Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Marguerite Yourcenar

Πάτροκλος ή Το πεπρωμένο

Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή


Μια νύχτα, ή μάλλον μια απροσδιόριστη μέρα έπεφτε πάνω στην πεδιάδα: δεν θα μπορούσε κανείς να πει προς ποιά κατεύθυνση πορευόταν το σούρουπο. Τα κάστρα μοιάζουν με βράχους, στους πρόποδες βουνών που μοιάζαν με κάστρα. Η Κασσάνδρα ούρλιαζε πάνω στα τείχη, στα νύχια του φρικτού έργου να γεννήσει το μέλλον. Το αίμα κολλούσε σαν ένα φκιασίδι πάνω στα μάγουλα των πτωμάτων· η Ελένη έβαφε το στόμα της, της βαμπίρας, με μια μπογιά που σ’ έκανε να σκέφτεσαι αίμα. Πάνε χρόνια που είχαν εγκατασταθεί εκεί, μέσα σ’ ένα είδος κόκκινης ρουτίνας όπου η ειρήνη ανακατευότανε με τον πόλεμο σαν τη γη με το νερό μέσα στη δυσοσμία των βάλτων. Θερισμένη από τα άρματα μάχης, η πρώτη γενιά των ηρώων που είχε δεχτεί τον πόλεμο σαν ένα προνόμιο είχε παραχωρήσει τη θέση της σε μια κλάση στρατιωτών που τον δέχτηκαν σαν καθήκον, κατόπιν τον υπομένανε σαν θυσία. Η εφεύρεση των τανκς είχε ανοίξει τεράστια ρήγματα σε κείνα τα σώματα που δεν υπήρχανε πια παρά μόνο σαν οχυρώματα· ένα τρίτο κύμα πολιορκητών όρμησε ενάντια στο θάνατο· αυτοί οι παίκτες, που σε κάθε χτύπημα ποντάριζαν το μάξιμουμ της ζωής τους, τελικά έπεσαν, όπως αυτοκτονούν, χτυπημένοι από τη μπίλια στο κόκκινο της καρδιάς. Είχε περάσει ο καιρός της ηρωικής τρυφερότητας, όπου ο αντίπαλος ήταν το σκοτεινό αντίστροφο του φίλου. Η Ιφιγένεια ήταν νεκρή, την είχαν τουφεκίσει στην εντολή του Αγαμέμνονα που είχε πεισθεί ότι είχε λάβει μέρος στη στάση των πληρωμάτων της Μαύρης Θάλασσας· ο Πάρις είχε παραμορφωθεί από την έκρηξη μιας χειροβομβίδας· η Πολυξένη, είχε μόλις υποκύψει στον τύφο στο νοσοκομείο της Τροίας· γονατιστές στην αμμουδιά, οι Ωκεανίδες δεν επάσχιζαν πια να διώχνουνε τις μπλε μύγες από τον νεκρό του Πατρόκλου. Από τότε που είχε πεθάνει αυτός ο φίλος που μαζί, είχε γεμίσει και είχε αντικαταστήσει τον κόσμο, ο Αχιλλέας δεν άφηνε πια τη σκηνή του τη στοιχειωμένη από ίσκιους: γυμνός, πλαγιασμένος κατάχαμα σαν να πάσχιζε να μιμηθεί εκείνο το πτώμα, αφηνόταν να τον τρώει το σαράκι των αναμνήσεων. Ολοένα και πιο πολύ, ο θάνατος τού φαινόταν σαν ένα μυστήριο που μόνο οι πιο αγνοί ήτανε άξιοί του: πολλοί φθείρονται, λίγοι πεθαίνουν. Όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που τα θυμόταν όταν σκεφτόταν τον Πάτροκλο: η ωχρότητά του, οι άκαμπτοι ώμοι του που ανασήκωνε μια ιδέα, τα χέρια του τα πάντα κάπως ψυχρά, το βάρος του κορμιού του που σωριαζόταν στον ύπνο συμπαγές σαν την πέτρα, αποκτούσαν επιτέλους πλήρες νόημα του μεταθανάτιου χαρακτήρα τους, σαν ο Πάτροκλος να μην είχε σταθεί ζωντανός παρά ένα σκιαγράφημα του πτώματός του: Το ανομολόγητο