Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Mary Renault

Ο ταύρος από τη θάλασσα

Μετάφραση: Ρένα Καρακατσάνη

(απόσπασμα)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι


Η θάλασσα ήταν γεμάτη δελφίνια όταν μπήκα στον Πειραιά με τους συντρόφους μου απ’ την κρητική αρένα του ταύρου, με όλα μου τα πανιά ανοιγμένα. Η Κνωσός, που εδώ κι αμέτρητα χρόνια κυριαρχούσε στις θάλασσες, είχε πέσει. Τα μαλλιά και τα ρούχα μας μύριζαν ακόμα καπνό απ’ το Λαβύρινθο που καιγόταν.

Πήδηξα στη στεριά και γέμισα τις χούφτες μου με χώμα απ’ την αττική γη. Κόλλησε στις παλάμες μου σαν σάρκα ερωμένης. Και τότε αντίκρισα τους ανθρώπους που μας κοιτούσαν, χωρίς να μας χαιρετούν, φωνάζοντας ο ένας στον άλλον να δουν τους Κρήτες ξένους.

Κοίταξα την ομάδα μου, τ’ αγόρια και τα κορίτσια που είχαν κληρωθεί κάποτε για το φόρο υποτέλειας της Αθήνας κι είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη για να μάθουν το άλμα του ταύρου και να χορέψουν για το Μινώταυρο πάνω στη ματωμένη άμμο. Βλέποντάς τους κατάλαβα πώς έπρεπε να φαντάζω κι εγώ στα αττικά μάτια: ένας Κρητικός ταυροκαθάπτης, με λείο ξυρισμένο πρόσωπο, ραφιναρισμένος μέχρι τα νύχια των ποδιών μου απ’ την εκπαίδευσή μου: η μέση μου σφιγμένη με μια χρυσή ζώνη, ο κοντός μεταξωτός χιτώνας με κεντημένες ουρές παγωνιών, τα μάτια μου ακόμα βαμμένα με κολ· δεν είχα τίποτα το ελληνικό επάνω μου, με εξαίρεση τα ξανθά μου μαλλιά. Το περιδέραιο στο λαιμό μου και τα βραχιόλια στα μπράτσα μου, δεν ήταν τα αυστηρά κοσμήματα ενός βασιλικού οίκου, αλλά τα ακριβά μπιχλιμπίδια της Αυλής του Ταύρου, δώρα από φίλαθλους άρχοντες και αρχόντισσες που αγαπούσαν τ’ αγόρια, προς έναν ταυροκαθάπτη που χόρευε με τη μουσική και πηδούσε πάνω απ’ τα κέρατα του ταύρου.

Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που δεν με αναγνώρισαν. Η αρένα του ταύρου είναι μια βαφή που εισχωρεί μέχρι την ψυχή σου. Ακόμα και μέχρι τη στιγμή που τα πόδια μου ακούμπησαν στην αττική γη, το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μου ένιωθε σαν ο Θησέας απ’ την Αθήνα, αρχηγό της ομάδας των Γερανών· ο ευνοούμενος των στοιχημάτων, το αγόρι που έκανε την ανάποδη τούμπα, ο πρώτος απ’ όλους τους ταυροκαθάπτες. Είχαν ζωγραφίσει τη μορφή μου στους τοίχους του Λαβύρινθου, την είχαν σκαλίσει σ’ ελεφαντόδοντο· στα βραχιόλια των γυναικών κρέμονταν μικρά, χρυσά ομοιώματά μου. Οι υμνωδοί είχαν υποσχεθεί σε μένα και στους εαυτούς τους να τραγουδούν τα κατορθώματά μου για χίλια χρόνια. Η περηφάνια μου ήταν ακόμη συνδεδεμένη μ’ αυτά. Τώρα ήταν καιρός να ξαναγίνω ο γιος του πατέρα μου.

