Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Clemence McLaren

Περιμένοντας τον Οδυσσέα

Μετάφραση: Δήμητρα Τριανταφυλλίδου

(αποσπάσματα)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο


Τον αγάπησα από την πρώτη εκείνη στιγμή. Οι Έλληνες πιστεύουν πως ο έρωτας κάπως έτσι χτυπά, σαν γλυκό δηλητήριο που από ένα αόρατο βέλος ξεχύνεται στις φλέβες σου. Τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου μούδιασαν. Τρέκλισα ώς τον κοντινότερο τοίχο και απίθωσα κάτω το κανάτι με το κρασί που κουβαλούσα. Με κρατημένη την ανάσα, τον κοιτούσα να διασχίζει την αυλή φορώντας έναν γκριζωπό, απλό χιτώνα, με τόση σιγουριά σαν να φορούσε χρυσή πανοπλία φτιαγμένη από χέρι θεϊκό. Ήταν βασιλιάς σε ένα μικρό ξερονήσι, ούτε χρυσή πανοπλία είχε ούτε παλάτι θεόρατο, δεν δικαιούνταν να έχει τέτοια αυθάδικη αυτοπεποίθηση. Το όνομά του ήταν Οδυσσέας.

«Γιά κοίτα τον!» μου είπε η σκλάβα μας η Εσσία. «Δεν έχει καμία ελπίδα, και όμως περπατά καμαρωτός σαν να ήταν περήφανο άτι…»

Ο Οδυσσέας είχε έρθει στη Σπάρτη για να διεκδικήσει το χέρι της ξαδέρφης μου της Ελένης μαζί με δώδεκα άλλους μνηστήρες, που, έτσι όπως πήγαιναν, σύντομα θα εξαντλούσαν όλα τα αποθέματα του κρασιού μας. Τα κουτσομπολιά των σκλάβων έλεγαν ότι η Ελένη ήταν κόρη του πανίσχυρου θεού Δία και ότι η μοίρα της ήταν να γίνει η πιο όμορφη γυναίκα που θα έβλεπε ποτέ ο κόσμος αυτός. Όλοι οι Έλληνες βασιλιάδες την επιθυμούσαν. Όλες εμείς ωχριούσαμε μπροστά στη χρυσαφένια ομορφιά της. Αυτή ήταν όμως η πρώτη φορά που είχα ποτέ αισθανθεί ζήλεια.

«Ο Οδυσσέας έχει τις ίδιες πιθανότητες με όλους τους άλλους άντρες που βρίσκονται εδώ», απάντησα απότομα, και η Εσσία με κοίταξε υποψιασμένα. «Νά, πάρε αυτό το κρασί και κοίτα να το αναμείξουν σωστά», της είπα, γιατί βιαζόμουν να απαλλαγώ από την αδιάκριτη παρουσία της. «Και φρόντισε να κάνει η Ελένη τη δουλειά της στον αργαλειό και να μην πάρει τον δρόμο για τους στάβλους.»

Σε εμάς τις δυο είχε ανατεθεί η ευθύνη να προσέχουμε την όμορφη ξαδέρφη μου. Η Εσσία παλιά ήταν η παραμάνα της και, όταν πέθανε η μητέρα της Ελένης, έφεραν κι εμένα από το σπίτι μου για να αποτελέσω πρότυπο ευγένειας και καλής συμπεριφοράς για την Ελένη. Ήμουν συνεσταλμένη και φρόνιμη και, ακόμη και τότε, στην ηλικία των δώδεκα ετών, ήμουν ήδη καλά εκπαιδευμένη στο να διοικώ ένα νοικοκυριό και να υφαίνω πολύτιμα υφάσματα στον αργαλειό. Ο θείος μου, ο βασιλιάς Τυνδάρεως, ήλπιζε ότι η κόρη του θα ήθελε να με μιμηθεί.

Μάταιος κόπος. Τέσσερα χρόνια αργότερα ήμουν πια δεκαέξι και η Ελένη, έναν χρόνο μικρότερη, ήταν ακόμη ένα πνεύμα ανυπότακτο. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, το μυαλό της πεταγόταν από τα νυφικά ρούχα που είχαν φτάσει από την Αθήνα στο νεογέννητο πουλάρι στους στάβλους και μετά στα νεογέννητα γατάκια πίσω από τις σκάλες. Δεν την ενδιέφερε καθόλου να δίνει οδηγίες σε υπηρέτες ή να κάνει απογραφή των τροφίμων στην αποθήκη, και ελάχιστα ενδιαφερόταν για τη λαμπρή της μοίρα.

