Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Eugene O’Neill

Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα—Οι κατατρεγμένοι

Μετάφραση: Γιώργος Πασχάλης

(απόσπασμα)


ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ

Η ίδια σκηνοθεσία όπως στην τρίτη πράξη του "Γυρισμού". Απέξω από το μέγαρο των Μαίινονς. Το άλλο βράδυ. Το φεγγάρι μόλις βγήκε. Το μισό σπίτι είναι βυθισμένο στους παχιούς ίσκιους που ρίχνουν τα πεύκα. Το φεγγάρι όμως φωτίζει την πόρτα της βίλας που είναι ανοιχτή. Ένα φως είναι αναμμένο μέσα. Όλα τα εξώφυλλα των παραθυριών κλειστά.

Η Κριστάιν κόβει βόλτες μπρος στη στοά. Πότε κρύβεται στις σκιές της νύχτας και πότε βγαίνει στο φως του φεγγαριού. Είναι τρομερά εκνευρισμένη. Βρίσκει ανακούφιση μόνο όταν περπατάει.

Βλέπει επιτέλους να πλησιάζει η Χέιζελ που την περιμένει μ’ ανυπομονησία. Τρέχει να την συναντήσει.


ΧΕΪΖΕΛ (έρχεται από αριστερά χαμογελώντας με καλοσύνη):

Νά ’μαι, κυρία Μαίινον! Μόλις πήρα το σημείωμά σας με τον Σεθ έτρεξα νά ’ρθω το γρηγορότερο.


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (την φιλάει με ασυνήθιστη διαχυτικότητα):

Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρουμαι που σε βλέπω! Ξέρω πως δεν ήταν σωστό να σ’ ενοχλήσω τέτοια ώρα…


ΧΕΪΖΕΛ

Κάθε άλλο, κυρία Μαίινον! Είναι τιμή μου να σας κρατώ συντροφιά!


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Τι να σου πω, παιδί μου. Τα νεύρα μου κοντεύουν να σπάσουν. Προαισθάνουμαι πως θα με σκοτώσει η μεγάλη μου λύπη… Έδωσα άδεια στο προσωπικό μου να διασκεδάσει απόψε… Είμαι κατάμονη στη σπίτι… (Κάθεται στο παγκάκι): Κάτσε και συ κόρη μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη μέσα στο σπίτι! (Η Χέιζελ κάθεται πλάι της).


ΧΕΪΖΕΛ (τη λυπάται):

Καταλαβαίνω πόσο σας κόστισε ο θάνατος του αγαπημένου σας Έζρα! Δυσκολεύεστε ακόμα να πιστέψετε το κακό που σας βρήκε!…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (νιώθοντας φρίκη):

Σε παρακαλώ, παιδί μου, μη μου θυμίζεις… Τώρα πια ανήκει στον κόσμο των νεκρών… αναπαύεται κάτω από το χώμα…


ΧΕΪΖΕΛ (ευγενικά):

Βρήκε την αιώνια γαλήνη, κυρία Μαίινον…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (με πικρή ειρωνεία):

Κάποτε ήμουνα κι εγώ ένα αθώο κορίτσι όπως είσαι συ τώρα! Πίστευα πως υπήρχε ένας απέραντος παράδεισος στον άλλο κόσμο όπου έβρισκαν την αιώνια γαλήνη οι ψυχές των πεθαμένων… Τώρα όμως ξέρω πως δεν υπάρχει παρά μόνο κόλαση!


ΧΕΪΖΕΛ

Σας παρακαλώ μην το λέτε αυτό…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (σαν να ξυπνάει αφήνει να διαγραφεί ένα χαμόγελο στα χείλη της):

Φοβάμαι πως δε σου είναι ευχάριστη απόψε η συντροφιά μου. Καταλαβαίνω… Εσύ θέλεις να ζεις σαν τα ελεύθερα πουλάκια, να χαίρεσαι τις ομορφιές της ζωής, τις χαρές της νιότης… Έτσι είναι: Τα νιάτα ζητούν τα νιάτα!… Ενώ εγώ είμαι μια άσκημη, μια πρόωρα γερασμένη γυναίκα που με τριγυρίζει το φάσμα του θανάτου! (Μονολογεί με χαμηλή φωνή): Όχι! Όχι! Δε θέλω να γεράσω! Δεν το θέλω!…


ΧΕΪΖΕΛ

Είσθε τρομερά εξαντλημένη. Πρέπει να προσπαθήσετε να κοιμηθείτε λίγο.


