Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νικηφόρος Βρεττάκος

Προμηθέας ή Το παιχνίδι μιας μέρας


(αποσπάσματα)

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

(Απόλυτο σκοτάδι)
ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ
Ανεξερεύνητη, άδηλη, αδόκητη
πάντοτε, του Δία η βουλή.
Κανείς δε μπορεί να ξέρει
τί έγινε, ή τί θα συμβεί.

ΜΙΑ ΦΩΝΗ
Το ωραίο πρωί, το διαδέχτηκε τώρα
μέρα περίλαμπρη. Νομίζει κανείς
πως είναι ένα όνειρο, που έκλεισε μες
στο διάφανο κύκλο του όλο τον Καύκασο.
Μεταξένια, ροδόχρωμα συννεφάκια στο βάθος,
όπως ένα κοπάδι στ’ ουρανού το χρυσό
λιβάδι, θαρρείς και βαδίζουν ανάλαφρα.
Τον ήλιο αλωνίζοντας πλήθη πουλιών
σχηματίζουν κινούμενα στέφανα ολόγυρα
στον Τιτάνα· ενώ άλλα τους κάθοντας
δυο και τρία μαζί, στα δεμένα του
χέρια, του ραμφίζουν θαρρείς
με αγάπη τα δάχτυλα. Όλα είναι
παράξενα. Να ανακάλεσε ο Δίας
και το γύπα του, άραγε; Πρώτη φορά
δεν ακούστηκαν σήμερα τα φτερά του
να τρίζουν στον αιθέρα σαν ξύλινα.

ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ
Κανείς δε μπορεί να ξέρει
τί έγινε ή τί θα συμβεί.

(Πολύ φως. Ο Προμηθέας στο βράχο παίζει τα μάτια του προσπαθώντας να το συνηθίσει)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πειρασμός να ’ναι ή όνειρο; Όπου ρίξω
το βλέμμα μου, κυματίζει στη γης
μια επιφάνεια από χρώματα…
(στρέφοντας πλάι του)
Κι ένα
μικρό λουλουδάκι που σκάλωσε θαρρείς
εξεπίτηδες, και ρίζωσε πλάι μου,
γέρνει πάνω στο μίσχο του σα να θέλει
να μου μιλήσει: «Τί θα μου έλεγες;»
(στρέφοντας και βλέποντας προς τα κάτω)
Αλλά νά που ανεβαίνει κατά δω
ένας άνθρωπος…

(Ο Κορυφαίος του πρώτου μέρους, ντυμένος στρατιώτης και κρατώντας ένα μαστίγιο στο χέρι, ανεβαίνει και σταματάει μπρος στο βράχο του Προμηθέα)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Με κοιτάζεις παράξενα,
Προμηθέα, γιατί;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν είσαι, συ, που
μου επέμενες λέγοντας να σε περιμένω;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Με θυμάσαι ακόμα;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι έγινες έπειτα
στρατιώτης του Δία;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τότες ήταν αλλιώς,
Προμηθέα, τα ρεύματα. Έπειτα άλλαξαν.
Όλοι εκείνοι που ξέρουν να μιλούν και να άρχουνε
σε μισούν. Παραπλάνησες λένε το ανθρώπινο
γένος, τάζοντάς του ένα μέλλον,
που ούτε χρόνο, ούτε χώρο είχε πάνω
στη γης. Κι έτσι εμείς οι μικροί
που δεν είμαστε τίποτα, και που τότε
σου λέγαμε να μας περιμένεις,
καταλάβαμε πια!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καταλάβατε, τί;
πως σας έφτιαξε η χτίση για να γίνετε
μόνιμοι στρατιώτες του Δία;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πως
είμαστε ανάπηρα πλάσματα εμείς, γιατί
έτσι απ’ αρχής μας έφτιαξε η μοίρα μας
κι όχι επειδή μας έφταιξε ο Δίας.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και ο όρκος που διεύθυνες; Κι η βαριά
που θα μου ’σπαζες τα δεσμά;
Τα λησμόνησες;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Αυτά μας τα εξήγησε
έπειτα ο Δίας. Αρετές πρώτα πρώτα
δεν υπάρχουν, μας είπε, εκτός από μια.
Αρκεί όταν μπαίνεις στο μέγα του Κράτος
να βαδίζεις στα γόνατα, και μπρος του
ποτέ να μη στέκεσαι όρθιος. Για όλα
τ’ άλλα, μας λέει να μη σκοτιζόμαστε·
αυτός μεριμνά.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι η δουλειά σου στο Κράτος του;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Προμηθεύω στην Ήρα, αρώματα.
Κάνω κι άλλες δουλειές. Κρατώ και μαστίγιο.
Είναι τόσα πολλά των θεών τα θελήματα!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και ποιός άθλιος αέρας σ’ έχει φέρει
στον Καύκασο;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Να σου ειπώ
των ονείρων και του αέρος θεέ,
πως το ψέμα σου, τέλειωσε!
(δυνατά)
Ηρακλή,
να τελειώνουμε!

