Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Racine

Ιφιγένεια

Παραφρασθείσα εκ του Γαλλικού υπό: Σ. Σ. Σέρμπου

(απόσπασμα)

ΠΡΑΞΙΣ Δ΄
ΣΚΗΝΗ Α
Εριφίλη, Δωρίς

ΔΩΡΙΣ
Τί λέγεις, τίς μανία νυν παράδοξος
Σ’ εμπνέει φθόνον προς την Ιφιγένειαν;
Εντός της ώρας θ’ αποθάνει· λέγεις δε,
Ότι ποτέ τοσούτον δεν εφθόνησας;
Τίς το πιστεύει; και καρδία τίς σκληρά…

ΕΡΙΦΙΛΗ
Είν’ αληθές Δωρίς μου; ναι! το πνεύμα μου
Το τόσον ταραγμένον δεν εφθόνησε
Τοσούτον, ναι! ποτέ την ευτυχίαν της!
Είν’ η ελπίς ματαία οι δε κίνδυνοι
Ευχάριστοι! δεν είδες, πώς ο Αχιλλεύς
Εκ τούτων εταράχθη! πώς την αγαπά!
Το είδον εγώ όμως, το εννόησα!
Ο ήρως, ο εις πάντα τόσον φοβερός,
Όστις εσκληρυμμένος εις τα δάκρυα,
Α προξενεί στους άλλους, αυτός πώποτε
Δεν έχυσε τοιαύτα· ος ερρόφησε
Αίμα λεόντων κι άρκτων, καθώς λέγουσι,
Νυν εφοβήθη, έκλαυσε κι ωχρίασε,
Πάντα δ’ αυτά εκείνη παρετήρησε!
Τοιαύτη τύχη, λέγεις είν’ οικτρά, Δωρίς;
Τα δάκρυα εκείνα, ω! ας έχυνε
Υπέρ εμού και πάντα, ας υπέφερον!
Αν, ν’ αποθάνω έμελλον καθώς αυτή…
Καθώς αυτή! τί λέγω! πλην μη πίστευε
Ποτέ πώς θ’ αποθάνει· λοιπόν άπρακτος
Ο Αχιλλεύς θα μείνει; τους δε φόβους του
Δεν θέλει εκδικήσει, και τας θλίψεις του
Διασκεδάσει; όχι! ο χρησμός αυτός
Επήλθεν, ίν’ αυξήσει τας οδύνας μου
Εκείνης δε την δόξαν, κι εις τους οφθαλμούς
Ωραιοτέραν καταστήσει τ’ εραστού.
Υπέρ αυτής δεν βλέπεις ό,τι πράττουσι;
Τας προσταγάς εις πάντας κρύπτουν των θεών
Ενώ δε έχουν ετοιμάσει την πυράν,
Ποίον θα θυσιάσουν, πάντες αγνοούν·
Δεν εννοείς εκ τούτων, ότι ο πατήρ,
Δωρίς, διστάζει; θέλει δυνηθεί ποτε
Να αντιστεί εις όσα ετοιμάζουσι;
Εις την μανίαν της μητρός, τα δάκρυα
Της κόρης, αμφοτέρων τας παραφοράς
Και την απελπισίαν; αλλ’ η πατρική
Καρδία του εκ τούτων δεν θα κινηθεί;
Θέλει περιφρονήσει απειλητικόν
Τον Αχιλλέα; όχι! μάτην οι θεοί
Θάνατον τη ορίζουν! μόνη φευ! εγώ
Είμαι και θέλω είσθαι δυστυχής. Αλλά
Εάν μη εδειλίων!…

ΔΩΡΙΣ
Τί δε μελετάς;

ΕΡΙΦΙΛΗ
Τίς θέλει μ’ εμποδίσει να εκδικηθώ,
Ευχαριστούσα, την οργήν μου; τί εδώ
Συμβαίνει, πόσον οι θεοί μάς απειλούν,
Θ’ ανακοινώσω, κι ότι σχεδιάζουσι
Θεούς και τους βωμούς των να προσβάλωσι.