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει ύπνος σ’ αυτό τον κόσμο που δυναμώνει το σώμα και του δίνει καινούριες δυνάμεις. Εγώ πιστεύω πως μόνο κάτω από το χώμα ξεκουράζεται κανένας πραγματικά, βρίσκοντας τη λήθη, και την αιώνια ανάπαυση. Κάτω απ’ το μαύρο χώμα ενός τάφου ησυχάζει κανένας πραγματικά απ’ τους μεγάλους φόβους και τα καρδιοχτύπια της ζωής!… (Κατορθώνει με δυσκολία να χαμογελάσει): Να με συγχωρείς αν σε στενοχώρησα που σου είπα τις θλιβερές σκέψεις που με βασανίζουν!… Σε βεβαιώνω, παιδί μου, πως δε σε κάλεσα απόψε για να σε κάμω να μελαγχολήσεις. Ήθελα μόνο να σε ρωτήσω αν εσύ ή ο Πήτερ ξέρετε πότε θα γυρίσουν τα παιδιά μου.


ΧΕΪΖΕΛ (με έκπληξη)

Πώς θέλετε να ξέρουμε εμείς! Δεν τους ξανάδαμε ύστερα από την κηδεία.


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (κατορθώνει να χαμογελάσει)

Μου φαίνεται πως μ’ εγκατέλειψαν και δε νοιάζονται πια για μένα… (Βιαστικά): Ήθελα να πω πως έπρεπε να είχαν γυρίσει σπίτι… Δεν μπορώ να καταλάβω τι τους συνέβηκε και καθυστέρησαν στα ξαδέλφια τους… Μου είπαν πως θα έλειπαν μόνο μια μέρα κι ακόμα να φανούν…


ΧΕΪΖΕΛ

Δε βλέπω το λόγο να στεναχωριέστε. Μου κάνει όμως εντύπωση πώς σας άφησαν μόνη, ύστερα από το θάνατο του…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Α! όσο γι’ αυτό εγώ τους ανάγκασα να φύγουν για να ξεχάσουν λίγο… Ξεκινήσανε μόλις τελείωσε η κηδεία. Σκέφτηκα, λοιπόν, κι εγώ να πεταχτώ ώς τη Ν. Υόρκη να δω τον πατέρα μου. Όπως ξέρεις είναι άρρωστος ο καημένος… Τον βρήκα όμως τόσο καλύτερα στην υγεία του που αποφάσισα να γυρίσω πάλι χτες το βράδυ. Περίμενα τον Όριν μου και τη Λαβίνια να γυρίσουν σήμερα τ’ απόγευμα. Ακόμα όμως να φανούν και γι’ αυτό ανησυχώ και φοβάμαι. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τρομερό είναι για μια γυναίκα να είναι αναγκασμένη να μένει μόνη σ’ ένα πένθιμο και κρύο σπίτι μια ολάκερη νύχτα!… (Ρίχνει μια τρομαγμένη ματιά στη βίλα).


ΧΕΪΖΕΛ

Αν δεν έρθουν απόψε, θέλετε να κοιμηθώ στο σπίτι σας;


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (με ανυπομονησία)

Ναι, θέλω να μου κάνεις αυτή τη χάρη! (Την πιάνει υστερικό κλάμα. Φιλάει τη Χέιζελ μ’ ευγνωμοσύνη) Δε φαντάζεσαι τι καλό μου κάνεις, χρυσό μου κορίτσι! Είσαι τόσο καλή!

