Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Eugene O’Neill

Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα—Ο γυρισμός

Ένα θεατρικό έργο σε τέσσερις πράξεις

Μετάφραση: Δέσπω Διαμαντίδου

(απόσπασμα)


ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

[...]

(Παρουσιάζεται η Κριστίν Μάννον απ’ τα αριστερά, ανάμεσα στους θάμνους με τις πασχαλιές και το σπίτι. Κρατάει μια αγκαλιά λουλούδια. Η Λαβίνια αισθάνεται την παρουσία της και στριφογυρίζει. Για μια στιγμή μητέρα και κόρη κοιτάζονται κατάματα. Η όλη συμπεριφορά τους έχει τέτοια ένταση, που αποκαλύπτεται ο σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσά τους. Η Κριστίν όμως συνέρχεται αμέσως και το ύφος της είναι περιφρονητικό και επιφυλακτικό.)


ΚΡΙΣΤΙΝ

Α, εδώ είσαι, επιτέλους! (Έπειτα βλέπει τον Πήτερ, που είναι από την παρουσία της αμήχανος.) Μπα, καλημέρα Πήτερ, δε σε είχα δει.


ΠΗΤΕΡ

Καλημέρα σας κυρία Μάννον. Περνούσα απ’ έξω και ήρθα για μια στιγμή. Βίννη, πρέπει να πηγαίνω τώρα.


ΛΑΒΙΝΙΑ, είναι ολοφάνερο πως θέλει να τον ξεφορτωθεί:

Εντάξει. Γεια σου, Πήτερ.


ΠΗΤΕΡ

Αντίο. Αντίο, κυρία Μάννον.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Αντίο, Πήτερ. (Χάνεται στο μονοπάτι, αριστερά. Η Κριστίν προχωρεί μπροστά.) Ομολογώ πως φέρεσαι πρόστυχα στο μοναδικό σου θαυμαστή. (Η Λαβίνια δε δίνει απάντηση. Η Κριστίν συνεχίζει με ψυχρότητα.) Αναρωτιόμουνα πότε θα σε δω. Σαν γύρισα χτες απ’ τη Νέα Υόρκη είχες πέσει να κοιμηθείς.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ναι, είχα πέσει να κοιμηθώ.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Εσύ συνηθίζεις να διαβάζεις ίσαμε αργά. Ήρθα στην πόρτα σου — μα ήταν κλειδωμένη. Όταν κλειδώνεσαι στην κάμαρά σου όλη μέρα, καταλαβαίνω πως με αποφεύγεις θεληματικά. Μα η Άννη μου είπε πως είχες πονοκέφαλο. (Με τη συζήτηση έχει πλησιάσει τη Λαβίνια τόσο, που να μπορεί να την αγγίξει με το χέρι της. Η ομοιότητά τους, έτσι όπως στέκονται, είναι εκπληκτική. Η Κριστίν την ατενίζει ψυχρά, όμως νιώθει κανείς μια δυσάρεστη επιφυλακτικότητα που κρύβεται κάτω απ’ αυτή την πόζα.) Είχες πονοκέφαλο;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Όχι. Ήθελα να μείνω μόνη — να σκεφτώ άλλα πράματα.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Σαν τι πράματα, μπορώ να ρωτήσω; (Έπειτα, σαν να φοβάται πως θα της απαντήσει στο ερώτημά της, απότομα αλλάζει θέμα.) Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που τριγυρνάνε εδώ στον κήπο;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Είναι φίλοι του Σεθ.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Επειδή είναι φίλοι αυτού του τεμπέλη του γερομπεκρούλιακα, δε σημαίνει πως έχουν το ελεύθερο να παρεισδύουν στο κτήμα μας;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Εγώ έδωσα στο Σεθ την άδεια να τους κάνει μια βόλτα.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Κι από πότε έχει το δικαίωμα, δίχως να με ρωτήσεις;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Δεν μπορούσα να σε ρωτήσω, όταν μου ζήτησε την άδεια ο Σεθ. Ήσουνα στη Νέα Υόρκη —(Κάνει μια ανεπαίσθητη παύση – έπειτα συνεχίζει αργά, κοιτάζοντας με επιμονή τη μητέρα της) για να δεις τον παππού. Είναι λίγο καλύτερα; Φαίνεται πως αρρώστησε πολλές φορές από πέρσι.


ΚΡΙΣΤΙΝ, αδιάφορα αποφεύγοντας το βλέμμα της:

