Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Marguerite Yourcenar

Φαίδρα ή Η απόγνωση

Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή


Η Φαίδρα τα κάνει όλα. Εγκαταλείπει τη μητέρα της στον ταύρο, την αδερφή της στη μοναξιά: δεν την ενδιαφέρουν αυτές οι μορφές της αγάπης. Εγκαταλείπει τον τόπο της όπως απαρνιόμαστε τα όνειρά μας. Απαρνιέται το σόι της όπως ξεπουλάμε τις αναμνήσεις μας. Μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο όπου η αθωότητα είναι μια αμαρτία, παρίσταται με αηδία σ’ αυτό που θα καταλήξει να γίνει. Η μοίρα της, ιδωμένη απέξω, της προκαλεί τη φρίκη. Δεν την γνωρίζει ακόμα παρά πάνω στα τείχη του Λαβυρίνθου: ξεφεύγει, με τη φυγή, από το φρικτό μέλλον της. Παντρεύεται αφηρημένα τον Θησέα, όπως η αγία Μαρία η Αιγυπτία πλήρωνε με το κορμί της το αντίτιμο των ταξιδιών της. Αφήνει να βουλιάξουν στη Δύση μέσα σε μια καταχνιά από μύθους τα γιγαντιαία σφαγεία εκείνης της Κρητικής Αμερικής. Ξεμπαρκάρει ποτισμένη από τις μυρωδιές του ράντσου και τα φαρμάκια της Αϊτής χωρίς να υποψιάζεται πως κουβαλά μέσα της τη λέπρα που άρπαξε κάτω από έναν φλογερό Τροπικό της καρδιάς. Τα θάμβος της στη θέα του Ιππόλυτου είναι θάμπωμα μιας ταξιδιώτισσας που ανακαλύπτει ότι παλινδρόμησε χωρίς να το ξέρει: το προφίλ αυτού του παιδιού τής θυμίζει την Κνωσό και το πελέκι το δίκοπο. Το μισεί, το ανασταίνει. Όσο μεγαλώνει τη μάχεται, απωθημένος από το μίσος της, συνηθισμένος να δυσπιστεί από πάντα προς τη γυναίκα, αναγκασμένος, από το κολέγιο κιόλας, από τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς κιόλας, να υπερπηδά τα εμπόδια που του όρθωνε γύρω του η έχθρα μιας μητριάς. Αυτή, ζηλεύει τα βέλη του, με άλλα λόγια τα θύματά του, τους συντρόφους του, με άλλα λόγια τη μοναξιά του. Μέσα σ’ αυτό το παρθένο δάσος που είναι ο τόπος του Ιππόλυτου, έμπηξε άθελά της τους πασσάλους του ανακτόρου του Μίνωα: μέσα από αυτές τις ανάλαφρες τις ομίχλες, χαράζει το μονόδρομο μονοπάτι της Μοίρας. Κάθε στιγμή που περνά δημιουργεί τον Ιππόλυτο. Ο έρωτάς της είναι σίγουρα μια αιμομιξία· δεν μπορεί να σκοτώσει αυτό το αγόρι χωρίς να διαπράξει ένα είδος παιδοκτονίας. Κατασκευάζει την ομορφιά του, την αγνότητά του, τις αδυναμίες του· τις αντλεί από τα βάθη του εαυτού της. Απομονώνει την αποκρουστική του αγνότητα για να μπορέσει να τη μισήσει κάτω από τη μορφή μιας ανούσιας παρθένας: απ’ όλα τα κομμάτια σφυρηλατεί την ανύπαρκτη Αρίκη. Μεθάει από τη γεύση του ανέφικτου, του μόνου αλκοόλ που πάντα χρησιμεύει σαν βάση για όλες τις αναμείξεις της δυστυχίας. Μέσα στο κρεβάτι του Θησέα, έχει την πικρή απόλαυση να απατά, στην πραγματικότητα αυτόν που αγαπά και στην φαντασία της αυτόν που δεν αγαπά. Είναι μητέρα: έχει παιδιά όπως θα είχε τύψεις. Μέσα στα νοτισμένα από τον πυρετό σεντόνια παρηγοριέται με εξομολογήσεις ψιθυριστές που ανατρέχουν στις ομολογίες των παιδικών χρόνων, που ψελλίζονται στο λαιμό της τροφού· βυζαίνει τη δυστυχία της: που στο τέλος γίνεται η άθλια θεραπαινίδα της Φαίδρας. Μπροστά