(Κατορθώνει να γελάσει) Όμως θα σε βάλω σε μεγάλο κόπο. Δε θα με πάρει ο ύπνος κι απόψε. Τρομάζω με τον παραμικρό θόρυβο! Αυτό σημαίνει πως θ’ αναγκαστείς για χάρη μου να ξαγρυπνήσεις κοντά μου!


ΧΕΪΖΕΛ

Είμαι νέα και δε με νοιάζει αν δεν κοιμηθώ μια νύχτα.


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Όχι! Δε θέλω να κλείσω μάτι απόψε. Σε παρακαλώ: Αν δεις πως με παίρνει ο ύπνος, μου υπόσχεσαι πως θα με ξυπνήσεις αμέσως;


ΧΕΪΖΕΛ

Μα σας χρειάζεται ύπνος για να συνέλθετε λίγο…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Ναι, μα αργότερα… Έχουμε καιρό… Τώρα όμως πρέπει να ξαγρυπνώ… (Με μεγάλη απελπισία): Αχ! δεν έρχονται επιτέλους τα παιδιά μου!


ΧΕΪΖΕΛ (αρχίζει ν’ ανησυχεί):

Μπορεί ν’ αδιαθέτησε ο Όριν κι αναγκαστήκανε να μείνουν… Ω! ελπίζω να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο!… (Σηκώνεται όρθια): Θα μου επιτρέψετε μια στιγμή να τρέξω σπίτι να ειδοποιήσω τη μητέρα να μην ανησυχεί;…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Ναι, παιδί μου, πήγαινε. (Φοβισμένα): Δε θ’ αργήσεις να γυρίσεις, δεν είν’ έτσι; Φοβάμαι να μείνω πολλή ώρα μόνη.


ΧΕΪΖΕΛ (τη φιλάει νιώθοντας πραγματικό οίχτο γι’ αυτήν)

Όπου να ’ναι έφτασα! (Φεύγει τρέχοντας και την αποχαιρετάει με κούνημα του χεριού της. Η Κριστάιν την κοιτάζει μ’ αγάπη κι αρχίζει πάλι να βαδίζει πάνω κάτω νευριασμένη).


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (κοιτάζει προς τα κει που έφυγε η νέα και ψιθυρίζει):

Κάποιον συνάντησε στην καγκελόπορτα! Ω! μα γιατί να φοβάμαι τόσο πολύ;… (Σε λίγο έρχεται ο Όριν και η Λαβίνια. Η νέα εξακολουθεί να περπατάει με το αγέρωχο βάδισμά της. Το βλέμμα της είναι σκληρό. Στο στόμα της απλώνεται μια έκφραση άγριας ικανοποίησης. Ο Όριν είναι τρομερά εκνευρισμένος και μελαγχολικός — νομίζει κανείς πως βρίσκεται σε απόγνωση. Κρατάει μιαν εφημερίδα).


ΟΡΙΝ (λέει απότομα στην αδερφή του μόλις μπαίνουν):

Άκουσε! Εγώ θα μιλήσω πρώτος! Σε μένα πέφτει τώρα ο λόγος! Μητέρα! (Με μεγάλη ειρωνεία): Επιτέλους, μητέρα! Νά που με περιμένεις κι εσύ μια φορά με ανυπομονησία εδώ έξω να με υποδεχτείς!…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (τραυλίζει):

Όριν, παιδί μου! Γιατί άργησες;


ΟΡΙΝ

Στην καγκελόπορτα συναντήσαμε τη Χέιζελ. Μας είπε πως φοβόσαστε πολύ να μείνετε μόνη απόψε στο σπίτι. Αλήθεια; Μου φαίνεται παράξενο τη στιγμή που ξέρω πολύ καλά πως η ανάμνηση του άμοιρου πατέρα

φτάνει για να σας συντροφέψει μιαν ολόκληρη νύχτα!


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Πήγατε και πουθενά αλλού ή μείνατε στα ξαδέλφια σας;


ΟΡΙΝ

Δεν πήγαμε καθόλου στα ξαδέλφια μας!