Ναι, τώρα είναι πολύ καλύτερα. Ελπίζει να ξαναρχίσει γρήγορα τις επισκέψεις στους αρρώστους του. (Σαν να ανησυχεί μήπως αλλάξουν πάλι το θέμα, κοιτάζει τα λουλούδια που κρατάει στην αγκαλιά της.) Πήγα στη σέρα κι έκοψα αυτά τα λουλούδια. Ένιωσα πως ο τάφος μας είχε ανάγκη να δείξει λίγο πιο χαρούμενος. (Νεύει περιφρονητικά κατά το σπίτι.) Κάθε φορά που ξαναγυρίζω μου φαίνεται όλο και πιο πολύ σαν μαυσωλείο! Το "ασπριδερό", που θυμίζει Βίβλο και ειδωλολατρικό ναό, η πρόσοψη, σαν μια μάσκα καρφωμένη πάνω στην γκριζωπή πουριτανική ασκήμια! Μονάχα ο γέρο Έιμπ Μάννον μπορούσε να χτίσει αυτό το τερατούργημα σαν ένα ναό του μίσους. (Έπειτα με ένα κοροϊδευτικό γελάκι.) Συχώρεσέ με, Βίννη. Ξέχασα πως σου αρέσει. Και είναι φυσικό. Ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία σου. (Η Λαβίνια την ατενίζει σιωπηλή. Η Κριστίν κοιτάζει τα λουλούδια της και κατευθύνεται στο σπίτι.) Πρέπει να τα βάλω στο νερό. (Κάνει μερικά βήματα για να πάει στο σπίτι —στρέφει πάλι— με μια μελετημένη απλότητα.) Πριν το ξεχάσω· συνάντησα τυχαία στο δρόμο στη Νέα Υόρκη τον κάπταιν Μπραντ. Μου είπε πως θα ’ρθει εδώ για να παραλάβει το καράβι του, και με ρώτησε αν μπορεί να περάσει να σε δει. Του είπα να περάσει — και να μείνει και για το δείπνο. (Δίχως να κοιτάζει τη Λαβίνια, που την ατενίζει με μια σκληρή και βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπό της.) Δε σ’ ευχαριστεί, Βίννη; Ή μήπως θέλεις να μείνεις πιστή στο μοναδικό θαυμαστή σου, τον Πήτερ;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Γι’ αυτό έκοψες λουλούδια — επειδή θα ’ρθει αυτός; (Η μητέρα της δεν απαντάει. Εκείνη συνεχίζει, ενώ στη φωνή της υπάρχει μια ανεκδήλωτη κρυμμένη απειλή.) Θ’ άκουσες τα νέα, φαντάζομαι! Αυτό σημαίνει πως ο πατέρας γυρίζει πολύ γρήγορα!


ΚΡΙΣΤΙΝ,δίχως να την κοιτάζει, ψυχρά:

Τώρα τελευταία κυκλοφορούν πολλές φήμες. Αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώθηκε ακόμα, έτσι δεν είναι; Δεν άκουσα να ρίξει κανονιά το οχυρό.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Θα ακούσεις πολύ σύντομα!


ΚΡΙΣΤΙΝ

Είμαι βέβαιη και το ελπίζω όσο κι εσύ.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Αφού μπορείς και το λες!


ΚΡΙΣΤΙΝ, κρύβει τον πανικό που νιώθει — ψυχρά:

Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, μην παίρνεις αυτό το ύφος, όταν μου μιλάς! (Κοφτά) Αν είσαι αποφασισμένη να τσακωθούμε, πάμε μέσα στο σπίτι. Μπορεί να μας ακούσουν εδώ έξω. (Στρέφει και βλέπει το Σεθ, που είναι στη γωνία του σπιτιού, αριστερά, και στέκεται και τις παρακολουθεί.) Βλέπεις! ο γέρο παλιόφιλός σου προσπαθεί να ακούσει τι λέμε! (Πάει στα σκαλοπάτια.) Πάω μέσα να αναπαυτώ για λίγο. (Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια.)


ΛΑΒΙΝΙΑ, τραχιά:

Πρέπει να κουβεντιάσουμε, μητέρα — και γρήγορα μάλιστα!


ΚΡΙΣΤΙΝ, στρέφει προκλητικά:

Όποτε θες. Απόψε το βράδυ, άμα φύγει ο κάπταιν Μπραντ, που θα ’ρθει να σε επισκεφτεί. Μα για τι θέμα θες να μου μιλήσεις;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Θα το μάθεις πολύ σύντομα!


ΚΡΙΣΤΙΝ, την ατενίζει με έναν ερωτηματικό τρόμο — με βεβιασμένο περιφρονητικό χαμόγελο:

Πάντα σ’ αρέσει να δημιουργείς ένα μυστήριο γύρω απ’ το καθετί, Βίννη. (Μπαίνει στο σπίτι, κλείνει την πόρτα πίσω της. Ο Σεθ προχωρεί από εκεί που ήτανε αποτραβηγμένος στην άκρη της γωνιάς του σπιτιού. Η Λαβίνια του κάνει νεύμα να την ακολουθήσει, και πάει και κάθεται αριστερά στον πάγκο. Μια παύση. Ατενίζει ίσια το κενό. Το πρόσωπό της παγερό, τα μάτια της σκληρά. Εκείνος την κοιτάζει με κατανόηση.)


ΛΑΒΙΝΙΑ

Λοιπόν; Σε τι θέλεις να με προειδοποιήσεις για να προσέξω στον κάπταιν Μπραντ; (Έπειτα νιώθει πως πρέπει να προασπίσει την ερώτησή της από κάποια υποψία, που έχει επίγνωση πως κρύβεται στο νου του.) Θέλω να μάθω ό,τι μπορώ σχετικά με αυτόν — φαίνεται πως έρχεται εδώ για να με κορτάρει.


ΣΕΘ, κατορθώνει να εκφράσει όλη τη δυσπιστία του γι’ αυτή της τη δήλωση με μια λέξη:

Α!


