Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Mary Renault

Ο βασιλιάς πρέπει να πεθάνει

Μετάφραση: Ρένα Καρακατσάνη

(αποσπάσματα)


ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

Κρήτη


4

[...]

Από την ώρα που άναβαν τα λυχνάρια, ο καθένας αποκτούσε τη μυστική ζωή του. Όμως μέσα στην Αυλή του Ταύρου ήμαστε σύντροφοι, άντρες και κορίτσια μέτοχοι σ’ ένα μυστήριο και τεχνίτες δεμένοι με την τέχνη τους· πολύ συχνά δεν ήμαστε παρά χέρια που απομάκρυναν το θάνατο ο ένας απ’ τον άλλον και τίποτ’ άλλο. Ωστόσο ήμαστε νέοι και φτιαγμένοι απ’ το ίδιο υλικό όπως κι όλα τα άλλα πλάσματα που η Μητέρα Δηώ γεννάει στο φως. Πάντα γύρω μας ήταν τυλιγμένη μια σφιχτή χορδή που ποτέ δεν έσπαγε, αλλά και ποτέ δε χαλάρωνε· κι όταν την άγγιζες απαλά, ακόμα κι αν ανάσαινες πάνω της, γέμιζε τον αέρα με τον μυστικό της ήχο. Πολλές φορές, αφού είχα βρεθεί με κάποια Κρητικιά αρχόντισσα, όλο φραμπαλάδες και φουρκέτες κι αρώματα και κατσαρωμένα μαλλιά, που με δυσκολία έφτανες στο κρεβάτι της ανάμεσα σε βαζάκια με καλλυντικά και καθρέφτες και τραπεζάκια με βούρτσες και μυρωδικά, αποκοιμιόμουν μετά στο αχυρένιο στρώμα μου στην Αυλή του Ταύρου και στα όνειρά μου αγκάλιαζα μια μέση λεπτή σαν πράσινης ιτιάς ή πάλευα ερωτικά με δυνατά λεπτά μέλη, γυμνά και δροσερά, με χρυσαφένια βραχιόλια.

Ποτέ δεν πήρε σάρκα και οστά αυτό το όνειρο στην Αυλή του Ταύρου για μένα. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Αυλή του Ταύρου ήταν πια παρελθόν και είχε πάψει να υπάρχει, ξανασυνάντησα ένα τέτοιο κορίτσι και το ’κανα δικό μου. Μόνο όταν είχα πάψει πια να την αναζητώ, τη βρήκα καβάλα σ’ άλογο χωρίς σέλα, με σκυθικές περισκελίδες, ανάμεσα σε λόγχες. Αν και πιο ψηλή απ’ τα κορίτσια της Αυλής του Ταύρου, ωστόσο ήταν λεπτοκόκαλη κι ελαφριά. Δυο φορές τη μετέφερα στην αγκαλιά μου, απομακρύνοντάς την απ’ το πεδίο της μάχης. Ακόμα και τη δεύτερη φορά, παρόλο που οι νεκροί ζυγίζουν πιο βαριά απ’ τους ζωντανούς, ήταν ελαφριά σαν πούπουλο.

Την είχα δει να κρατάει μόνη της μια λεοπάρδαλη με τη λόγχη της. Όμως εμένα δε μ’ έβλαψε ποτέ, έπειτα από κείνη την πρώτη πληγή με το ακόντιο, όταν την πρωτοπήρα· με χαρά φέρνω πάνω στο κορμί μου ακόμα εκείνη την ουλή, μια και είναι το μόνο που μου απέμεινε απ’ αυτήν. Άλλη μια φορά μόνο με πλήγωσε, στην ψυχή αυτή τη φορά, όταν μου χάρισε ένα γιο δυο μέτρα και τρεις πόντους ψηλό. Όμως η Παρθένα Θεά, που την είχε υπηρετήσει με τα όπλα της και οι υποχθόνιοι θεοί στάθηκαν καλοί μαζί της· πριν μπορέσει να δει το τέλος, της σφάλισαν τα μάτια με σκοτάδι.

Όμως όλ’ αυτά δεν τα είχε υφάνει ακόμα η ρόκα της μοίρας. Αν τα ’ξερα, μπορεί κάποια μέρα ο ταύρος να αποδεικνυόταν πιο σβέλτος από μένα. Αλλά πάλι μπορεί και όχι. Γιατί ο δικός σου ταύρος θα σε πετύχει πάντα, γεννιέται γνωρίζοντας τ’ όνομά σου. Έτσι λέγαμε όλοι στην Αυλή του Ταύρου.

Όταν τελειώσαμε τα προκαταρκτικά μαθήματα, μπορούσαμε να κάνουμε τούμπες και κανονικό ή ανάποδο άλμα και μερικοί από μας μπορούσαμε να τρέξουμε μέχρι τον «ίππο» και να βρεθούμε πάνω του ανάποδα, στηριγμένοι στα χέρια μας. Ο Ίρος κι εγώ το πετυχαίναμε κάθε φορά. Η Χρύσα αρκετά συχνά και, μερικές φορές, ακόμα κι η Νεφέλη. Ο Κορίνθιος την είχε κρίνει σωστά. Οι κλάψες της ήταν μια παράσταση που έδινε για τους άντρες· είχε καταφέρει να ξεγελάσει ακόμα και τον εαυτό της, αλλά, όταν ανακάλυψε πως αυτό το κόλπο δεν έπιανε στην Αυλή του Ταύρου, έγινε το πιο σκληρό καρύδι της ομάδας. Όσο για την Ελίκη, ο εκπαιδευτής είδε αμέσως ότι τα ήξερε όλα και την έστειλε να προπονείται με τους άλτες στον ξύλινο ταύρο.