Γύρω μας είχαν αρχίσει ν’ ακούγονται δυνατές φωνές. Το πλήθος μάς είχε επιτέλους αναγνωρίσει. Συνωστίζονταν ο ένας δίπλα στον άλλον φωνάζοντας την είδηση κατά την Αθήνα και το Βράχο και πάσχιζαν να δουν καλύτερα το γιο του βασιλιά που ήταν στολισμένος σαν σαλτιμπάγκος σε πανηγύρι. Οι γυναίκες τσίριζαν γεμάτες οίκτο βλέποντας τις ουλές στο στήθος μου και τα πλευρά μου απ’ τα κέρατα των ταύρων. Όλοι μας είμαστε γεμάτοι. Νόμιζαν ότι μας είχαν μαστιγώσει. Είδα τα πρόσωπο των συντρόφων μου να σαστίζουν, παρά τη χαρά τους. Στην Κρήτη όλοι αναγνώριζαν τις ουλές μας σαν σύμβολα τιμής, σαν αποδείξεις της προσπάθειας για την απόκτηση της τέλειας τεχνικής μας.

Θυμήθηκα τ’ απελπισμένα μοιρολόγια όταν έφευγα, τα δάκρυα, τις γυναίκες που τραβούσαν τα μαλλιά τους, τους θρήνους για μένα, που είχα προσφερθεί εθελοντικά να γίνω το εξιλαστήριο θύμα του θεού. Όλ’ αυτά που δεν μπορούσα να πω βγήκαν από μέσα μου μ’ ένα ξέσπασμα γέλιου· και μια γριά με φίλησε.

Στην Αυλή του Ταύρου, οι φωνές των αγοριών και των κοριτσιών δεν σταματούσαν όλη μέρα. Τώρα τις άκουγα πάλι στον ελεύθερο αέρα της Αττικής. «Κοιτάξτε! Γυρίσαμε! Ναι, όλοι μας, κοίτα, νά ο γιος σου. Όχι, οι Κρητικοί δεν μας κυνήγησαν, δεν υπάρχει πια Μίνωας. Ο Οίκος του Πέλεκυ έπεσε! Δώσαμε μεγάλη μάχη μετά το σεισμό. Ο Θησέας σκότωσε το Μινώταυρο. Είμαστε ελεύθεροι! Και δεν θα υπάρχει πια φόρος υποτέλειας στην Κρήτη!».

Οι άνθρωποι κοιτούσαν σαν χαμένοι και μουρμούριζαν. Η είδηση ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαν ούτε να χαρούν. Ένας κόσμος χωρίς Κρήτη ήταν κάτι το πρωτόφαντο. Και τότε, οι νεαροί βγήκαν μπροστά μ’ ένα σάλτο κι άρχισαν τον παιάνα.

«Επιτέλους θα φάμε το βραδινό μας σπίτια μας», είπα χαμογελώντας στην ομάδα μου. Ωστόσο, η καρδιά μου σκεφτόταν «Μην πείτε τίποτ’ άλλο, αγαπημένοι μου σύντροφοι· μη μιλήσετε για το μυστικό μας. Τους είπατε όλα όσα θα μπορούσαν να καταλάβουν· τα υπόλοιπα θα τα πάρει ο άνεμος». Συνέχισαν να φλυαρούν· η αττική μου ακοή άκουγε τώρα τις ομιλίες τους σαν ακατάληπτο τιτίβισμα πουλιών. «Είμαστε οι Γερανοί! Οι Γερανοί, οι Γερανοί, η πρώτη ομάδα της Αυλής του Ταύρου. Ένα ολόκληρο χρόνο στην αρένα κι είμαστε όλοι ζωντανοί· πρώτη φορά στα χρονικά έξι αιώνων. Ο Θησέας το κατάφερε, αυτός μας γύμνασε. Ο Θησέας είναι ο μεγαλύτερος ταυροκαθάπτης που πέρασε ποτέ απ’ την Κρήτη. Ακόμα κι εδώ στην Αθήνα, σίγουρα θα έχετε ακούσει για τους Γερανούς!».