ΛΑΒΙΝΙΑ, αιχμηρά:

Το είπες έτσι σαν να μη με πιστεύεις.


ΣΕΘ

Εγώ πιστεύω ό,τι μου πεις να πιστέψω. Αυτό το ’μαθα καλά εξήντα χρόνια στη δούλεψη των Μάννον. (Μια παύση. Έπειτα αργά τη ρωτάει.) Πρόσεξες τον Μπραντ; Δε μοιάζει, δε σου θυμίζει κάποιον;


ΛΑΒΙΝΙΑ, της κάνει εντύπωση:

Ναι. Κάποιον — απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα — μα δεν μπόρεσα ποτέ να τον βρω — Ποιον θες να πεις;


ΣΕΘ

Τον μπαμπά σου. Βίννη;


ΛΑΒΙΝΙΑ, αιφνιδιασμένη – εκνευρισμένη:

Τον πατέρα; Όχι! Δεν μπορεί! (Έπειτα σαν να της επιβάλλουν αυτή την ιδέα με το ζόρι.) Ναι! Του μοιάζει —κάτι στο πρόσωπό του— γι’ αυτό ένιωσα αυτό το περίεργο συναίσθημα, σαν να τον γνώριζα από πριν —ώστε γι’ αυτό— (Με ένταση σαν να πρόκειται να υποστεί νευρικό κλονισμό.) Αχ, δε θα το πιστέψω! Λάθεψες, Σεθ! Θα ’ναι πάρα πολύ!


ΣΕΘ

Δε μοιάζει μονάχα με τον μπαμπά σου. Μοιάζει και με τον Όριν — και όσους Μάννον έχω γνωρίσει.


ΛΑΒΙΝΙΑ, φοβισμένη:

Μα γιατί — γιατί αυτός πρέπει —!


ΣΕΘ

Πιο πολύ μου φέρνει στο νου τον αδερφό του παππού σου, τον Νταίηβιντ. Βίννη, ξέρεις εσύ τίποτα για τον Νταίηβιντ Μάννον; Ξέρω τ’ όνομά του. Δεν επιτρέπουν ούτε να το αναφέρει κανένας από τους Μάννον απ’ τη μέρα που έφυγε —μα θα ’χεις ακούσει κουτσομπολιό, έτσι είναι— κι ας γίνανε όλα αυτά πριν γεννηθείς εσύ.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Άκουσα πως αγάπησε εκείνη την κοπέλα, μια καναδέζα νταντά, που φρόντιζε τη μικρή αδερφή του πατέρα που πέθανε, και πως την παντρεύτηκε επειδή έμεινε έγκυος κι ότι ο παππούς τους πέταξε έξω απ’ το σπίτι κι έπειτα το γκρέμισε κι έχτισε στη θέση του ετούτο, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει εκεί που ο αδερφός του ντρόπιασε την οικογένεια. Μα τι δουλειά έχει αυτό το παλιό σκάνδαλο με —


ΣΕΘ

Στάσου. Μόλις τους πέταξε έξω, παντρευτήκανε και φύγανε. Ακούστηκε πως τραβήξανε στα Δυτικά, μα κανένας δεν έμαθε τίποτα πια γι’ αυτούς — μα ο παππούς σου κάποτε μου είπε, πως εκείνη γέννησε αγόρι. Το καταριότανε. (Έπειτα εντυπωσιακά.) Το μωρό της σκεφτόμουνα, Βίννη.


ΛΑΒΙΝΙΑ, με έκφραση απέχθειας στο πρόσωπό της που δείχνει ότι κατάλαβε το συσχετισμό:

Αχ!


ΣΕΘ

Πόσο χρονών είναι αυτός ο Μπραντ, Βίννη;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Νομίζω, τριάντα έξι χρονών.


ΣΕΘ

Μάλιστα. Ακριβώς. Και κάτι άλλο παράξενο — το όνομά του. Μπραντ είναι αλλόκοτο όνομα. Το ακούω σαν φτιαχτό — σα να το ’χουνε κόψει. Θυμάμαι το όνομα αυτής της καναδέζας κοπέλας, Βίννη! Μαρή Μπραντόμ! Τώρα κατάλαβες;


ΛΑΒΙΝΙΑ, ταραγμένη μάχεται ενάντια στη βεβαιότητα, που όλο και αναπτύσσεται μέσα της άθελά της:

Μην είσαι βλάκας, Σεθ, — το όνομά του. Θα ’τανε Μάννον και θα περηφανευόταν γι’ αυτό.


ΣΕΘ

Έχει σοβαρό λόγο να μην κάνει χρήση, πώς να λέγεται Μάννον, αφού έρχεται και σας επισκέφτεται εδώ πέρα, ε, τι λες; Αν ο μπαμπάς σου το υποψιαζότανε!


