Cesare Pavese
Το νησί
Μετάφραση: Ισμήνη Παπανικολάου
(μιλάνε η Καλυψώ και ο Οδυσσέας)
(Όλοι ξέρουν πως ο Οδυσσέας, ναυαγός στον δρόμο του γυρισμού, έμεινε εννέα χρόνια στη νήσο Ωγυγία, που δεν ήτανε εκεί παρά η αρχαία θεά Καλυψώ)
Καλυψώ
Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, Οδυσσέα. Και συ σαν και μένα θέλεις να σταματήσεις σ’ αυτό το νησί. Είδες κι έπαθες το κάθε τι. Ίσως κι εγώ να σου ιστορήσω μια μέρα όσα έχω παθημένα. Είμαστε και οι δυο κουρασμένοι από ένα βαρύ πεπρωμένο. Γιατί να ξαναφύγεις; Τι σημασία έχει αν το νησί δεν είναι αυτό που γυρεύεις εσύ; Εδώ ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα. Υπάρχει λίγη γη κι ένας ορίζοντας. Μπορείς εδώ να ζήσεις κι εσύ για πάντα.
Οδυσσέας
Μια αθάνατη ζωή.
Καλυψώ
Αθάνατος είναι όποιος καρτεράει τη στιγμή. Όποιος δεν ξέρει πια ένα αύριο. Αν σ’ αρέσει η λέξη αθάνατη, μπορείς να την πεις. Είσαι πραγματικά σ’ αυτό το σημείο.
Οδυσσέας
Πίστευα πως αθάνατος είναι όποιος δεν φοβάται τον θάνατο.
Καλυψώ
Όποιος δεν ελπίζει να ζήσει. Σχεδόν όπως είσαι εσύ. Κι εσύ πολλά έπαθες. Αλλά τι μανία είν’ αυτή να θέλεις να γυρίσεις στο σπίτι; Είσαι ακόμα ανήσυχος. Γιατί κουβεντιάζεις μονάχος ανάμεσα στους βράχους;
Οδυσσέας
Αν έφευγα αύριο, θα ’σουν δυστυχισμένη εσύ;
Καλυψώ
Πολλά θέλεις να ξέρεις, αγαπητέ μου. Λέμε πως είμαι αθάνατη. Αλλά, αν εσύ δεν παρατήσεις τις θύμησες και τα όνειρα και δεν διώξεις αυτή τη μανία να μη θες να δεχτείς τον ορίζοντα αυτόνε που βρήκες, ποτέ δεν θα βγεις απ’ το πεπρωμένο αυτό που γνωρίζεις.
Οδυσσέας
Πρόκειται πάντα για να δεχτώ έναν ορίζοντα. Και τι θα αποχτήσω;
Καλυψώ
Μα, ν’ ακουμπήσεις το κεφάλι και να σωπάσεις, Οδυσσέα. Σκέφτηκες ποτέ γιατί κι εμείς οι θεοί γυρεύουμε τον ύπνο; Σκέφτηκες πού πάνε οι παλιοί γέροι θεοί που δεν τους ξέρει ο κόσμος; Γιατί βουλιάζουνε στον χρόνο όπως οι πέτρες στη γη αυτοί που, ωστόσο, είναι αθάνατοι; Και ποια είμαι εγώ, ποια είναι η Καλυψώ;
Οδυσσέας
Σε ρώτησα αν είσαι ευτυχισμένη.
