Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Ursula Poznanski

Έρεβος —Μετά το login, τίποτα δε θα είναι το ίδιο

Μετάφραση: Αλέξανδρος Πασπαρδάνης

(αποσπάσματα)


[…]

Ο Νικ έριξε μια τελευταία ματιά στο βιβλίο του και άνοιξε τον υπολογιστή του. Από συνήθεια μπήκε στην ιστοσελίδα της Έμιλυ στο deviantart, όπου δε βρήκε τίποτα καινούριο. Για λίγο πήγε να απογοητευτεί, αλλά μετά του ήρθε μια ιδέα. Πώς και δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τώρα; Μπήκε στο Google και στην αναζήτηση έγραψε «Έρεβος». Θα υπήρχε κάποια ιστοσελίδα της εταιρείας παραγωγής, κάποιο φόρουμ, ίσως ακόμα και ενημερώσεις που μπορούσε να κατεβάσει. Συμβουλές, κόλπα, όλο το πακέτο.

Στην πρώτη θέση των αποτελεσμάτων ο Νικ βρήκε μια καταχώριση από τη Βικιπαίδεια. Ορίστε, άρα το παιχνίδι ήταν πασίγνωστο. Έκανε κλικ στον σύνδεσμο και διάβασε:


Ο Έρεβος (Έρεβος στα αρχαία ελληνικά, "σκοτεινός") είναι στην αρχαιοελληνική μυθολογία η θεότητα του σκότους και της προσωποποίησής του. Σύμφωνα με τον ποιητή Ησίοδο, γεννήθηκε από το Χάος ταυτόχρονα με τη Γαία, τη Νύκτα, τον Τάρταρο και τον Έρωτα. Κατά τον Ησίοδο, εν αρχή ήταν το Χάος (ο κενός χώρος), από τον οποίο προήλθε το άφωτο σκότος του βάθους, ο Έρεβος. Από την ένωση της Νυκτός με τον Έρεβο γεννήθηκαν μαζί με τον Ύπνο και τα Όνειρα και τα δεινά του κόσμου —η σύγχυση, το γήρας, ο θάνατος, η διχόνοια, η έριδα, η δυστυχία και η ανέχεια—, καθώς και η Νέμεσις, οι Μοίρες και οι Εσπερίδες, που σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται ως η απειλητική πλευρά της θεότητας της Σελήνης, αλλά και η χαρά, η φιλία (Φιλότης) και η συμπόνια.

Σύμφωνα με μεταγενέστερους μύθους, το Έρεβος ήταν τμήμα του κάτω κόσμου. Ήταν ο τόπος στον οποίο μετέβαιναν οι νεκροί μετά τον θάνατό τους. Η λέξη "Έρεβος" χρησιμοποιούνταν συχνά και ως συνώνυμο του Άδη, του αρχαιοελληνικού θεού του κάτω κόσμου.


Ο Νικ διάβασε το κείμενο δύο φορές και έκλεισε τη σελίδα. Θα μπορούσε και να έχει πολύ ενδιαφέρον για κάποιον που τον συγκινεί η αρχαιοελληνική μυθολογία, αλλά του ίδιου του ήταν άχρηστο. Απολύτως καμία συμβουλή.

Συνέχισε να ψάχνει. Τίποτα εκτός από ιστοσελίδες ελληνικής μυθολογίας· και κάποιες για μια death metal μπάντα. Μόνο η τελευταία καταχώριση στη σελίδα κατάφερε να αποσπάσει από τον Νικ μια μικρή θριαμβευτική κραυγή: «Έρεβος — Το παιχνίδι» έγραφε όλο κι όλο. Τίποτ’ άλλο. Γεμάτος ανυπομονησία, ο Νικ έκανε κλικ στον σύνδεσμο. Η σελίδα έκανε μια στιγμή να φορτώσει. Κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο: «ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΗ ΙΔΕΑ, ΣΑΡΙΟΥΣ».