Από οποιοδήποτε σημείο της Αυλής του Ταύρου μπορούσες να δεις τον Ταύρο του Δαιδάλου. Τον είχαν ονομάσει έτσι από τον πρώτο κατασκευαστή του, έστω κι αν από τότε όλα του τα μέρη είχαν αντικατασταθεί καμιά ντουζίνα φορές, με εξαίρεση τα μπρούτζινα κέρατά του που είχαν λειανθεί από αμέτρητες λαβές. Όλοι έλεγαν πως τα κέρατα ήταν φτιαγμένα απ’ τον ίδιο το Δαίδαλο. Μέσα στο κούφιο του σώμα, ανάμεσα στους ώμους υπήρχε ένα κάθισμα όπου ο βοηθός του εκπαιδευτή καθόταν και χειριζόταν τους μοχλούς που έκαναν το κεφάλι να κινείται πέρα δώθε ή να τινάζεται. Αποφεύγαμε τα κέρατα με χορευτικά βήματα, ενώ ο Άκτορας φώναζε: «Όχι, όχι, πρέπει να κάνετε σαν να ήταν εραστής σας! Τον προκαλείτε, του ξεγλιστράτε, τον κάνετε να χύσει ιδρώτα για να σας αποκτήσει· είναι μια σχέση ερωτική κι όλος ο κόσμος την ξέρει». Τους νέους τους κανοναρχούσε περισσότερο μ’ αυτά τα λόγια παρά τα κορίτσια· εδώ ήταν Κρήτη.

Κάθε μέρα, εκείνες τις πρώτες βδομάδες, περίμενα να στείλει ο Αστερίωνας να με ζητήσει και να με τιμωρήσει. Όμως δεν ήρθε ποτέ και είχα τη μεταχείριση που είχαν όλοι οι άλλοι.

Μετά το χορό, ακολουθούσαν τα άλματα στην πλάτη του ταύρου. Εδώ, στον ξύλινο ταύρο ήταν απλώς μια μίμηση, μια σκιά αυτού που συμβαίνει με τον πραγματικό ταύρο και λίγοι από μας θα το πετυχαίναμε. Καμιά ομάδα δεν είχε πολλούς άλτες· μερικές είχαν μόνο έναν· αυτοί όμως ήταν οι πραγματικοί πρίγκιπες της Αυλής του Ταύρου. Στο πρώτο μας μάθημα ο Άκτορας έστειλε να φωνάξουν τον Κορίνθιο. Πλησίασε με νωθρό βήμα, αστραφτοκοπώντας και κουδουνίζοντας κι έδωσε σε κάποιον να κρατάει ένα χαλαρό βραχιόλι που φορούσε στον καρπό του. Μετά έτρεξε στα κατεβασμένα κέρατα και καθώς το κεφάλι του ταύρου τιναζόταν προς τα πίσω τρίζοντας, πήδηξε στην πλάτη του στηριγμένος στα χέρια του. Μετά αφέθηκε να γείρει προς τα πίσω, ενώ το σώμα του έμοιαζε ακόμα να πετάει, μέχρι που τα δάχτυλα των ποδιών του ακούμπησαν την πλάτη του ταύρου. Και μετά πήδηξε ανάλαφρα σαν γαζέλα· κι ο Άκτορας μας έδειξε πώς, αυτός που θα τον έπιανε, θα τον στήριζε, όταν θα προσγειωνόταν στο έδαφος.

Αυτό είναι το άλμα στον ταύρο. Όμως κάθε μεγάλος άλτης είχε και τα δικά του κόλπα· απ’ αυτά γινόταν γνωστός. Τα ονόματά τους, αγοριών και κοριτσιών, (γιατί υπήρχαν και κορίτσια ανάμεσα στους ξακουστούς), τα θυμόταν ο κόσμος για πολλές γενιές αργότερα. Οι γέροι κορόιδευαν τους τωρινούς χορευτές, λέγοντας ότι, αν δεν είχες δει τον τάδε και το δείνα πριν πενήντα χρόνια, δεν είχες ζήσει πραγματικά. Τέτοιος ήταν κι ο Κορίνθιος. Έλεγαν ότι είχε μάθει πώς να κάνει τον ταύρο να τον τινάζει ψηλά ή χαμηλά· στα ψηλά τινάγματα έκανε μισή τούμπα στον αέρα και προσγειωνόταν με τα χέρια στην πλάτη του ταύρου, κάνοντας ανάποδο άλμα για να βρεθεί στα χέρια αυτού που τον έπιανε.

Ο άλτης αποτελεί τη δόξα της ομάδας, αλλά η ζωή του εξαρτάται απ’ αυτόν που τον πιάνει· η ζωή του καθενός σε μια ομάδα εξαρτάται απ’ όλους τους υπόλοιπους. Δεν υπήρχαν δειλοί στην Αυλή του Ταύρου ή τουλάχιστον δεν υπήρχαν για πολύ. Μόλις οι άλλοι καταλάβαιναν ότι στη δύσκολη ώρα θα τα θαλάσσωνες, φρόντιζαν να μη ζήσεις για να το κάνεις. Στην αρένα του ταύρου αυτό είν’ εύκολο. Ακόμα, δε σε συνέφερε να κάνεις εχθρούς. Έστω κι ένας μπορούσε να είναι αρκετός.

Πάνω στον Ταύρο του Δαιδάλου μαθαίναμε πώς οι ταυροκαθάπτες μπορούν να σώσουν τον εαυτό τους και τους άλλους: πώς να τυλίγεις τα πόδια και τα χέρια σου γύρω απ’ τα κέρατα του ταύρου, ώστε να μην μπορεί να σε ξεκοιλιάσει· πώς ν’ αρπάζεις τα κέρατα από μπροστά, από πίσω και απ’ τα πλάγια, όταν πηδάς επάνω του κι όταν ξεφεύγεις· πώς να τον μπερδεύεις, σκεπάζοντας τα μάτια του. Δεν επιτρέπεται να του κάνεις κακό, ακόμα κι αν πρόκειται να σώσεις τη ζωή σου· είναι η κατοικία του θεού.