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (σαν αποβλακωμένη):

Δεν πήγατε;…


ΟΡΙΝ

Πήραμε, φυσικά, το τρένο που πηγαίνει εκεί, μα στο δρόμο αποφασίσαμε να βγούμε στη Βοστώνη!…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (κοντεύει να λιποθυμήσει από τον τρόμο της):

Πώς!…


ΟΡΙΝ

Ναι, κι εκεί παραφυλάξαμε στο σταθμό ώς τη νύχτα που έφτασε το βραδινό τρένο. Καταλαβαίνεις ποιον είδαμε να κατεβαίνει απ’ αυτό το τρένο!…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ

Δε σε καταλαβαίνω…


ΟΡΙΝ

Υποπτευθήκαμε πως αφού φύγαμε, θα ’βρισκες κι εσύ την ευκαιρία να τρέξεις στον… Σε παρακολουθήσαμε, για να μην τα πολυλογώ, και σε είδαμε να μπαίνεις με λαχτάρα στην καμπίνα του ερωμένου σου!…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (με αγανάκτηση προσπαθεί μάταια να δικαιολογηθεί):

Όριν! Τολμάς εσύ το παιδί μου να!… (Τα χάνει) Μη με κοιτάς έτσι! Με σκοτώνεις! Μίλησέ μου πάλι με καλοσύνη!…


ΟΡΙΝ

Έπεσες στην αγκαλιά του ερωμένου σου! Αρκετά μας κορόιδεψες ώς τώρα με την υποκρισία σου και τις ανήκουστες ψευτιές σου, μητέρα! Ήμουνα στο κατάστρωμα κι άκουσα λέξη προς λέξη όσα είπατε οι δυο σας! Αλήθεια, μητέρα, τι θα έκανες αν μ’ έβλεπες πάνω στο κατάστρωμα; Σίγουρα θα ’λεγες στον ερωμένο σου να με σκοτώσει! Ναι, το πιστεύω τη στιγμή μάλιστα που σ’ άκουσα να του λες να λάβει τα μέτρα του και να προσέχει από μένα… Τον ειδοποίησες όμως πολύ αργά…!


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (πνίγεται)

Εξήγησέ μου αμέσως τι θέλεις να πεις!…


ΟΡΙΝ

Τον σκότωσα σα σκύλο τον παλιάνθρωπο!


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (αφήνει μια στριγκιά φωνή και ξεσπάει σε λυγμούς):

Ω! Ω! Το είχα προαισθανθεί!… (Προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει το παιδί της): Όχι, Όριν! Ψέματα μου λες! Δεν τον σκότωσες! Το λες επίτηδες για να με τιμωρήσεις! Δεν είν’ έτσι, ε; Μου είχες πει πολλές φορές πως με λάτρευες πραγματικά… πως θα θυσιαζόσουνα ακόμα για να με υπερασπίσεις!… εμένα τη μητέρα σου!… τη γυναίκα που σ’ έφερε στον κόσμο και σε μεγάλωσε!… Δε σε πιστεύω… όχι! δεν πιστεύω πως θ’ αποφάσιζες ποτέ εσύ να σκοτώσεις!…


ΟΡΙΝ (τη σπρώχνει χωρίς οίχτο από κοντά του):

Εσύ όμως δολοφόνησες χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τον πατέρα! Ψέματα;… (Της πετάει την εφημερίδα μέσα στα χέρια της και προσπαθεί να της δείξει τη σχετική είδηση): Αν δε με πιστεύεις διάβασε αυτή την παράγραφο! Πήραμε αυτή την εφημερίδα στη Βοστώνη για να δούμε ποιον υποπτεύεται η αστυνομία. Διάβασε αυτές τις λίγες σειρές… Ο Μπραντ ήταν το παν για σένα… (Εκείνη διαβάζει με απερίγραφτο τρόμο. Αφήνει την εφημερίδα να πέσει από τα χέρια της. Σωριάζεται στο σκαλοπάτι της στοάς και της ξεφεύγει ένας βαθύς αναστεναγμός. Σφίγγει απεγνωσμένα τα χέρια της προσπαθώντας να καταπνίξει μέσα της τη μεγάλη ψυχική της αγωνία που σιγά σιγά μεγαλώνει απέραντα. Ο Όριν φεύγει από κοντά της κι αρχίζει νευριασμένος να κάνει βόλτες. Η Λαβίνια στέκεται αριστερά από τα σκαλοπάτια ψυχρή, με στητό το κορμί της, χωρίς να επιτρέπει ν’ απλωθεί στο πρόσωπό της κανένα απολύτως συναίσθημα).


