Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Eugene O’Neill

Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα—Ο γυρισμός

Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις

(απόσπασμα)


ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ


Η κρεβατοκάμαρα του Έζρα Μάννον. Πίσω κέντρο, ένα κρεβάτι με "ουρανό" και τέσσερες κολόνες, φάτσα στο κοινό, με το κεφάλι ν’ ακουμπάει στον πίσω τοίχο. Αριστερά, ένα κομοδίνο μ’ ένα κερί αναμμένο. Αριστερά από το κομοδίνο, πόρτα ανοιχτή, που οδηγεί στο δωμάτιο της Κριστίν. Στον αριστερό τοίχο, δύο παράθυρα. Μπροστά αριστερά, ένα τραπέζι με μια λάμπα και πλάι του μια καρέκλα. Στον δεξιό τοίχο, κοντά στο προσκήνιο, πόρτα που βγάζει στο χολ. Πιο πίσω, ένα γραφείο.

Μισόφωτο. Τίποτα δεν ξεχωρίζει καθαρά, έξω απ’ ό,τι φωτίζουν οι αχτίδες του φεγγαριού που περνούν απ’ τα παντζούρια. Κοντεύει να ξημερώσει.

Ξεχωρίζει σαν φάντασμα η σιλουέτα της Κριστίν, καθώς γλιστράει αργά και κλεφτά από το κρεβάτι. Πάει νυχοπατώντας στο τραπέζι, μπροστά αριστερά, παίρνει μια ανοιχτόχρωμη ρόμπα που είναι πεταμένη στην καρέκλα και τη φοράει. Στέκει και αφουγκράζεται, να δει αν ξύπνησε ο άντρας της. Παύση. Ύστερα, η φωνή του Έζρα ακούγεται από το κρεβάτι, πλαδαρή, χωρίς ζωή.


ΜΑΝΝΟΝ

Κριστίν.


ΚΡΙΣΤΙΝ, πετάγεται. Με προσποιημένα ήρεμη φωνή.

Ναι.


ΜΑΝΝΟΝ

Θα κοντεύει να φωτίσει… ε;


ΚΡΙΣΤΙΝ

Ναι. Όπου να ’ναι.


ΜΑΝΝΟΝ

Γιατί πετάχτηκες όταν εμίλησα; Τόσο ξένη σού είναι η φωνή μου;


ΚΡΙΣΤΙΝ

Νόμιζα πως κοιμάσαι.


ΜΑΝΝΟΝ

Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Σκεφτόμουνα. Γιατί είσαι τόσο νευρική;


ΚΡΙΣΤΙΝ

Από την αϋπνία, δεν ξέρω. Ούτε κι εγώ κοιμήθηκα.


ΜΑΝΝΟΝ

Έφυγες απ’ το κρεβάτι σαν κλέφτης…


ΚΡΙΣΤΙΝ

Για να μη σε ξυπνήσω.


ΜΑΝΝΟΝ, πικρόχολα.

Δεν άντεχες να με νιώθεις άλλο πλάι σου.


ΚΡΙΣΤΙΝ, νευριάζει.

Έφυγα για να μη σε ξυπνήσω! (Προσπαθεί να συγκρατηθεί, εξηγεί:) Αν έμενα, θα στριφογύριζα στο κρεβάτι και…


ΜΑΝΝΟΝ

Ν’ ανάψουμε το φως. Και να μιλήσουμε.


ΚΡΙΣΤΙΝ, αγριεύει.

Δε θέλω να μιλήσω! Ούτε μας χρειάζεται το φως. Καλύτερα στο σκοτάδι.


ΜΑΝΝΟΝ

Θέλω να σε βλέπω.

Παίρνει σπίρτα και ανάβει και δεύτερο κερί. Η Κριστίν κάθεται βιαστικά στην καρέκλα πλάι στο τραπέζι, που την έχει έτσι γυρισμένη ώστε να είναι σχεδόν πλάτη στον άντρα της. Εκείνος ανακάθεται στο κρεβάτι. Το πρόσωπό του, καθώς το μισοφωτίζει το κερί, δείχνει πικρία.