Οι συγγενείς έσφιγγαν τους αγαπημένους τους στην αγκαλιά τους, κουνούσαν τα κεφάλια τους και με κοιτούσαν σαν χαμένοι. Οι πατεράδες μού άρπαζαν τα χέρια και τα φιλούσαν που τους έφερα τα παιδιά τους πίσω. Απαντούσα αφηρημένα. Πόσες φορές δεν είχαμε προσευχηθεί στην Αυλή του Ταύρου, πόσες φορές δεν είχαμε συνωμοτήσει για να καταφέρουμε να το σκάσουμε! Και πόσο δύσκολο ήταν τώρα να την ξεκολλήσουμε από πάνω μας, εκείνη την καταδικασμένη και βίαιη ζωή, εκείνη την εμπιστοσύνη που ήταν πιο δυνατή κι απ’ την αγάπη. Είχε αφήσει μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγούσε. Ένα κορίτσι της ομάδας μας έλεγε στον αρραβωνιαστικό της, που δεν είχε προλάβει καλά καλά να τον γνωρίσει, πριν φύγει: «Κάνω άλματα πάνω στην πλάτη του ταύρου! Στέκομαι με τα χέρια πάνω στα κέρατά του· μια φορά, μάλιστα, έκανα και την ανάποδη τούμπα. Κοίτα αυτό το κόσμημα· κέρδισα ένα μεγάλο στοίχημα για έναν πρίγκιπα και μου το χάρισε». Είδα το γεμάτο φρίκη πρόσωπό του, τα μάτια τους να συναντιούνται σαν χαμένα. Στην Αυλή του Ταύρου, η ζωή και η τιμή ήταν πάνω από το αν ήσουν αγόρι ή κορίτσι. Για μένα, ακόμα ήταν έτσι· στα μάτια μου αυτοί οι λεπτοκαμωμένοι αθλητές της ομάδας μου ήταν πανέμορφοι. Είδα με τα μάτια αυτού του γιου ενός γναφιά πόσο ελεύθερη στην κίνηση, γεροδεμένη και ηλιοκαμένη έδειχνε δίπλα στις Αθηναίες παρθένες που ήταν λευκές σαν το γάλα. Όταν σκεφτόμουν όλα όσα είχαμε μοιραστεί οι Γερανοί, μου ’ρχόταν να δώσω μια γροθιά στα μούτρα αυτού του ηλίθιου και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Όμως η Αυλή του Ταύρου δεν ήταν πια παρά στάχτες και μαυρισμένα συντρίμια· οι Γερανοί δεν ήταν πια στα χέρια μου· η εξουσία μου είχε τελειώσει.

«Βρέστε μου ένα μαύρο μοσχάρι», είπα στον κόσμο. «Πρέπει να θυσιάσω στον Ποσειδώνα τον Ενοσίγαιο για την ασφαλή μας επιστροφή. Και στείλτε ένα δρομέα να ειδοποιήσει το βασιλιά-πατέρα μου».

Το μοσχάρι ήρθε ήρεμα, κι έσκυψε το κεφάλι σαν να συναινούσε στη θυσία του· καλός οιωνός, που ευχαρίστησε το λαό. Ακόμα και τη στιγμή που του κατάφερα το θανατηφόρο χτύπημα, δεν πάλεψε. Ωστόσο, καθώς τα πόδια του λύγιζαν κι έπεφτε στο χώμα, τα μάτια του με κοίταξαν με μομφή, σαν ανθρώπινα. Ήταν περίεργο, αν σκεφτεί κανείς με πόση ηρεμία υπέμεινε τη θυσία του. Το αφιέρωσα κι έχυσα το αίμα του στη γη. Όταν πότισα τις φλόγες με κρασί, προσευχήθηκα: «Πατέρα Ποσειδώνα, Κύριε των Ταύρων, χορέψαμε για σένα στον ιερό σου χώρο κι αποθέσαμε τις ζωές μας στα χέρια σου. Μας έφερες πίσω γερούς στην πατρίδα μας· μη σταματήσεις να μας προστατεύεις και στήριζε τις στέγες των σπιτιών μας. Κι όσο για μένα, τώρα που ξαναγύρισα στην αγκαλιά της Αθηνάς, κάνε να την υπηρετήσω άξια. Χάρισε ευημερία στον οίκο του πατέρα μου· σε ικετεύω να εισακούσεις την προσευχή μας».

Το πλήθος ένωσε την ικεσία του με τη δική μου· όμως ο ήχος σκόρπισε. Πίσω τους ακουγόταν ένα βουητό απ’ την είδηση που μεταφερόταν από στόμα σε στόμα. Ο δρομέας είχε γυρίσει πολύ νωρίτερα απ’ όσο θα του χρειαζόταν να πάει και να γυρίσει απ’ την Ακρόπολη. Με πλησίασε αργά· κι ο κόσμος άνοιγε για να του αφήσει χώρο. Κατάλαβα πως μου έφερνε άγγελμα θανάτου. Στάθηκε σιωπηλός μπροστά μου, αλλά όχι για πολύ. Όσο κακά και να είναι τα νέα, ένας Αθηναίος θέλει να είναι ο πρώτος που θα τα φέρει.