ΟΡΙΝ (απότομα):

Δίχως άλλο θα πιστέψουν πως τον σκότωσαν οι κλέφτες του λιμανιού. Δεν μπορεί κανείς απολύτως να μας υποπτευθεί! (Στέκεται κοντά της. Εκείνη εξακολουθεί να κοιτάζει μ’ απλανές βλέμμα μπρος της σφίγγοντας τα χέρια της κι αναστενάζοντας μ’ απελπισία. Ο γιος της συνεχίζει με μανία): Μητέρα! Δεν μπορώ να σ’ ακούσω ν’ αναστενάζεις έτσι! Εκείνη δε φαίνεται να τον άκουσε. Ο Όριν αρχίζει πάλι να βηματίζει — με άγρια φωνή): Γιατί λυπάσαι τόσο πολύ γι’ αυτόν το νόθο γιο της γκουβερνάντας; Ξέρω πως αυτός πρώτος σχεδίασε τη δολοφονία του πατέρα! Είμαι βέβαιος πως εσύ ούτε καν θα τολμούσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο! Σου μετέδωσε, χωρίς να το καταλάβεις, τα εγκληματικά του σχέδια για να πετύχει πιο εύκολα να εκδικηθεί τον πατέρα! Σε έκανε όργανό του, μπορώ να πω, με τα λόγια του! Πώς αλλιώς θα καταδεχόσουν ποτέ να ερωτευτείς έναν τόσο τιποτένιο άντρα! Μην ξεχνάς πως απ’ την πρώτη στιγμή που γύρισα σπίτι κατάλαβα πως δεν ήσουν πια η παλιά μου μητέρα! Πώς αλλιώς θα τολμούσες ποτέ (στέκεται πάλι μπρος της) να πλάσεις όνειρα μαζί του για το ονειρεμένο νησί μας που στη φαντασία μου δεν ήταν τίποτ’ άλλα παρά εσύ κι εγώ! (Αρχίζει πάλι ταραγμένος να σουλατσάρει. Η μητέρα του εξακολουθεί να μένει άφωνη, με τη διαφορά πως τώρα αναστενάζει λιγότερο. Ο Όριν σταματάει πάλι και, πιάνοντάς την ευγενικά από τον ώμο, γονατίζει μπροστά της και της λέει με φωνή που πλημμυρίζει τώρα από συγκίνηση): Μητέρα! Άσε πια τους αναστεναγμούς! Καταλαβαίνω πως αγαπάς ακόμη αυτόν τον άτιμο! Μα θα τον ξεχάσεις, ε, μητέρα; Θα σε βοηθήσω κι εγώ, μητέρα, να τον ξεχάσεις και να ησυχάσεις! Θα προσπαθήσω να σε κάνω πάλι ευτυχισμένη γιατί δεν μπορώ χωρίς εσένα να ζήσω! Θ’ αφήσουμε εδώ τη Λαβίνια κι οι δυο μας θα κάνουμε ένα ταξίδι σ’ εκείνα τα μακρινά κι εξωτικά νησιά όπου θα βρούμε τη λησμονιά και τη γαλήνη!