Στην αρχή δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα ήταν δυνατόν να κάνεις όλ’ αυτά τα πράγματα μ’ ένα ζωντανό ταύρο. Όμως, στην Κρήτη τους εκτρέφουν για το Χορό του Ταύρου πάνω από χίλια χρόνια τώρα. Είναι υπέροχα ζώα· ρωμαλέα και με μεγάλα θεϊκά κεφάλια· όμως είναι βραδυκίνητα κι όχι πολύ έξυπνα. Εκείνοι που ήταν ζωηροί και ενεργητικοί, σαν τους ταύρους στην πατρίδα μου, και θα σκότωναν πριν προλάβουν να προσφέρουν θέαμα, θυσιάζονταν. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι ταύροι της Κρήτης είναι ταύροι ό,τι και να λέμε· ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος γι’ αυτούς. Όταν αρχίζουν να βοηθούν τους ταυροκαθάπτες και μοιάζουν να ξέρουν πια το χορό το ίδιο καλά μ’ αυτούς, τότε είναι ώρα να είσαι προσεκτικός.

Το δεύτερο μήνα της εκπαίδευσής μας, είδαμε το Χορό του Ταύρου για πρώτη φορά.

Είχαμε θελήσει και πιο πριν να πάμε, αλλά ο Άκτορας το είχε απαγορεύσει. Έλεγε πως αν τον έβλεπαν οι αρχάριοι πριν ακόμα αποκτήσουν κάποια επιδεξιότητα, απελπίζονταν κι έχαναν το κουράγιο τους.

Η αρένα βρισκόταν στην πεδιάδα ανατολικά του Ανακτόρου. Ήταν φτιαγμένη από ξύλο, γιατί στην Κρήτη υπάρχει άφθονη ξυλεία. Οι ταυροκαθάπτες είχαν το δικό τους θεωρείο, ακριβώς πάνω απ’ την πόρτα απ’ όπου έβγαιναν οι χορευτές και απέναντι από την πύλη του ταύρου. Ήταν απέναντι κι απ’ το θεωρείο του βασιλιά, αλλά όπως έλεγε ο κόσμος πήγαινε πολύς καιρός από τότε που ο Μίνωας είχε παρακολουθήσει για τελευταία φορά το Χορό του Ταύρου. Ο αρχιερέας του Ποσειδώνα καθαγίαζε τον ταύρο. Όλη την υπόλοιπη ιεροτελεστία την τελούσε η Επίγεια Θεά.

Στις τιμητικές θέσεις της αρένας υπήρχε ένα επιχρυσωμένο ιερό, που στηριζόταν σε πορφυρές κολόνες κι η στέγη του στολιζόταν με τα ιερά κέρατα. Κι απ’ τις δυο πλευρές του υπήρχαν καθίσματα για τις ιέρειες και γύρω γύρω κάθονταν οι αρχόντισσες του ανακτόρου. Την ώρα που καθίσαμε στις θέσεις μας, εκείνες έμπαιναν με τα φορεία τους κι οι σκλάβοι τους άπλωναν υφάσματα και μαξιλάρια για να καθίσουν και τους έδιναν τα ριπίδια τους. Οι φιλενάδες χαιρετιούνταν μεταξύ τους, φιλιούνταν και φώναζαν τους σκλάβους να μετακινήσουν τις θέσεις τους για να καθίσουν κοντά κοντά· πολύ σύντομα η αρένα έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο δέντρο με απλωμένα κλαδιά που πάνω του είχε καθίσει ένα σμάρι πουλιά, που γουργούριζαν, τιτίβιζαν κι έστρωναν τα φτερά τους. Οι μικρόσωμοι μελαχρινοί Κρητικοί γέμιζαν τις επάνω κερκίδες σαν πυκνά φυλλώματα.

Κέρατα ήχησαν, μια πόρτα πίσω απ’ το ιερό άνοιξε. Κι εμφανίστηκε εκείνη· ακόμα θυμάμαι το σχήμα του κορμιού της· ήταν σαν κρίνος του αγρού, στητή και μικροσκοπική, με στρογγυλά στήθη και μηρούς και μια μέση τόσο λεπτή που θα μπορούσες να την τσακίσεις ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Όμως τώρα έμοιαζε με άκαμπτο χρυσό άγαλμα· το μόνο που μπορούσες να διακρίνεις ήταν το πορφυρό χρώμα του φουστανιού της, όταν ανέμιζαν οι πτυχές του. Το πανύψηλο διάδημά της είχε στην κορφή του μια χρυσή λεοπάρδαλη. Αν δεν είχε κινηθεί θα την έπαιρνες για κομψοτέχνημα βγαλμένο απ’ τα χέρια μεγάλου τεχνίτη.

Όλοι οι άντρες στέκονταν όρθιοι με τη γροθιά στο στήθος τους· οι γυναίκες άγγιζαν τα μέτωπά τους. Κάθισε στον ψηλό της θρόνο. Άρπες και αυλοί έπαιζαν μουσική.