Η δική μου μοίρα ήταν να γίνω γνωστή ως η «πιστή Πηνελόπη», αλλά όσοι με επαινούν για την αρετή μου υπερβάλλουν. Ο έρωτας με έκανε πανούργα. Εκεί στην αυλή, κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, άρχισα να μηχανεύομαι σχέδια για να κάνω τον Οδυσσέα σύζυγό μου· και όλη μου τη ζωή την πέρασα επινοώντας σχέδια για να τον κρατήσω.

Ενάντια σε κάθε λογική, έστεκα ακίνητη στην αυλή την πρώτη εκείνη ημέρα και προσπαθούσα να βρω κάποιον τρόπο να τον εμποδίσω, να μην συναντηθεί με την Ελένη. Για να πω την αλήθεια, η υπέροχη ξαδέρφη μου ελάχιστη προσοχή έδινε στους βασιλιάδες που διεκδικούσαν το χέρι της, εκτός αν ήθελε να γελάσει σε βάρος τους. Από όλους τους ο πιο αξιολύπητος ήταν ο χοντροκομμένος, κοκκινομάλλης Μενέλαος. Ήταν ο αδερφός του Αγαμέμνονα, του ισχυρότερου ανάμεσα στους βασιλιάδες της Ελλάδας, που ήταν ήδη παντρεμένος με τη μεγαλύτερη αδερφή της Ελένης. Ο κακόμοιρος ο Μενέλαος βουβαινόταν και γινόταν κατακόκκινος, πιο κόκκινος και από τα μαλλιά του, κάθε φορά που η Ελένη τύχαινε να περάσει από δίπλα του. Μετά ήταν ο τεράστιος, o θεόρατος Αίας, ο πιο μεγαλόσωμος άντρας που είχαμε δει ποτέ. Τον αποκαλούσαμε «Τέρας» αλλά ήξερα πως η Ελένη κρυφά τον έτρεμε.

Για καλή μου τύχη, εκείνο το πρώτο απόγευμα η ξαδέρφη μου έπρεπε να δοκιμάσει τα καινούρια ρούχα της προίκας της και εγώ έμεινα στη μεγάλη αίθουσα να επιβλέψω τους υπηρέτες. Μπορούσα να παρακολουθώ τον Οδυσσέα από πίσω από τις κολόνες του διπλανού προθάλαμου. Έστειλα μια σκλάβα με μια λεκάνη με αρωματισμένο νερό να του πλύνει τα πόδια. Φρόντισα να του προσφέρουν τα καλύτερα κομμάτια κρέας και ένα καλάθι με ψωμί ζεστό από τον φούρνο. Οι άλλοι μνηστήρες μαζεύτηκαν για να μάθουν νέα για τα μέρη που επισκέφτηκε ερχόμενος στη Σπάρτη. Μετά από λίγο, ένας από αυτούς τού ζήτησε να τους ψυχαγωγήσει.

Ο Αίας φώναξε να κάνουν ησυχία. «Τώρα που δείπνησε, ο Οδυσσέας μπορεί να μας πει μια από τις ιστορίες του. Οι διηγήσεις του είναι καλύτερες και από του καλύτερου αοιδού. Μόνο μην μπείτε στον πειρασμό να τον πιστέψετε. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί με τα λόγια του να μαγέψει τα ψάρια να βγουν απ’ τη θάλασσα και δεν τρέφει κανέναν σεβασμό για την αλήθεια.»

«Αυτό συμβαίνει επειδή η αλήθεια πάντοτε εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ο αφηγητής», απάντησε ο Οδυσσέας, «και από το τι θέλει. Μήπως δεν μας ορίζουν όλους οι επιθυμίες μας;» Έγνεψε στον υπηρέτη να τον πλησιάσει. Είχα δώσει οδηγίες να κεράσει μόνον τον Οδυσσέα με τον καλύτερό μας δεκαετή Πράμνειο οίνο. Δεν πίστευα ότι αυτός θα το είχε προσέξει, μέχρι που κοίταξε προς το μέρος μου και σήκωσε την κούπα του. O σφυγμός μου σφυροκοπούσε στα μηνίγγια μου. Έστρεψα το βλέμμα αλλού.

