Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Γεραλής

Η ασπίδα του Αχιλλέα


Έφτασε η Θέτιδα στο χάλκινο πύργο του Hφαίστου, που υψώνεται ξεχωριστός πάνω στις αιθέριες κορφές του Ολύμπου. O ίδιος ο θεϊκός τεχνίτης τον έφτιαξε, κι έλαμπε ο πύργος σαν άστρο. Τέτοια ομορφιά.

H Xάρη, η γυναίκα του Hφαίστου, καλοδέχτηκε τη Θέτιδα και της πρόσφερε επίσημο κάθισμα για ν’ αναπαυτεί. Έπειτα έκραξε τον άντρα της. Εκείνος παράτησε τα σύνεργα της δουλειάς, πλύθηκε κι έτρεξε κουτσαίνοντας. Έπιασε το χέρι της θεάς με σεβασμό και της μίλησε:

― Πολύ συχνά δε σε βλέπουμε, μα είσαι πάντα αγαπητή. Kαι δεν ξεχνώ πως σε σένα και στην καλή αδελφή σου την Ευρυνόμη χρωστώ τη ζωή μου, τότε που γκρεμίστηκα στα νερά του Ωκεανού κι εσείς με μαζέψατε με τόση καλοσύνη.

Και της θύμισε εκείνη την παλιά ιστορία.

― Ναι, ναι, είπε η Θέτιδα, το ξέρω πως μ’ αγαπάς και γι’ αυτό πήρα το θάρρος κι ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη. Είναι για το μοναχογιό μου, που περνάει ώρες πικρές στ’ ακρογιάλι της Τροίας. Γιατί του σκοτώσανε τον ακριβότερο φίλο του· κι ο εχτρός του που τον σκότωσε φορεί τώρα του γιου μου τη λαμπρή αρματωσιά, που την είχε δανείσει στο σκοτωμένο. Άπραγος τώρα κάθεται και θρηνεί, που δεν μπορεί να πολεμήσει, να πάρει πίσω το δίκιο του. Προσπέφτω στα πόδια σου, αν θέλεις να χαρίσεις στο γιο μου μια καινούργια αρματωσιά. Άτυχο παιδί!

Συγκινήθηκε ο μάστορης:

― Γι’ αυτό νοιάζεσαι, Θέτη; Σου δίνω το λόγο μου πως τέτοια όπλα, σαν αυτά που θα φορέσει ο ακριβογιός σου άλλος δεν τα χάρηκε, ούτε θνητός, ούτε καν Θεός. Όποιος τα δει θα σαστίσει. Περίμενε...

Και τράβηξε, κουτσαίνοντας, για το εργαστήρι του. Ετοίμασε τα χωνιά και τα φυσερά του. Έβαλε στη φωτιά χρυσάφι, ασήμι, καλάι και χαλκό. Στύλωσε το αμόνι στο κούτσουρο. Πήρε τα σύνεργα στα χέρια του, σφυρί και μασιά. Και βάλθηκε να μαστορεύει.

Την ασπίδα πρώτα:

Ήταν πελώρια, για ανάστημα θεϊκό. Πλουμισμένη παντού, με τριπλό στεφάνι αστραφτερό, ολόγυρα, και μ’ ασημένιο λουρί. Πεντάδιπλο πετσί είχε ο δίσκος της κάτω απ’ τη μετάλλινη λάμα.

Και σκάλισε πάνω στην ασπίδα, ο θαυμαστός, και τί δε σκάλισε:

Έφτιαξε τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα. Τον ήλιο και τ’ ολόγιομο φεγγάρι. Τα ζώδια, τους αστερισμούς, τους γαλαξίες. Καθένα ξεχωριστά, την Πούλια, τα βροχάστερα, τον Κυνηγό, την Αρκούδα. Ένα θαύμα.

Έφτιασε ακόμα δυο όμορφες πολιτείες.

Στη μια είχανε γάμους και ξεφαντώματα. Κι οι νυφάδες διαβαίνανε απ’ τους δρόμους της πολιτείας, ανάμεσα σε λαμπάδες και σε φωνές. Κι έπαιζαν όργανα, λαγούτα και φλογέρες, κι οι γλεντοκόποι χορεύανε. Κι οι γυναίκες στεκόντουσαν στα κατώφλια και κάνανε χάζι.

Στην άλλη πολιτεία γινόταν πόλεμος. Κι είχαν έρθει εχθροί να την κουρσέψουν. Κι ήτανε πολύς χαλασμός, και πέφτανε πλήθος οι σκοτωμένοι.

Έφτιαξε, ακόμα, πλούσιο κάμπο, καρπερά χωράφια. Κι οι οργωτήδες δουλεύανε τη γη με τα προκομμένα ζευγάρια. Και τ’ αγόρια τούς κερνούσανε κρασί.

Και παρακάτω, θεριστάδες που θερίζανε με τροχιστά δρεπάνια. Και παιδιά που κουβαλούσαν τα χερόβολα. Κι άλλοι που δέναν τα δεμάτια. Και παρέκει ο νοικοκύρης, κρατώντας το ραβδί, κοίταζε και χαιρότανε το βιος του.

Και παρακάτω, αμπέλι φορτωμένο με σταφύλια σκάλισε (χρυσό το αμπέλι, τα σταφύλια μαύρα) και κάθε κλήμα στυλωμένο με ασημένιο πάσσαλο. Και νιες και νιοι χαρούμενοι κουβαλούσανε καρπό μες στα καλάθια. Κι άλλοι χορεύανε και τραγουδούσαν.

Έφτιασε, ακόμα, κοπάδι βόδια που έτρεχαν κατά το ρέμα, να ξεδιψάσουνε. Ξοπίσω κατεβαίνανε τσοπάνηδες (χρυσοί), και παραπίσω τα σκυλιά τους.

Έφτιασε λιβάδια και πρόβατα που βόσκανε και μαντριά και καλύβες.

Κι έφτιασε χορούς παιδιών και κοριτσιών.

Και τί δεν έφτιασε...

Και κοντά στο γύρο της ασπίδας έφτιασε το μεγάλο ρεύμα του Ωκεανού να περικλείνει τα πάντα.

Έπειτα ο Ήφαιστος έφτιασε το θώρακα, λαμπρότερο από της αυγής το φως.

Έπειτα του έφτιασε το κράνος, με λοφίο χρυσό. Κι από καθαρό καλάι τις κνημίδες.

Έτοιμα. Τα πήρε και τ’ ακούμπησε μπροστά στη Θέτιδα.

Εκείνη έκλινε το θεϊκό κεφάλι και χαμογέλασε, ευχαριστημένη. Έπειτα χύθηκε, σαν γεράκι, από τις χιονοσκέπαστες κορφές, κρατώντας τα θαυμαστά όπλα, που αχτιδοβολούσαν.


Γιώργος Γεραλής. 1962. Ιλιάδα. Αθήνα: Κένταυρος.