μίσος που κοιμάται στα βάθη του έρωτα προδιάθετε τον Αχιλλέα σε σκέψεις γλύπτη: ζήλευε τον Έκτορα που είχε φτιάξει αυτό το αριστούργημα· μόνον αυτός θα έπρεπε να ’χει αποσπάσει τα τελευταία πέπλα που η σκέψη, η κίνηση, το γεγονός το ίδιο πως ήτανε στη ζωή παρέμβαλλε ανάμεσά τους, για ν’ ανακαλύψει τον Πάτροκλο μέσα στη θεϊκή γύμνια του, του νεκρού. Μάταια τον καλούσανε με σαλπίσματα οι Τρώες αρχηγοί σε αναμετρήσεις περίτεχνες, απαλλαγμένες από τις απλοϊκότητες των πρώτων χρόνων του πολέμου: χήρος αυτού του συντρόφου που θα ’ξιζε να ’ταν εχθρός, ο Αχιλλέας δεν σκότωνε πια, για να μη δημιουργεί αντιπάλους στον Πάτροκλο πέρα απ’ τον τάφο. Πού και πού, ακουγόνταν φωνές· κρανοφορεμένες σκιές περνούσαν πάνω στα κόκκινα τείχη: από τότε που ο Αχιλλέας κλεινόταν μέσα σ’ αυτόν τον νεκρό, οι ζωντανοί τού παρουσιάζονταν μόνο σε μορφή φαντασμάτων. Μια υγρασία προδοτική ανέβαινε από το γυμνό χώμα· οι μετακινήσεις των στρατιών έκαναν τη σκηνή να τρέμει· οι ευσεβείς κλυδωνίζονταν μέσα σ’ αυτή τη γη που κανείς δε διεκδικούσε πια· συμφιλιωμένα τα δύο στρατόπεδα πάλευαν ενάντια σε κείνο τον ποταμό που προσπαθούσε να πνίξει τον άνθρωπο: χλωμός μπήκε ο Αχιλλέας σ’ αυτό το σούρουπο της συντελείας του κόσμου. Αντί να βλέπει τους ζωντανούς σαν τα πιθανά θύματα μιας πλημμύρας που τους απειλούσε με θάνατο, έβλεπε τους νεκρούς να κινδυνεύουν από το ρυπαρό κατακλυσμό των ζωντανών. Ενάντια στο κινούμενο, οργισμένο, άμορφο νερό, ο Αχιλλέας υπεράσπιζε τις πέτρες και τα τσιμέντα που χρησιμεύουν για να φτιάχνουν τους τάφους. Όταν η πυρκαγιά που κατέβηκε απ’ τα δάση της Ίδης ήρθε ώς το λιμάνι να γλείψει τις κοιλιές των καραβιών, ο Αχιλλέας, ενάντια στους κορμούς, στα κατάρτια, στα αυθάδικα λεπτεπίλεπτα πανιά, πήρε το μέρος της φωτιάς που δεν φοβάται να πυρπολεί τους νεκρούς πάνω στα ξυλοκρέβατα της πυράς. Παράξενοι πληθυσμοί ξεχύνονταν σαν ποταμοί από την Ασία: κυριεμένος από τη μανία του Αίαντα ο Αχιλλέας κατάσφαξε εκείνο το κοπάδι χωρίς καν ν’ αναγνωρίσει σ’ αυτό ανθρώπινα περιγράμματα. Έστελνε στον Πάτροκλο εκείνες τις αγέλες των άγριων ζώων για τα κυνήγια του στον άλλο κόσμο. Οι Αμαζόνες εφάνηκαν· μια πλημμύρα από μαστούς γέμισε τους λόφους του ποταμού· η στρατιά ριγούσε στην οσμή των γυμνών δεράτων. Σ’ όλη του τη ζωή, οι γυναίκες για τον Αχιλλέα είχαν αντιπροσωπέψει το ενστικτώδες μέρος της δυστυχίας, αυτό που δε διάλεξε τη μορφή του, που έπρεπε να υποστεί, που δεν ήθεtε να δεχτεί. Μεμφόταν τη μάνα του που τον είχε κάνει ένα μιγάδα, μισοστρατίς ανάμεσα σε θεό και σε άνθρωπο, στερώντας τον έτσι από τη μισή αξία που έχουν οι άνθρωποι όταν γίνονται θεοί. Της κρατούσε κακία που τον είχε πάει, παιδάκι ακόμα, στα λουτρά της Στυγός για να τον ανοσιοποιήσει στο φόβο, σαν να μην