Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νικηφόρος Βρεττάκος

Το ταξίδι του Αρχάγγελου


(απόσπασμα)

[...]
Σα να ’χει το ταξίδι τους τελειώσει
συνάζονται όλοι οι ναύτες και σαν όταν
θα γύρνααν απ’ την Τροία τους, γονατίζουν,
ανοίγουν τα σεντούκια τους και βγάζουν
τα γιορτινά τους ρούχα, τις λευκές τους
φανταχτερές στολές, με τ’ ασημένια
σιρίτια, τα χρυσά κουμπιά και τ’ άνθη,
μυρίζοντας της μάνας τους τα χέρια
που τα κεντούσαν κάτω από τον ήλιο,
στην ξώπορτα που αγνάντευαν ώς πέρα
τους φωτεινούς ορίζοντες, χτενίζουν
σαν τότε ωραία την κόμη τους, βουτάνε
τα χέρια τους στην άρμη και κοιτώντας
κατά τον ωκεανό, φέρνουν στα χείλη
την τελευταία μετάληψη απ’ τη φύση
που χάνεται για πάντα. Πεθαμένη,
πένθιμη, πάνω, παρακολουθώντας
από ένα ρήγμα η Άρκτος το μυστήριο
την όψη έχει κρυμμένη σε μπαμπάκι.
Κι όπως η αυγή στο βάθος φωσφορίζει
μεσ’ απ’ τη συννεφιά, φαίνονται οι ναύτες
με τις λευκές στολές τους κι ένας ένας
παίρνοντας τη βαριά με τη σειρά του,
σφυροκοπάνε μέσα στην ομίχλη
τη μαύρη του αλυσίδα. Κι αφού σειέται
για ώρα πολλή το σκάφος και βρυχώντας
γυρίζει το σκαρί του, μ’ έναν ήχο
κομματιαστό και γρήγορο, γλιστρώντας
κομμένη από τους κρίκους η άγκυρά του
παφλάζει στα νερά. Ξανανοιγμένο,
χωρίς ελπίδες και όνειρα, σαν αιώνιο,
κυλάει εδώ κι εκεί, ενώ οι ναύτες δίνουν
στερνή φορά τα χέρια τους. Και τώρα,
σαν το κοράκι που ’ναι κουρνιασμένο
κάτω απ’ το μαύρο τόξο ενός αιώνιου
χειμώνα κι ενώ αστράφτει συλλογιέται,
γέρνει στον ωκεανό. Χεροπιασμένες
σ’ έναν κάτασπρο κύκλο ολόγυρά του
τα στήθη του ξεσκίζουνε οι Σειρήνες,
ενώ βρέχει αστραπές πάνω στο σκάφος:
«Δε θα γυρίσει πια! Δε θα γυρίσει!...»

***
Ταξίδι έτσι παράξενο, κι έτσι όμοιο
στον κόσμο δεν ακούστη να διηγούνται.
Ποτέ ένα τέτοιο σκάφος δεν ακούστηκε
που ανάμεσα σε δυο απομακρυσμένες
όχθες να φέρνει κύκλους, κι ως να πλέει
έξω απ’ τον ουρανό, σ’ έρημη πάνω
θάλασσα, να πλανιέται και μονάχα
σε κεραυνών αχτές να προσεγγίζει.
Και γω που ξέρω πως κανείς στον κόσμο,
κανείς απ’ όσους είδανε τον ήλιο
μια φορά μόνο δε θα με πιστέψει,
κάθομαι και διηγιέμαι στη σελήνη,
το παραμύθι αυτό, που κάθε νύχτα
δείχνει ψηλά στο Θεό τη γερασμένη
μορφή μου· προς τη θάλασσα που ψέλνει
το νύχτιο μπρος στα πόδια μου τραγούδι
του άγρυπνου πάνω κόσμου, ενώ οι βουκόλοι
κοιμούνται στα βουνά· και προς τη φύση
που της χρωστά η ψυχή μου ευγνωμοσύνη,
τι μόνο αυτή με δίδαξε όταν μπήκα
στον κόσμο την αγνότητα. Μην κλάψεις
αγνότητα και αγάπη. Μια ιστορία
γράφω στη μοναξιά για το παιδί μου.

Έτσι, λοιπόν, συντρόφισσα σελήνη,
δώθε απ’ την Τροία και κείθε από την Ιθάκη,
καταμεσής στο πέλαγο, το σκάφος
«Αρχάγγελος» προδόθηκε. Παιδί μου,
άκουε του Θεού την άρπα, τι τραγούδια
χαράς καθώς τα λόγιαζα όταν είδα
το μέγα τούτο φως δεν θα σου γράψω.
Να θυμάσαι μονάχα πως το ίδιο
στον κόσμο τούτο κι οι αρετές του ανθρώπου
μοιάζουνε με τους ναύτες που κινάνε
μια ξάστερην αυγή για να χαθούνε
στον ωκεανό μια νύχτα. Ναύτες, ναύτες,
τα ρεύματα μας σέρνουν των μεγάλων
ανέμων του διαστήματος. Χιλιάδες
ναύτες που τριγυρνάτε πληγωμένοι
κάτω απ’ το ίδιο σύννεφο του αιώνα,
δύστυχοι ναύτες, ποιός θ’ αναπολήσει
την άμμο του ωκεανού; ποιός θα χτυπήσει
το στήθος του κοιτώντας απ’ τον ήλιο
το ματωμένον άξονα του κόσμου;

Φέρτε με πέρα στ’ ουρανού τα πόδια,
κάτω απ’ τη σελήνη που χλωμιαίνει
σαν κάτι να υποψιάζεται πως τούτος
ο άθλιος καιρός κακό φέρνει στον κόσμο,
κι άστε με μοναχόν να συνεχίσω
σαν τη θάλασσα το παράπονό μου:
«Δε θα γυρίσει πια! Δε θα γυρίσει!»
Δύναμη δεν τ’ αγάπησε να επέμβει
πριν κατεβεί στη νύχτα, πριν να χάσει
κάθε του ελπίδα, κάθε του γαλήνη,
προτού να γίνει λάφυρο του χρόνου
που ούτε με δάκρυα πια κι ούτε με λόγια
τον τραγικό του αιχμάλωτο επιστρέφει.
Η μοίρα είναι αδυσώπητη κι η λάμψη
της αυριανής αυγής ανήκει σ’ άλλους.
Όμως εσείς που ερχόστε, μην ξεχάστε
τη λυπημένη Ιθάκη. Δεν έχω άλλο
να σας παρακαλέσω. Να μου ρίχτε
τα παιδικά σανδάλια μου στον τάφο!

Στον ουρανό, στην κόλαση, στ’ αστέρια,
στις όχθες και στα βάθη της θαλάσσης,
άγγελοι, ανθρώποι, δαίμονες, λουλούδια,
τα δέντρα, τα κοράκια, οι κρεμασμένοι,
προσευχηθείτε απόψε ν’ αναπαύσει,
να συμπονέσει ο Θεός και ν’ αναπαύσει
το σκάφος τούτο και το πλήρωμά του.

Νικηφόρος Βρεττάκος. 1938. Το ταξίδι του Αρχάγγελου. Σχέδια-Καλλιτεχνική επιμέλεια: Επαμεινώνδα Λιώκη. Αθήνα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Νικηφόρος Βρεττάκος. 1981. Τα ποιήματα. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Τρία φύλλα.