Τότε ξεκίνησε να διηγείται μια ιστορία με τη βαθιά, μελωδική φωνή του· ο λόγος του έρεε. Ο Αίας είχε δίκιο. Ο Οδυσσέας ήταν πιο προικισμένος από κάθε αοιδό. Άρχοντας ενός ασήμαντου νησιού, με τον απλό, τραχύ χιτώνα του χωρικού, με ώμους υπερβολικά φαρδείς για το ύψος του και καστανόξανθα μαλλιά, πυκνά και ατίθασα, δεν μπορούσε σε τίποτε να συγκριθεί με τους βασιλιάδες που είχαν μαζευτεί εδώ. Μα, όταν μίλησε, μεταμορφώθηκε σε ήρωα, και κατάλαβα τι ήταν αυτό που τραβούσε τους άνδρες κοντά του.

Ήταν σίγουρο ότι η Ελένη θα με έβρισκε, ότι κάποια διαφωνία θα υπήρχε για τα καινούρια ρούχα που θα απαιτούσε την παρέμβασή μου.

«Πηνελόπη, η Εσσία λέει ότι ο καινούριος πέπλος παραείναι κοντός!» είπε η Ελένη, τραβώντας με από το μπράτσο για να την προσέξω. «Μου είπε ότι πρέπει να ντρέπομαι! Κοίτα με! Στ’ αλήθεια είναι για να ντρέπομαι;»

Η Ελένη έλαμπε μέσα στο τιρκουάζ φόρεμά της, που το χρώμα του καθρέφτιζε το γαλαζοπράσινο χρώμα των ματιών της.

«Και υποσχέθηκες να μου πλέξεις τα μαλλιά και να βάλεις και γαλάζια αγριολούλουδα… Το ξέχασες; Τι περιμένεις;»

«Ο Οδυσσέας διηγείται μια ιστορία για έναν βασιλιά που η γυναίκα του ερωτεύτηκε έναν ταύρο…»

Κοίταξε προς τη μεριά του τότε. «Η Εσσία λέει ότι το νησί του, η Ιθάκη, δεν έχει μέρος ανοιχτό για να τρέξουν τα άλογα. Ούτε καθόλου λιβάδια. Είναι απότομο και γεμάτο βράχια, κάνει μόνο για κατσίκες.» Γέλασε και φάνηκαν τα τέλεια, κατάλευκα δόντια της. «Ο βασιλιάς των βράχων.»

«Έχει πιο πολύ μυαλό από όλους τους άλλους μαζί», απάντησα και πρόσθεσα ψιθυριστά: «πιο σιγά, θα μας ακούσει».

Ήταν ήδη αργά. Ο Οδυσσέας σταμάτησε την ιστορία του. Οι άντρες γύρισαν στα καθίσματά τους και καταβρόχθιζαν την Ελένη με τις ματιές τους. Είδα τον Οδυσσέα να αναμετρά την ομορφιά της και άπλωσα το χέρι να τραβήξω το πέπλο της για να σκεπαστούν τα λαμπερά χρυσαφένια της μαλλιά. Άξαφνα ήθελα να τη δω πεθαμένη, τη γλυκιά μου συντροφιά, την πιο αγαπημένη και από αδερφή. Τρομαγμένη από τις φονικές μου σκέψεις, την έσπρωξα μπροστά μου για να βγούμε από τον προθάλαμο.

Την επόμενη μέρα ο Οδυσσέας με βρήκε στην κιονοστοιχία που διατρέχει κατά μήκος τη μεγάλη αίθουσα.

«Αρχόντισσα Πηνελόπη. Ευχαριστώ για το κρασί και όλες τις φροντίδες. Είσαι πάντα τόσο περιποιητική με τους φιλοξενούμενούς σου;»

«Προσπαθούμε να τιμούμε τους νόμους της φιλοξενίας.» Χαμήλωσα τα μάτια μου. Δεν ήταν σωστό για μια ανύπαντρη κοπέλα να τη δουν να συζητά με έναν άντρα. Και μου ήταν σχεδόν αδύνατο να πάρω ανάσα και να μιλήσω. Είχε κάνει τον κόπο να ψάξει να βρει ποια ήμουν! Είχε προφέρει το όνομά μου με τη γλυκιά του μελωδική φωνή.

«Πρόσεχε!», μου είπε χαμογελώντας πειρακτικά. «Οι υπόλοιποι θα παραπονεθούν για την ειδική αυτή μεταχείριση.»

«Είναι όλοι τόσο συνεπαρμένοι που δεν θα το προσέξουν», με άκουσα να λέω. Έδειξα με ένα νεύμα την Ελένη στην άλλη άκρη της αυλής.

«Α, ναι, η υπέροχη Ελένη.»