«Και γιατί όχι;» μπήκε στον πειρασμό να ρωτήσει ο Νικ, πριν συνειδητοποιήσει το εξωφρενικό της κατάστασης και κλείσει και την ιστοσελίδα και όλο το πρόγραμμα περιήγησης, σαν να ήθελε να κλείσει κάτι απ’ έξω. Δε συνέβη πραγματικά, το φαντάστηκε. Δεν μπορούσε το ίντερνετ να μιλάει μαζί του προσωπικά. Ίσως έπρεπε να ξανανοίξει τη σελίδα και να βεβαιωθεί ότι έκανε λάθος. Δεν υπήρχε περίπτωση να…

[…]


DIAKOSMITIKA

***


[…]

Τώρα προσπαθούσε να κάνει γρήγορα. Διάλεξε ίαση, ταχύτητα, φωτιά, ατσάλινο δέρμα, αλτικότητα. Μετά από σύντομη σκέψη πρόσθεσε μακρινή όραση, αντοχή, βάδισμα στο νερό, αναρρίχηση και αθόρυβο βάδισμα.

«Καθόλου κακή επιλογή», σχολίασε ο Γνώμος. «Για Άνθρωπο. Κρίμα που δε θα ζήσεις πολύ».

«Αυτά έχει η μοίρα», απάντησε η Έμιλυ και συγκεντρώθηκε στην επιλογή των όπλων. Πήρε από την κασέλα ένα λεπτό, σκαλισμένο ξίφος με σμαράγδια στη λαβή. Και μετά μια μικρή χάλκινη ασπίδα.

«Πολύ κομψό, αν και για μικρά παιδιά», συνέχισε τα κακόβουλα σχόλια ο Γνώμος.

Η τελευταία επιγραφή: «Διάλεξε το όνομά σου».

«Οχ, κάποιο από αυτά τ’ απαίσια ανθρώπινα ονόματα, σίγουρα», κλαψούρισε ο Γνώμος. «Πετρονίλα, Βαθίλδη, Αλδούσα ή Βερθεγούνδη; Λοιπόν; Περιμένω! Περιμένουμε! Κάποιο όνομα θα ξέρεις!»

«Ημέρα», πληκτρολόγησε.

Ο Νικ απογοητεύτηκε λίγο. Το «Ημέρα» δεν είχε αρκετή μελωδικότητα. Ήταν πολύ απλό. Ο Γνώμος, αντίθετα, έδειξε να εντυπωσιάζεται.

«Κάποιος έκανε την έρευνά του, έτσι; Νά και ένα όνομα με προοπτική. Ημέρα! Πρόσεξε μην τα θαλασσώσεις με τον κύριό μου, ανθρωπάκι!»

Χοροπηδούσε κι έκανε κουτσό μέχρι να βγει από την έξοδο του πύργου. Ο Νικ περίμενε ότι για αποχαιρετισμό θα ξετύλιγε πάλι την ασύλληπτα μακριά πράσινη γλώσσα του, αλλά μάλλον αυτή τη φορά δεν είχε όρεξη. Βρόντησε την πόρτα πίσω του, αμίλητος. Σοβάς ξεκόλλησε από τους τοίχους του πύργου.

«Τι εννοούσε “έρευνα”;» ρώτησε ο Νικ.

«Βρες το μόνος σου». Η Έμιλυ προφανώς το καταδιασκέδαζε. «Όπως θα ’θελα κι εγώ να βρω όλα τα υπόλοιπα μόνη μου. Θα τα πούμε αύριο, εντάξει; Από δω και πέρα θα συνεχίσω εγώ».

Μα τώρα είναι που γίνεται ενδιαφέρον! Η απογοήτευση βάρυνε σαν μολύβι την καρδιά του Νικ.

«Άκουσέ με, το υποτιμάς. Θα προχωρήσεις πολύ πιο γρήγορα αν σε βοηθήσω, και με πολύ λιγότερες απώλειες. Εμπιστεύσου με, ε;»

Η Έμιλυ έβγαλε τα ακουστικά από το iPod της και τα συνέδεσε στον υπολογιστή.

«Αυτή δεν ήταν μία από τις συμβουλές σου; Αν τα βάλω στ’ αυτιά μου, δε θα μπορώ να ακούω τι μου λες».