Οι ταυροκαθάπτες βγήκαν από την πόρτα που ήταν από κάτω μας. Προχωρούσαν αργά, αλλά ανάλαφρα δυο δυο, αγόρι με κορίτσι, μ’ ένα επιβλητικό χορευτικό βήμα. Οι καλοχτενισμένες μπούκλες τους χοροπηδούσαν πάνω στους απαλούς τους ώμους, ενώ τα κοσμήματά τους γύρω απ’ το λαιμό και τα μπράτσα τους αντανακλούσαν το φως· τα νεανικά στήθη των κοριτσιών και τα σφιχτά μεριά τους μέσ’ απ’ το μικροσκοπικό περίζωμά τους σάλευαν όλο χάρη καθώς χόρευαν. Είχαν όλοι δεμένους τους καρπούς τους με λωρίδες ύφασμα για να ενισχύουν τις λαβές τους· στα πόδια φορούσαν μπότες από μαλακό δέρμα που έδεναν μέχρι ψηλά στις γάμπες. Στο πρώτο ζευγάρι ήταν ο Κορίνθιος, χαρωπός σαν πουλί.

Έκαναν το γύρω της αρένας και μπροστά στο ιερό παρατάχτηκαν σε μια σειρά, με τον Κορίνθιο στο μέσον. Στάθηκαν για λίγο εκεί κάνοντας τη χειρονομία του σεβασμού και πρόφεραν μια φράση σε αρχαία κρητικά. Σκούντησα απαλά τη χορεύτρια που καθόταν μπροστά μου και τη ρώτησα, «Τί λένε;» Ήταν μια μαύρη απ’ τη Λιβύη και δεν ήξερε πολύ καλά ελληνικά. Είπε αργά και κομπιάζοντας στην κάθε λέξη: «Χαίρε Θεά! Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούμε. Δέξου την προσφορά».

«Είσαι βέβαιη;» ρώτησα, γιατί τα λόγια με είχαν σοκάρει. «Κατάλαβες καλά;» Κούνησε το κεφάλι της που είχε γαλάζιες και χρυσές χάντρες πλεγμένες μέσα στα πυκνά μαύρα μαλλιά της, τόσο κοντά στο κρανίο που νόμιζες πως ήταν ραμμένες πάνω του. Μετά επανέλαβε τη φράση.

Δεν απάντησα, αλλά κούνησα το κεφάλι μου σκεφτικός. «Στ’ αλήθεια αυτοί οι Κρητικοί, παρά τα εντυπωσιακά τους έργα, δεν ξέρουν τί τους γίνεται. Αυτή η κυρά μπορεί να είναι η μεγαλύτερη ιέρεια του κόσμου, από την πιο αριστοκρατική γενιά, η πλησιέστερη στη Θεά. Όμως είναι γυναίκα. Δε μ’ ενδιαφέρει κι αν το αρνηθούν δέκα χιλιάδες Κρητικοί. Είναι γυναίκα όσο είμαι και γω άντρας. Το ξέρω

Γύρισα το βλέμμα μου κατά το ιερό. Είχε καθίσει πάλι και για μια ακόμα φορά ήταν ακίνητη σαν χρυσελεφάντινο άγαλμα. «Τί να της επιφυλάσσει άραγε η μοίρα;» σκεφτόμουν. «Έχει κάνει εκείνο που οι αθάνατοι θεοί δεν επιτρέπουν σε κανέναν άνθρωπο να κάνει. Ούτε η νιότη της θα τους κάνει να τη συγχωρήσουν, δεν το συνηθίζουν. Όμως ποιός μπορεί να τη σώσει; Βρίσκεται πολύ ψηλά για να τη φτάσει κανείς.»

Οι ταυροκαθάπτες είχαν γυρίσει κι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω στην αρένα. Μια σάλπιγγα ήχησε. Στον τοίχο απέναντί μας, η μεγάλη πύλη του ταύρου άνοιξε κι ο ταύρος βγήκε.

Ήταν ένα βασιλικό ζώο, λευκό με καφετιές πιτσιλιές· ο κορμός του ήταν χοντρός, τα πόδια του κοντά, το μέτωπό του φαρδύ και όπως όλοι της ράτσας του, με πολύ μακριά κέρατα. Καμπύλωναν προς τα πάνω και προς τα μπρος και μετά χαμήλωναν λίγο και ξαναϋψώνονταν στις μύτες. Ήταν βαμμένα κατά το μήκος με κόκκινες και χρυσές ρίγες.

Ο Κορίνθιος τον αντιμετώπισε με την πλάτη του σε μας. Τον είδα να σηκώνει το χέρι του σε χαιρετισμό· μια ευγενική χειρονομία, όλο χάρη και ανδρεία. Και τότε οι ταυροκαθάπτες άρχισαν να κινούνται γύρω απ’ τον ταύρο σε κύκλο, όπως κάνουν τ’ αστέρια γύρω απ’ τη γη· στην αρχή αρκετά μακριά του, αλλά όλο και πλησιάζοντας. Στην αρχή δεν τους έδωσε και πολλή σημασία· όμως έβλεπες το μεγάλο γουρλωτό του μάτι να τους ακολουθεί. Κούνησε την ουρά του και τα πόδια του άρχισαν να κάνουν νευρικές κινήσεις.

Η μουσική γινόταν όλο και πιο γρήγορη· οι χορευτές πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Φτεροκοπούσαν γύρω του σαν σμάρι χελιδόνια όλο και πιο κοντά του. Έσκυψε το κεφάλι του και το μπροστινό του πόδι άρχισε να ξύνει το χώμα. Εκεί έβλεπες πόσο κουτός ήταν. Ο ταύρος στην Τροιζήνα θα είχε βάλει σημάδι έναν απ’ όλους και θα είχε χιμήξει πάνω του τρέχοντας. Τούτος εδώ, καθώς ένας ένας οι χορευτές περνούσαν σαν να πετούν μπροστά απ’ το κεφάλι του, τους κοίταζε, ετοιμαζόταν αδέξια να επιτεθεί ξύνοντας νωθρά με το πόδι του τη γη και μετά έλεγε μέσα του: «Δεν προλαβαίνω», σαν χαζός, και μετά φτου κι απ’ την αρχή. Τώρα οι χορευτές επιβράδυναν το ρυθμό τους κι άρχισαν να παίζουν μαζί του. Ο ένας μετά τον άλλον στέκονταν για λίγο ακίνητοι μπροστά του μέχρι να τραβήξουν την προσοχή του και μετά πηδούσαν στα πλάγια και τον άφηναν για τον επόμενο. Όσο πιο τολμηροί γίνονται οι χορευτές, όσο πιο πολύ τον κουράζουν, τόσο πιο κερδισμένοι βγαίνουν στο τέλος. Είναι πιο δυνατός απ’ όλους· όμως είναι ένας κι αυτοί είναι δεκατέσσερις. Μπορεί να κουραστεί πρώτος, αν τον παιδέψουν αρκετά.