Καλυψώ
Δεν είν’ αυτό, Οδυσσέα. Ο αέρας, ώς κι ο αέρας σ’ αυτό το νησί το ερημικό, ο αέρας που ταράζεται μονάχα απ’ την αντήχηση της θάλασσας και τις φωνές των πουλιών, ώς κι ο αέρας είναι εδώ αδειανός. Σκέψου πως σ’ αυτό το κενό δεν υπάρχει τίποτα, σαν ένα κλάμα ας πούμε. Μα δεν νιώθεις κάποτε κι εσύ μια σιωπή, ένα σταμάτημα, έτσι καθώς είναι τ’ αχνάρια μιας παλιάς προσπάθειας ή μιας παλιάς παρουσίας που χάθηκαν;
Οδυσσέας
Μιλάς λοιπόν κι εσύ, Καλυψώ, με τους βράχους;
Καλυψώ
Είναι μια σιωπή, σου λέω. Κάτι το έρημο, το σχεδόν πεθαμένο. Αυτό που ήτανε δεν θα είναι ποτέ πια. Στον παλιό κόσμο των θεών, τότε που η παραμικρή μου κίνηση ήτανε πεπρωμένο. Είχα τότε φοβερά ονόματα, Οδυσσέα. Γη και θάλασσα μ’ έτρεμαν. Ύστερα κουράστηκα. Κρύφτηκα μες στον χρόνο, δεν θέλησα να κουνηθώ πια. Κάποια από μας αντιστάθηκε στις καινούργιες θεές. Άφησα να βουλιάξουνε τα ονόματα στον χρόνο. Όλα αλλάξανε και όλα μείνανε ίδια. Δεν άξιζε τον κόπο να εμποδίσω τους νέους να βρουν το πεπρωμένο τους. Έτσι μάλιστα γνώριζα τον ορίζοντά μου και το γιατί οι γέροι θεοί δεν είχανε φιλονικήσει με μας τους άλλους.
Οδυσσέας
Μα δεν ήσουνα αθάνατη;
Καλυψώ
Και είμαι, Οδυσσέα. Δεν έχω ελπίδα να πεθάνω. Και δεν ελπίζω να ζήσω. Παραδέχομαι τη στιγμή. Σεις οι θνητοί περιμένετε κάτι παρόμοιο, τα γεράματα, τη θλίψη. Γιατί δεν θέλεις να ακουμπήσεις μαζί μ’ εμένα το κεφάλι σ’ αυτό το νησί;
Οδυσσέας
Θα το έκανα, αν επίστευα ότι είσαι σίγουρη. Αλλά ακόμα κι εσύ που ήσουνα κυρίαρχος σε όλα, ακόμα κι εσύ έχεις την ανάγκη μου, έχεις ανάγκη να σε βοηθήσει και να σε υποστηρίξει ένας θνητός.
Καλυψώ
Είναι ένα καλό αμοιβαίο, Οδυσσέα. Δεν υπάρχει αληθινή σιωπή αν όλοι δεν σωπαίνουνε μαζί.
Οδυσσέας
Δεν σου φτάνει που είμαι κοντά σου σήμερα;
Καλυψώ
Δεν είσαι μαζί μου, Οδυσσέα. Συ δεν δέχεσαι τον ορίζοντα αυτού του νησιού. Και δεν αποδιώχνεις τη θλίψη.
Οδυσσέας
Η θλίψη αυτή είναι ένα ζωντανό κομμάτι του εαυτού μου, όπως για σένα η σιωπή. Τι άλλαξε για σένα από τότε που γη και θάλασσα ήταν στις προσταγές σου; Ένιωσες ότι ήσουνα κουρασμένη και μόνη και ξέχασες τα ονόματά σου. Τίποτα δεν σου αφαιρέσανε. Μόνη σου θέλησες να ’σαι όπως είσαι τώρα.
Καλυψώ
Αυτό που είμαι είναι ένα τίποτα, αγαπητέ μου. Είναι σχεδόν θνητό, σχεδόν μια σκιά σαν εσένα. Είναι ένα μακρύ όνειρο που ποιος ξέρει πότε άρχισε, κι εσύ έφτασες σ’ αυτόν τον απέραντο ύπνο σαν ένα όνειρο. Τρέμω την αυγή και το ξύπνημα. Αν συ φύγεις, θα ’ναι το ξύπνημα.