«Μα…»

«Δεν πειράζει, Νικ. Αφού είδες πόσο καχύποπτος ήταν ο Γνώμος πριν. Θα τα καταφέρω, εντάξει; Απλά τώρα θα τηρήσω τους κανόνες και θα παίξω μόνη μου, όπως όλοι οι άλλοι».

Ο Νικ παραδέχτηκε την ήττα του.

«Αν τυχόν σου έρθει αμέσως όρεξη να μαζέψεις μούρα, να προσέχεις», είπε — μια τελευταία σιβυλλική συμβουλή τέτοιου τύπου δεν έβλαπτε. «Και αν κολλήσεις ή χρειαστείς βοήθεια, εδώ είμαι εγώ. Αλήθεια».

«Χαίρομαι που το ακούω», είπε η Έμιλυ χαμογελώντας. «Ευχαριστώ, Νικ».


Στο σπίτι έκανε έρευνα στη Βικιπαίδεια και ανακάλυψε ότι η Ημέρα ήταν η κόρη του Ερέβους, και επιπλέον το διαμετρικό αντίθετο του πατέρα της. Η Ημέρα ήταν η θεά της μέρας, του πρωινού, του φωτός.

[…]


DIAKOSMITIKA

***


[…]

Αποφάσισαν να του χαρίσουν τον παράδεισο και ετοίμασαν έναν δίσκο με φιστίκια, μπισκότα, ζελεδένια αρκουδάκια και τη μεγάλη τσαγιέρα, όση ώρα ο Βίκτορ «ξυπνούσε», κατά τη διατύπωσή του, τον Σκουαμάτο.

Ήταν μόνος, ο Σαυράνθρωπος στεκόταν κάπου σε ένα ομαλό λιβάδι που το γρασίδι του φαινόταν ξεραμένο. Κανένας συμπολεμιστής στον ορίζοντα.

Από τα ακουστικά του Βίκτορ ακουγόταν σιγανή μουσική. Ο Νικ πιέστηκε να ακούσει, η μελωδία δεν ήταν η ίδια που ήξερε από το παιχνίδι του ως Σάριους. Περίεργο.

Ο Σκουαμάτο έτρεχε τώρα προς έναν φράχτη από θάμνους, εγγυημένα σωστή επιλογή. Όποτε έβρισκες τέτοιο φράχτη και τον ακολουθούσες, σε οδηγούσε σε ενδιαφέροντα πεδία· το ίδιο συνέβαινε και με τους ποταμούς. Αυτό τον φράχτη τον ήξερε ο Νικ, είχε πορευτεί και ο Σάριους κατά μήκος του, όχι πολύ καιρό πριν. Και ήταν νύχτα. Τα χωνοειδή κίτρινα λουλούδια έλαμπαν από τη μια μόνο πλευρά του φράχτη όπου φύτρωναν. Όπως εδώ. Ο Νικ συνοφρυώθηκε.

«Ζελεδάκια, παρακαλώ!» διέκοψε τις σκέψεις του ο Βίκτορ κι ορθάνοιξε το στόμα του, για να του το στουμπώσει η Έμιλυ με έναν λόχο αρκουδάκια.

Ο Σκουαμάτο συνέχισε να τρέχει. Εκεί μπροστά υπήρχε κάτι μεγάλο, λευκό, που κουνιόταν, συστρεφόταν…

«Έχω βρεθεί κι εγώ εδώ», φώναξε ο Νικ. «Είναι το άγαλμα, τρεις άντρες που πνίγονται από φίδια. Αρκετά γνωστό».

Κέρδισε το περιφρονητικό βλέμμα του Βίκτορ.

«Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, φίλε μου. Επίσης από την ελληνική αρχαιότητα. Και πολύ εύστοχο, παρεμπιπτόντως».

Γύρω από το άγαλμα στέκονταν και αυτή τη φορά πολεμιστές. Ο Νικ αναγνώρισε τον Μπλάντγουορκ με τον κόκκινο αστραφτερό κύκλο κάτω από τον λαιμό του, και λίγο πιο δίπλα τον Νούραξ.