Συνέχισαν έτσι μέχρι που φάνηκε να χάνει το κέφι του σαν να σκεφτόταν: «Στο κάτω κάτω μήπως πληρώνομαι;» Και τότε ο Κορίνθιος έτρεξε και στάθηκε μπροστά του σηκώνοντας και τα δυο του χέρια· κι οι κύκλοι γύρω απ’ τον ταύρο σταμάτησαν. Έτρεξε ανάλαφρα στο μουτρωμένο ταύρο. Ήταν το άλμα που είχα δει συχνά στην Αυλή του Ταύρου. Όμως εκεί δεν ήταν παρά η σκιά αυτού που αντίκριζα τώρα· τώρα χόρευε με ζωντανό ταύρο. Άρπαξε τα κέρατα και τινάχτηκε ανάμεσά τους, ακολουθώντας την κίνηση του ταύρου· μετά πέταξε στον αέρα. Το ζώο ήταν πολύ ηλίθιο για να κάνει πίσω και να τον περιμένει. Συνέχισε να προχωρεί ακόμα κι όταν τον έχασε απ’ τα μάτια του. Ο Κορίνθιος έκανε μια στροφή στον αέρα, με μια καμπύλη όλη χάρη σαν λυγισμένου τόξου και τα λεπτά του πόδια ακούμπησαν στη φαρδιά πλάτη του ταύρου ταυτόχρονα· μετά ξανατινάχτηκε, λες και δεν πήδαγε, αλλά πετούσε πάνω απ’ τον ταύρο, σαν λιμπελούλα πάνω απ’ τις καλαμιές, ενώ ο ταύρος μετατοπιζόταν από κάτω του. Και τότε κατέβηκε, με τα πόδια του ακόμα ενωμένα, κι άγγιξε ελαφρά τα χέρια του ταυροκαθάπτη που περίμενε να τον πιάσει με τα δικά του, σαν μια ευγενική χειρονομία· δεν χρειαζόταν να στηριχτεί. Κι απομακρύνθηκε χορεύοντας. Απ’ το δέντρο με τα πλουμιστά πουλιά ακούστηκαν χαρούμενα τιτιβίσματα και γουργουρητά κι απ’ τους άντρες κραυγές ενθουσιασμού. Όσο για μένα, τέντωσα κρυφά το δεξί μου χέρι κατά τη γη και ψιθύρισα χωρίς ν’ ακουστώ μέσα στην οχλοβοή: «Πατέρα Ποσειδώνα! Κάνε με άλτη!»

Οι χορευτές άρχισαν πάλι να διαγράφουν κύκλους. Ένα κορίτσι στάθηκε στ’ ακροδάχτυλά του με τα χέρια σηκωμένα και τις παλάμες ανοιχτές· ήταν απ’ την Αραβία, μ’ επιδερμίδα στο χρώμα του σκούρου μελιού, με μακριά μαύρα μαλλιά. Ήταν ολόισια σαν λόγχη, με την κορμοστασιά των γυναικών που είναι μαθημένες να κουβαλούν φορτία στο κεφάλι τους. Μεγάλοι χρυσοί δίσκοι κρέμονταν απ’ τ’ αυτιά της αντανακλώντας το φως του ήλιου. Μερικές φορές στην Αυλή του Ταύρου είχα δει τα κατάλευκα δόντια της ν’ αστράφτουν. Ήταν ένα κορίτσι υπεροπτικό που κορόιδευε συχνά τους άλλους, όμως τώρα ήταν σοβαρή και περήφανη.

Άρπαξε τα κέρατα και προσπάθησε να τιναχτεί· ίσως όμως το ηλίθιο μυαλό του ταύρου να είχε πάρει μερικές στροφές ή μπορεί η ισορροπία της να μην ήταν τόσο καλή όσο του Κορίνθιου. Αντί να τινάξει προς τα πάνω το κεφάλι του, το κούνησε δεξιά αριστερά.

Το κορίτσι έπεσε πάνω στο μέτωπό του. Ωστόσο με κάποιο τρόπο κατάφερε να κρατάει ακόμα τα κέρατα. Κρεμόταν από πάνω τους σαν μαϊμού καβάλα στη μουσούδα του, με τα πόδια της δεμένα κάτω απ’ το προγούλι του. Ο ταύρος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω τινάζοντας το κεφάλι του. Άκουσα ένα μπάσο μουρμουρητό απ’ τις θέσεις των αντρών κι απ’ τις γυναίκες ένα οξύ λαχανιασμένο τερέτισμα. Κοίταξα προς το ιερό. Όμως η χρυσή θεά καθόταν ακίνητη και το βαμμένο πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο.

Οι χορευτές έτρεχαν γύρω του χτυπώντας τα χέρια τους και κροταλίζοντας τα δάχτυλά τους, για να τον μπερδέψουν. Ωστόσο μου φάνηκε περισσότερο σαν προσποίηση κι ότι θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα. Χτυπούσα τις γροθιές μου σαν σφυριά μουρμουρίζοντας: «Πιο κοντά! Πιο κοντά!» Μέχρι που ο νεαρός που καθόταν δίπλα μου είπε: «Κοντά τα χέρια σου, Έλληνα»· τόση ώρα χτυπούσα το γόνατό του αντί το δικό μου. «Θα τη σκοτώσει!» είπα. «Θα πάει στο φράχτη και θα τη λιώσει!»