Μου έφεραν ένα άλογο. Μερικοί απ’ τους αξιωματούχους του πατέρα μου κατέβηκαν να με προϋπαντήσουν. Καθώς προχωρούσαμε έφιπποι από τον Πειραιά προς τον Ιερό Βράχο, οι φωνές της χαράς έμειναν πίσω μας κι ακούστηκαν οι πρώτοι θρήνοι.

Στο κεκλιμένο επίπεδο των πυλών, που είναι πολύ απότομο για να τ’ ανέβει κανείς με τ’ άλογο, οι άνθρωποι του παλατιού συνωστίζονταν για να φιλήσουν τα χέρια μου και το στρίφωμα του κρητικού μου χιτώνα. Με πίστευαν για νεκρό και τους εαυτούς τους χωρίς αφέντη: στην καλύτερη περίπτωση ζητιάνους και στη χειρότερη δούλους αν δεν προλάβαιναν να φύγουν πριν ξαναγυρίσουν οι Παλλαντίδες για να πάρουν το βασίλειο. «Δείξτε μου τον πατέρα μου», τους είπα.

Ο γεροντότερος απ’ τους ευγενείς της αυλής του πατέρα μου, είπε: «Κύριέ μου, θα πάω να δω αν τον έπλυναν οι γυναίκες. Ήταν γεμάτος αίματα απ’ την πτώση».

Ήταν ξαπλωμένος στο επάνω δωμάτιο, πάνω στο μεγάλο κρεβάτι του από ξύλο κέδρου, με το κόκκινο σκέπασμα, φοδραρισμένο με γούνα λύκου· πάντα υπέφερε απ’ το κρύο. Τον είχαν τυλίξει σ’ ένα μπλε ύφασμα, με χρυσό τελείωμα· ήταν ακίνητος ανάμεσα στις γυναίκες που θρηνούσαν, ξερίζωναν τα μαλλιά τους κι έγδερναν τα στήθια τους. Η μια πλευρά του προσώπου του ήταν λευκή και η άλλη μελανή, εκεί που είχε χτυπήσει στα βράχια. Το κρανίο του είχε ανοίξει σαν δοχείο· όμως είχαν τυλίξει ένα καθαρό πανί γύρω του κι είχαν ισιώσει τα τσακισμένα του μέλη.

Στεκόμουν αδάκρυτος. Τον γνώριζα για λιγότερο από μισό χρόνο πριν φύγω για την Κρήτη. Πριν μάθει ποιός ήμουν είχε προσπαθήσει να με δηλητηριάσει, μέσα σ’ αυτό το ίδιο το δωμάτιο. Δεν του κρατούσα κακία γι’ αυτό. Ήταν πια ένας νεκρός, τσακισμένος γέρος· ένας ξένος. Ο γερο-παππούς μου που μ’ ανάθρεψε, ο Πιτθέας απ’ την Τροιζήνα, ήταν ο πατέρας των παιδικών μου χρόνων και της καρδιάς μου. Γι’ αυτόν θα μπορούσα να κλάψω. Όμως το αίμα είναι αίμα· δεν μπορείς να ξεπλύνεις αυτό που είναι γραμμένο μέσα του.

Η μελανή πλευρά του προσώπου του έδειχνε αυστηρή· η λευκή είχε ένα μικρό, μυστικό χαμόγελο. Στα πόδια του κρεβατιού, το άσπρο του κυνηγόσκυλο είχε ακουμπισμένο το σαγόνι του στα μπροστινά του πόδια και κοιτούσε το κενό.

«Ποιός τον είδε να πεθαίνει;» ρώτησα.

Τ’ αυτιά του σκύλου σηκώθηκαν και η ουρά του χτύπησε απαλά το πάτωμα. Οι γυναίκες κρυφοκοίταξαν μέσ’ απ’ τα μαλλιά τους· μετά άρχισαν να τσιρίζουν δυνατότερα κι οι πιο νέες γύμνωσαν τα στήθια τους κι άρχισαν να τα χτυπούν. Όμως, η γριά Μυκάλη έμεινε γονατισμένη δίπλα στο κεφαλάρι του κρεβατιού σιωπηλή. Ο παππούς του πατέρα μου την είχε πάρει σε κάποιο παλιό πόλεμο. Ήταν πάνω από ογδόντα. Τα ρυτιδιασμένα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου σταθερά. Της ανταπόδωσα τη ματιά με τον ίδιο τρόπο· όμως δεν ήταν εύκολο.