ΛΑΒΙΝΙΑ, ξεσπάει βίαια:

Όχι! Δε γίνεται! Δε θα το ’κανε αυτό ο Θεός! Θα ’τανε φριχτό —κι αυτό ακόμα—! Δε θέλω ούτε να μου περνάει απ’ το νου, ακούς; Γιατί μου το είπες;


ΣΕΘ, προσπαθεί να την ηρεμήσει:

Έλα τώρα! Μην αρπάζεσαι, Βίννη. Μη θυμώνεις μαζί μου. (Προσμένει — έπειτα συνεχίζει με επιμονή.) Εγώ στο είπα, γιατί είναι πολύ παράξενο —η όψη του, το όνομά του— και συ θα ’πρεπε για χατίρι του πατέρα σου να βεβαιωθείς.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Και πώς μπορώ;


ΣΕΘ

Να τον τσακώσεις μια στιγμή που δε θα το περιμένει — να κάνεις πως το ξέρεις — δεν ξέρεις μπορεί και να στο ομολογήσει. (Κάνει να φύγει — κοιτάζει κατά τα αριστερά στο μονοπάτι.)Βίννη μου, μου φαίνεται πως έρχεται κιόλας απ’ το μονοπάτι. Το βάδισμά του μου φέρνει στη θύμηση τον Νταίηβιντ Μάννον. Αν δεν ήμουν σίγουρος πως είναι αυτός, θα ’λεγα πως το φάντασμα του Νταίηβιντ επιστρέφει στο σπίτι. (Φεύγει απ’ την αριστερή γωνιά του σπιτιού. Μια παύση. Έπειτα ο κάπταιν Άνταμ Μπραντ πλησιάζει απ’ το μονοπάτι, αριστερά. Βλέπει τη Λαβίνια και αμέσως παίρνει το πιο ευγενικό και γοητευτικό του ύφος. Αμέσως κάνει εντύπωση το παράξενο πρόσωπό του: μοιάζει πιο πολύ με ρεαλιστική μάσκα, σαν να μην έχει ζωή. Έχει ένα πλατύ χαμηλό μέτωπο, που το στολίζουν μαύρα μαλλιά σαν του κόρακα, μακριά χτενισμένα πίσω, όπως συνηθίζουν οι ποιητές. Έχει μεγάλη αετήσια μύτη, πυκνά φρύδια, μελαμψό δέρμα και ανοιχτά καστανά μάτια. Το στόμα του είναι μεγάλο, αισθησιακό και υποδηλώνει τη διάθεσή του — ένα στόμα που γίνεται άλλοτε ισχυρό και άλλοτε αδύναμο. Έχει μουστάκι, όμως το πιγούνι του είναι ξυρισμένο. Ψηλός, με μεγάλες πλάτες και καλοδεμένος. Σου δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι πάντα επιφυλακτικός και βρίσκεται σε άμυνα, λες και μάχεται τη ζωή. Το ντύσιμό του είναι εξαιρετικά κομψό, όμως κι επιδεικτικό με πινελιές επιτηδευμένης αφροντισιάς, σαν το ιδανικό του να ’ταν μια βυρωνική ρομαντική εμφάνιση. Δε μοιάζει καθόλου ναυτικός και καπετάνιος καραβιού, μονάχα τα γερά του χέρια και η βαριά φωνή του θυμίζουν ναυτικό, τίποτα άλλο.)


ΜΠΡΑΝΤ, υποκλίνεται με υπερβολική ευγένεια:

Καλημέρα σας. (Πλησιάζει και της πιάνει το χέρι, που εκείνη προτείνει άθελά της.) Ελπίζω να μη σας ενοχλώ που έρχομαι έτσι δίχως καμιά εθιμοτυπία. Η μητέρα σας μου είπε —


ΛΑΒΙΝΙΑ

Το ξέρω. Έπρεπε να βγει έξω και μου είπε να σας κρατήσω συντροφιά ίσαμε να γυρίσει.


ΜΠΡΑΝΤ, σαν να ερωτοτροπεί:

Τότε, είμαι πολύ τυχερός. Ελπίζω να μη βιαστεί να γυρίσει, για να μας επιβλέψει. Δεν είχα την ευκαιρία να μείνω μόνος κοντά σας έπειται από κείνη… τη νύχτα στο φεγγαρόφωτο που πήγαμε περίπατο, θυμάστε; (Κρατάει το χέρι της και έχει χαμηλώσει η φωνή του σα να ’ναι ερωμένος της. Η Λαβίνια τα χάνει, ταράζεται και τραβάει το χέρι της και του γυρίζει την πλάτη.)


ΛΑΒΙΝΙΑ, ξαναβρίσκει τον έλεγχό της:

Πώς σας φάνηκαν τα νέα, που κατέθεσε τα όπλα ο Λη; Περιμένουμε τον πατέρα μου, πρέπει να ’ρθει πολύ σύντομα. (Κάτι στον τόνο της φωνής της τον κάνει να την υποψιαστεί, ενώ εκείνη κοιτάζει ίσια μπροστά της.) Γιατί δεν κάθεστε;


ΜΠΡΑΝΤ

Ευχαριστώ. (Κάθεται στον πάγκο στα δεξιά της. Τώρα είναι προσεχτικός, νιώθει κάτι παράξενο στο φέρσιμό της, μα δεν μπορεί να το καθορίσει — ανέμελα.) Ναι, πρέπει να ’σαστε πανευτυχής που θα ξαναδείτε σύντομα τον πατέρα σας. Η μητέρα σας μου έχει πει πως είστε πάντα πολύ στενά δεμένη με τον πατέρα σας.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ναι, το είπε. (Έπειτα έντονα.) Αγαπώ τον πατέρα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο. Δεν είναι τίποτα που δε θα το έκανα — για να τον προστατέψω, για να μην πονέσει!