ΜΑΝΝΟΝ

Καλύτερα στο σκοτάδι… Φυσικά. Για να μη βλέπεις πόσο γέρος είναι ο άντρας σου.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Έζρα! Ή παύεις τις ανοησίες ή φεύγω και πάω στο δικό μου δωμάτιο! Α, μα επιτέλους! (Σηκώνεται, αλλά πάντα με την πλάτη στον Έζρα.)


ΜΑΝΝΟΝ

Στάσου! (Παρακαλεστικά.) Μη φεύγεις. Δε θέλω να μείνω μόνος. (Εκείνη ξανακάθεται. Ο Έζρα συνεχίζει.) Άλλα ήθελα να πω. Και άλλα λέω. Τα λόγια τούτα βγαίνουν από… μόνα τους. Δεν ξέρω πώς. Έχω πολλή πίκρα μέσα μου… χολή… έχω κακίες μαζεμένες, ποιος ξέρει. Και μου βγαίνουν στα λόγια μου.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Πάντα είχαν χολή τα λόγια σου.


ΜΑΝΝΟΝ

Προτού να παντρευτούμε;


ΚΡΙΣΤΙΝ

Πού να θυμάμαι…


ΜΑΝΝΟΝ

Δε θέλεις να θυμάμαι ότι κάποτε μ’ αγάπησες.


ΚΡΙΣΤΙΝ, βίαιη.

Δε θέλω να μιλάω για τα περασμένα! (Απότομα για ν’ αλλάξει θέμα.) Αλήθεια… άκουγες τη Λαβίνια τη νύχτα; Έκανε βόλτες μπροστά στο σπίτι… σα φρουρός… Λες και σου φύλαγε βάρδια. Όταν πήγε για ύπνο, ήταν δύο περασμένες. Άκουσα το ρολόι.


ΜΑΝΝΟΝ

Νά και κάποιος που μ’ αγαπάει εδωμέσα. (Παύση.) Κριστίν… νιώθω κάπως… παράξενα.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Τι έχεις; Η καρδιά σου μήπως; Νιώθεις τίποτα; Λες να σε… να σε πιάσει κρίση;


ΜΑΝΝΟΝ, τραχιά.

Όχι! Όχι! (Παύση. Μετά:) Γιατί; Αυτό περιμένεις μήπως; Γι’ αυτό δέχτηκες με τόση προθυμία νά ’ρθεις στο κρεβάτι μου απόψε; Είχες την ελπίδα πως…


ΚΡΙΣΤΙΝ, τινάζεται απάνω.

Έζρα! Πάψε! Πάψε να μιλάς έτσι — μου ’χεις σπάσει τα νεύρα! Δεν αντέχω άλλο!… (Ξεκινάει προς το δωμάτιό της.)


ΜΑΝΝΟΝ

Στάσου! Μη φεύγεις! Συγγνώμη… δεν ήθελα να πω αυτό… ούτε να σε πληγώσω… (Εκείνη ξανακάθεται. Ο Έζρα συνεχίζει. Μουντά.) Δεν έχει τίποτα η καρδιά μου. Άλλο έχω. Κάτι που… μου ταράζει το νου. Κάτι μέσα μου σα να… σα να με παραμονεύει. Σα να παραμονεύει να ξεσπάσει.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Να ξεσπάσει — τι;


ΜΑΝΝΟΝ

Δεν ξέρω. (Παύση. Μετά:) Δεν καταλαβαίνω πια. Το σπίτι αυτό μού είναι ξένο, δεν είναι σπίτι μου. Δεν είναι δικό μου το δωμάτιο τούτο, ούτε και το κρεβάτι αυτό… είναι αλλουνού. Ξένα και αδειανά. Και περιμένουν κάποιον άλλον… όχι εμένα… κάποιον άλλον να τα κατοικήσει. Και συ, είσαι ξένη. Δεν είσαι η γυναίκα μου. Κάτι περιμένεις.