Ο αυλικός είπε: «Τον είδε ο φρουρός του βόρειου τείχους και ο παρατηρητής στη σκεπή. Οι μαρτυρίες τους συμφωνούν· ήταν μόνος. Τον είδαν να βγαίνει στο μπαλκόνι που είναι πάνω απ’ τον γκρεμό, να πηγαίνει κατ’ ευθείαν προς το κιγκλίδωμα και να σηκώνει τα χέρια του. Μετά, πήδηξε προς τα έξω».

Κοίταξα το δεξί μέρος του προσώπου του και μετά το αριστερό. Όμως η μαρτυρία τους δεν συμφωνούσε. «Πότε έγινε;» ρώτησα.

Κοίταξε αλλού. «Είχε φτάσει ένας δρομέας απ’ το Σούνιο, με την είδηση ότι ένα πλοίο περνούσε τον κάβο. ‘Τί πανιά έχει’ ρώτησε. Ο δρομέας του απάντησε: ‘Κρητικά, αφέντη μου. Μαύρα, μ’ έναν ταύρο ζωγραφισμένο επάνω τους’. Έδωσε εντολή να του δώσουν να φάει και να πιει και μετά μπήκε μέσα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε ζωντανό».

Κατάλαβα ότι ήξερε τί έλεγε. Έτσι, ύψωσα τη φωνή μου για να μ’ ακούσουν όλοι. «Αυτή την οδύνη θα την κουβαλάω για πάντα. Τώρα θυμάμαι πως με είχε ικετεύσει να βάλω άσπρα πανιά, αν γύριζα ποτέ ζωντανός. Από τότε, πέρασα ένα χρόνο με τους ταύρους, το μεγάλο σεισμό, το κάψιμο του Λαβύρινθου και τον πόλεμο. Λυπάμαι που το ξέχασα».

Ένας γέρος θαλαμηπόλος, που τα ολόλευκα μαλλιά και η γενειάδα του έλαμπαν σαν ασημένια, προχώρησε μπροστά, μέσ’ απ’ τον κόσμο που είχει πλημμυρίσει το δωμάτιο. Μερικές κολόνες στους βασιλικούς οίκους μένουν ακλόνητες ακόμα και μέσα σε σεισμό· αυτός είναι ο προορισμός τους. «Κύριέ μου, μη μέμφεσαι τον εαυτό σου. Πέθανε το θάνατο των Ερεχθειδών. Έτσι πέθανε και ο βασιλιάς Πανδίων στις μέρες του· το ίδιο και ο βασιλιάς Κέκρωψ από τον γκρεμό του κάστρου στην Εύβοια. Το σημάδι τού το ’στειλε ο θεός, να είσαι σίγουρος, και η μνήμη σου κοιμήθηκε με τη θέληση των ουρανών». Μου χαμογέλασε θλιμμένα. «Οι Αθάνατοι οσμίζονται το άρωμα του νέου κρασιού. Δεν αφήνουν ένα εξαιρετικό κρασί να περιμένει πέρ’ απ’ την καλύτερη εποχή του». Μόλις τέλειωσε τα λόγια του ακούστηκε ένα βουητό, χαμηλόφωνο και σεμνό, αλλά συνάμα παθιασμένο σαν τις κραυγές των πολεμιστών για ένα άνοιγμα που έχει κάνει κάποιος άλλος. Είδα το χαμόγελο του πατέρα μου μέσα απ’ τη φρεσκοχτενισμένη γενειάδα του. Είχε κυβερνήσει ένα ταραγμένο βασίλειο για πενήντα χρόνια· γνώριζε καλά τους ανθρώπους. Έδειχνε πιο μικροκαμωμένος απ’ ό,τι τον είχα αφήσει ή ίσως να είχα μεγαλώσει εγώ. «Μπορείτε να πηγαίνετε κύριοι», είπα.

Έφυγαν. Οι γυναίκες με κοίταξαν λοξά· τους έγνεψα να φύγουν. Όμως ξέχασαν τη γριά Μυκάλη, που προσπαθούσε να σηκωθεί στα μουδιασμένα πόδια της, στηριγμένη στην κολόνα του κρεβατιού. Πήγα κοντά της και τη σήκωσα· κοιταχτήκαμε στα μάτια.

