Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Σκούρτης

Η δίκη του Σωκράτη


(αποσπάσματα)


ΣΚΗΝΗ 24η


(Δίκη, απολογία... όλοι οι ηθοποιοί μπαίνουν στη σκηνή, όχι πια με κουστούμια εποχής, αλλά με σημερινά, καθημερινά — και ανάλογα ίσως με τους ρόλους που έκαναν. Όταν πάρουνε τις θέσεις τους, ακούγεται το μεγάφωνο.)


ΦΩΝΗ ΑΡΧΟΝΤΑ-ΔΙΚΑΣΤΗ

Ο Σωκράτης, υιός Σωφρονίσκου, Αθηναίος εκ του δήμου Αλωπεκής, εκρίθη ένοχος με ψήφους 281 υπέρ και 220 κατά, και ως εκ της κρίσεως του δικαστηρίου καταδικάζεται εις τον διά του κωνείου θάνατον. Έως επιστροφής του ιερού πλοίου θα εγκλειστεί εις το δεσμωτήριον και διά τούτο παραδίδεται εις τους ένδεκα φύλακας της δικαιοσύνης.

(Ελάχιστη κίνηση...)


ΦΩΝΗ ΣΩΚΡΑΤΗ

Άντρες Αθηναίοι, σεις οι οποίοι με καταδικάσατε, να ξέρετε ότι στο μέλλον θα κατηγορείστε ότι θανατώσατε άδικα τον Σωκράτη, άντρα σοφό, κι ας μη θεωρώ εγώ τον εαυτό μου ότι είναι. Να ξέρετε ακόμη ότι δεν καταδικάστηκα από έλλειψη επιχειρημάτων αλλά από έλλειψη αναισχυντίας. Διότι δεν ήθελα να πω στην απολογία μου λόγια αρεστά κι ευχάριστα σ’ εσάς, ούτε μ’ ακούσατε να κλαίω και να οδύρομαι, αλλά να σας ζητώ αντί για τιμωρία αμοιβή κι αντί για φυλακή ή πρόστιμο σας ζήτησα να με ταΐζετε εφ’ όρου ζωής στο Πρυτανείο, διότι αυτό επίστεψα ότι αξίζω εγώ, που σε ολόκληρη τη ζωή μου δεν ησύχασα, αλλά, παραμελώντας όλ’ αυτά που εσείς θεωρείτε σπουδαία —την απόκτηση χρημάτων, την πολιτική καριέρα, τις συκοφαντίες και τις μηχανορραφίες—, ανάλωσα τη ζωή μου στο να σας αφυπνίζω απ’ τη νάρκη της αμάθειας, να σας νουθετώ και να σας προτρέπω όχι προς τα υλικά αγαθά αλλά προς την πνευματική και ηθική βελτίωσή σας, και εν γένει να ελέγχω συνεχώς τις αδικίες και ανομίες σας, ως εάν ο θεός με είχε προσκολλήσει πάνω σας σαν μύγα. Και δεν μετανοώ καθόλου γι’ αυτού του είδους την απολογία. Θα μετανοούσα, αν μπρος στον κίνδυνο του θανάτου σάς κολάκευα και σας εκλιπαρούσα. Διότι πιστεύω, άντρες Αθηναίοι, ότι όχι μόνο εγώ αλλά κανείςδεν πρέπει να σκέφτεται πώς ν’ αποφύγει πάση θυσία τον θάνατο, και ιδού εγώ, γέρος και δυσκίνητος, στα δίχτυα του θανάτου, οι δε κατήγοροί μου, σαν νέοι κι ευκίνητοι, στα δίχτυα της κακίας. Αλλά προσέξτε, άντρες Αθηναίοι, εσείς που με καταδικάσατε επειδή σας ενόχλησα ελέγχοντας τη ζωή σας, γιατί μη νομίζετε πως με το να θανατώνετε αθώους θα γλιτώσετε απ’ αυτούς που θα ελέγχουν τις άδικες πράξεις σας. Αποδώ και πέρα θα ’ναι πιο πολλοί αυτοί —και οι μαθητές μου, αλλά κι άλλοι— και σαν νεότεροι που θα ’ναι, η κριτική τους θα είναι εντονότερη και η αγανάκτησή σας μεγαλύτερη. Και να ’στε σίγουροι ότι δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο για την ψήφο σας, ει μη μόνο επειδή, ρίχνοντας την καταδίκη στην κάλπη, νομίζατε ότι μου κάνατε κακό, ενώ αντίθετα μου κάνατε καλό, μια και πιστεύω πως δεν έζησα τυχαία, ούτε τυχαία θα πεθάνω. Μια μόνο μικρή παράκληση, άντρες Αθηναίαοι... Τους γιους μου θα ήθελα να τους εκδικηθείτε πικραίνοντάς τους με τον ίδιο τρόπο που σας πίκρανα κι εγώ, όταν τους δείτε να ενδιαφέρονται μονάχα για το χρήμα κι όχι για την αρετή, όταν τους δείτε να παριστάνουν ότι είναι κάτι ενώ δεν θα ’ναι τίποτα... Και τώρα ας πηγαίνουμε. Εγώ για να πεθάνω κι εσείς για να ζήσετε. Και ποιος θα πάει στο καλύτερο, μόνο ο θεός το ξέρει.