ΜΠΡΑΝΤ, την παρατηρεί προσεχτικά — κρατάει το ίδιο ανέμελο ύφος:

Τον αγαπάτε πιο πολύ κι απ’ τη μητέρα σας;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ναι.


ΜΠΡΑΝΤ

Ναι, υποθέτω πως έτσι γίνεται πάντα. Η κόρη νιώθει πιο κοντά στον πατέρα και ο γιος στη μητέρα. Μα εγώ νόμιζα πως εσείς αποτελούσατε εξαίρεση!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Γιατί;


ΜΠΡΑΝΤ

Μοιάζετε τόσο πολύ με τη μητέρα σας με χίλια δυο πράματα. Το πρόσωπό σας είναι σα να ’ναι η νεκρή εικόνα του προσώπου της μητέρας σας. Κοιτάξτε τα μαλλιά σας. Δε βρίσκονται πουθενά αυτά τα μαλλιά. Μια γυναίκα γνώρισα που είχε τα ίδια μαλλιά με τα δικά σας. Θα σας φανεί παράξενο άμα σας το πω. Η μητέρα μου.


ΛΑΒΙΝΙΑ, ξαφνιασμένη:

Α!


ΜΠΡΑΝΤ, χαμηλώνει τη φωνή του — σε έναν ψιθυριστό με δέος τόνο:

Ναι, είχε πολύ όμορφα μαλλιά σαν της μητέρας σας· μακριά ίσαμε τα γόνατα και μεγάλα, λυπημένα μάτια. Το χρώμα τους ήτανε γαλάζιο σαν την Καραϊβικής Θάλασσας!


ΛΑΒΙΝΙΑ, τραχιά:

Η ομοιότητα δεν έχει σημασία! Δεν της μοιάζω σε τίποτα! Όλοι το ξέρουν· εγώ γίνομαι όλο και πιο πολύ σαν τον πατέρα μου!


ΜΠΡΑΝΤ, συνέρχεται απότομα, παραξενεύεται με το ύφος της:

Μα — ελπίζω να μη θυμώσατε με αυτό που σας είπα! (Έπειτα γίνεται όλο και πιο ανήσυχος, μα αποφασίζει πως πρέπει να δημιουργήσει και πάλι μια κάποια οικειότητα — με θελκτική ειλικρίνεια.) Είσαστε αινιγματική απόψε, δεσποινίς Λαβίνια. Συχωρέστε με για την ντομπροσύνη μου. Πέρασα τη ζωή μου στη θάλασσα και σε στρατόπεδα και μιλάω άμεσα και ντόμπρα. Έχετε τίποτα; Αν έκανα τίποτα που σας πρόσβαλε άθελά μου, σας ορκίζομαι πως δεν είχα καμιά πρόθεση. (Εκείνη μένει σιωπηλή κοιτάζοντας μπροστά της, τα μάτια της έχουν σκληρή έκφραση, αυστηρή, αδέκαστη. Αυτός τη μετράει με το βλέμμα του και συνεχίζει.) Δε θα ’θελα για όλο τον κόσμο, να υπάρξει δυσαρέσκεια ή παρεξήγηση ανάμεσά μας. Μπορεί να αυτοκολακεύομαι, μα πίστεψα πως με βρίσκετε συμπαθητικό. Ξεχάσατε εκείνη τη νύχτα που σεργιανίσαμε στην ακροθαλασσιά;


ΛΑΒΙΝΙΑ, με σκληρή, ψυχρή φωνή:

Δεν ξέχασα. Σας είπε η μητέρα μου πως έπρεπε να με φιλήσετε;


ΜΠΡΑΝΤ

Τι, τι θέλετε να πείτε; (Αμέσως όμως το αποδίνει στην αφέλειά της — γελώντας.) Κατάλαβα! Μα ελάτε τώρα! Λαβίνια, δε θέλετε να πείτε πως έπρεπε να της ζητήσω την άδεια;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Δε θα ’πρεπε;


ΜΠΡΑΝΤ, πάλι ανήσυχος — προσπαθεί να αστειευτεί:

Βλέπετε, δεν ανατράφηκα αυστηρά για να ξέρω το πρέπει ή δεν πρέπει, τέλος πάντων δεν ζήτησα άδεια — κι αυτό δε με εμπόδισε να το χαρώ! (Βλέπει κάτι στο πρόσωπό της και αλλάζει το θέμα.) Φοβάμαι πως φάνηκα πολύ φλύαρος εκείνη τη νύχτα. Ίσως να σας έπληξα που σας έλεγα για τα ιστιοφόρα και την αγάπη μου γι’ αυτά;


ΛΑΒΙΝΙΑ, ξερά:

«Μεγάλα λευκά ιστιοφόρα» έτσι τα ονομάσατε. Λέγατε πως σας θυμίζουν ψηλές χλωμές γυναίκες. Λέγατε πως τα αγαπήσατε πιότερο από οποιαδήποτε γυναίκα. Αυτό είναι αλήθεια, Καπετάνιε;


ΜΠΡΑΝΤ, με βεβιασμένη φολοφρονητικότητα:

Μάλιστα. Μα ήθελα να πω, πριν γνωρίσω εσάς. (Έπειτα σκέφτεται, ότι πέτυχε την αιτία που άλλαξε τη διάθεσή της απέναντι του — με ένα γέλιο.) Ώστε αυτό είναι, γι’ αυτό μου κρατάτε κακία; Θα ’πρεπε να το μαντέψω. Οι γυναίκες πάντα ζηλεύουν τα καράβια. Πάντα υποπτεύονται τη θάλασσα. Ξέρουν πως είναι επικίνδυνος αντίπαλος στις σχέσεις τους με έναν άντρα! (Γελάει πάλι μα πιο αβέβαιος αυτή τη φορά, όπως αντικρίζει τη βλοσυρή της έκφραση.) Έπρεπε να είχα αντιληφθεί, πως δε δείχνατε να σας ενθουσιάζουν οι ιστορίες μου για τη θάλασσα εκείνη τη νύχτα. Φαίνεται πως για την κόρη ενός ναυπηγού τα ιστιοφόρα είναι μια παλιά ξεχασμένη ιστορία. Μπορεί να πέφτω έξω, όμως δείχνατε ενδιαφέρον όταν σας ιστορούσα το πρώτο μου θαλασσινό ταξίδι, το ναυάγιο μου και τις εντυπώσεις μου από τα νησιά στις νότιες θάλασσες.


ΛΑΒΙΝΙΑ, με ξερή σπασμένη φωνή:

Θυμάμαι το θαυμασμό σας για τις γυμνές ιθαγενείς που ζούνε στα νησιά. Είπατε πως είχανε βρει το μυστικό της ευτυχίας επειδή δεν είχανε ακούσει ποτές, πως ο έρωτας είναι αμαρτία.


ΜΠΡΑΝΤ, εκπλήσσεται — την αναμετράει αινιγματικά:

Ώστε αυτό το θυμόσαστε; (Έπειτα ρομαντικά.) Ναι! Εκεί ζούνε πιο πολύ όπως ζούσανε στον κήπου του Παράδεισου, πριν ανακαλύψουν την αμαρτία, πολύ πιο πολύ απ’ οπουδήποτε αλλού σ’ αυτή τη γη! Δεν περιγράφεται η ομορφιά, το πράσινο τοπίο μέσα στο βαθυγάλανο της θάλασσας! Τα σύννεφα χαμηλά σαν να ακουμπάνε στις κορφές των βουνών, ο ήλιος να σου ναρκώνει το αίμα και το κύμα να χτυπάει ασταμάτητα πάνω στην άμμο τραγουδώντας σου στ’ αυτί ένα μουρμουριστό τραγούδι σαν νανούρισμα! Τα «ευλογημένα νησιά», έτσι τα λέω εγώ! Εκεί ξεχνάς όλα τα βρόμικα όνειρα των ανθρώπων, που είναι άπληστα για εξουσία!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Και τα βρόμικα όνειρά τους — για τον έρωτα;


ΜΠΡΑΝΤ, ξαφνιάζεται πάλι — την κοιτάζει ανήσυχος:

Γιατί το λέτε αυτό; Τι εννοείτε, Λαβίνια;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Έτσι για τίποτα. Νά, σκεφτόμουνα μονάχα — τα «ευλογημένα νησιά» σας.


ΜΠΡΑΝΤ, αβέβαιος:

Α! Μα είπατε —(Έπειτα με μια συγκεχυμένη ανόητη επιμονή έρχεται πιο κοντά της, χαμηλώνει τη φωνή του με ερωτισμό.) Όποτε κι αν θυμάμαι αυτά τα νησιά από δω και μπρος, πάντα θα θυμάμαι εσάς, έτσι όπως βαδίζατε στο πλευρό μου εκείνη τη νύχτα κι ο θαλασσινός άνεμος ανέμιζε τα μαλλιά σας και μέσα στα μάτια σας καθρεφτιζόταν το φεγγαρόφωτο! (Κάνει να της πιάσει το χέρι, μα εκείνη τραβιέται και πετάγεται ολόρθια.)


ΛΑΒΙΝΙΑ, με ψυχρή λύσσα:

Μη μ’ αγγίζεις! Μην τολμήσεις! Ψεύτη! Εσύ! (Έτσι όπως αναπηδάει ξαφνιασμένος, εκείνη αρπάζει την ευκαιρία να ακολουθήσει τη συμβουλή του Σεθ — τον ατενίζει οργισμένη θέλοντας να τον προσβάλλει.) Μα θα πρέπει να ήμουνα ανόητη, αν περίμενα τίποτα άλλο εκτός από φτηνά ρομαντικά ψέματα από το γιο μιας τιποτένιας καναδέζας νταντάς!


ΜΠΡΑΝΤ, χτυπημένος:

Τι είναι αυτό; (Έπειτα λυσσάει με την προσβολή για τη μητέρα του, παρατάει κάθε επιφυλακτικότητα και πετάγεται απάνω απειλητικός.) Καταραμένη να ’σαι — Πρόσεξε! — Θα ξεχάσω πως είσαι γυναίκα — Κανένας Μάννον δε θα την προσβάλει όσο —


ΛΑΒΙΝΙΑ, μαινάδα. Τώρα πια ξέρει την αλήθεια:

Ώστε έτσι —είναι αλήθεια— εσύ είσαι ο γιος της! Ω!