Είχε όμως επιστρέψει το βλέμμα του σε εμένα. Τα μάτια του ήταν καστανά, με χρυσαφένια ψήγματα. «Το βλέπω ότι εξαρτάται απόλυτα από σένα», μου είπε. «Τι θα συμβεί όταν θα φύγει από εδώ ακολουθώντας έναν από αυτούς τους βασιλιάδες; Πρέπει να πας και εσύ μαζί της;»

«Δεν έχω σκεφτεί τι θα συμβεί μετά τον γάμο της». του απάντησα· ψέματα βέβαια. «Φαντάζομαι πως ο θείος μου κάτι θα κανονίσει και για μένα. Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι τι θα κάνει με αυτούς εδώ.»

Στη διπλανή αίθουσα, ο Αίας και ένας βασιλιάς με το όνομα Παλαμήδης, λεπτός και με κοφτερή ματιά, στοιχημάτιζαν με δυνατές φωνές στο τυχερό παιχνίδι που έπαιζαν ρίχνοντας βότσαλα σε ένα τραπεζάκι. Ο Μενέλαος έριχνε το δόρυ του σε έναν στόχο ζωγραφισμένο στον τοίχο, ενώ οι άλλοι, λιγότερο σημαντικοί βασιλιάδες, τον επευφημούσαν δυνατά.

Ο Οδυσσέας έδειξε προς τα εκεί με το πηγούνι του. «Ο Τυνδάρεως δεν είναι ανόητος. Θα διαλέξει τον ισχυρότερο, και αυτός είναι ο Μενέλαος. Όλοι οι βασιλιάδες στην Ελλάδα είναι υποτελείς του αδερφού του τού Αγαμέμνονα.»

«Όποιον και να επιλέξει, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει πόλεμο, γιατί οι χαμένοι θα συνασπιστούν ενάντια στον νικητή και στη Σπάρτη. Εντωμεταξύ, τα συμπόσια αδειάζουν το θησαυροφυλάκιο. Κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία.» Χαμογέλασα, κουνώντας το κεφάλι. «Ας μη σου εξηγήσω την τελευταία απογραφή των σιτηρών και βαρεθείς.»

«Στην περίπτωση αυτή, είμαι ακόμη πιο ευγνώμων για το σπάνιο και υπέροχο κρασί.»

Η Ελένη μάς είχε εντοπίσει. Τραύλισα μια δικαιολογία και έτρεξα για να της κόψω τον δρόμο πριν έρθει και σταθεί στο πλάι μου και οι χρυσές της πλεξίδες και η φιλντισένια της επιδερμίδα επισκιάσουν τα πιο σκούρα μαλλιά και δέρμα μου.

Μετά από αυτή τη συζήτηση, επέβαλα στον εαυτό μου να μένει μακριά από τη μεγάλη αίθουσα γιατί φοβόμουν ότι θα με έπιανε να τον παρακολουθώ. Κι όμως, εξακολουθούσα να έχω μια έκτη αίσθηση που αντιλαμβανόταν τις κινήσεις του, και τον αναζητούσα με την άκρη του ματιού μου κάθε φορά που περνούσα από την κιονοστοιχία. Κατέγραψα στη μνήμη μου με μεγάλη προσοχή τις συνήθειές του. Στην αίθουσα συχνά καθόταν και παρακολουθούσε τι συνέβαινε απορροφημένος στις σκέψεις του, και μια φορά μού φάνηκε σχεδόν ότι κοιτούσε προς το μέρος μου. Το σούρουπο του άρεσε να βγαίνει από τα τείχη της πόλης και να περπατά στον ελαιώνα.

Την τρίτη ημέρα, ενώ ο απογευματινός ήλιος χανόταν σιγά σιγά, έπλεξα τα σκούρα καστανά μαλλιά μου σε μια κορόνα από πλεξίδες στολισμένη με λουλούδια μυρωδάτα που μου είχε πάρει όλο το πρωί να τα μαζέψω. Έτριψα τα μάγουλά μου με αλκάνα να ροδίσουν και φόρεσα το πιο καλό λευκό μου φόρεμα, σφίγγοντας τη μέση μου με μια ασημένια ζώνη που είχε φτάσει μαζί με τα νυφικά ρούχα της Ελένης. Υπενθύμισα στην Ελένη ότι έπρεπε να καθίσει στον αργαλειό και να εξασκηθεί στο σχέδιο που της δίδασκα.

«Η μπορντούρα μου ούτε που θα θυμίζει τη δικιά σου», διαμαρτυρήθηκε γελώντας και συνέχισε, «Πηνελόπη, είσαι πολύ όμορφη! Γιατί στολίστηκες έτσι;»

Ανασήκωσα τους ώμους. «Μάλλον η έμπνευση ήταν όλα αυτά τα καινούρια ρούχα. Δείχνει καλή η ζώνη έτσι;»

«Είσαι πανέμορφη! Έλα να βάλω στη θέση του αυτό το λουλούδι.» Άπλωσε το χέρι και στερέωσε καλύτερα μια γαρδένια στην πλεξίδα μου. «Πού πηγαίνεις;»

«Έξω… Στο περιβόλι.»