ΣΚΗΝΗ 25η


(Συνέχεια της προηγούμενης σκηνής... αλλαγή φωτισμού... Μπαίνει ο δεσμοφύλακας... Μιλάει μπρούτικα...)


ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ

Αυτό δεν το ’χα ξαναδεί και ξανακούσει! Τριάντα μέρες τον είχα στο κελί, τριάντα μέρες του φόραγα και του ξεφόραγα δεσμά, κι αυτός ούτε μια κακή κουβέντα. Όλοι οι προηγούμενοι με καταριόντουσαν —λες και δεν ήσανε οι νόμοι που με διατάζανε—, αλλ’ αυτός ήτανε ήρεμος, πράος κι όλο κουβέντιαζε με τους δικούς του μεγάλα πράγματα, που εγώ δεν καταλάβαινα. Μονάχα σαν φάνηκε το πλοίο έξω απ’ το λιμάνι και αρχίσανε πάλι οι φίλοι του να του λένε να το σκάσει, τότε κατάλαβα... Του λέγανε για τα παιδιά του, κι αυτός απάνταγε πως χειρότερα θα ’ναι να πάρει τα μικρά σε ξένο τόπο, μα κι αν τ’αφήσει στην Αθήνα και το σκάσει, θα τα γεμίσει με ντροπή. Του λέγανε πως όλος ο κοσμάκης λέει να το σκάσει, κι αυτός απάνταγε πως μια ζωή άκουγε τη γνώμη των σοφών κι όχι του κοσμάκη, που δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα, και πως τα λόγια που ’λεγε δεν είναι τώρα πρέπον να ξεπεί, αλλά και τ’ άλλο, που εμένα μου φάνηκε όχι σοφό, όμως αυτός το πίστευε: πως, δηλαδή, η δικαιοσύνη δίνει δύναμη κι όχι —όπως πιστεύουμε εμείς— πως είν’ η δύναμη που ’χει και το δίκιο. Του λέγανε πως οι νόμοι που τον δίκασαν ήσανε άδικοι, κι αυτός απάντησε πως άμα τώρα είναι άδικοι και οι δικαστές και οι νόμοι, άμα το σκάσει, θα τους κάνει δίκαιους... Το ξέρω κι ελόγου μου αυτό, γιατί μια φορά που το ’χε σκάσει κάποιος που εγώ τον πίστευα γι’ αθώο, όταν τον μπουζούριασαν ξανά, τον πίστευα για ένοχο και του φερόμουνα σαν σε κακούργο... Τότε είπε αυτός που τον λέγανε Σωκράτη κάτι που εμένα μου φάνηκε πρωτάκουστο. «Φαντάσου» λέει στον δικόνε του, «την ώρα που πάω να το σκάσω, τσουπ! και μου παρουσιάζονται οι Νόμοι εμπόδιο μπροστά μου και μου λένε: “Ε, ψιτ! πού πας; Άμα εσύ φύγεις, εμείς τι κάνουμε εδώ; Κι άμα όλοι σ’κώνονται και φεύγουνε κι όλες τις αποφάσεις των δικαστηρίων τις γράφουνε, τότε η πολιτεία