Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Dante Maffia

Ο γυρισμός του Ομήρου

Μετάφραση: Ειρένα Ιωαννίδου-Αδαμίδου


I
Στο άγγιγμα του νερού διαλύονται τα μυστήρια
πάνω σε μυθικές διαφάνειες, πλεγμένες
στο αβέβαιο κουβάριασμα του γαλάζιου.
Με μια βαρκούλα φτάνει ο Όμηρος
κωπηλατώντας. Δεν είναι τυφλός, αναζητά έναν καιρό
άγνωστο στις κόρες των ματιών, μα στην καρδιά
χαραγμένο. Φωνάζει στους σκοπέλους
κι η τρικυμία ταρακουνά το φόβο
των χαμένων στόχων.

II
Η πατρίδα μου ποτέ δεν είχε τόπο:
οργή και γλύκα σε αιώνια ανταλλαγή
κι οι στίχοι μου μπερδεμένοι με το χρόνο.
Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο Οδυσσέας,
την Πηνελόπη ν’ αποκτήσω που φροντίζει
ένα γιο ανάμεσα στις απειλές.
Θα ξανάβρισκα τη δύναμη του τραγουδιού μου,
θα ορμούσα να ξεδιαλύνω
τα αινίγματα του έρωτα.

III
Η σκιά κομματιάζεται όπως τόσοι άνεμοι
φωτεινοί κι η θάλασσα αφήνεται
στο απάνθρωπο ουρλιαχτό. Φανερώνει
τις σπηλιές της, σπρώχνει ονειρεμένες πολιτείες
προς βάραθρα οριστικά.
Νά, όλα είναι ξεκάθαρα,
τίποτα άγνωστο πίσω από τα σχήματα:
τραγουδά η πρώτη ανάσα της χλόης.

IV
Στον Άδη η σιωπή
δε βοηθά να μεγαλώνει το χορτάρι,
κι ο φύλακας δεν παραδίνεται
στο φως του ήλιου. Κλαίει
η βεβήλωση, του τραγουδιού μου ο σπόρος
«ας είναι σκοτάδι αιώνιο, πορεία καταραμένη».

V
Μα οι ποιητές
ξεχωρίζουν στο σκοτάδι και πετυχαίνουνε
τη λέξη της λύσης.
Οι κόρες των ματιών μου είναι γοητευμένες
από τα χρώματα του Απρίλη.

VI
Ακόμα κι όταν η αδράνεια
μεγαλώνει σε κύμα και σε κίνηση
τα φρούτα ωριμάζουν. Ένα αχλάδι,
που κλέβει απ’ τον ήλιο τη ζωή,
εγκαταλείπει τον εαυτό του, φθείρεται
και χάνει τη μορφή του.
Κι ο λόγος μου ποιος ξέρει
αν διαλύεται σαν φρούτο
ή απομένει στο βάθος
μυστικών συμβόλων.

VII
Βαδίζεις... βαδίζεις... τα δέντρα
αναζητάνε μιαν αρχή...
Ψηλά πάνω στον κόσμο κοιτάζω
την εναλλαγή του βέβαιου και του εφήμερου.
Πού είναι οι στίχοι μου; Σε ποια
τριξίματα από φρένα και σε ποια λάθη
ή μέσα σε ποιο ποτάμι;

VIII
Οι ήρωες πολεμάνε ακόμα
ή είναι ο άνεμος του Βορρά που γονιμοποιεί,
ο Οφίωνας που καρπίζει το Σύμπαν;
Η Ευρυνόμη ανασκιρτά, η σάρκα της
ανοίγει μέχρι παραφροσύνης.

IX
Και ’γω διασχίζω την πόλη:
αργά καραβάνια από τοίχους,
από σχισμές, από στόχαστρα.
Είμαι και δεν είμαι: νερό, ουρανός, γη
μπερδεύονται, κυνηγάνε τα καλούπια
από μέταλλα που γρήγορα διαλύονται.

Κατεβαίνω στα τρίσβαθα του ανέμου,
ανασαίνω το γλυκύτατο νέκταρ του θανάτου,
αλλάζω από γνωριμία σε γνωριμία,
βρίσκομαι σε κάθε σχήμα, σε φάσεις εναλλασσόμενες
αιώνων που ψεύδονται, παραληρημάτων.

X
Γεννιέται η ανάγκη
να σταματήσουμε τ’ ανασκιρτήματα,
τη σκέψη σ’ ένα γλυκύτατο κύλημα.
Ο Βιργίλιος ξεχώριζε
το μέλι από το μούστο, τη γίδα από τον πάνθηρα.
Ο άνθρωπος διαιωνίζεται απ’ ώρα σε ώρα
πάνω σ’ εκείνο το αρχαίο σπέρμα.

XI
Ξεκουράζεται ο βοσκός
και σκαλίζει πικροδάφνες. Η αυγή
είν’ αδιάκοπη φωτιά, πλέκεται
με τη φύση. Ο λόγος
δεν είχε τη μέρα του,
το κορμί του είναι ακόμα βουλιαγμένο, στενάζει
μέσα στο μυστικό της πέτρας.

XII
Δεν υπάρχει ξεκούραση. Ο κέδρος
μπορεί ν’ αλλάζει το σχήμα του
αιώνια ξανά και ξανά απ’ την αρχή,
να γίνεται και να ξεγίνεται σβολιασμένο χώμα.

XIII
Επειδή ο λόγος νικά,
ανοίγει τα σκοτάδια
κι ενώνεται με την ουσία των πλασμάτων,
γεννά συνήθειες καταστάσεις έθιμα κανόνες
για να ζεις και να πεθαίνεις,
δεν παραδίνεται στην αδράνεια του χαρτιού.

XIV
Οι αοιδοί έχουνε λευκά τα μακριά τους
γένια. Μεγαλόπρεπες θεότητες που διώχνουνε
με χέρι που τρέμει τη μυρωδιά του θανάτου.
Ο Φάουστ επικυρώνει τη συμφωνία:
μεγάλες λεωφόροι ανθίζουνε καινούριες
πάνω στο βάραθρο.

XV
Τον καιρό που οι μιμόζες
σερβίρονταν στο φαγητό είδα
τη σκιά μου να σηκώνεται και να διασχίζει
το χέρσο χωράφι.
Με κυνηγούσαν ατέλειωτοι ήχοι,
τα σχήματα μπερδεύονταν αγωνιώντας.
Καβαλίκεψα το τραγούδι, κομματιάστηκαν
τα εμπόδια, έγινα θεός που ενσαρκώνεται
παντού, αμετάκλητα.

XVI
Κομματιασμένο και ξαναφτιαγμένο με κάθε μόριο
σε άνισους μύθους
κυνηγώ τον εαυτό μου.
Υπάρχει πάντα κάποιος που κουβαλάει τα μάτια μου,
κάποιος που λέει κείνο που έχω πει.

Ντάντε Μάφφια. 1982. "Ο γυρισμός του Ομήρου". Μετ. Ειρένα Ιωαννίδου-Αδαμίδου. Νέα Εστία 1456 (1 Μαρτίου 1988): 326-327.