ΔΩΡΙΣ
Δέσποινα ποίον σχέδιον!…

ΕΡΙΦΙΛΗ
Ποία χαρά!
Δωρίς, θα μ’ απεθέουν εις την Ίλιον
Αν ηδυνάμην, εκδικούσα την ειρκτήν
Άπαντας να ταράξω νυν τους Έλληνας
Στους δ’ αρχηγούς την έριν παρεμβάλλουσα,
Να κατορθώσ’, αφέντες την πατρίδα μου
Να στρέψουν κατ’ αλλήλων νυν τον σίδηρον
Όντινα κατ’ εκείνης προητοίμαζον.
Πόσον θα ευηργέτουν την πατρίδα μου;
Εις τον στρατόν τοιαύτα εάν έπραττον!

ΔΩΡΙΣ
Ήκουσα κρότον. Έρχετ’ η βασίλισσα
Σύνελθε, δέσποινά μου ή ας φύγωμεν.

ΕΡΙΦΙΛΗ
Εισέλθωμεν, το θείον ικετεύσουσαι,
Πώς μισητόν μοι γάμον να ταράξωμεν.

ΣΚΗΝΗ II
Κλυταιμνήστρα, Αίγινα

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το βλέπεις, νυν την κόρην αναγκάζομαι,
Αίγινα, ν’ αποφεύγω· ενώ έπρεπε
Να κλαίει και φοβείται διά την ζωήν,
Και τον πατέρα συγχωρεί κι εμέ αυτήν
Να σεβασθώ προτρέπει τον σφαγέα της.
Αντί τοσούτου σεβασμού καρτερικού,
Εις τον βωμόν την άγει νυν ο βάρβαρος,
Λόγον να μοι ζητήσει, θέλει έλθ’ εδώ·
Τον αναμένω· λέγει την απάτην του
Πώς θέλει μοι καλύψει, αλλ’ ιδού αυτός!
Θα προσποιώμαι πάντα· θέλω ίδει δε
Το μιαρόν αν έτι τηρεί σχέδιον.

ΣΚΗΝΗ III
Κλυταιμνήστρα, Αγαμέμνων, Αίγινα

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τί πράττεις; πού ’ναι δέσποινα, η κόρη μου;
Έπεμψα τον Αρκάδα να ζητήσ’ αυτήν·
Προς τί αργεί; συ μήπως την εμπόδισας;
Λοιπόν εις ό,τι είπον δεν υπήκουσας;
Δεν δύναται να έλθει άνευ σού λοιπόν;
Τί σιωπάς;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Η κόρη είναι έτοιμος·
Σέ δε ουδέν κωλύει;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εμέ, δέσποινα;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Εσκέφθην πάντα ήδη και ητοίμασας;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ο Κάλχας αναμένει· είναι έτοιμος
Και ο βωμός· τα πάντα, όσα νόμιμον
Καθήκον επιτάσσει, ήδη έπραξα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Διά το θύμα, άρχον δεν λαλείς ποσώς.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Πλην ταύτα τί σημαίνουν; πώς; εφρόντισας…