ΜΠΡΑΝΤ, παλεύει για να συγκρατηθεί — τραχιά, προκλητικά:

Ε, κι αν είμαι, τι τρέχει; Είμαι περήφανος που είμαι γιος της! Η μόνη μου ντροπή είναι το αίμα των Μάννον! Ώστε γι’ αυτό δεν ανεχόσουνα να σ’ αγγίξω; Στέκεις ψηλά για το γιο μιας δούλας, ε; Κι όμως πριν σ’ άρεσε — !


ΛΑΒΙΝΙΑ, βίαια:

Δεν είναι αλήθεια! Σε ξεγέλασα γιατί ήθελα να ανακαλύψω τι γίνεται.


ΜΠΡΑΝΤ

Α, όχι! Μονάχα από τότε που άρχισες να υποψιάζεσαι ποιος είμαι! Φαίνεται πως ο πατέρας σου θα σε φούσκωσε ψέματα για τη μητέρα μου! Όμως τώρα θα την ακούσεις την αλήθεια, τώρα που ξέρεις ποιος είμαι — Και θα δεις αν εσύ ή οποιοσδήποτε Μάννον έχει δικαίωμα να την περιφρονήσει!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Δε θέλω να ακούσω. (Ξεκινάει για το σπίτι.)


ΜΠΡΑΝΤ, την αρπάζει απ’ το μπράτσο — χλευαστικά:

Είσαι δειλή, αυτό είσαι, όπως και όλοι οι Μάννον, σαν πρόκειται να αντιμετωπίσουν την αλήθεια για τους εαυτούς τους! (Στρέφει σ’ αυτόν προκλητική. Της αφήνει το χέρι και συνεχίζει με τραχύτητα.) Πάω στοίχημα πως δε θα σου είπε, ότι κι ο παππούς σου, όπως και ο αδερφός του, ερωτευθήκανε κι οι δυο τη μητέρα μου!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Είναι ψέμα!


ΜΠΡΑΝΤ

Είναι η αλήθεια. Η ζήλια του τον έκανε να εκδικηθεί τον πατέρα μου, να τον αποκηρύξει και να τον εξαπατήσει, έτσι που να χάσει το μερίδιό του απ’ την κληρονομιά!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Δεν τον εξαπάτησε! Αγόρασε το μερίδιό του!


ΜΠΡΑΝΤ

Τον εξανάγκασε να το πουλήσει στο ένα δέκατο της αξίας του, αυτό θες να πεις! Το ’ξερε πως ο πατέρας μου κι η μητέρα μου λιμοχτονούσανε! Τα λεφτά όμως δε φτουρίσανε στα χέρια του πατέρα μου! Το ’ριξε στο πιοτό. Ήτανε δειλός κι αυτός —όπως όλοι οι Μάννον— μόλις ένιωσε αδύναμος και περιφρονημένος απ’ τους άλλους. Κρυβότανε, απέφευγε τους ανθρώπους. Άρχισε να ντρέπεται για τη μητέρα μου και για μένα. Έπεφτε όλο και πιο χαμηλά κι η μητέρα μου δούλευε και τον ζούσε. Θυμάμαι ακόμα αυτούς που τον κουβαλούσανε απ’ το καπηλειό στο σπίτι, κι έπεφτε αποχαυνωμένος απ’ το μεθύσι έξω απ’ την πόρτα σαν ψοφίμι. Μια νύχτα ήμουνα εφτά χρονών, γύρισε σπίτι μεθυσμένος και χτύπησε τη μητέρα μου στα μούτρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τη χτύπησε. Τυφλώθηκα απ’ τη λύσσα μου. Τον χτύπησα με το σκαλιστήρι και του άνοιξα το κεφάλι. Η μητέρα μου με τράβηξε από πάνω του και με έκρυψε κάπου. Έπειτα τον αγκάλιασε κι έκλαψε. Δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπάει.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά; Σου είπα ξάστερα δε θέλω να ακούσω —


ΜΠΡΑΝΤ, βλοσυρά:

Θα καταλάβεις το γιατί σύντομα! (Δίχως καμιά επιφυλακτικότητα — σαν να βλέπει αυτή τη σκηνή μπροστά του.) Για μέρες καθότανε και κοίταζε στο κενό. Μια μέρα που ήμαστε μονάχοι, μου ζήτησε να τον συγχωρέσω που τη χτύπησε. Μα εγώ τον μισούσα και δεν μπόρεσα να τον συγχωρέσω. Έπειτα μια νύχτα βγήκε έξω και δεν ξαναγύρισε. Την άλλη μέρα τον βρήκανε κρεμασμένο σε έναν αχυρώνα!


ΛΑΒΙΝΙΑ, την πιάνει σύγκρυο:

Ω!