Με λοξοκοίταξε υποψιασμένη.

«Για να μαζέψω μερικά βότανα για τον πυρετό. Φυτρώνουν κάτω από τις ελιές.»

«Και φοράς τα γιορτινά σου για να πας να μαζέψεις βότανα;»

Έγινα κατακόκκινη, σήκωσα το καλάθι μου και έτρεξα μακριά πριν προλάβει να μου κάνει κι άλλες ερωτήσεις.

«Περίμενε!» φώναξε από πίσω μου. «Ξέχασες το πέπλο σου!»


***


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο


Έκανα ότι ξαφνιάστηκα όταν στην άκρη μιας σειράς από δέντρα βρήκα τον Οδυσσέα, μια σκούρα μορφή να διαγράφεται μπροστά σε έναν ρόδινο ουρανό. Προχώρησε να με συναντήσει και πήρε από τα χέρια μου το καλάθι καθώς περπατούσε στο πλάι μου.

«Το περιβόλι μού θυμίζει τα κτήματά μου πίσω στην Ιθάκη», είπε, «και, μετά από μια μέρα με τους μνηστήρες που γλεντοκοπάνε, αποζητώ τη σιωπή. Παρ’ όλα αυτά, είναι διασκεδαστικό να τους παρακολουθώ να ρίχνουν αγριωπές ματιές μαζί με τα ακόντιά τους, και να φουσκώνουν τα μούσκουλά τους κάθε φορά που περνά η Ελένη…»

«Δεν φαίνεται να σε ενοχλεί που δεν έχεις και πολλές ελπίδες.» Κατάπια τον κόμπο στον λαιμό μου και συνέχισα. «Συγχώρεσέ με, άρχοντά μου, αλλά, όπως είπες κι εσύ ο ίδιος, ο Τυνδάρεως σίγουρα θα επιλέξει τον πλουσιότερο και ισχυρότερο ανάμεσα στους βασιλιάδες.»

«Για τον εαυτό μου δεν έχω προσδοκίες. Βρίσκομαι εδώ μόνο για να παρατηρήσω.» Επιβράδυνε το βήμα του και μου έριξε ένα βλέμμα σκεπτικό. «Και δεν ζηλεύω τον Μενέλαο για το έπαθλό του. Η Ελένη είναι ακόμη πιο ελαφρόμυαλη από όσο περίμενα.»

Αυτομάτως αντέδρασα για να την υπερασπιστώ. «Στ’ αλήθεια, δεν είναι και τόσο ελαφρόμυαλη! Απλώς… απολαμβάνει να ζει την κάθε στιγμή. Σαν παιδί. Σαν τους αθάνατους. Δεν την απασχολεί το μέλλον. Ποτέ δεν αγχώνεται, ποτέ δεν κάνει σχέδια για το αύριο.» Αναστέναξα. «Μερικές φορές θα ήθελα να της έμοιαζα περισσότερο.»

Με περιεργαζόταν συλλογισμένος. «Η αφοσίωσή σου στην ξαδέρφη σου σε κάνει ακόμη πιο άξια θαυμασμού», μου είπε χαμηλόφωνα.

Τα μάτια του που έμοιαζαν με αγριόγατου με αιχμαλώτισαν, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε να την ακούσει.

«Χρόνια τώρα προσπαθούσα να φανταστώ τη γυναίκα που θα ήθελα να μοιραστεί το κρεβάτι μου. Να γίνει η μητέρα των παιδιών μου…» Κούνησε το κεφάλι του. «Θα μπορούσα να απαριθμήσω με τρόπο αφηρημένο τις αρετές της: ομορφιά, ευφυΐα, ακεραιότητα. Αλλά ήταν πάντα ένα θολό πορτρέτο στο μυαλό μου…» Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει.

«Μέχρι που συνάντησα εσένα», συνέχισε. «Μέχρι που είδα το πρόσωπό σου, την ήρεμη δύναμή σου… Έχεις τον τρόπο σου να κάνεις τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα. Πανάθεμα, δεν το κάνω σωστά.» Το χαμόγελό του ήταν απροσδόκητα ντροπαλό.

Δεν ήξερα πώς να απαντήσω. Δεν υπήρχαν κανόνες για τη συζήτηση αυτή· τα ζητήματα αυτά τα διαπραγματευόταν πάντοτε ο πατέρας του κοριτσιού.