ΣΚΗΝΗ IV
Αγαμέμνων, Κλυταιμνήστρα, Ιφιγένεια, Αίγινα

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ελθέ, ω κόρη· μόνην σε προσμένουσι
Πατέρα αγαπώντα ευχαρίστησον
Θέλει σε οδηγήσει μόνος στον βωμόν.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τί βλέπω!… τί ακούω!… κλαίεις κόρη μου,
Τους οφθαλμούς σου αποτρέπεις δ’ απ’ εμού!
Τί ταραχή!… κι αι δύο όμως κλαίουσι
Μ’ έχεις, α! συ προδώσει δείλαιε Αρκάς!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πάτερ μου, μη ταράσσου· δεν σ’ επρόδωκαν
Στην προσταγήν σου θέλω υπακούσ’ ευθύς·
Συ είσαι της ζωής μου ο κυρίαρχος
Πάραυτα ν’ αναλάβεις αυτήν δύνασαι!
Και ευπειθής κι ευδαίμων, ον μ’ υπέσχεσο
Σύζυγον εδεχόμην· εις τον Κάλχαντα
Ομοίως θέλω τείνει και τον τράχηλον·
Θέλω σφαγεί, διότι συ προσέταξας·
Θα σ’ αποδώσω αίμα όπερ μ’ έδωκας.
Το ευπειθές μου σέβας όμως άξιον
Αν κρίνεις άλλης αμοιβής, εάν μητρός
Στας θλίψεις συγκινείσαι· τότε δύναμαι
Τολμώ δε να σοι είπω, ότι ηδοναί
Περιεκύκλουν την ζωήν μου και τιμαί,
Αίτινες ποθητήν μοι την καθίστανον·
Δεν ήθελον η Μοίρα, της ζωής βραχύ
Το νήμα μου να κόψει. Τ’ Αγαμέμνονος
Είμαι η κόρη· άρχον, σε εκάλεσα
Πρώτη εγώ πατέρα· εγώ ήδυνον
Πάντοτε την ζωήν σου· ευχαρίστως δε
Συ τους θεούς, δι’ όπερ γλυκύ όνομα,
Τα του πατρός, απέκτας· πώς μ’ εθώπευες
Πολλάκις κι υπεχώρεις στης καρδίας σου
Τας συγκινήσεις· οίμοι! σε παρότρυνον
Να μ’ ονομάζεις όσας χώρας έμελλες
Να υποτάξεις· έλεγον, την Ίλιον
Ότι θέλεις πορθήσει και τας εορτάς
Αυτού σου του θριάμβου εσχεδίαζον·
Ουδέποτ’ οίμοι! ήλπιζον πώς υπέρ σού
Το αίμα μου μου να χύσω πρώτον έπρεπε.
Όχι πώς δειλιώσα, εις τον θάνατον
Σ’ υπενθυμίζω πώς μ’ ηγάπας άλλοτε
Ουδέν φοβού· ποθούσα η καρδία μου
Σού την τιμήν, ουκέτι ουδεπώποτε
Πατέρα θέλει καταισχύνει καθώς σε.
Αν μόνον την ζωήν μου υπερήσπιζον,
Ευκόλως εις την Μοίραν θα υπήκουον.
Γνωρίζεις, άρχον· εκ της τύχης μου, μητρός
Η ευτυχία εξαρτάται κι εραστού.
Είς άναξ όμοιός σου εσχεδίαζε
Πώς θα τελέσει σήμερον υμέναιον.
Ευδαίμων ήτον, ότι νυν ο έρως του
Ήθελε μ’ απολαύσει· συ επέτρεψας
Έμαθε τους σκοπούς σου· συλλογίσθητι
Πώς εταράχθη· βλέπεις την μητέρα μου,
Ιδέ τα δάκρυά της, συγκινήθητι
Ό,τ’ είπον σύγγνωθί μοι· προσεπάθησα
Τους θρήνους να προλάβω, ούς περ δι’ εμέ
Θέλουν θρηνήσει.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Κόρη, είναι αληθές,
Ούτε εγώ γνωρίζω, ποίον έγκλημα
Εξόργισε το θείον, ώστε να ζητεί
Τοιούτον θύμα· σε ονόμασ’ ο χρησμός,
Επί βωμού πώς πρέπει είπε να σφαγείς.
Κι εγώ, πριν μ’ ικετεύσεις, προσεπάθησα
Να σε λυτρώσω· πώς αντέστην εννοείς,
Συ, ήτις την αγάπην μοι ανέμνησας·
Κι αυτήν ήδη την νύκτα, θα το έμαθες
Σην προσταγήν ανείλον ήνπερ έδωκας·
Ουδόλως εθεώρουν τί συνέφερε
Στους Έλληνας· τα πάντα εθυσίασα,
Κι ασφάλειαν και δόξαν μόνον υπέρ σού,
Έπεμψα τον Αρκάδα, στο στρατόπεδον
Όπως σας εμποδίσει, μη προσέλθητε·
Αλλ’ οι θεοί τοιούτον δεν ηθέλησαν·
Στας προσταγάς των μάτην δυστυχής πατήρ
Αντέστην· πάντ’ εκείνοι νυν διέψευσαν.
Ενταύθα τί να πράξω ήδη δύναμαι;
Ποίος δεσμός δεσμεύει αχαλίνωτον
Λαόν, ον οι θεοί του νυν απήλλαξαν