ΗΡΑΚΛΗΣ
(που ξεπετιέται ξαφνικά)
Προμηθέα, παλιόφιλε,
δε με περίμενες. Και πού να ’ξερες πως,
απ’ όταν ξημέρωσε, βρίσκομαι
πλάι σου εδώ και σε σκέφτομαι.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και κρυβόσουν; Γιατί;

ΗΡΑΚΛΗΣ
Περίμενα όσο
που νά ’ρθει κι αυτός ο στρατιώτης εδώ,
να γίνουμε δυο οι θεόπεμπτοι φίλοι σου.
Μπορείς να χαρείς. Τέτοιο άγγελμα,
σίγουρα, δεν το περίμενες.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τιτάνα,
χαλάλι σου η χάρη του Δία!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φοβερότερη
άλλη δυστυχία, δεν έγινε!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δυστυχία
η χάρη του;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο εκτός νόμου Δίας, δίνει
χάρη στο φως. Λοιπόν, πείτε του, πως…

ΗΡΑΚΛΗΣ
Προμηθέα, εμείς;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σας το είπα εγώ…

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Και ποιός είσαι εσύ!..

ΗΡΑΚΛΗΣ
Προμηθέα μου, εμείς
δε λέμε στο Δία. Μόνον εκείνος λέει σε μας.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ούτε είμαστε εμείς τα αρμόδια
πρόσωπα, να πηγαίνουμε πάνω κάτω
μηνύματα. Βρες τον Ερμή, ή πήγαινε
μόνος σου. Τις άδειες που χρειάζεται
κανείς για να δει τον Ολύμπιο
Δία, τις δίνω εγώ!
(στον Ηρακλή)
Πρώτη φορά μου,
ακούω τί λέει ένας Τιτάνας, όταν
τρελαίνεται!
(στον Προμηθέα)
Δεν έχει λοιπόν, δικαίωμα
ο Δίας να μη σε φοβάται;

ΗΡΑΚΛΗΣ
Έμεινες τόσο
μόνος στον κόσμο! Συμμάζεψε πια
τα μυαλά σου, παλιόφιλε.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Και πάψε,
προπάντων, να λες στους θεούς, παράδοξα,
άσεβα κι ανόητα πράγματα. Για ποιά
αγάπη μιλάς, λοιπόν, βρε θεόμουρλε;
Ρώτησες πρώτα το Δία να δεις
αν του αρέσει η αγάπη;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ηρακλή, Ηρακλή…

ΗΡΑΚΛΗΣ
Προμηθέα, είμαι έτοιμος…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άκουσε, πριν.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
(στον Ηρακλή)
Αφού θέλει να λέει, άκουσέ τον εσύ,
γιατί εγώ δεν μπορώ να κρατώ πιο πολύ
το μαστίγιο μου άπραγο.
(Απομακρύνεται κάνοντας βόλτες)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ηρακλή,
ούτε λόγος χωράει ούτε αντίλογος, όταν
έχεις εμπρός σου ένα πλάσμα, που ήταν
ύπαρξη πριν, κι ύστερα έγινε χάος.
Ένα τέλειο σώμα, με κεραίες πανύψηλες,
που κατάφερε ο Δίας, να το κάνει ένα
τίποτα. Θα ’ταν ίσως καλύτερα, αν μιλούσα
στης Άρτεμης τα σκυλιά, ή στο γύπα.
Πιο πολύ όμως σκέφτομαι τη μεγάλη
ατυχία τού να είσαι Ηρακλής, παρά
πως τα λόγια μου πάνε χαμένα.
Τα δεμένα μου χέρια ήταν για όλους.
Λύστε τα τώρα.