πώς θα κρατηθεί στα πόδια της;... Κι αν είσαι και σοφός, που λένε, δεν ξέρεις πως πάνω κι απ’ τη μάνα κι απ’ τον πατέρα κι απ’ όλα τ’ αγαθά είναι η πατρίδα, κι όταν λέει κάτι πρέπει να το κάνουμε;... Και σάμπως με το ζόρι σε κρατήσαμε εδώ πέρα;... Ελεύθερος ήσουνα να πας αλλού. Για να μείνεις τόσα χρόνια, πάει να πει και πως μας πίστευες και πως μας σεβόσουνα. Και πώς σου φαίνεται τώρα να την κοπανήσεις; Δεν σου φαίνεται πως γίνεσαι προδότης και προδίνεις τη συμφωνία που έκανες μαζί μας, όταν αποφάσισες να μείνεις και να μας υπακούς ή, αν μπορείς, να μας αλλάζεις με τη λογική κι όχι τη βία; Καλά, τώρα στα γεράματα κατάλαβες πως δεν σου κάνουμε;”». Τον στριμώξανε οι Νόμοι άγρια και δεν είχε τι να πει αυτός που τον λέγανε Σωκράτη, ούτε και ο άλλος που τον είπε Κρίτων μια στιγμή... Κι είπανε κι άλλα πολλά, ώσπου πέρασε η μέρα κι ήρθε η ώρα για το κώνειο. Και τι λέτε ότι ρώτησε τον δήμιο; Νά, μάρτυς μου ο Πλούτωνας άμα σας γελάω! Ρώτησε αν μπορούσε να κάνει με το κώνειο σπονδή να τον βοηθήσουν οι θεοί στο μεγάλο του ταξίδι! Κι ο δήμιος του είπε να το πιει, κι αυτός το ήπιε γαλήνια, ενώ γύρω του όλοι κλαίγανε και σπαρταρούσανε. Κι όταν πια ένιωσε τα πόδια του βαριά, ξάπλωσε, κι ο δήμιος άρχισε να του πιάνει τα πόδια για να δει πότε θα παγώσουν... Κι ύστερα έπιασε πιο πάνω, πιο πάνω, πιο πάνω, κι εκεί, λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά, αυτός μίλησε σ’ εκείνον που τον λέγαν Κρίτων και του ’πε την τελευταία του παράκληση. Να κάνει, είπε, θυσία στον Ασληπιό έναν κόκορα για να τον ευχαριστήσει που επιτέλους η ψυχή του θεραπεύτηκε απ’ την αρρώστια του φθαρτού κορμιού του... Κι ύστερα τίποτα... Τα μάτια ανοιχτά για το μεγάλο το ταξίδι κι ανοιχτό το στόμα για να μιλάει με τους συνταξιδιώτες του... Κι αφού του τα ’κλεισαν οι φίλοι, φύγανε... Έτσι πέθανε αυτός ο άνθρωπος που τον λέγανε Σωκράτη... Και δε φοβάμαι να το πω: για μένα ήταν ο πιο άριστος απ’ όλους...


1975–1985


Γιώργος Σκούρτης. 1992. Η δίκη του Σωκράτη. Αθήνα: Πατάκης.