Του σεβασμού ον τρέφει προς τους βασιλείς;
Η ώρα ήλθε, κόρη· υποχώρησον,
Σκέφθητι ποία είσαι· δίδω συμβουλήν,
Ή μόλις εμέ πείθει· θ’ αποθάνεις συ,
Βίον κι εγώ θα άγω, φευ! αβίωτον
Πατρός εκ τίνος είσαι δείξον θνήσκουσα.
Θείον καταδικάσαν, συ καταίσχυνον
Άγε· ας ίδουν, χύνοντες το αίμα μου,
Οποίον ποτέ είναι, νυν οι Έλληνες.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το μικρόν σου γένος εν σοι δείκνυται,
Τ’ Ατρέως και Θυέστου· είσαι δήμιος
Της κόρης σου· δεν μένει ή τα μέλη της
Να παραθέσεις δείπνον στην μητέρα της.
Το σφάγιον ην τούτο βάρβαρε λοιπόν
Ο παμπονήρως τόσον προητοίμαζες;
Τί δε; η φρίκη, ότι συ υπέγραφες
Εις παιδοκτόνον κι άθλιον διάταγμα,
Την χείρα δεν εκράτει; και προς τί λοιπόν
Προσεποιείσο λύπην, ημών έμπροσθεν;
Με δάκρυα δεικνύεις την αγάπην σου;
Να πολεμείς πολέμους πολλούς έπρεπε
Και ερυθρά να χύνεις ρείθρα αίματος,
Την κόρην προστατεύων· ταύτα έπραξας;
Πού είναι οι νεκροί σου, τα ερείπια;
Τοιαύτα να δεικνύεις, σκληρέ! έπρεπε,
Ίνα μας αποδείξεις, πώς την αγαπάς,
Κι έσπευδες να την σώσεις· ο απαίσιος,
Η κόρη σου προστάσσει να σφαγεί, χρησμός,
Πλην υποκρύπτετ’ ίσως άλλη έννοια
Οι δίκαιοι θεοί μας μη δι’ αίματος
Αθώων και τιμώνται και ηδύνονται
Αν της Ελένης θέλωσι το έγκλημα
Να τιμωρήσουν, δύνασθε την κόρης της
Ήδη την Ερμιόνην, σεις να σφάξητε·
Ας ανακτήσει ούτως ο Μενέλαος
Την ένοχον, πλην φίλην, αυτού σύζυγον
Αλλ’ όμως συ τί πταίεις; του εγκλήματος
Προς τί δε να σχισθώσι νυν τα σπλάχνα μου
Το αίμα μου δε ρεύσει το αγνότερον;
Αλλ’ όμως πλην τί λέγω; η των ταραχών
Αιτία, η Ελένη, συνταράξασα
Ευρώπην και Ασίαν, είναι άξιον
Βραβείον των νικών σας; μη σ’ ευχαριστεί;
Πάντας ημάς ποσάκις δεν κατήσχυνε!
Πριν με τον αδελφόν σου έτι ενωθεί
Αυτήν εκ της οικίας ήρπασ’ ο Θησεύς.
Πολλάκις και ο Κάλχας σοι ανέφερε
Πώς κόρη εγεννήθη εκ του έρωτος
Αυτού του παρανόμου, ήνπερ έκρυψεν
Η μήτηρ, της Ελλάδος μακράν, άγνωστον
Αλλ’ όχι ότι αγαπών τον αδελφόν,
Σπεύσεις να εκδικήσεις την τιμήν αυτού.
Η του να βασιλεύεις δίψα άσβεστος
Η δόξα τού να βλέπεις ήδη είκοσι
Στας τάξεις ηγεμόνας· το δικαίωμα
Της βασιλείας να ’χεις εις τα χείρας σου,
Ιδού τί συ λατρεύεις κι αγαπάς σκληρέ!
Στας προσταγάς ουδόλως δε ανθίστασαι
Τας του χρησμού, πλην σπεύδεις, ίν’ απαίτησιν
Εις την αρχήν κατόπιν έχεις μείζονα.
Φοβούμενος, την δόξαν μη φθονήσει τις
Και σοι διεκδικήσει την αρχήν ποτε
Διά του αίματός σου την εκτίεις συ
Πατρός είναι τοιαύτα τα καθήκοντα;
Αλλ’ όταν ταύτα σκέπτομαι, παραφρονώ,
Εν μέσω μέλλει πλήθους, ιερεύς σκληρός
Στην κόρην μου να θέσει χείρα ένοχον.
Τα στήθος της θα σχίσει, και ασπαίρουσαν
Ανερευνήσει θέλει την καρδίαν της.
Εγώ δ’ ήτις την ήγον θριαμβεύουσαν
Κι αγαπητήν, θα φύγω μόνη, άπελπις.
Θέλουν ευωδιάζει έτι αι οδοί
Εκ των ανθέων όσα τη επέρριπτον.
Δεν θα την φέρω στον βωμόν ή θα σφαγώ,
Δεν θέλω την αφήσει, ούτ’ εκ σεβασμού
Ούτε εκ φόβου· πρέπει να αρπάσωσιν
Εκ των αιματοφύρτων βραχιόνων μου.
Πατήρ συ ανοικτίρμων, προς δε σύζυγος
Βάρβαρος της μητρός της ελθέ, χώρισον.
Συ δε, ω κόρη, είσελθε, τουλάχιστον
Υπάκουέ μοι έτι, διά ύστατον.