ΜΠΡΑΝΤ, άγρια:

Αυτή ήταν η μοναδική καθώς πρέπει πράξη του!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Λες ψέματα! Κανένας Μάννον ποτέ δε θα —


ΜΠΡΑΝΤ

Μπα, έτσι λες; Νομίζεις πως όλοι τους είναι εκλεπτυσμένοι, ευγενικοί και αξιοσέβαστοι κύριοι! Άκουσε, λοιπόν, να μάθεις και κάτι άλλο για δαύτους! (Συνεχίζει με πίκρα την ιστορία του.) Η μητέρα μου έραβε μεροκάματα για να με μεγαλώσει και να πάω σχολειό. Ήταν πάντα αυστηρή μαζί μου. Με θεωρούσε υπεύθυνο για την αυτοκτονία του. Μα ήταν αποφασισμένη να με κάνει τζέντλεμαν —σαν εκείνον— έστω κι αν ξόδευε και την τελευταία της δεκάρα! (Με μοχθηρό χαμόγελο.) Δεν το πέτυχε, όπως βλέπεις! Στα δεκαεφτά μου το ’σκασα και μπάρκαρα — ξέχασα πως είχα μητέρα, μονάχα πήρα ένα μέρος απ’ το όνομά της Μπραντ, εύκολο όνομα για τα καράβια — για να μη με λένε Μάννον. Την είχα ξεχάσει, τη θυμήθηκα μετά δυο χρόνια, που επέστρεψα απ’ την Ανατολή. Της έγραφα πού και πού και της έστελνα λεφτά, άμα μου βρισκόντουσαν. Όμως την είχα ξεχάσει — κι όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη τη βρήκα να ξεψυχάει — άρρωστη και πεινασμένη. Και τότε έμαθα πως όταν έπεσε ανήμπορη, ανίκανη να δουλέψει, μην ξέροντας πού να βρει εμένα, τότε έχασε και το τελευταίο ίχνος περηφάνιας που της είχε απομείνει, κι έγραψε στον πατέρα σου και του ζήτησε ένα δάνειο. Δεν της απάντησε ποτές. Εγώ έφτασα πολύ αργά. Πέθανε στην αγκαλιά μου. (Με πάθος για εκδίκηση.) Αυτός μπορούσε να την είχε σώσει — κι όμως σκόπιμα την άφησε να πεθάνει! Είναι τόσο ένοχος για φόνο όσο κι όλοι αυτοί που τους έστειλε στην κρεμάλα όταν ήτανε Δικαστής!


ΛΑΒΙΝΙΑ, πετάγεται ολόρθια:

Πώς τολμάς να λες αυτά για τον πατέρα! Αν βρισκόταν εδώ —


ΜΠΡΑΝΤ

Μακάρι να ’τανε! Θα του τα ’λεγα κι αυτουνού, όπως σε σένα — πως ορκίστηκα πάνω στη νεκρή μου μητέρα ότι θα τον εκδικηθώ για το θάνατό της.


ΛΑΒΙΝΙΑ, με ψυχρή θανατερή ένταση:

Κι ασφαλώς τώρα θα παινεύεσαι πως πέτυχες το σκοπό σου έτσι δεν είναι — με τον πιο ταπεινό και δειλό τρόπο σαν γιος δούλας, που είσαι!


ΜΠΡΑΝΤ, ξαφνιάζεται και πάλι βίαιος:

Πρόσεξε, σου είπα, πρόσεξε πώς μιλάς!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ώστε αυτή είναι για σένα μονάχα το μέσο για να εκδικηθείς τον πατέρα μου;


ΜΠΡΑΝΤ, ζαλισμένος — ψελλίζει μέσα στη σύγχυση και την ενοχή:

Τι; — Ποια; — Πώς; — Ποιους; — Δεν καταλαβαίνω τα λόγια σου!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Τότε θα μάθεις πολύ σύντομα! Θα καταλάβεις! Όπως κι εκείνη. Έμαθα αυτό που ήθελα από σένα. Τώρα πάω μέσα να συζητήσω μαζί της. Εσύ περίμενε εδώ, να σε φωνάξω.


ΜΠΡΑΝΤ, οργισμένος με το ύφος της:

Όχι! Καταραμένη να ’σαι, που νομίζεις πως μπορείς να με διατάζεις σαν να ’μαι δούλος σου!


ΛΑΒΙΝΙΑ, παγερά:

Αν νιώθεις και τον παραμικρό σεβασμό για αυτή, κάνε αυτό που σου λέω και μη μ’ αναγκάσεις να γράψω στον πατέρα μου. (Του γυρίζει την πλάτη και συνεχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά αλύγιστη κι ορθόστητη.)


ΜΠΡΑΝΤ, απελπισμένα τώρα — με γελοίο υπερβολικό τρόπο προσπαθεί να παίξει πάλι τον εραστή:

Δεν ξέρω τι θες να πεις, Λαβίνια. Ορκίζομαι στο Θεό πως εσύ μονάχα — (Εκείνη στρέφει σ’ αυτόν απ’ το κεφαλόσκαλο σ’ αυτά του τα λόγια και τον ατενίζει με μίσος, έτσι που τον κάνει να σωπάσει. Τα χείλη της, ανοίγουν σαν να θέλει να μιλήσει, μα παλεύει, καταπίνει τα λόγια της, του γυρίζει αλύγιστη την πλάτη, μπαίνει μέσα στο σπίτι και κλείνει την πόρτα.)


ΑΥΛΑΙΑ


Eugene O’Neil. 1986. Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Ο γυρισμός. Μετ. Δέσπω Διαμαντίδου. Αθήνα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: Mourning Becomes Electra. Homecoming (1931).