Κίνησε κουτσαίνοντας κατά την πόρτα. Την έπιασα απ’ το μπράτσο. Το δέρμα της ήταν μαλακό και χαλαρό πάνω απ’ το εύθραυστο κόκαλο. «Το είδες Μυκάλη;» τη ρώτησα.

Το πρόσωπό της ρυτίδιασε ακόμα περισσότερο καθώς προσπάθησε να ξεφύγει σαν παιδί που το στριμώχνουν. Ένιωθα το κόκαλο να στροφογυρνάει κάτω απ’ το άγγιγμά μου, ενώ η χαλαρή σάρκα παρέμενε μέσα στο χέρι μου. Το δέρμα του κρανίου της διακρινόταν ροδαλό σαν νεογέννητου κοτόπουλου μέσ’ απ’ τ’ αραιά μαλλιά της. «Απάντησέ μου», είπα. «Σου μίλησε;».

«Εμένα;» είπε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Εμένα δεν μου λένε τίποτα οι άνθρωποι. Στις μέρες του βασιλιά Κέκροπα, μου έδιναν περισσότερη σημασία. Εκείνος μου το είπε όταν άκουσε το κάλεσμά του. Σε ποιόν άλλον θα το ’λεγε αφού εγώ βρισκόμουν στο κρεβάτι του; “Αφουγκράσου ξανά, Μυκάλη, αφουγκράσου ξανά. Σκύψε κορίτσι μου· βάλε τ’ αυτί σου στο κεφάλι μου. Θα τ’ ακούσεις, όπως ακούς τη θάλασσα μέσα στο κοχύλι”. Κι έτσι έσκυψα για να τον ευχαριστήσω. Όμως με παραμέρισε με την ανάστροφη του χεριού του και βγήκε έξω, σαν κάποιος που θέλει να σκεφτεί, κατ’ ευθείαν απ’ το κρεβάτι του στο βορινό προμαχώνα και μετά στο κενό, χωρίς να βγάλει ούτε μια κραυγή».

Εδώ κι εξήντα χρόνια τη διηγιόταν αυτή την ιστορία. Όμως την ξανάκουσα χωρίς να τη διακόψω. «Εντάξει· έτσι έκανε ο Κέκροπας. Όμως, εδώ βρίσκεται μπροστά μας νεκρός ο Αιγέας. Πες μου. Τί είπε;».

Με κοίταξε διαπεραστικά· ήταν μια σοφή γριά, που το τέλος της πλησίαζε. Μετά, ανοιγόκλεισε τα μάτια της και είπε ότι δεν ήταν παρά μια φτωχή γριά δούλα, που η μνήμη της δεν συγκρατούσε τίποτα πια.

«Μυκάλη». φώναξα. «Ξέρεις ποιός είμαι. Μην παίζεις μαζί μου!».

Αναπήδησε κάπως τρομαγμένη. Ύστερα, σαν γριά παραμάνα που μιλάει σ’ ένα μικρό παιδί που χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα, είπε: «Ω, ναι, σε ξέρω καλά, όσο ξένος κι αν μοιάζεις, σαν ευνοούμενος κάποιου άρχοντα, ή σαν θεατρίνος. Είσαι ο νεαρός Θησέας, που έσπειρε στην Τροιζήνα, στη νεαρή κόρη του βασιλιά Πιτθέα. Το ξύπνιο παλικάρι που όπου βάλει το χεράκι του φέρνει ανακατωσούρες. Του ’στειλες είδηση από την Κρήτη με κάποιο σαλτιμπάγκο ότι έπρεπε να στείλει τα πλοία του ενάντια στο βασιλιά Μίνωα και να σε φέρει πίσω. Σε πολύ ωραίο μπελά τον έβαλες. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν τί τον βασάνιζε. Όμως εμένα όλα φτάνουν στ’ αυτιά μου».

«Αντί να βασανίζεται, θα ’ταν καλύτερα να είχε στείλει τα πλοία. Η Κρήτη ήταν ώριμη να πέσει και το ήξερα. Το απέδειξα μάλιστα· έτσι βρίσκομαι εδώ».