ΣΚΗΝΗ V
Αγαμέμνων

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Παραφοράς τοιαύτας περιέμενον·
Να αποφύγω μάτην προσεπάθησα…
Ω! θα ευτύχουν, αν, ενώ ταράσσομαι
Εκ ταραχών τοσούτων, μόνον τας κραυγάς
Αυτάς των εφοβούμην. Ω θεοί! χρησμόν
Προστάξαντες τοιούτον, οίμοι! έπρεπε
Την πατρικήν καρδίαν να σκληρύνετε.

ΣΚΗΝΗ VI
Αγαμέμνων, Αχιλλεύς

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Έμαθον, άρχον, είδησιν παράδοξον
Ώστε ουδόλως έκριν’ αξιόπιστον.
Λέγουν, επαναλέγω φρικιών δ’ εγώ,
Η κόρη, πως προστάσσεις, Ιφιγένεια
Σήμερον ν’ αποθάνει· κι ότι συ αυτήν
Εις τον βωμόν θ’ αγάγεις, παν ανθρώπινον
Αίσθημα αποπνίγων· λέγουν μάλιστα
Ότι προσήλθε δι’ εμέ εις τον βωμόν
Κι εγώ την θυσιάζω με υμέναιον
Ψευδή δε, αμφοτέρους απατών ημάς
Επάγγελμα φρικώδες θα μοι έδιδες.
Τί λέγεις, άρχον; είναι αληθή αυτά;
Δεν θέλεις διαψεύσει τα παράδοξα;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δεν θέλω εις ουδένα ν’ απολογηθώ
Διά τα σχέδιά μου· έτι αγνοεί
Τας ανωτάτας προσταγάς η κόρη μου·
Όταν δε ταύτας αναγγείλω εις αυτήν
Την τύχην της θα μάθεις συ και ο στρατός.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Καλώς γνωρίζω όσα προητοίμασας.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αφού λοιπόν γνωρίζεις, τί με ερωτάς;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Προς τί να σ’ ερωτήσω; Ουρανοί! τολμά
Κι ομολογεί μανίαν τόσο στυγεράν;
Τα μιαρά σου σχέδια δεχόμενος
Λέγεις θα συναινέσω έμπροσθεν εμού
Την κόρην σου να σφάξεις; πως η πίστης μου
Κι ο έρως κι η τιμή μου θα σ’ αφήσωσι;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Συ δε ο απειλών με, ελησμόνησας
Ενταύθα ποίον ερωτάς;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Την αγαπώ
Και τίνα συ προσβάλλεις ελησμόνησας;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Την οικογένειάν μου τίς σ’ επέτρεψε
Να επιβλέπεις; μήπως νυν την κόρην μου
Να διαθέσω, άνευ σου, δεν δύναμαι;
Πατήρ δεν είμαι; συ μη είσαι σύζυγος;
Δεν δύνατ’…