στηριζόταν ο ηρωισμός στο γεγονός ότι ήταν τρωτός. Κρατούσε κακία στις θυγατέρες του Λυκομήδη που δεν είχαν αναγνωρίσει στη μεταμφίεσή του το αντίθετο μιας μεταμφίεσης. Δε συγχώραγε στη Βρισηίδα την ταπείνωση να την έχει αγαπήσει. Το μαχαίρι του βυθίστηκε μέσα σε κείνη τη ρόδινη ζελατίνη, έκοψε τους γόρδιους δεσμούς των σπλάχνων· ουρλιάζοντας, οι γυναίκες, συλλαμβάνοντας το θάνατο από την οπή των πληγών, μπερδεύονταν σαν τ’ άλογα της αρένας μέσα στ’ αναμαλλιασμένα τους σωθικά. Η Πενθεσίλεια αποσπάστηκε απ’ αυτόν το σωρό των ποδοπατημένων γυναικών, πυρήνας σκληρός εκείνου του γυμνωμένου πολτού. Είχε χαμηλώσει πάνω στο πρόσωπό της την προσωπίδα του κράνους της για να μην λιποψυχούν όταν βλέπαν τα μάτια της: μόνον αυτή τολμούσε να απαρνιέται την πονηριά να παρουσιάζεται χωρίς πέπλα. Θωρακισμένη, κρανοφορεμένη, με χρυσή προσωπίδα, εκείνη η μεταλλική Ερινύα δεν είχε απάνω της τίποτε το ανθρώπινο άλλο απ’ τα μαλλιά και από τη φωνή της, αλλά τα μαλλιά της ήταν από χρυσάφι και χρυσάφι καμπάνιζε μέσα σε κείνη την καθάρια φωνή. Ήταν η μόνη, από τις συντρόφισσές της, που ’χε δεχτεί να κόψει το μαστό της, αλλά αυτός ο ακρωτηριασμός ούτε που γινότανε αισθητός πάνω σε κείνο το θεϊκό στήθος. Από τα μαλλιά έσυραν τις νεκρές έξω από τον τόπο της μάχης: στοιχίστηκαν οι στρατιώτες σε κύκλο αλλάζοντας το πεδίο της μάχης σ’ έναν κλειστό περίβολο, σπρώχνοντας τον Αχιλλέα στο κέντρο ενός κύκλου απ’ όπου μοναδική του διέξοδος ήταν το έγκλημα. Μέσα σ’ αυτόν τον χακί, τον σταχτί, τον γαλανό διάκοσμο, η πανοπλία της Αμαζόνας άλλαζε μορφή με τους αιώνες, χρώμα κατά τους προβολείς. Με αυτή τη Σλάβα που έκανε από τον κάθε διαξιφισμό ένα βήμα χορού, η αναμέτρηση γινόταν τουρνουά, κατόπιν μπαλέτο ρούσικο. Ο Αχιλλέας προχωρούσε, υποχωρούσε μετά, ελκόμενος απ’ αυτό το μέταλλο που περιείχε μια όστια, πλημμυρισμένος από τον έρωτα που βρίσκομε στα βάθη του μίσους. Με όλη τη δύναμή του πέταξε το μαχαίρι του σαν για να κόψει τα μάγια, διάρρηξε το λεπτό θώρακα που ανάμεσα σ’ αυτή τη γυναίκα και σε αυτόν παρέμβαλλε τίς οίδε ποιόν αγνό στρατιώτη. Η Πενθεσίλεια έπεσε όπως παραδίνονται, ανίκανη ν’ αντισταθεί σε εκείνον τον σιδερένιο βιασμό. Νοσοκόμοι έτρεξαν· κροτάλισαν τα μυδράλια της λήψης· χέρια ανυπόμονα ξετομάριαζαν εκείνο το πτώμα από το χρυσάφι. Η ανασηκωμένη προσωπίδα αποκάλυψε αντί για πρόσωπο, μια μάσκα με τυφλά μάτια που τα φιλιά δεν τα άγγιζαν πια. Ο Αχιλλέας έκλαιγε με λυγμούς, στηρίζοντας το κεφάλι αυτού του θύματος που θα ’ξιζε να ’τανε ένας φίλος. Ήταν το μόνο πλάσμα στον κόσμο που έμοιαζε με τον Πάτροκλο.


Marguerite Yourcenar. 1981. Φωτιές. Μετ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή. 2η έκδ. Αθήνα: Χατζηνικολή. Τίτλος πρωτοτύπου: Feux (Éditions Grasset, 1936).