ΛΑΒΙΝΙΑ (δυσκολεύεται να πιστέψει αυτά που ακούει):

Όριν! Τι σ’ έπιασε πάλι!…


ΟΡΙΝ (χωρίς να της δίνει σημασία κοιτάζει τη μητέρα του που έχει πάψει τώρα τους αναστεναγμούς της. Αρχίζει να χάνεται ο τρόμος από τα μάτια της. Κάνει πως δεν άκουσε αυτά που της είπε. Ο Όριν τη σφίγγει μ’ απελπισία):

Μητέρα! Άκουσες τι σου είπα; Πες μου και συ κάτι! Γιά πες μου: Θα μ’ αγαπάς παντοτινά όπως έκανες ώς τώρα; Δεν πιστεύω να με μισείς τώρα, μητέρα! (Σωριάζεται στα γόνατά του μπροστά της): Μητέρα! Απάντησέ μου! Πες μου, πως δε μου κρατάς κακία, πως με συγχωρείς για όσα σου είπα!…


ΛΑΒΙΝΙΑ (με πίκρα και περιφρόνηση):

Όριν! Ύστερα απ’ όσα έγιναν θέλεις να γίνεις πάλι όργανο αυτής της γυναίκας; (Ο Όριν τρομάζει και πετιέται όρθιος κοιτάζοντας αδέξια τη μητέρα του. Νομίζει κανείς εκείνη τη στιγμή πως μόλις τώρα θυμάται πως έχει μια αδελφή. Η Λαβίνια συνεχίζει με απότομη σοβαρή φωνή που θυμίζει τον πατέρα της): Άσ’ την στα χάλια της! Πήγαινε μέσα στο σπίτι! (Επειδή εκείνος διστάζει του λέει απότομα): Άκουσες τι σου είπα; Εμπρός! πήγαινε μέσα!


ΟΡΙΝ (χαιρετάει στρατιωτικά σαν αυτόματο και λέει σαστισμένος):

Όπως διατάζετε! (Ανεβαίνει μηχανικά τα σκαλοπάτια κοιτάζοντας με άτονο ασυνήθιστο βλέμμα το σπίτι): Γιατί είναι ακόμα κλειστά τα εξώφυλλα; Ο πατέρας πέθανε πια. Θα μπορούσαμε να τ’ ανοίξουμε για να πλημμυρίσουν τα δωμάτια με το φως του φεγγαριού. (Μπαίνει μέσα. Η Λαβίνια πλησιάζει και στέκεται κοντά στη μητέρα της. Η Κριστάιν εξακολουθεί να κοιτάζει σαν αποβλακωμένη μπρος της. Στο πρόσωπό της έχει απλωθεί η τραγική μάσκα του θανάτου. Φαίνεται πως δεν έχει αντιληφθεί την κόρη της. Η Λαβίνια την κοιτάζει με το άγριο ψυχρό βλέμμα της).


ΛΑΒΙΝΙΑ (τέλος της λέει με τραχιά φωνή):

Τιμωρήθηκε όπως του άξιζε! Ήταν δίκαιη η τιμωρία του. Έπρεπε να σκοτωθεί για να λάμψει το δίκιο μέσα σ’ αυτό το σπίτι. (Η μητέρα της τρομάζει. Αρχίζει πάλι να την τυραννάει η ψυχική της αγωνία. Σηκώνεται όρθια κι αντικρίζει την κόρη της με βλέμμα φόβου και μίσους. Τη Λαβίνια την τρομάζουν τα σκοτεινά μάτια της μητέρας της. Η Κριστάιν, ενώ εξακολουθεί να την κοιτάζει ανεβαίνει σιγά σιγά τα σκαλοπάτια της στοάς και τέλος στέκεται ανάμεσα στις δυο κολόνες μπρος στην πόρτα. Η Λαβίνα κάνει ξαφνικά μια χειρονομία σα να την φωνάζει κοντά της. Αθέλητα της λέει με φωνή που πάλλει από συγκίνηση): Μητέρα! Τι σκοπεύεις να κάνεις; Εσύ μπορείς να ζήσεις!…


ΚΡΙΣΤΑΪΝ (την αντικρίζει σα να προαισθάνεται πως αυτή είναι η τελευταία προσβολή που της κάνει η κόρης της — με ειρωνεία):

