Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ali Smith

Η ιστορία “Αντιγόνη” του Σοφοκλή

Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

(απόσπασμα)


Εννιά


Το έστρωσε στη φωλιά, ανάμεσα στα κλαδάκια και σε ένα σκληρό κομμάτι από βρύα.

Όταν η κουρούνα τελείωσε αυτή τη δουλειά, ο βασιλιάς και οι ακόλουθοί του επέστρεφαν παρελαύνοντας στην πόλη. Η πομπή ήταν η ίδια, αλλά αυτή τη φορά δεν προπορευόταν το αλυσοδεμένο, ακόμα ζωντανό κορίτσι. 0 νόμος είχε εκτελεστεί.


Αλλά τι ήταν αυτό το μαύρο σύννεφο από πάνω τους; Έμοιαζε με —ακουγόταν σαν— σαν ένα άγριο σύννεφο από κουρούνες.

Ταπ, ταπ, ταπ. Η γριά κουρούνα πέταξε προς τα κει.

Οι Γέροντες αγκομαχώντας προσπάθησαν κι εκείνοι να ανέβουν τον λόφο.

Η κουρούνα προσγειώθηκε στα καμένα κλαδιά ενός δέντρου. Ένας γέρος, πολύ γέρος άντρας, είχε σταματήσει ολόκληρη την ακολουθία του βασιλιά. Η πλάτη του ήταν στητή όπως κανενός άλλου γέρου. Ήταν ντυμένος με κατάλευκα ρούχα, εκτυφλωτικά. Δίπλα του, ένα αγοράκι κρατούσε το χέρι του.

Αυτό το αγοράκι και η αστραφτερή λευκότητα των ρούχων του γέροντα φανέρωναν ποιος ήταν ο ωραίος ηλικιωμένος άντρας.

Ο Τειρεσίας, σκέφτηκε η κουρούνα.

Όλα τα ζωντανά πλάσματα γνώριζαν τον Τειρεσία. Άλλαζε μορφές· είχε υπάρξει άντρας αλλά και γυναίκα στην εποχή του. έτσι έλεγαν. Ήταν τυφλός, τυφλός όσο κι ο παλιός βασιλιάς. Αλλά η τυφλότητά του ήταν διαφορετική· σήμαινε πως ήταν ικανός να δει κάτι άλλο, ότι μπορούσε να δει πέρα μακριά στο μέλλον. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι θνητοί σέβονταν τις ικανότητές του και πήγαιναν να τον συμβουλευτούν. Τα ζώα, επίσης, τον λάτρευαν. Οι πιο τυχερές κουρούνες του κόσμου ήταν εκείνες που κάθονταν στον ώμο του.

Και τώρα ο Κρέοντας κοίταζε ψηλά απ’ το άλογο του τον ηλικιωμένο, τον πολύ ηλικιωμένο άντρα. Έφερε το χέρι του πάνω στα μάτια του αντήλιο, εξαιτίας της λάμψης που εξέπεμπε ο Τειρεσίας. Στο πρόσωπο του είχε μια έκφραση που θα την έλεγε κανείς σαρκαστική.

«Θα κάνω πως δεν άκουσα τίποτα απ’ όλα αυτά» είπε ο βασιλιάς. «Και θα συνεχίσω τον δρόμο μου. Υπήρξες καλός στο παρελθόν, Τειρεσία, το παραδέχομαι. Αλλά αυτά που λες τώρα αποδεικνύουν πως τα έχεις χαμένα. Τα έχεις χαμένα, γέρο».

Οι φρουροί ζάρωσαν.

Οι Γέροντες φάνηκαν ξαφνιασμένοι και ανήσυχοι.

«Όμως ξέρω, βασιλιά Κρέοντα, ξέρω. μου το είπαν τα πουλιά μου» είπε ο Τειρεσίας.

Άπλωσε το τυφλό του χέρι κι αμέσως η κουρούνα κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.

Ταπ, ταπ, ταπ.

Πέταξε από το δέντρο και προσγειώθηκε στο υπέροχο γέρικο χέρι. Κάθισε πάνω του, μαύρη κατάμαυρη πάνω στο αστραφτερό λευκό ρούχο του.