«Προσπαθώ να σου πω πως η Ελένη ωχριά μπροστά στην ξαδέρφη της την Πηνελόπη…»

Είχα χάσει τη φωνή μου και δεν μπορούσα ακόμη να βγάλω μιλιά. Η ψυχή μου στεκόταν παραδίπλα, παρακολουθώντας μας να προχωρούμε πλάι πλάι, καθώς ο ουρανός από ρόδινος γινόταν βιολετής. Η πλάση σιωπούσε, κρατούσε την ανάσα της, και κατάλαβα ότι αυτή ήταν η πιο τέλεια στιγμή που θα βίωνα στη ζωή μου ολάκερη.

«Να είχα μόνο κάτι να διαπραγματευτώ για να κερδίσω το χέρι σου», συνέχισε βιαστικά, σαν να του έδινε κουράγιο η σιωπή μου. «Ο θείος σου σίγουρα σε προορίζει για τον δεύτερο ισχυρότερο από τους βασιλιάδες.»

Πήρα μια ανάσα γεμάτη με τη μυρωδιά της ρίγανης, του βότανου που κάποιοι Έλληνες ονομάζουν «η χαρά των βουνών». Ήθελα να κρατήσω την παραμικρή λεπτομέρεια για να τη θυμάμαι για πάντα.

"Μά τον Δία τον Βροντοφόρο, γυναίκα! Δώσε τέλος στην αγωνία μου!" Έριξε κάτω το καλάθι μου και άρπαξε το μπράτσο μου. «Με θέλεις ή δεν με θέλεις;»

Σήκωσα το χέρι μου και άγγιξα το μάγουλό του. Το δέρμα του ήταν απαλό και δροσερό, τα γένια του καστανά με χρυσαφιές τις άκρες. «Πιο πολύ και από τη ζωή μου την ίδια», απάντησα, «από τη στιγμή που σε είδα να διασχίζεις την αυλή καμαρωτός σαν να σου ανήκε».

Με μάτια λαμπερά έλυσε την πλεξίδα μου, ξέμπλεξε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά μου, και έκρυψε μέσα τους το πρόσωπό του. «Τόσο φίνα και μεταξένια, όπως ακριβώς τα φανταζόμουν· μοσχοβολάνε λουλούδια.»

Πήρα μια γαρδένια τσακισμένη που είχε πέσει από την πλεξίδα μου, και του την πρόσφερα με χέρι τρεμάμενο. Αναρωτιόμουν μέσα μου τι θα είχε να πει η Ελένη αν μας έβλεπε — ή ο θείος μου ο Τυνδάρεως. Έστρεψα το σώμα μου για να κοιτάξω πάνω από τον ώμο μου.

«Μην φοβάσαι· κανείς δεν έρχεται εδώ τέτοια ώρα.» Πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του. «Πηνελόπη, αγάπη μου γλυκιά, δεν μπορώ να πιστέψω την τύχη μου, ότι θα γίνεις δικιά μου…»

Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι βρισκόμουν στο περιβόλι, χωρίς συνοδό, χωρίς άδεια. Ότι ο Οδυσσέας ήθελε εμένα, όχι την Ελένη! Άξαφνα αισθάνθηκα σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος, περήφανη, έτοιμη να τα αψηφήσω όλα.

«Δεν φοβάμαι», ψιθύρισα.

Άλλα λόγια δεν ειπώθηκαν, καθώς αργά πλησιάζαμε ο ένας κοντύτερα στον άλλο. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα τη συγκατάθεση του θείου μου, κι ας ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο στο να παντρευτούμε. Οι ποιητές έχουν πολλά να πουν για το σμίξιμο ενός άντρα και μιας γυναίκας, μα η γλυκύτητα του αγγίγματός του, το μυστήριο του κορμιού του, ήταν πιο μαγικά από μπορούν να πουν οι λέξεις.

Όταν επέστρεψα στον γυναικωνίτη κοιτάχτηκα στον καθρέφτη περιμένοντας να δω κάποια θεαματική αλλαγή. Τα μάγουλά μου ήταν αναψοκοκκινισμένα, τα μάτια μου έλαμπαν σαν να έκαιγα από πυρετό. Ένιωθα πως η ζωή μου μόλις είχε αρχίσει, πως όλα τα προηγούμενα υπήρξαν μια προετοιμασία για τη μέρα αυτή. Άνοιξα τα παραθυρόφυλλα και στάθηκα αγναντεύοντας τον ορίζοντα στη δύση μέχρι που το αχνό ρόδινο φως χάθηκε στο μπλε της νύχτας. «Πώς είναι δυνατό να είμαι τόσο χαρούμενη;», ρώτησα τους θεούς.