(Με το τέλος της κουβέντας του Προμηθέα, πλησιάζει και ο Κορυφαίος. Ο Ηρακλής σηκώνει μια βαριά από κάτω)

ΗΡΑΚΛΗΣ
(ενώ ετοιμάζονται να του σπάσουν τις αλυσίδες)
Προμηθέα,
μας πίκρανες. Εμείς είμαστε πλάσματα
εργατικά, που δουλεύουμε, όπου τύχει,
το θείο μας μεροκάματο τίμια.
Προς μεγάλη χαρά σου εγώ ήρθα εδώ.
Εγώ άλλο δεν ξέρω, δίνω μόνο βοήθεια
και ποτέ και για τίποτα στη ζωή μου,
δεν έφταιξα. Εγώ, όλοι το λένε, ότι
είμαι αγαθός, βολικός και καλόκαρδος.

(Του σπάζουν τις αλυσίδες. Ο Προμηθέας εξακολουθεί να κάθεται στη θέση του και να κοιτάζει στο βάθος συλλογισμένος)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
(στον Προμηθέα)
Σήκω πάνω και βάδιζε! Όλη η έρημος, όσο
φτάνει γύρω το μάτι σου, είναι δική σου.
Από τώρα κι εμπρός, εγώ θα σε κρίνω
κι όχι εσύ!
(Τον μαστιγώνει)
Των Τιτάνων Τιτάνες
τώρα είμαστε εμείς!

(Ενώ ο Κορυφαίος κατεβαίνει με πηδήματα σχεδόν από το βράχο, και καγχάζοντας, ο Ηρακλής, αμήχανος, ταλαντεύεται καλοκάγαθα, κοιτάζοντας με συμπάθεια τον Προμηθέα)

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
(από κάτω, επιτιμητικά)
Ηρακλή!

ΗΡΑΚΛΗΣ
(στον Προμηθέα)
Όταν έρθεις στα πράγματα, ποτέ,
όπως λες, θυμήσου και μας…

(Κατεβαίνει τρέχοντας. Φεύγουν μαζί με τον Κορυφαίο. Ο Προμηθέας σηκώνεται όρθιος. Αρχίζει να σκοτειδιάζει από σιγά σιγά. Ακολουθεί παύση. Σκοτάδι.)

ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ
Κι ο Προμηθέας, τί να ’κανε άλλο κι αυτός;

ΜΙΑ ΦΩΝΗ
Συμβιβάστηκε όπως λένε οι κήρυκες.
Κι έτσι, καθώς το προβλέπει ο αιώνιος
νόμος, η ουράνια έριδα έκλεισε.
Και τώρα, συμπόσιο, λένε, ετοιμάζεται
μέγα στον Όλυμπο, όπου, καθώς
το αποφάσισε ο Δίας, θα τον κάνουν
ισότιμο των άλλων θεών. Και λένε
ότι δώρα οι θεοί ετοιμάζουν
να του κάμουν πολύτιμα. Ο Άρης,
μαστίγιο, καμωμένο από κόκκινο
θυμό αστραπής, για το ανθρώπινο γένος.
Ο θεός Ποσειδώνας, ένα χιτώνα,
που οι πιστές Νηρηίδες, με κλωσμένη
πορφύρα και κλωσμένον αφρό,
τον κέντησαν όμορφα με όλα
τα όστρακα. Κι η καλή Αθηνά
ένα άλογο, που όταν καλπάζει σοφή
μουσική θ’ αναδίνουν, τα φτιαγμένα του
από άφθαρτο μάργαρο, πέταλα,
κι αντί σκόνη απ’ το χώμα, θα σηκώ-
νουνε διάφανο, πράσινο φως…

ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ
Κι ο Προμηθέας, τί να ’κανε άλλο κι αυτός;

[...]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
(Στο προσκήνιο ο Ερμής με επίσημο σύγχρονο ντύσιμο)

ΕΡΜΗΣ
Κύριοι, τελειώσαμε. Μπορείτε να πάτε
τώρα στα σπίτια σας. Ο Δίας, το Κράτος,
η Βία, ο Ήφαιστος, κι όλοι οι άλλοι,
μικροί και μεγάλοι θεοί, αποσύρθηκαν πάλι
τώρα σε σύσκεψη. Την επόμενη μέρα,
μετά από χρόνια, ένας άλλος ποιητής,
θα ετοιμάσει για σας, μιαν άλλη παράσταση.

Νικηφόρος Βρεττάκος. 1978. Ο Προμηθέας ή Το παιχνίδι μιας μέρας. Αθήνα: Διογένης.