[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Osip Mandelstam
[Τα χέρια σου δεν μπόρεσα ...]
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Τα χέρια σου δεν μπόρεσα να τα κρατήσω.
Τα τρυφερά αλμυρά σου χείλη τα ’χω προδώσει.
και τώρα εδώ, σε αδιάβατη ακρόπολη, προσμένω τη χαραυγή
εγώ που του παλιού καστρόξυλου το χνώτο τόσο μισώ!
Τον ίππο μαστορεύουν στα σκοτάδια οι Αχαιοί,
γερά των πριονιών τα δόντια ροκανίζουνε τα τείχη,
ποτέ το νταραβέρι το σκληρό του αίματος δε θα κοπάσει
και όνομα για σένα δεν υπάρχει ούτε ήχος ούτε προσωπείο.
Πώς τόλμησα να το σκεφτώ πως θα γυρίσεις;
Γιατί, η ώρα πριν σημάνει, να σ’ αποχωριστώ;
Ακόμα δε σκορπίσαν τα σκοτάδια κι ο πετεινός δε λάλησε,
ακόμα μας στο ξύλο δεν εμπήξαν το καυτό τσεκούρι.
Πάνω στα τείχη έσταξε ξάστερο δάκρυ το ρετσίνι
—τα νιώθει η πόλη τα ξύλινα πλευρά της—,
όμως το αίμα χύθηκε γιουρούσι μες στις σκάλες
και τρεις φορές αναλογίστηκαν οι άντρες τη μαγική μορφή.
Η ωραία Τροία πού ’ναι; Πού είναι το ανάκτορο, το δώμα
των κοριτσιών; Του Πρίαμου θα ρημάξει το ψηλό κλουβί.
Και πέφτουν ξύλινη στεγνή βροχή οι σαΐτες
κι άλλες σαν άγριες φουντουκιές φυτρώνουν απ’ το χώμα.
Σβήνει ανώδυνα η βελονιά του τελευταίου αστεριού,
η αυγή σαν γκρίζο χελιδόνι θα κρούσει το παράθυρο
κι η μέρα οκνή, σαν βόδι ξυπνημένο στο σωρό με τ’ άχερα
που απ’ τον μακρό τους ύπνο ανασκωθήκαν, θ’ αρχίσει να σαλεύει.
Jean-Louis Backès. 1993. Ο μύθος της Ελένης. Μετ. Μαίρη Γιόση. Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe d’Hélène (Adosa, 1984).


