτά την φροντίδα όμοια μοιράζει
Με τον αιθέρα η Στύγα η σκοτεινή.

10
Το επάνω των φυτών ώς τους ανθρώπους,
Το κάτω στων νεκρών φθάνει τους τόπους,
Αγγελιοφόροι μου ακριβοί θα γένουν
Κι απ’ τον Άδη ως φωνές γλυκές θα βγαίνουν.
Αν και την κόρη αυτός κρατεί κλεισμένη
Μες στο φρικτό φαράγγ’ εις κάθε νέο
Βλαστάρι της ανοίξεως μου κρένει
Ελεύθερα το στόμα της τ’ ωραίο,
Πως εκεί πέρα, όπου το φως δεν πάει,
Όθε περνούν περίλυπες σκιές,
Το στήθι ακόμ’ απ’ αγάπη κτυπάει
Και τρυφερά φλογίζοντ’ οι καρδιές.

11
Άνθη, σας χαιρετώ, πὄχει γεννήσει
Η γη ξανανιωμένη, ας πλημμυρίσει
Του νέκταρος ο αιθέρας ο δροσάτος
Τον κόρφο σας γλυκός και μυρωδάτος.
Μέσα εις αχτίδες θε να σας βουτήσω
Και με το φως της Ίριδος τα νέα
Φύλλα σας, άνθη εγώ θα ζωγραφίσω
Σαν της Ηώς το πρόσωπον ωραία.
Την πίκρα μου καθώς και την χαρά μου
Ας βλέπει κάθε τρυφερή ψυχή
Στα φύλλα τα ξερά που πέφτουν χάμου,
Στης άνοιξης την λάμψη την φαιδρή.

Λορέντζος Μαβίλης. 1915. Τα Έργα του Λορέντζου Μαβίλη. Αλεξάντρεια: Γράμματα.