στην ψυχρότητα του Ιππόλυτου μιμείται τον ήλιο όταν χτυπά ένα κρύσταλλο: μεταμορφώνεται σε φάσμα· δεν κατοικεί πια στο σώμα της παρά σαν στην ίδια την κόλασή της. Ξαναπλάθει μέσα στα βάθη του εαυτού της το Λαβύρινθο μέσα στον οποίο αναγκαστικά ξαναβρίσκεται: ο μίτος της Αριάδνης δεν της επιτρέπει πια να βγει απ’ αυτόν αφού τον τυλίγει γύρω από την καρδιά της. Γίνεται χήρα· μπορεί επιτέλους να κλάψει χωρίς να την ρωτάνε γιατί· αλλά το μαύρο δεν ταιριάζει σ’ αυτή τη σκοτεινή μορφή: μέμφεται το πένθος της που ξεγελάει τον πόνο της. Απαλλαγμένη απ’ τον Θησέα φέρει την ελπίδα της σαν μια επαίσχυντη μεταθανάτια εγκυμοσύνη. Ασχολείται με την πολιτική για να ξεδώσει ο νους της· δέχεται την Αντιβασιλεία όπως θ’ άρχιζε να πλέκει ένα σάλι. Η επιστροφή του Θησέα έρχεται πολύ αργά για να την ξαναγυρίσει τον κόσμο των τύπων όπου καταλύει αυτός ο κρατικός άνδρας. Δεν μπορεί να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν παρά μόνο μέσ’ από το ρήμα μιας υπεκφυγής· εφευρίσκει, μία μία απόλαυση, το βιασμό για τον οποίο κατηγορεί τον Ιππόλυτο, έτσι που το ψέμα της είναι γι’ αυτήν ένας κορεσμός. Λέει την αλήθεια: έχει υποστεί τις χειρότερες προσβολές· η απάτη της δεν είναι παρά μια ερμηνεία. Παίρνει φαρμάκι, αφού είναι μιθριδατισμένη ενάντια στον εαυτό της· η εξαφάνιση του Ιππόλυτου ανοίγει το κενό γύρω της· ρουφηγμένη απ’ αυτό το κενό καταποντίζεται μέσα στο θάνατο. Εξομολογείται, προτού πεθάνει, για να έχει μια τελευταία φορά την απόλαυση να μιλήσει για το έγκλημά της. Δίχως ν’ αλλάξει ο τόπος, ξαναβρίσκεται στο οικογενειακό ανάκτορο όπου το σφάλμα είναι μια αθωότητα. Σπρωγμένη από τη συρροή των προγόνων της, γλιστρά μέσα σ’ αυτούς τους διαδρόμους του μετρό, τους γεμάτους από μια μυρωδιά ζώου, όπου τα κουπιά σκίζουν τα λιπαρά νερά της Στυγός, όπου οι γυαλιστερές ράγες δεν προτείνουν άλλο από αυτοκτονία ή αναχώρηση. Βαθιά μέσα στις γαλαρίες της χθόνιας Κρήτης θα τον ξαναβρεί τελικά τον νεαρό άντρα, παραμορφωμένον από τις δαγκωματιές του θηρίου, αφού, για να τον ανταμώσει, θα έχει στη διάθεσή της όλους τους ελιγμούς της αιωνιότητας. Δεν τον έχει ξαναδεί από τη μεγάλη σκηνή της τρίτης πράξης· εξαιτίας του είναι που έχει πεθάνει· εξαιτίας της, είναι που δεν έχει ζήσει· δεν της οφείλει άλλο από το θάνατο· του οφείλει τα τινάγματα μιας ακατάπαυστης αγωνίας. Έχει το δικαίωμα να τον καταστήσει υπεύθυνο για το έγκλημά της, για την ύποπτη αθανασία της στα χείλη των ποιητών που θα τη μεταχειριστούν για να εκφράσουν τις αιμομικτικές βλέψεις τους, όπως μπορεί, ο οδηγός που κείται πάνω στο δρόμο με συντριμμένο κρανίο, να κατηγορήσει το δέντρο πάνω στο οποίο επήγε και χτύπησε. Σαν όλα τα θύματα, υπήρξε ο δήμιός της. Λόγια συγκεκριμένα θα βγουν επιτέλους από τα χείλια της, που η ελπίδα δεν θα τρεμουλιάζει πια. Τί θα πει; Αναμφίβολα, ευχαριστώ.


Marguerite Yourcenar. 1981. Φωτιές. Μετ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή. 2η έκδ. Αθήνα: Χατζηνικολή. Τίτλος πρωτοτύπου: Feux (Éditions Grasset, 1936).