Οδυσσέας
Είσαι συ η αφέντρα που μιλάς έτσι;
Καλυψώ
Τρέμω το ξύπνημα όπως εσύ τρέμεις τον θάνατο. Νά, πρώτα ήμουνα πεθαμένη και τώρα το ξέρω. Δεν έμενε σε μένα απ’ αυτό το νησί παρά μονάχα η φωνή της θάλασσας και του αγέρα. Κοιμόμουνα. Μα, από τη στιγμή που έφτασες εσύ, έφερες ένα άλλο νησί μαζί σου.
Οδυσσέας
Από πολύν καιρό ψάχνω για νά ’βρω κείνο το νησί. Συ δεν ξέρεις τι είναι να ’χεις πάντα μπροστά σου κάποια γωνιά της γης και να κλεις κάθε φορά τα μάτια για να ξεγελαστείς και να τηνε δεις στο όνειρό σου. Δεν μπορώ να το δεχτώ και να σωπάσω.
Καλυψώ
Και όμως, Οδυσσέα, σεις οι άνθρωποι λέτε πως είναι πάντοτε κακό να βρει κανείς κείνο που χάθηκε. Τα περασμένα δεν γυρίζουνε πίσω. Τίποτα δεν εμποδίζει του καιρού το πέρασμα. Συ που είδες τον ωκεανό, τα ξωτικά και τα Ηλύσια, θα μπορέσεις να ξαναγνωρίσεις τα σπίτια, τα δικά σου σπίτια;
Οδυσσέας
Συ η ίδια μού είπες πως σέρνω το νησί μαζί μου, το ’χω μέσα μου.
Καλυψώ
Ω!… Όμως αλλαγμένο, χαμένο, μια σιωπή. Την ηχώ μιας θάλασσας στους βράχους, ή σα λίγο καπνό. Κανείς δεν θα μπορέσει μαζί με σένα να μοιραστεί και να δει το νησί σου. Τα σπίτια θα ’ναι σαν το ξεθωριασμένο κι αγνώριστο πρόσωπο του γέρου. Τα λόγια σου θα ’χουνε άλλη έννοια απ’ τα δικά τους. Θα ’σαι περσότερο μονάχος, παρά σαν ήσουνα στη θάλασσα.
Οδυσσέας
Θα μάθω τουλάχιστον πως πρέπει να σταματήσω.
Καλυψώ
Δεν αξίζει τον κόπο, Οδυσσέα. Όποιος δεν στέκεται τώρα αμέσως δεν θα σταθεί πουθενά και ποτέ πια. Ό,τι κάνεις, θα το κάνεις πάντοτε. Πρέπει να τολμήσεις μια φορά να σπάσεις το πεπρωμένο, πρέπει να ξεστρατίσεις και ν’ αφεθείς να βουλιάξεις στον χρόνο.
Οδυσσέας
Μα δεν είμαι αθάνατος.
Καλυψώ
Θα είσαι αν μ’ ακούς. Τι είναι η αιώνια ζωή, παρά το να δέχεσαι τη στιγμή που ’ρχεται και τη στιγμή που φεύγει; Το μεθύσι, η ηδονή, ο θάνατος, δεν έχουνε άλλο σκοπό. Τι ήταν ώς τα τώρα η ανήσυχη περιπλάνησή σου;
Οδυσσέας
Αν το ’ξερα, θα το ’χα σταματήσει. Αλλά εσύ ξεχνάς κάτι άλλο.
Καλυψώ
Πες μου το.
Οδυσσέας
Αυτό που ψάχνω νά ’βρω, το ’χω βαθιά στην καρδιά μου. Το ’χω βαθιά στην καρδιά μου, όπως και σένα, Καλυψώ.
Cesare Pavese. 1961. "Το νησί". Μετ. Ισμήνη Παπανικολάου. Νέα Εστία 806 (1 Φεβρουαρίου 1961): 195-196.