«Η εμπιστοσύνη είναι δύσκολο πράγμα όταν τα ίδια τ’ αδέλφια ενός άντρα τον έχουν πολεμήσει για να του κλέψουν τα κληρονομικά του δικαιώματα. Καλύτερα να ’χε εμπιστευτεί το μαντείο του Απόλλωνα πριν λύσει τη ζώνη της μητέρας σου. Άκου με που σου λέω, ξύπνησε μια μοίρα πολύ δυνατή για τα χέρια του, ο δύστυχος».

Ελευθέρωσα το μπράτσο της. Άρχισε να το τρίβει μουρμουρίζοντας μέσ’ απ’ τα δόντια της. Τα μάτια μου γύρισαν προς τον πατέρα μου. Κάτω απ’ το ύφασμα που τύλιγε το κρανίο του, κυλούσε μια λεπτή αιμάτινη κλωστή.

Πισωπάτησα. Θα μπορούσα να της φωνάξω σαν παιδί στην παραμάνα του: «Κάνε κάτι να ξεγίνει!». Όμως είχε αποτραβηχτεί σαν το Φίδι του Οίκου που μόλις ακούσει βήματα χώνεται στην τρύπα του. Τα μάτια της ήταν σαν μαύρος όνυχας. Ανήκε στον πανάρχαιο λαό της Ακτής κι ήξερε μάγια και τη λαλιά των νεκρών στον οίκο του σκότους. Ήξερα ποιόν υπηρετούσε κι αυτός δεν ήμουν εγώ. Εκεί που βρίσκονται οι νεκροί, η Μητέρα δεν είναι μακριά.

Κανένας άντρας δεν λέει ψέματα όταν ακούν οι Κόρες της Νύχτας. «Πάντα με φοβόταν», είπα. «Όταν πρωτόρθα σ’ αυτόν, ένδοξος νικητής απ’ τον Ισθμό, προσπάθησε να με σκοτώσει από φόβο».

Κούνησε το κεφάλι της. Ήταν αλήθεια ότι μάθαινε όλα τα νέα.

«Όμως, όταν έμαθε πως ήμουν γιος του, κάναμε κι οι δυο αυτό που ήταν το σωστό. Πολέμησα του πολέμους του· με τίμησε. Φάνηκε πως αγαπιόμαστε σαν πατέρας και γιος. Νά, εδώ καθόμαστε τα βράδια —μας είχες δει— και μιλούσαμε δίπλα στη φωτιά».

Στράφηκα προς το κρεβάτι. Το αίμα είχε σταματήσει να κυλάει· όμως ήταν ακόμα νωπό πάνω στο μάγουλό του.

«Αν ήθελα το κακό του, θα τον είχα σώσει στο πεδίο της μάχης; Χωρίς την ασπίδα μου η λόγχη θα τον είχε περάσει πέρα για πέρα στο Σούνιο. Κι όμως ακόμα με φοβόταν. Δεν πήγα στην Κρήτη; Κι όμως ένιωθα ακόμα το φόβο του να με περιμένει. Κι αυτή τη φορά μπορεί να είχε δίκιο. Με πρόδωσε όταν του ζήτησα να στείλει τα πλοία. Όταν θα γύριζα θα ’πρεπε να μου δώσει εξηγήσεις. Στη θέση του, θα είχα πεθάνει απ’ την ντροπή μου».

Μόλις άκουσα τί είχα πει, τρόμαξα απ’ τα ίδια μου τα λόγια. Ήταν άπρεπο να τα ξεστομίσω μπροστά στο κουφάρι του· κι οι Κόρες της Νύχτας τ’ ακούν αυτά. Κάτι κρύο άγγιξε το χέρι μου. Ένιωσα τη σάρκα μου να ριγά, σαν να ξεκολλούσε απ’ τα κόκαλά μου· όμως ήταν μόνο η μουσούδα του κυνηγόσκυλου, που την είχε ακουμπήσει στην παλάμη μου. Το σώμα του ακούμπησε μ’ εμπιστοσύνη στο μηρό μου· η ζέστα του με ανακούφισε.

«Όταν ήρθε η ώρα να δείξω τα πανιά μου, προσευχήθηκα στον Ποσειδώνα για ένα σημάδι. Ήθελα να του στείλω ένα μήνυμα, πριν μάθει για τον ερχομό μου· κάτι που θα ήταν απόδειξη ότι ερχόμουν ειρηνικά, ότι δεν του κρατούσα κακία που με πρόδωσε, ότι θα περίμενα με υπομονή να έρθει η ώρα μου να βασιλέψω. Προσευχήθηκα· κι ο θεός μου ’στειλε το σημάδι που του ζήτησα».