ΚΡΙΣΤΙΝ, τινάζεται. Τα νεύρα της αρχίζουν να μην την υπακούν.

Εγώ! Τι να περιμένω εγώ…


ΜΑΝΝΟΝ

Το θάνατο… να σε λευτερώσει από μένα.


ΚΡΙΣΤΙΝ

Άφησε με κάτω! Άφησέ με ήσυχη! Είσαι τρελός! Δεν τις αντέχω πια τις υστερίες σου. (Η οργή και το μίσος την κυριεύουν.) Ακούς δεν είμαι γυναίκα σου! Όλη νύχτα όμως μού φέρθηκες σα να ’μουνα όχι γυναίκα σου μονάχα, αλλά χτήμα σου!


ΜΑΝΝΟΝ, πικρή ειρωνεία.

Το κορμί σου! Εγώ δε ζήτησα μονάχα το κορμί σου! Άλλο ζήτησα! Κορμιά, έχω δει αμέτρητα… μέσα στη λάσπη, σκόρπια… να σαπίζουνε στον ήλιο μέχρι να γίνουν λίπασμα. Χους ει και εις χουν απελεύσει. Αυτό είναι ο έρωτας για σένα; Η σάρκα μόνο; Και νομίζεις πως εγώ ένα κορμί εζήτησα στο γάμο μου; (Ύστερα, όλη η πικρία και οι προσβολές που έχει μαζέψει μέσα του ξεθυμαίνουν.) Κι αυτό, μου το πετάς σαν ξεροκόμματο! Ψέματα! Ψέματα το ’κανες απόψε όλη νύχτα! Από την ώρα που σε γνώρισα, ψέματα! Και στο κρεβάτι απόψε — υποκρινόσουνα! Ποτέ, ποτέ σου δε μου δόθηκες! Μονάχα αφηνόσουνα στα χέρια μου σαν πεθαμένη! Κι απόψε, μ’ άφησες να σε πάρω σα να ήσουνα καμιά δούλα αραπίνα από σκλαβοπάζαρο! Επίτηδες το κάνεις, να με ταπεινώσεις. Με φούντωσες, μ’ έκανες ζώο ξαναμμένο για να χάσω κάθ’ εκτίμηση στον εαυτό μου! Και πάντα σου το ίδιο κάνεις — από την πρώτη νύχτα που πλάγιασα μαζί σου! Πιο καθαρός θα ένιωθα αν είχα πάει σε βρομόσπιτο — πιο τίμιος!


ΚΡΙΣΤΙΝ, με πνιγμένη φωνή

Έζρα, πρόσεχε! Δεν αντέχω άλλο, σε ειδοποιώ!


ΜΑΝΝΟΝ, με άγριο γέλιο.

Κι εγώ που είχα την ελπίδα ότι με το γυρισμό μου όλα θ’ άλλαζαν… και θ’ αρχίζαμε πάλι απ’ την αρχή… άλλη ζωή… όλο αγάπη! Που σου άνοιξα τα σπλάχνα μου… και νόμισα πως θα με καταλάβεις. Α, ο ηλίθιος!


ΚΡΙΣΤΙΝ, η φωνή της στριγκή.

Για πες μου! Μήπως σου πέρασε η ιδέα πως θα με μαλακώσει; και θα με κάνεις να ξεχάσω όλα όσα πέρασα τόσα χρόνια; Ε, όχι, Έζρα. Πολύ άργησες. (Η φωνή της αλλάζει. Σαν ξαφνικά να πήρε απόφαση να φανερώσει την αληθινή της διάθεση απέναντί του.) Θέλεις την αλήθεια; Ε, λοιπόν, δε έπεσες έξω. Με είχες χτήμα σου, μου έκανες παιδιά, αλλά δική σου, δεν έγινα ποτέ! Δική σου, δεν εμπόρεσες να με κάνεις! Και ποιανού ήταν το φταίξιμο, ε; Ποιος φταίει; Εγώ; Και όμως! Όταν παντρευτήκαμε σ’ αγαπούσα. Θέλησα να σου δοθώ, να γίνω ένα μαζί σου! Αλλά μ’ έδιωξες από κοντά σου! Με πάγωσες! Με γέμισες αηδία!