«Υποθέτω ότι είναι κάποια προειδοποίηση», είπε ο Βίκτορ. «Ο Λαοκόων είναι αυτός που δεν ήθελε να μπάσουν το ξύλινο άλογο στην Τροία. Τη συνέχεια της ιστορίας ελπίζω να την ξέρεις», πρόσθεσε λοξοκοιτάζοντας τον Νικ. «Μετά απ’ αυτό ο Ποσειδώνας έστειλε θαλάσσια φίδια, τα οποία αποτελείωσαν όχι μόνο τον Λαοκόοντα, αλλά και τους γιους του. Έχω την εντύπωση ότι το παιχνίδι είναι από πολλές απόψεις ένας “δούρειος ίππος”».

Ο Νικ έκανε μια γκριμάτσα, και η Έμιλυ προμήθευσε τον Βίκτορ άλλη μια δόση φιστίκια για να σταματήσει να μιλάει.

Ήταν κάτι που είχε πει ο αγγελιαφόρος πριν στείλει τον Νικ σε αυτό τον τόπο. Τον είχε διασκεδάσει κάτι, τα κίτρινα μάτια του είχαν λάμψει πιο φωτεινά απ’ ό,τι συνήθως. Να ήταν η αναφορά στην Τροία που είχε βρει τόσο αστεία;

Ο Νικ κοίταξε για μία ακόμη φορά προσεχτικά το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα. Τα συσπασμένα πρόσωπα των αντρών, οι απελπισμένες τους προσπάθειες να απαλλαγούν από τα φίδια… πιο πίσω ο φράχτης, πράσινος και κίτρινος, τα άνθη τόσο ευθύγραμμα φυτεμένα έτσι που κανείς αληθινός κηπουρός δε θα είχε κατορθώσει ποτέ. Και πάλι η εικόνα του ξεκαρδισμένου αγγελιαφόρου μπροστά στα μάτια του: Αν ακολουθήσεις τον φράχτη προς τα δυτικά, θα συναντήσεις ένα άγαλμα. Τίποτα λιγότερο από ένα πραγματικό μνημείο.

Για ένα δευτερόλεπτο μαύρισαν τα πάντα γύρω από τον Νικ. Ήταν… ήταν πιθανό… μνημείο…

«Το βρήκα!», ούρλιαξε ο Νικ. Η φωνή του έσπασε, και παραλίγο να σπάσει και η καρέκλα του έτσι απότομα που σηκώθηκε. «Τώρα το βρήκα. Το ’χω βρει».

Ο Βίκτορ τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και έβγαλε τα ακουστικά από τ’ αυτιά του.

«Τι; Τι έχεις βρει;»

«Τον κώδικα! Ξέρω πού βρισκόμαστε! Είναι… κοίτα… κίτρινο, πράσινο και το μνημείο!»

Η Έμιλυ και ο Βίκτορ αντάλλαξαν ένα απορημένο βλέμμα.

«Τι εννοείς ακριβώς;» ρώτησε ήρεμα η Έμιλυ.

«Ξέρω πού είμαστε. Έχω καταλάβει τον κώδικα. Πράσινο και κίτρινο και κόκκινο και μπλε».

Ακόμα δεν καταλάβαιναν.

«Τα χρώματα αντιστοιχούν στις γραμμές του λονδρέζικου μετρό. Αυτός εδώ είναι ο σταθμός Μόνιουμεντ, ο σταθμός του Μνημείου, εκεί οδηγούν η κυκλική και η γραμμή Ντίστρικτ. Πράσινο και κίτρινο. Όπως ο φράχτης. Καταλάβατε;»

Το σαστισμένο βλέμμα του Βίκτορ ταλαντευόταν ανάμεσα στην οθόνη και το πρόσωπο του Νικ.

«Μα ναι», ψιθύρισε. «Φυσικά. Να με πάρει…» Με μια επίσημη χειρονομία έδωσε το χέρι του στον Νικ. «Ό,τι έχω πει για την αντιληπτική σου ικανότητα το παίρνω πίσω. Είσαι πραγματική ιδιοφυΐα!»

[…]


Ursula Poznanski. 2013. Έρεβος —Μετά το login, τίποτα δε θα είναι το ίδιο. Μετ. Αλέξανδρος Πασπαρδάνης. Αθήνα: Πατάκης.