Οι Φύλακες των Νεκρών δέχτηκαν τα λόγια μου μέσα στη σιωπή τους. Τα λόγια δεν ξεπλένουν το αίμα. Η μέρα της τιμωρίας θα ερχόταν. Ωστόσο θα ’θελα να του έχω μιλήσει σαν άντρας προς άντρα. Αυτό που φοβόμουν πως θα έκανε απ’ το φόβο του, το είχε κάνει απ’ τη θλίψη του. Κάτω απ’ όλη του την πονηριά, υπήρχε καλοσύνη. Αλλά και πάλι, ήταν έτσι; Ήταν ο βασιλιάς. Όση θλίψη κι αν ένιωθε, έπρεπε να είχε ορίσει ένα διάδοχο και να του παραδώσει το βασίλειο, όχι ν’ αφήσει χάος πίσω του. Το ήξερε καλά αυτό. Ίσως όμως να ήταν αλήθεια ότι τον είχε καλέσει ο θεός.

Κοίταξα τη Μυκάλη και είδα μόνο μια γριά δούλα του λαού της Ακτής και λυπήθηκα που είχα πει τόσο πολλά.

Πήγε κουτσαίνοντας κοντά στο νεκρικό κρεβάτι και σκούπισε το πρόσωπο του πατέρα μου μ’ ένα πανί που είχαν αφήσει οι γυναίκες. Μετά, γύρισε την παλάμη του προς τα πάνω —με δυσκολία γιατί το σώμα είχε αρχίσει να παγώνει— και την κοίταξε. Την ακούμπησε πάλι κάτω και πήρε τη δική μου. Το χέρι της μου φάνηκε παγωμένο απ’ την επαφή του με το νεκρό. Το σκυλί μπήκε ανάμεσά μας κλαψουρίζοντας ανήσυχο. Το μάλωσε να φύγει και τίναξε το φόρεμά της.

«Ναι, ναι, στ’ αλήθεια μια μοίρα πολύ δυνατή γι’ αυτόν». Μια φλόγα που ξεψυχούσε τρεμόπαιξε στα τσιμπλιασμένα μάτια της. «Ακολούθησε το πεπρωμένο σου, αλλά μην προσπαθήσεις να πας πέρ’ απ’ αυτό. Το παραπέρα οδηγεί σε σκοτεινά μέρη. Η αλήθεια και ο θάνατος έρχονται απ’ το βορρά μ’ ένα αστέρι που πέφτει…». Σταύρωσε τα μπράτσα της κι άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε και η φωνή της έμοιαζε σαν θρήνος για το νεκρό. Μετά ίσιωσε το κορμί της και φώναξε δυνατά: «Μην ελευθερώσεις τον ταύρο απ’ τη θάλασσα!»

Περίμενα, αλλά δεν έγινε τίποτ’ άλλο. Τα μάτια της είχαν ξαναπάρει την άδεια έκφραση μιας γριάς που τα έχει μισοχαμένα. Έκανα ένα βήμα προς τη μεριά της, αλλά μετά συλλογίστηκα: «Τί νόημα θα έχει; Έτσι κι αλλιώς, δεν θα βγάλω άκρη».

Στράφηκα να φύγω. Και τότε άκουσα το γρύλισμα. Ήταν ο σκύλος, με τα δόντια του γυμνά, την ουρά του να χτυπάει νευρικά την κοιλιά του και τις τρίχες του ορθωμένες. Ακούστηκε ένα σύρσιμο ποδιών, σαν ξερά φύλλα που τρίβονται στο χώμα και η γριά εξαφανίστηκε.

Οι ευγενείς περίμεναν. Βγήκα και γω, με τη μουσούδα του σκύλου κολλημένη στα πόδια μου. Ήταν με το μέρος μου· και δεν τον έδιωξα.


Mary Renault. 1991. Ο ταύρος από τη θάλασσα. Μετ. Ρένα Καρακατσάνη. Αθήνα: Κάκτος. Τίτλος πρωτοτύπου: The Bull from the Sea (New York, NY: Pantheon Books, 1962).