ΜΑΝΝΟΝ, έξαλλος.

Μιλάς εσύ! Εσύ! Αντί να σου τα πω εγώ! Αντί… Προσπαθεί να συγκρατηθεί. Χάνει τα λόγια του.) Μη! Πάψε! Δεν κάνει να τσακωθούμε! Να μη χάσω την ψυχραιμία μου… γιατί θα βγουν στη φόρα πράματα που…


ΚΡΙΣΤΙΝ, τον εξωθεί με μελετημένη σκληρότητα.

Α, όχι, όχι! Να βγουν! Άσε το κακομοίρικο ύφος! Την αλήθεια δεν ήθελες; Θα την ακούσεις.


ΜΑΝΝΟΝ, τρομαγμένος. Σχεδόν παρακαλεστικά.

Κριστίν! Συγκρατήσου!


ΚΡΙΣΤΙΝ

Σου είπα ψέματα! Ψέματα για όλα! Ψέματα σου είπα και για τον πλοίαρχο Μπραντ! Ξέρεις ποιος είναι; Γιος της Μαρί Μπραντόμ! Κι ερχόταν εδώ για μένα! Όχι για τη Λαβίνια! Εγώ τον έφερα εδώ, εγώ του είπα να ’ρχεται στο σπίτι σου!


ΜΑΝΝΟΝ, κυριευμένος από άγρια μανία.

Είχες την ξεδιαντροπιά… Εσύ τον… Εσύ! Το γιο αυτηνής της…


ΚΡΙΣΤΙΝ

Ναι. Είχα την ξεδιαντροπιά! Ναι! Και στη Νέα Υόρκη δεν πήγαινα για τον πατέρα μου — για τον Άνταμ επήγαινα. Έμενα με τον Άνταμ! Είναι καλός και τρυφερός! Έχει ανθρωπιά! Ό,τι καλό σού λείπει εσένα, ο Άνταμ το έχει! Ο Άνταμ είναι ό,τι ποθούσα… ό,τι ονειρεύτηκα όλα τα χρόνια που πνιγόμουνα κοντά σου! Είναι ο άντρας που ήθελα! Ο εραστής που ήθελα! Είμαι ερωτευμένη με τον Άνταμ! Την αλήθεια δεν ήθελες; Την έμαθες.


ΜΑΝΝΟΝ, τον έχει κυριέψει μανία. Παλεύει να σηκωθεί από το κρεβάτι.

Σκύλα!… Παλιο… πόρνη πληρωμένη! Θα σε σφάξω, θα… (Ξαφνικά γέρνει προς τα πίσω μ’ ένα μουγκρητό. Ένας πόνος τον κάνει να διπλώσει στο αριστερό του πλευρό.)


ΚΡΙΣΤΙΝ, με άγρια ικανοποίηση.

Νά! (Χύνεται στο δωμάτιό της και ξαναγυρίζει αστραπιαία μ’ ένα μικρό κουτάκι στο χέρι. Καθώς εκείνος είναι στραμμένος από την άλλη μεριά, δεν κατάλαβε την απουσία της.)


ΜΑΝΝΟΝ, αγκομαχητό.

Γρήγορα! Γρήγορα! Φάρμακο…


ΚΡΙΣΤΙΝ, μακριά του, βγάζει ένα χάπι απ’ το κουτάκι και, στο μεταξύ, τον ρωτάει βιαστικά.

Πού το ’χεις; Πού ’ναι το φάρμακο;


ΜΑΝΝΟΝ

Στο κομοδίνο! Γρήγορα…


ΚΡΙΣΤΙΝ

Στάσου… Νά, το βρήκα. (Κάνει πως παίρνει κάτι απ’ το κομοδίνο. Ύστερα του δινει το χαπάκι που είχε βγάλει απ’ το κουτί κι ένα ποτήρι νερό.) Έλα. Νά!