«Ναι», μουρμούρισε ο νεαρός. «Δεν πρόκειται να τη σώσουν. Ήταν αυθάδης κι έχει κάνει πολλούς εχθρούς».

Ο ταύρος προσπαθούσε να βρει το φράχτη, αλλά τα μακριά μαλλιά του κοριτσιού έπεφταν στα μάτια του κι εκείνη κουνούσε συνεχώς τους ώμους της για να τον τυφλώνει. «Δεν μπορεί να τη σώσει ο Κορίνθιος;» ρώτησα με κομμένη ανάσα.

«Δεν είναι δουλειά του άλτη», απάντησε γέρνοντας μπροστά στο κάθισμά του. «Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Δεν έχει ξαναδουλέψει μ’ αυτή την ομάδα».

Ενώ μιλούσε ακόμα, ο Κορίνθιος έκανε ένα πήδημα μπροστά. Πλησίασε τρέχοντας τον ταύρο απ’ την αριστερή μεριά, άρπαξε το κέρατο και κρεμάστηκε πάνω του. Το κορίτσι, που οι δυνάμεις του είχαν εξαντληθεί αφέθηκε να γλιστρήσει στο χώμα και μετά σηκώθηκε τρεκλίζοντας κι απομακρύνθηκε τρέχοντας.

Πριν πηδήξει, είχα δει τον Κορίνθιο να κοιτάζει βιαστικά γύρω του και να γνέφει. Ο νεαρός δίπλα μου είχε πεταχτεί όρθιος και φώναζε στη μητρική του γλώσσα, που νομίζω πως ήταν ροδίτικα· καταλάβαινα πως βλαστημούσε. Φώναζα κι εγώ. Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει τόσο πολύ όσο είχε ήδη αντέξει ο Κορίνθιος, αν δεν έρθει κάποιος ν’ αρπάξει το άλλο κέρατο. Σ’ αυτό είχε υπολογίσει· όμως δεν το ’κανε κανείς.

Τελικά έτρεξε ένας απ’ τους νεαρούς κι έκανε μια προσπάθεια ν’ αρπάξει το άλλο κέρατο. Όμως κατάλαβα ότι το ’κανε απλώς επειδή ντρεπόταν και δεν το ’κανε με την καρδιά του. Άργησε πολύ. Ο ταύρος τού ξέφυγε, γύρισε πλάγια το κεφάλι του και πέταξε από πάνω του τον Κορίνθιο με το πόδι του. Και τότε τον είδα να ξαναϋψώνεται στον αέρα — όμως τώρα πια δεν πετούσε. Ήταν καρφωμένος στο κέρατο που είχε διαπεράσει το πλευρό του λίγο πάνω απ’ τη ζώνη του. Δεν ξέρω αν φώναζε. Η οχλοβοή ήταν πολύ δυνατή, για ν’ ακούσω. Ο ταύρος τον πέταξε ψηλά κι έσκασε κάτω με μια μεγάλη τρύπα στο κορμί του. Τον τσαλαπάτησε με τις οπλές του κι απομακρύνθηκε. Η μουσική σταμάτησε. Οι χορευτές στέκονταν ακίνητοι. Ένας βαθύς στεναγμός κι ένα μουρμουρητό διέτρεξαν τις κερκίδες.

Χρησιμοποιούν ένα μικρό διπλό πέλεκυ, στο σχήμα του ιερού, για να λυτρώσουν τα θύματα. Όταν τον ύψωσαν πάνω απ’ το λαιμό του είδα το χέρι του να υψώνεται για μια στιγμή, σαν να ήθελε να το εμποδίσει· μετά η χειρονομία του άλλαξε σε χαιρετισμό και γύρισε το κεφάλι του για να διευκολύνει το χτύπημα. Ήταν κύριος και πέθανε σαν κύριος. Έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει σαν να ήμουν ερωτευμένος μαζί του. Και ήμουν, όμως όχι με τον τρόπο που το εννοούν στην Κρήτη. Κανείς δε μου έδωσε σημασία. Το να κλάψεις μια φορά θεωρείται γούρι στην Αυλή του Ταύρου. Επιπλέον, μια αρχόντισσα είχε πέσει κάτω τσιρίζοντας και είχε μαζευτεί ένα μικρό πλήθος γύρω της κάνοντάς της αέρα, δίνοντάς της να μυρίσει διάφορα αρώματα και προσπαθώντας να πιάσει το πιθηκάκι της.

Έδεσαν τον ταύρο και τον απομάκρυναν απ’ την αρένα. Ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να κουράζεται· ίσως δε θα ζούσε πολύ ακόμα. Οι χορευτές έβγαιναν ένας ένας απ’ την αρένα. Δίπλα μου ο Ρόδιος μονολογούσε. «Μα γιατί το έκανε; Γιατί; Δεν είχε κανένα λόγο». Και μετά από λίγο πρόσθεσε: «Φαντάζομαι ότι δέχτηκε το κάλεσμα. Θα πρέπει να είχε έρθει η ώρα του». Δε μίλησα. Τα δάκρυά μου είχαν στεγνώσει· είχα αρχίσει να σκέφτομαι.