Να ζήσω! (Ξεσπάει σε διαπεραστικά νευρικά γέλια. Παύει όμως τα γέλια αμέσως και σηκώνοντας ψηλά τα χέρια της προς το μέρος της κόρης της δείχνει με χειρονομία πως δε θέλει να τη βλέπει, πως την ξέγραψε πια από παιδί της. Σχεδόν αμέσως τρέχει να κρυφτεί μέσα στο σπίτι. Η Λαβίνια κάνει μια κίνηση για να την ακολουθήσει μέσα στο σπίτι. Βρίσκει όμως το θάρρος της και με αποφασιστικότητα, γυρίζει περιφρονητικά τις πλάτες. Εκείνη τη στιγμή με το λυγερό καμαρωτό κορμί της μοιάζει μ’ έναν θλιμμένο μαυροφορεμένο σκοπό).


ΛΑΒΙΝΙΑ (χωρίς να μετανιώσει, μονολογεί):

Επιτέλους έλαμψε η δικαιοσύνη! (Από μακριά ακούγεται η φωνή του Σεθ που τραγουδάει με μελαγχολική φωνή τη "Σεναντόα". Είναι η συνηθισμένη ώρα που γυρίζει πιωμένος απ’ το καπηλειό.

"Ω, πόσο, Σεναντόα, σε νοσταλγώ

Αγαπημένο μου ποτάμι,

Ω, Σεναντόα, πόσο νοσταλγώ τα κρυσταλλένια σου νερά,

Τώρα που βρίσκουμαι μακριά σου

Και μας χωρίζει η θάλασσα η ατέλειωτη".


(Ακούγεται μια πιστολιά στο γραφείο του Έζρα Μαίνον. Η Λαβίνια με φρίκη αφήνει να της ξεφύγει μια υστερική κραυγή. Κάνει να τρέξει προς τα σκαλοπάτια, κοντοστέκεται και ψιθυρίζει συντριμμένη απ’ την ταραχή της): Είναι δίκαιη η τιμωρία της! Στο μέγαρο των Μαίινονς βασιλεύει επιτέλους η δικαιοσύνη! Πατέρα! Αγαπημένε μου, ακριβέ μου, πατέρα! Θ’ αναγαλλιάσει η ψυχή σου και τα κόκαλά σου θα τρίξουν από χαρά μέσα στον τάφο σου! (Ακούγεται η φωνή του Όριν που φωνάζει: "Τι συμβαίνει;" Μια εσωτερική πόρτα ανοίγει με πάταγο. Ο Όριν αφήνει μια στριγκιά φωνή μόλις αντικρίζει το πτώμα της μητέρας του. Σε λίγο ορμάει έξω σαν τρελός).


ΟΡΙΝ

Λαβίνια! (Κρεμιέται στο μπράτσο της σα να προσπαθεί έτσι να βρει παρηγοριά και τρικλίζει καταταραγμένος): Η μητέρα αυτοκτόνησε με το πιστόλι του πατέρα! Τρέξε! Τρέξε να φέρεις ένα γιατρό! (Αμέσως όμως προσθέτει απελπισμένος ενώ μέσα του θεριεύει η αγωνία): Όχι! Είναι πια αργά! Είναι νεκρή η μητερούλα μου!… (Άγρια): Γιατί, γιατί, αυτοκτόνησε η αγαπημένη μας μητέρα, Λαβίνια;… (Με τρομερές τύψεις): Εγώ φταίω για το κακό που έγινε! Εγώ σκότωσα τη μητέρα μου! Εγώ!… Είμαι ένας κακούργος! Τη βασάνισα σκληρά τη μητερούλα μου! Την εξευτέλισα εγώ, το παιδί της!… Πώς μπορούσε ποτέ η άμοιρη να με συχωρέσει για το μεγάλο κακό που της έκανα!… Ποιο το όφελος τώρα να καυχιέμαι πως σκότωσα έναν τιποτένιο για να σώσω την τιμή του σπιτιού μου; Ποιο το όφελος! Τι ωφελεί τώρα που έχασα ό,τι πολυτιμότερο είχα στον κόσμο;…


ΛΑΒΙΝΙΑ (τρομαγμένη του κλείνει με τις παλάμες της το στόμα):

Ησύχασε πια!