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Όχι! πλέον δεν ανήκ’ εις σε!
Εμέ δεν απατώσιν, ούτε ψεύδονται·
Σ’ εμέ θέλει ανήκει, εις τας φλέβας μου
Ενόσω αίμα ρέει· δικαιώματα
Έχω εγώ· δι’ όρκων μοι τα έδωκας·
Ενταύθα μη δεν ήλθεν εξαιτίας μου;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Προς τους θεούς οργίζου, τους ζητήσαντας
Προς πάντα τον στρατόν μας τον Μενέλαον
Κάλχαντα κι Οδυσσέα, σε αυτόν…

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Εμέ!

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ναι σε! σε όστις πάντοτε οργίζεσο
Διότι της Ασίας την κατάκτησιν
Εκώλυε το θείον τους δικαίους μου
Φόβους δε απορρίπτων, πάντοτ’ έβαλλες
Εις τον στρατόν μανίαν, ίνα σώσ’ αυτήν
Εδείκνυόν τι σχέδιο εγώ εις σε.
Να δράμεις επεθύμεις εις την Ίλιον,
Ενώ εγώ τον δρόμον σοι εκώλυον,
Ηνοίχθη ήδη· θα εισέλθεις εις αυτόν
Βαδίζων εις το πτώμα της φιλτάτης σου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Τοιαύτα πρέπει; ουρανέ! να ανεχθώ;
Και υβριστής να είναι και επίορκος;
Εγώ να δράμω ήθελον με κίνδυνον
Εκείνης; εις την Τροίαν διατί εγώ
Θα επανέλθω, τί συμφέρον με καλεί εκεί;
Προς τί μη υπακούων εις τα του πατρός
Και της θεάς μητρός μου παραγγέλματα,
Σπεύδω να εύρω βέβαιον τον θάνατον;
Εκ των οχθών, τα πλοία, του Σκαμάνδρου των
Ετόλμησαν να έλθουν στα Θεσσαλικά
Πεδία; μήπως ήλθεν άρπαξ άνανδρος
Την αδελφήν ν’ αρπάσει ή την σύζυγον
Εκ της Λαρίσσης; ταύτα έπραξάν ποτε;
Σου χάριν θέλω δράμει νυν ω βάρβαρε·
Προς ον εκ των Ελλήνων δεν οφείλω τι
Ον άρχοντα, εκείνων κι εμού όρισα·
Σου, όνπερ εξεδίκουν καίων άπασαν
Την Λέσβον, πριν αθροίσεις τον στρατόν. Αλλά
Ημάς οποίον σχέδιον συνήθροισε;
Σπεύδομεν την Ελένην στον Μενέλαον
Να δώσωμεν· και πρέπει την φιλτάτην μου
Λοιπόν να απολέσω σύζυγον Εγώ;
Ο αδελφός σου μόνος το δικαίωμα
Να εκδικείται έχει την τιμήν λοιπόν;
Μ’ ήρεσεν η θυγάτηρ· και εγώ αυτός
Νομίζω, τη αρέσκω· δεν ηγάπησα
Άλλην ποτέ ή ταύτην· υπεσχέθην δε
Μόνην σ’ αυτήν και όχι στον Μενέλαον,
Χάριν του γάμου, όπλα, πλοία, και στρατόν.
Την σύζυγον εκείνος ας ακολουθεί
Και ας νικήσει νίκην, ην μόνον σ’ εμέ
Οι ουρανοί ορίζουν· ούτε Πρίαμον
Γνωρίζω, ουδ’ Ελένην ουδέ Πάριδα.
Θα δράμω, αν μοι δώσεις συ την κόρην σου.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Λοιπόν άπελθε τότε και επίστρεψον
Εις Θεσσαλίαν· ήδη σ’ αποδίδ’ εγώ
Ον σε συνδέει όρκον· ευπειθέστεροι
Θα έλθουν άλλοι ίνα δρέψωσι αυτάς
Τας δάφνας, ας το θείον σοι υπέσχετο,
Θέλουν δε αποθάνει, δοξαζόμενοι
Στην Τροίαν. Ήδη κρίνω εκ των λόγων σου
Πόσον, αν μ’ εβοήθεις, θα εκόμπαζες
Νομίζεις, ότι είσαι συ το στήριγμα
Απάσης της Ελλάδος κι ότ’ ανάξιος
Εκείνου ήμην του βαθμού, ον μ’ έδωκαν
Οι βασιλείς· κομπάζων στην ανδρείαν σου
Νομίζεις, σε φοβούνται και σε τρέμουσι·
Προσβάλλει τις μιμνήσκων ευεργέτημα.
Ισχύν δεν θέλω τόσην, αλλ’ ευπείθειαν·
Άπελθε· δεν φοβούμαι την ανίσχυρον
Οργήν σου· διαλύω δεσμούς δ’ άπαντας
Οίτινες προς σε ήδη με συνδέουσι.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Κρατεί δεσμός είς μόνος την μανίαν μου·
Σέβομαι τον πατέρα της φιλτάτης μου
Βεβαίως άνευ τούτου ο ανώτατος
Των βασιλέων άρχων εις την προσβολήν
Αυτήν δεν θα επέζη· ήδη άκουσον
Θέλω υπερασπίσει και την δόξαν μου
Και σου την κόρην· ίνα την καρδίαν της
Φθάσεις, θα καταβάλεις ταύτην πρότερον.