Ο ιερέας του Ποσειδώνα είχε γεμίσει ένα ρηχό κύπελλο προσφοράς με το αίμα του Κορίνθιου και το έχυσε σαν σπονδή στο χώμα. Μετά προχώρησε, στάθηκε μπροστά στο ιερό κι έχυσε και το υπόλοιπο μέχρι που άδειασε το κύπελλο. Η επίγεια θεά σηκώθηκε και σήκωσε τα χέρια της με τις παλάμες προς τα πάνω στη χειρονομία που σημαίνει: «Η προσφορά έγινε δεκτή». Μετά βγήκε από τη μικρή πόρτα πίσω απ’ το ιερό. Θυμήθηκα τις μικρές ρόδινες πατούσες πάνω στα σκαλιά, το τρυφερό στήθος με την μπούκλα πάνω του. Ρίγησα.

Όταν ξαναγυρίσαμε στην Αυλή του Ταύρου, είπα στον Αμύντορα: «Μάζεψε τους Γερανούς».

Περίμενα δίπλα στον Ταύρο του Δαιδάλου. Κανείς δεν είχε όρεξη να παίξει μαζί του εκείνη τη στιγμή κι έτσι είχαμε το χώρο στη διάθεσή μας. Οι Γερανοί πλησίασαν. Είδα το Φορμίωνα κατάχλωμο, ενώ ο Αμύντορας έτρεμε ακόμα από θυμό. Από τα κορίτσια, η Χρύσα και τη Θήβη είχαν κλάψει. Τα μάτια της Νεφέλης ήταν στεγνά. Η Ελίκη είχε κλειστεί στη σιωπή της και δε μιλούσε σε κανένα. «Λοιπόν», είπα, «τώρα είδαμε το Χορό του Ταύρου».

Ο Αμύντορας ξέσπασε, βρίζοντας την ομάδα που είχε αφήσει τον Κορίνθιο να πεθάνει. Ήταν ευγενής και τους έβλεπε σαν φρουρά που είχε προδώσει τον κύριό της. Τον άφησα να ξεσπάσει· το κίνητρό του ήταν ευγενικό.

«Ναι», είπα τελικά. «Για σκέψου το όμως λιγάκι· δεν ήταν δικός τους· δεν του χρωστούσαν τίποτα· δεν είχαν δεθεί με όρκο μαζί του. Γιατί θα έπρεπε να τον αγαπούν περισσότερο απ’ την ίδια τους τη ζωή;»

Με κοίταξαν απορημένοι, πώς μπορούσαν να είμαι τόσο ψυχρός.

«Στο πλοίο», συνέχισα: «όταν σας ζήτησα να δεθούμε με όρκο το έκανα μόνο και μόνο για να κρατηθούμε ενωμένοι. Τότε είχα πλήρη άγνοια· όμως είμαι σίγουρος πως ο θεός με παρότρυνε να το κάνω, επειδή είμαι στα χέρια του. Καταλαβαίνετε όλοι τώρα γιατί πρέπει να είμαστε σαν οικογένεια;»

Κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά. Ήταν σαν μαλακό μέταλλο τώρα, έτοιμο να δουλευτούν. Είχα δίκιο που δεν το καθυστέρησα.

«Ο Κορίνθιος είναι νεκρός», είπα. «Όμως το ίδιο κι η ομάδα του. Παραδόθηκαν μόνοι τους στο θάνατο τη στιγμή ακριβώς που νόμιζαν πως κέρδιζαν λίγη ζωή ακόμα. Και το ξέρουν. Κοιτάξτε τους. Δεν είναι η ντροπή αυτό που τους βαραίνει τόσο. Είναι ο φόβος».

«Ναι», είπε ο Αμύντορας, «αυτό είν’ αλήθεια».

«Όταν αγαπάς υπερβολικά τη ζωή σου στην αρένα, τότε είναι που τη χάνεις. Τώρα είναι όλοι τους εμπορεύματα που κανείς δε θέλει ν’ αγοράσει. Δεν αξίζουν ούτε μια γρατζουνιά ούτε μια σταγόνα αίμα για κανέναν. Κι έχασαν τον αυτοσεβασμό τους. Αν κάποιος απ’ αυτούς είχε κάποιο φύλακα θεό, τώρα θ’ ακούει τα βήματά του ν’ απομακρύνονται. Κοιτάξτε τα πρόσωπά τους».

Όμως αντίθετα όλοι κοίταξαν το δικό μου, σαν να είχα τη δύναμη να κάνω τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι είναι. Με πίστευαν για σκληρό.

«Θα ανανεώσουμε τον όρκο μας», είπα, «έτσι που να γίνουν μάρτυρες κι οι θεοί αυτού του τόπου. Όμως τώρα ο όρκος μας θα γίνει πιο ισχυρός. “Η ζωή κάθε Γερανού θα μου είναι το ίδιο πολύτιμη με τη δική μου. Αυτό που θα ήθελα για μένα, αν κινδύνευα όπως αυτός, αυτό θα κάνω και γι’ αυτόν, ακριβώς το ίδιο ούτε μια τρίχα λιγότερο. Μάρτυρές μου η Στύγα και οι Θυγατέρες της Νύχτας κι ο Ταυροπρόσωπος Ποσειδώνας κάτω από την Κρήτη. Είθε να με καταστρέψουν τη μέρα που θα πατήσω τον όρκο μου”.»

Με κοίταξαν με διεσταλμένα μάτια. Η Χρύσα κι ο Αμύντορας έκαναν ένα βήμα μπρος βιαστικά για να επαναλάβουν τα λόγια πριν τα ξεχάσουν. Δεν είχαν καν κοιτάξει πίσω τους. Τους έγνεψα να περιμένουν· είχα δει τους άλλους. Δεν τους κατηγορούσα που δίσταζαν· ήταν όρκος ισχυρός και βαρύς.