ΟΡΙΝ (σπρώχνει με μανία το χέρι της από το στόμα του):

Γιατί να μη την κάνω να πιστέψει πως οι κλέφτες τον σκότωσαν; Αν της το ’λεγα έτσι δε θα μισούσε το παιδί της! Χωρίς άλλο θα με συγχωρούσε! (Ρίχνοντας όλη την ευθύνη στον εαυτό του): Εγώ σκότωσα τη μητέρα μου!


ΛΑΒΙΝΙΑ (τον πιάνει από τους ώμους και τον κουνάει σύγκορμο):

Για τ’ όνομα του Θεού πάψε πια!


ΟΡΙΝ (συντριμμένος προσπαθεί να ξεφύγει από τα χέρια της):

Άσε με! Θέλω να τρέξω κοντά στη μητέρα μου! Η ψυχή μου θ’ ανταμώσει γρήγορα τη δική της. Άσε με να πάω να την παρακαλέσω να με συχωρέσει! Είμαι ένας!… Είμαι ένας!… (Σωριάζεται χάμω και κλαίει πικρά — τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του. Η Λαβίνια τον χαϊδεύει σα να συμμερίζεται τον πόνο του. Εκείνος εξακολουθεί να κλαίει σα μικρό παιδί μ’ αναφιλητά): Μα είναι πια αργά! Πέθανε! Έφυγε για πάντα απ’ αυτό τον κόσμο! Αχ! πώς μπορώ τώρα να της ζητήσω να με συχωρέσει;…


ΛΑΒΙΝΙΑ (προσπαθώντας να τον παρηγορήσει):

Έλα, δύστυχε, Όριν, ησύχασε επιτέλους! Δεν απομένεις δια ολομόναχος στον κόσμο. Είμ’ εγώ που θα φροντίζω για σένα. Ξέρεις καλά πόσο σ’ αγαπώ! Θα σε βοηθήσω να ξεχάσεις γρήγορα! (Σηκώνεται κι ετοιμάζεται απαρηγόρητος να μπει μέσα στο σπίτι εξακολουθώντας να κλαίει. Η φωνή του Σεθ ακούγεται πιο δυνατή τώρα):

"Τώρα που βρίσκουμαι μακριά σου,

(Έρχεται από τα δεξιά. Η Λαβίνια γυρίζει στο μέρος του)


ΣΕΘ (πλησιάζοντας):

Δε μου λες, Λαβίνια: Μήπως σου φάνηκε κι εσένα σα ν’ άκουσες έναν κρότο σαν πυροβολισμό;


ΛΑΒΙΝΙΑ (απότομα):

Πήγαινε στον οικογενειακό μας γιατρό και πες του πως η μητέρα πάνω στην απελπισία της για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα πήρε την παράλογη απόφαση κι αυτοκτόνησε! (Ενώ εκείνος έχει σαστίσει και δυσκολεύεται να πιστέψει αυτά που του λέει συνεχίζει):

Πρόσεχε να του πεις ό,τι ακριβώς σου είπα!


ΣΕΘ (με σιγανή τρεμάμενη φωνή):

Ναι, ναι, παιδί μου, θα του τα πω όπως ακριβώς μου τα ’πες. (Φεύγει με θλιμμένο πρόσωπο. Η Λαβίνια με το αγέρωχο ύφος της και τη χαρακτηριστική της μυστικοπάθεια πιότερο ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπο, ακολουθεί με σιγανό βάδισμα τον Όριν μέσα στο σπίτι).


ΑΥΛΑΙΑ


Eugene O’Neill. χ.χ. Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Τριλογία – ΙΙ – Οι κατατρεγμένοι. Μετ. Γιώργος Ι. Πασχάλης. Αθήνα: Γκοβόστης. Τίτλος πρωτοτύπου: Mourning Becomes Electra, Hunted (1931).