Μα όταν ήρθε το πρωί, άρχισα να ψάχνω κάποιον τρόπο για να εξασφαλίσω τη συγκατάθεση του θείου μου, για να τον πείσω να με δώσει νύφη στον άρχοντα ενός φτωχού και ασήμαντου νησιού.

«Πηνελόπη, τι έχεις πάθει;», με ρώτησε η Ελένη μερικές μέρες μετά. Ήταν καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη της και τύλιγε μπούκλες τη φράντζα της με μια καυτή μασιά. «Στέκεσαι μπροστά στον αργαλειό τόση ώρα και απλώς κοιτάς τα νήματα.» Όταν δεν απάντησα, συνέχισε: «Η Εσσία σε είδε μαζί του όταν γυρνούσατε από το περιβόλι, όλες οι σκλάβες κουτσομπολεύουν».

Σήκωσα τη σαΐτα μου και την πέρασα με μανία ανάμεσα στα στημόνια.

«Χθες γελούσατε οι δυο σας στον προθάλαμο, όπου μπορούσε ο καθένας να σας δει.» Χαμογέλασε, περιμένοντας την αντίδρασή μου. «Με τρομάζει έτσι συνοφρυωμένος που είναι και με τους λόγους του τους έξυπνους. Μα για τι στο καλό συζητάτε;»

«Για το πρόβλημα των μνηστήρων σου, πρώτα απ’ όλα. Ο Οδυσσέας πιστεύει ότι βρήκε τρόπο να επιλεγεί ένας χωρίς να ξεκινήσει πόλεμος.»

«Μα δεν θέλω κανέναν από αυτούς. Το ξέρεις αυτό!» Άφησε κάτω τη μασιά και πλησίασε τον αργαλειό. «Θέλω να μείνουμε όπως ήμασταν πάντα.»

Ήταν τόσος ο πόνος στα γαλαζοπράσινα μάτια της, που την πήρα αγκαλιά και προσπάθησα να βρω λέξεις να της εξηγήσω τι μου είχε συμβεί.

«Ας φύγουμε μακριά στα βουνά, μόνο οι δυο μας», μου είπε. «Θα τρώμε φρούτα και άλλους καρπούς και δεν θα παντρευτούμε κανέναν.»

«Ελένη καλή μου, το έχουμε ξανασυζητήσει αυτό. Θα πεθάνουμε από την πείνα στο βουνό. Θα μας πιάσουν ληστές και θα ζητήσουν λύτρα. Και δεν υπάρχουν πια χρήματα για λύτρα. Οι μνηστήρες έχουν αδειάσει τα ταμεία.» Της χάιδεψα τα ολόξανθα μαλλιά. «Πρέπει να μπει τέλος. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»

Κούνησε το κεφάλι· δάκρυα έτρεχαν στα χλωμά της μάγουλα. Πόσο τη λυπόμουν, πόσο λυπόμουν όσους δεν είχαν γνωρίσει το θαύμα της αγάπης.

Δεν βρήκα ποτέ το κουράγιο να της πω την περίφημη λύση που πρότεινε ο Οδυσσέας. Η Ελένη χρειάστηκε να τη μάθει από την Εσσία.

«Μά τον Δία τον Παντογνώστη, βρήκε τον τρόπο να γλιτώσουμε από το αιματοκύλισμα», ψέλλισε η γριά παραμάνα, κατακόκκινη και λαχανιασμένη από το τρέξιμο που έκανε για να μας βρει. «Έλα, βιάσου! Ο πατέρας σου είναι έτοιμος να το ανακοινώσει από τον εξώστη…»

«Περίμενε, τι συμβαίνει;», με ρώτησε η Ελένη ενώ έτρεχε δίπλα μου. Η Εσσία δεν σταμάτησε για να της απαντήσει. Για μένα ήταν πολύ αργά για εξηγήσεις. Φτάσαμε στον ανδρωνίτη την ώρα που ο ψηλός, ασπρομάλλης βασιλιάς ανέβηκε τα σκαλιά για τον εξώστη και κοίταξε τα πρόσωπα των συγκεντρωμένων κάτω.

«Έχω νέα που όλοι ανυπομονείτε να ακούσετε», κραύγασε για να καλύψει τις βροντερές φωνές τους. Οι μνηστήρες αντιλήφθηκαν την παρουσία της Ελένης και σώπασαν ο ένας μετά τον άλλο σαν να ονειρεύονταν να ξαπλώσουν πλάι της στο κρεβάτι.