«Τί συμβαίνει;» τους είπα. «Νομίζετε πως το κάνετε για μένα; Και γιατί να το κάνετε, αλήθεια; Είμαι βασιλιάς χωρίς δική μου στέγη, χωρίς ρούχα ή χρυσάφι ή οτιδήποτε άλλο για να προσφέρω πέρα απ’ την οποιαδήποτε αξία μου με τους ταύρους. Κάντε το για τον εαυτό σας. Δεν είμαστε παρά θνητοί. Θα υπάρξουν τσακωμοί ανάμεσά μας, ερωτικές αντιζηλίες, κι άλλα τέτοια. Αν ορκιστείτε πως δε θα υπάρξουν, μέσα σε μια βδομάδα θα έχετε γίνει επίορκοι. Όμως μπορούμε να ορκιστούμε τούτο, ότι δε θα τα μεταφέρουμε ποτέ στην αρένα. Εκεί πρέπει να είμαστε σαν μέλη του ίδιου σώματος, σαν να μοιραζόμαστε μια ζωή. Κι αυτό είν’ αλήθεια. Δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε ο ένας για τον άλλον περισσότερο απ’ όσο αμφιβάλλει το χέρι που κρατάει τη λόγχη για το χέρι που κρατάει την ασπίδα. Αυτό θέλω να ορκιστείτε».

Πλησίασαν μερικοί ακόμα. «Μη φοβάστε», είπα στους υπόλοιπους. «Θα περπατάτε πιο ανάλαφρα μετά, όταν δε θα μπορείτε πια να κάνετε πίσω. Πρόκειται για πραγματικό μυστήριο, πιστέψτε με. Το έμαθα από έναν ιερέα που είναι ταυτόχρονα και βασιλιάς».

Όταν ορκίστηκαν όλοι, έγινε σιωπή. Και τότε η χαζο-Πυλία έδειξε ξαφνιασμένη σαν να είχε πιει δυνατό κρασί. «Ναι, είν’ αλήθεια. Πραγματικά νιώθω καλύτερα». Γελάσαμε όλοι, περισσότερο με τη φάτσα της, παρά με οτιδήποτε άλλο. Όμως ανακαλύψαμε πως η ευθυμία μας κράτησε όλη εκείνη τη μέρα.


[...]


Η μέρα πέρασε. Όταν έπεσε η νύχτα, γλίστρησα απαρατήρητος στην αυλή. Κάθισα στη μαύρη βάση μιας μεγάλης κόκκινης κολόνας, ακούγοντας τις φλυαρίες των γυναικών σε κάποιο δωμάτιο από πάνω κι ένα αγόρι να τραγουδάει με μια αιγυπτιακή άρπα. Τώρα ήμουν σαν αυτόν που τον τσιμπούσαν μαμούνια κάτω απ’ τα ρούχα του κι επιτέλους μπορεί να γδυθεί να ξυστεί με την ησυχία του. Όμως το κεντρί είχε χωθεί βαθιά κι ακόμα μ’ έτσουζε.

Θυμήθηκα το γέλιο του Κορίνθιου, όταν είπα πως είχα τσακωθεί με τον Αστερίωνα. Όμως εγώ δεν το είχα βρει αστείο· προερχόμαστε κι οι δυο από βασιλικούς οίκους κι ήμαστε το είδος των αντρών που θα αναζητούσαμε ο ένας τον άλλον στη μάχη. Το γεγονός ότι ήμουν σκλάβος του θεού δεν άλλαζε τίποτα. Είχα προκαλέσει το θυμό του, για να τον εμποδίσω να γίνει αφέντης των Γερανών, αλλά κι από περηφάνια. Όταν ζήτησε να μας αναλάβει, νόμιζα πως το έκανε για να βάλει τον εχθρό του στο χέρι. Τουλάχιστον σήμερα ήξερα πόσο με αξιολογούσε. Με είχε αγοράσει όπως ένας πλούσιος αγοράζει ένα άλογο για αρματοδρομίες, έστω κι αν τον έχει κλοτσήσει, γιατί δείχνει γρήγορο και σταθερό κι ελπίζει να κερδίσει την κούρσα για λογαριασμό του. Η κλοτσιά δεν τραυμάτισε την τιμή του· αυτό που τον κλότσησε δεν ήταν παρά ένα ζώο, όχι άντρας.

Όταν με αποκάλεσε άξεστο χωριάτη, το είχα θεωρήσει σαν μια μελετημένη προσβολή. Είχα υπερτιμήσει την αξία μου· απλώς είχε πει αυτό που του ήρθε στο νου. Έτσι, με είχε αγοράσει για το στάβλο του, με είχε παραδώσει στον εκπαιδευτή και δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο μαζί μου· εμένα, το γιο δυο βασιλικών οίκων, με θεϊκή καταγωγή κι οι δυο, βασιλιά της Ελευσίνας και Ποιμένα των Αθηνών· εμένα που είχα δεχτεί το σημάδι του Κοσμοσείστη Ποσειδώνα. Τόσο ασήμαντο με είχε θεωρήσει. Αυτός, που δεν ήταν καν γιος βασιλιά.

Στο Λαβύρινθο είχε απλωθεί σιωπή. Τα λυχνάρια έσβηναν ένα ένα· το φεγγάρι πρόβαλε κι άρχισε να σβήνει με το φέγγος του τα λαμπερά αστέρια της Κρήτης. Σηκώθηκα και είπα δυνατά για να μ’ ακούσουν οι θεοί του τόπου: «Ορκίζομαι στη ζωή μου και στη ζωή του πατέρα μου, πως κάποια μέρα εμείς οι δυο θα ξαναγνωριστούμε!»


Mary Renault. 1992. Ο βασιλιάς πρέπει να πεθάνει. Μετ. Ρένα Καρακατσάνη. Αθήνα: Κάκτος. Τίτλος πρωτοτύπου: The King Must Die (New York, NY: Pantheon Books, 1958).