ΣΚΗΝΗ VII
Αγαμέμνων

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αυτά αναποφεύκτως την κατέστρεψαν
Μόνη η κόρη ίσως με κατέπειθε·
Ο έρως ο αυθάδης, ον ενόμισεν
Ότι θα μ’ εκφοβίσει, επετάχυνε
Τον θάνατον· αλλ’ ήδη μη σκεπτώμεθα·
Θέλω περιφρονήσει την μανίαν του·
Και θέλ’ υπερισχύσει νυν η δόξα μου·
Ω ναι! τ’ αποφασίζω· μ’ ενεθάρρυνον
Αυταί αι τ’ Αχιλλέως προσβολαί· εάν
Υπήκουον στον οίκτον θα ενόμιζεν
Ότι φοβούμαι… Αι! ωή! ω φύλακες!

ΣΚΗΝΗ VIII
Αγαμέμνων, Ευρυβάτης, Φύλακες

ΕΥΡΥΒΑΤΗΣ
Ω άρχον!

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
(καθ’ εαυτόν)
Τί να πράξω; πότε δύναμαι
Πρόσταγμα να τοις δώσω φευ! παμμίαρον
Σκληρέ! εις τον αγώνα αποδύεσαι!
Θα παραδώσεις ποίον εις αυτούς εχθρόν;
Με περιμένει μήτηρ, μήτηρ άφοβος,
Ήτις θα προστατεύσει νυν το τέκνον της
Κατά του παιδοκτόνου του γεννήτορος!
Κι οι φύλακες βεβαίως θέλουν σεβασθεί
Του άνακτος την κόρην· ολιγότερον
Εμού εκείνοι βάρβαροι, εκ της μητρός
Των βραχιόνων δεν θ’ αρπάσουν ποτ’ αυτήν.
Ο Αχιλλεύς μ’ εμπαίζει και με απειλεί·
Εγώ δεν είμαι άρχων πλην της κόρης μου;
Η κόρη την θυσίαν αποφεύγουσα,
Μήπως στενάζει, μέλλουσα νυν να σφαγεί;
Τί λέγω! εκ του ζήλου παραφέρομαι!
Αυτήν πλην θυσιάζων τί θα ευχηθώ;
Ποία βραβεία, δάφναι τίνες ερυθραί
Εξ αίματος του τέκνου, θα μ’ αρέσωσι;
Να ιλεώσω θέλω τους θεούς; Αλλά
Σκληρότεροι μη είναι ούτοι εμαυτού;
Δεν δύναμαι· υπείκω εις το αίμα μου!
Στον οίκτον, στην φιλίαν· δεν ερυθριώ.
Ας ζήσει… Αλλά όχι! ο αγέρωχος
Θ’ αφήσω ήδη να νικήσ’ ο Αχιλλεύς;
Εγωιστής αυθάδης πως μ’ εφόβισε
Θέλει νομίσει, κι ότι υπεχώρησα…
Αλλά φροντίδες κούφοι με ταράσσουσι
Αυτού θα καταβάλω την αυθάδειαν·
Ας πράξ’ ώστε, την κόρην θεωρών αυτός,
Να θλίβεται… θα ζήσει· πλην εις έτερον
Θέλω την δώσει… Συ δε, την βασίλισσαν
Κάλεσον, Ευρυβάτα, και την κόρην της·
Ουδέν ας μη φοβώνται.