«Όποιος θέλει να διεκδικήσει το χέρι της κόρης μου πρέπει πρώτα να ορκιστεί έναν όρκο ιερό», είπε ο Τυνδάρεως μέσα στην ξαφνική ησυχία.

"Πρώτος εγώ!" φώναξε ο Παλαμήδης. Ο Αίας χτύπησε το δόρυ του στο πάτωμα για να σωπάσουν.

«Ακούστε με πρώτα, όλοι σας!» συνέχισε ο βασιλιάς. «Πριν ανακοινώσω την απόφασή μου, πρέπει να ορκιστείτε όλοι έναν όρκο στον σύζυγο της Ελένης: ότι θα τον υπερασπιστείτε αν κάποιος τον φθονήσει και προσπαθήσει να την κλέψει και να την πάρει μακριά του.»

Οι φωνές τους κόπασαν.

«Για το υπόλοιπο της ζωής σας! Σαν να ήσασταν σταυραδέρφια…»

Οι μνηστήρες μελετούσαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου καθώς αντιλαμβάνονταν τι θα σήμαινε μια τέτοια υπόσχεση. Αν έπαιρναν τον όρκο και δεν τους επέλεγαν, θα τους ήταν απαγορευμένο να επιτεθούν στον σύζυγο της Ελένης. Ακόμη χειρότερα, θα ήταν υποχρεωμένοι να τον υπερασπιστούν!

Ο βασιλιάς τούς χαμογέλασε από ψηλά, γνωρίζοντας πως δεν υπήρχε πια κίνδυνος να πολεμήσουν οι μνηστήρες μεταξύ τους.

Αργότερα θυσίασαν ένα άλογο στον βωμό που βρισκόταν κάτω από τον εξώστη. Βάδισε προς το τέλος του χωρίς να αντισταθεί, καλός οιωνός, που έδειχνε ότι οι θεοί ευνοούσαν το σχέδιο, ιδίως ο παντοδύναμος πατέρας Δίας. Οι ιερείς χώρισαν το σφάγιο σε δώδεκα μερίδες. Κάθε μνηστήρας στάθηκε μπροστά σε μια από αυτές και επανέλαβε τον όρκο.

«Ήταν μόνο δώδεκα», είπε η Ελένη όταν επιστρέψαμε στον γυναικωνίτη. «Τι έγινε ο Οδυσσέας; Δεν ήταν εκεί.»

Η Εσσία έτριψε το μέτωπό της με το χέρι της και με κοίταξε συνοφρυωμένη. «Υποτίθεται ότι θα της είχες εξηγήσει», μου είπε, και συνέχισε πιο γλυκά μιλώντας στην Ελένη. «Τον αντάμειψαν δίνοντάς του το χέρι της Πηνελόπης… επειδή βρήκε τη λύση του προβλήματος. Μην κλαις, καρδιά μου. Ήταν αυτό που χρειαζόμασταν για να μπορέσουμε να σε παντρέψουμε.»

"Μα εγώ δεν θέλω να παντρευτώ!"

Η Εσσία πήρε μια κοφτή ανάσα. «Η Πηνελόπη δεν σου ανήκει πια. Του έχει δώσει την καρδιά της. Θα αισθανθείς το ίδιο για τον σύζυγό σου όταν έρθει η ώρα.»

«Όχι!», πάτησε τις φωνές η Ελένη. «Ποτέ!» Στριφογύρισε, όρμησε και γκρέμισε τον αργαλειό μου στο πάτωμα.

«Εσύ τα κανόνισες αυτά!", ωρυόταν από την πόρτα. "Τον όρκο, τα πάντα! Εσύ του έδωσες την ιδέα. Ποτέ δεν θα σε συγχωρήσω!»

Η Ελένη τελικά με συγχώρησε τέσσερα χρόνια μετά από τον γάμο της με τον Μενέλαο, όταν ένιωσε κι αυτή το γλυκό βέλος του έρωτα να τη διαπερνά. Όμως δεν ήταν ο Μενέλαος ο άντρας που ερωτεύτηκε. Ήταν ο όμορφος πρίγκιπας από την Τροία που ξεκίνησε τον μεγάλο πόλεμο κλέβοντάς την. Και τελικά, εγώ ήμουν εκείνη που ποτέ δεν τη συγχώρησε.


Clemence McLaren. 2000. Waiting for Odysseus. New York: Atheneum Books for Young Readers. Μετάφραση αποσπάσματος: Δήμητρα Τριανταφυλλίδου, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2017.