«Τα πουλιά μου τρελάθηκαν» είπε ο Τειρεσίας. «Τα άκουγα από κει πάνω. Έκαναν τρομερό θόρυβο. Έπειτα άκουσα το χτύπημα των φτερών τους. Ξέσκιζαν το ένα το άλλο. Και τότε συμβουλεύτηκα την ιερή φωτιά μου. εκεί αφήνω καθημερινά την προσφορά μου στους θεούς και τους ζητάω να διατηρηθεί η τάξη και η δικαιοσύνη στη γη. Και ρώτησα τούτο το παιδί, τον οδηγό μου, τον ρώτησα τι είδε, και είπε πως αντί για φωτιά υπήρχε μόνο ένα λιωμένο κερί, αντί για φλόγα ένα κερί παχύρρευστο σαν γλώσσα. Φρικτός οιωνός, βασιλιά Κρέοντα. Και στον δρόμο μου για να έρθω μέχρι εδώ, πέρασα πολλά από τα κουφάρια των πιστών μου σκύλων, και κάθε λίγο και λιγάκι κάποιο από τα τρελαμένα πουλιά έπεφτε νεκρό απ' τον ουρανό. Κι αυτό επειδή το είχαν φάει».

«Τι είχαν φάει, γερο-ηλίθιε;»

«Το πτώμα» είπε ο Τειρεσίας. «Βασιλιά Κρέοντα, δεν μπορείς να σκοτώσεις έναν νεκρό. Ένας νεκρός είναι πλέον νεκρός. Δεν είναι ακόμα πολύ αργά, αν με ακούσεις».

«Ποιος σε δωροδόκησε για να στραφείς εναντίον μου;» φώναξε έξαλλος ο βασιλιάς.

Ο Τειρεσίας, ήρεμος, ανοιγόκλεισε τα άδεια, λευκά μάτια του. Άφησε το χέρι του παιδιού. Άπλωσε και άγγιξε την κουρούνα και χάιδεψε τα φτερά της καθώς έλεγε τα εξής:

«Λοιπόν, θα σου πω τι βλέπω, βασιλιά Κρέοντα. Οι κληρονόμοι σου θα πεθάνουν. Στο σπίτι σου θα υπάρχει μόνο πένθος. Τίποτα στον κόσμο δε θα μπορεί να παραβγεί τη δική σου διάλυση. Θα είσαι ένα τίποτα».

Έπειτα κούνησε το χέρι του αργά, αποφασιστικά, και η κουρούνα πέταξε και στάθηκε στο κλαδί του δέντρου. Οι φρουροί παραμέρισαν και ο Τειρεσίας, με το παιδί να τον οδηγεί από το χέρι, προχώρησε αμίλητος στον δρόμο του.

Πίσω του ακολουθούσε ο νεαρός σκύλος, με το κεφάλι σκυφτό και την ουρά κατεβασμένη.

Ο σκύλος του Τειρεσία. Μάλιστα!

«Ω Θεοί...» είπε ο βασιλιάς.

Σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια του. Οι Γέροντες σχημάτισαν γύρω του ένα ημικύκλιο.

«Υψηλότατε, είναι ο Τειρεσίας. Σε ικετεύουμε. υψηλότατε. Αν ήμασταν στη θέση σου εμείς, τα λόγια του δεν τα αγνοεί κανείς».

Ήταν σαν το εκτυφλωτικό φως που εξέπεμπε ο Τειρεσίας να είχε ξεπλύνει το πρόσωπο του βασιλιά. Όταν μίλησε, η φωνή του ίσα που ακουγόταν.

«Τι πιστεύετε πως πρέπει να κάνω;» ρώτησε.

Η απάντηση των Γερόντων ήταν άμεση.

«"Βγάλε το κορίτσι απ' τη σπηλιά!

Παραμέρισε τους βράχους μακριά!

Βγάλ’ τη έξω από κει και θάψε τον νεκρό!

Μετακίνησε τους βράχους!

Άνοιξε τη σπηλιά!

Βγάλε το κορίτσι! Κάψε τον νεκρό! Θάψε τον νεκρό!»

«Αυτό πιστεύετε πως πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο βασιλιάς διστακτικά.

Οι Γέροντες άρχισαν να ουρλιάζουν σαν τρελοί.

«Βγάλε το κορίτσι!

Παραμέρισε τους βράχους!

Θάψε τον νεκρό!

Παραμέρισε τους βράχους!

Άνοιξε τη σπηλιά!

Κάψε τον νεκρό! Γρήγορα! Τάφος!»

«Είναι δύσκολο να παραδεχτείς την ήττα σου» είπε ο βασιλιάς.

Στο τέλος σκούντησε αργά το άλογό του και προχώρησε. Προχωρούσε αργά. σαν να έβγαινε από λήθαργο. Σπιρούνισε το άλογό του. Οι φρουροί έτρεξαν ξοπίσω του. Σκόνη σηκώθηκε στον δρόμο.


Ali Smith. 2015. Η ιστορία “Αντιγόνη” του Σοφοκλή. Μετ. Αργυρώ Μαντόγλου. Εικονογράφηση Λάουρα Παολέτι. Αθήνα: Πατάκης. Τίτλος πρωτοτύπου: The Story of Antigone (2011).