ΣΚΗΝΗ IX
Αγαμέμνων, Φύλακες

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Θεοί μέγιστοι!
Αν θέλετε της κόρης να στερήσετε,
Θέλω υποχωρήσει ως ανίσχυρος·
Αντί να την συνδράμει, η φιλία μου
Την βλάπτει μάλλον· ω θεοί! δεν τ’ αγνοώ.
Το θύμα όμως είναι τιμαλφέστατον
Ώστε να το προσφέρω δεν τολμώ, ευθύς,
Αν μη και εκ δευτέρου με προστάξητε.

ΣΚΗΝΗ X
Αγαμέμνων, Κλυταιμνήστρα, Ιφιγένεια, Εριφίλη, Ευρυβάτης, Δωρίς, Φύλακες

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δέσποινα, άγε, φρόντιζε υπέρ αυτής·
Την κόρην σ’ αποδίδω κι εμπιστεύομαι.
Σπεύσατ’ εντεύθεν πάραυτα μακρυνθείτε.
Οι φύλακές μου θέλουν συνοδεύσ’ υμάς,
Ους θα διέπει ο Αρκάς, ον συγχωρώ
Διά την ευτυχή νυν, προδοσίαν του.
Επιμελώς τα πάντα υμείς κρύψατε·
Ο Οδυσσεύς κι ο Κάλχας δεν ομίλησαν.
Την αναχώρησίν σας ας μη μάθωσι·
Την κόρην σου συ κρύψον· ας νομίζωσιν
Ότι συ μόνη φεύγεις… Νυν δ’ απέλθετε.
Είθε τα δάκρυά μου να εκίνησαν
Τον ουρανόν· μη ίδω δε επί μακρόν
Την κόρην χρόνον.
(Προς τους φύλακας)
Σεις δε, την βασίλισσαν
Ακολουθείτε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Άρχον!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Α! ω πάτερ μου!

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Σπεύσατε, λέγω· άλλως σας προέλαβεν
Ο Κάλχας. Ήδη θα τον απατήσ’ εγώ
Θέλω ζητήσει, σήμερον τουλάχιστον,
Της μισητής μοι τελετής αναβολήν.

ΣΚΗΝΗ XI
Εριφίλη, Δωρίς

ΕΡΙΦΙΛΗ
Ημείς εντεύθεν θα απέλθωμεν, Δωρίς.

ΔΩΡΙΣ
Πώς δεν θ’ ακολουθήσεις;…

ΕΡΙΦΙΛΗ
Τ’ απεφάσισα
Νοώ του Αχιλλέως νυν τον έρωτα·
Όχι! εγώ ματαίως δεν οργίζομαι!
Μακράν μου πάσα σκέψις, ακολούθει με.
Θα μαρτυρήσω πάντα εις τον Κάλχαντα.
Αυτήν θα καταστρέψω ή θ’ απολεσθώ.
[...]

Jean-Baptiste Racine. 1873. Ιφιγένεια. Μετ. Σ. Σ. Σέρμπος. Αθήνα: Τυπογραφείο ο "Κάδμος". Τίτλος πρωτοτύπου: Iphigénie: tragédie par M. Racine (1674).