(Ο Έζρα στρέφει προς το μέρος της με βογκητό, ανοίγει το στόμα του. Εκείνη του βάζει το χάπι στη γλώσσα του και φέρνει το ποτήρι στα χείλια του.) Πιες τώρα.


ΜΑΝΝΟΝ, πίνει μια γουλιά νερό. Ξαφνικά, άγριος τρόμος ζωγραφίζεται στην όψη του. Μουγκρίζει.

Δεν ήτανε… το φάρμακό μου αυτό!


Εκείνη πισωπατάει προς το τραπέζι, κρύβοντας πίσω στην πλάτη της το χέρι με το κουτάκι, σαν να ψάχνει να βρει τρύπα να κρυφτεί. Τα δάχτυλά της ξεσφίγγουν, αφήνει το κουτί να πέσει στο τραπεζάκι και ξαναφέρνει το χέρι της μπροστά της, αθέλητά της, σαν για να του δείξει ότι δεν κρατάει τίποτα. Τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω της, διάπλατα, σαν να την κατηγορούν. Αγωνίζεται να φωνάξει βοήθεια, αλλά η φωνή του είναι μονάχα ένας ψίθυρος βραχνός.


ΜΑΝΝΟΝ

Βοήθεια! Λαβίνια…


Πέφτει σε κώμα. Η ανάσα του ακούγεται κοφτή, σφυριχτή. Η Κριστίν τον κοιτάζει σαν υπνωτισμένη. Ύστερα πετάγεται έντρομη, καθώς ακούει ένα θόρυβο έξω στο χολ. Αρπάζει το κουτάκι απ’ το τραπέζι και κρύβει πίσω το χέρι της, καθώς βλέπει την πόρτα ν’ ανοίγει και να παρουσιάζεται η Λαβίνια, με νυχτικό, ρόμπα και παντόφλες. Στέκει στο κατώφλι τρομαγμένη, αγουροξυπνημένη, δισταχτική.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Είδα έναν εφιάλτη… σαν ν’ άκουσα τον πατέρα να με φωνάζει… και πετάχτηκα…


ΚΡΙΣΤΙΝ, τρέμει ολόκληρη. Ένοχη, τραυλίζει.

Τον έπιασε η καρδιά του…


ΛΑΒΙΝΙΑ, χύνεται στο κρεβάτι.

Πατέρα! (Τον αγκαλιάζει.) Λιποθύμησε!


ΚΡΙΣΤΙΝ

Μη! Δεν έχει τίποτα, του πέρασε. Άσ’ τον να ησυχάσει.


Την ίδια στιγμή, ο Έζρα, καθώς ψυχομαχάει, ανασηκώνεται μέσα στην αγκαλιά της Λαβίνιας, με τη ματιά του στηλωμένη στη γυναίκα του, σηκώνει το χέρι του και τη δείχνει.


ΜΑΝΝΟΝ, ρόγχος.

Αυτή… ένοχη… Δε μου ’δωσε… φάρμακο… (Γέρνει πίσω νεκρός.)


ΛΑΒΙΝΙΑ

Πατέρα! (Περίτρομη, κοιτάζει το σφυγμό του, ακουμπάει τ’ αυτί της στην καρδιά του.)


ΚΡΙΣΤΙΝ

Μην τον… κουράζεις. Αποκοιμήθηκε.


ΛΑΒΙΝΙΑ

…Πέθανε!…


ΚΡΙΣΤΙΝ, σαν ηχώ. Μηχανικά.

Πέθανε; Ο Θεός να τον αναπάψει…


ΛΑΒΙΝΙΑ,=, γυρίζει προς τη μητέρα της σαν οχιά.

Έχεις το θράσος να λες ψέματα ακόμη και… Εσύ παρακαλούσες να πεθάνει! Κακούργα! Εσύ… (Σταματάει και κοιτάζει τη μητέρα της, έντρομη από την υποψία που αρχίζει να χαράζει μέσα της. Ύστερα, βραχνά.) Γιατί σε έδειχνε έτσι; Γιατί σε είπε ένοχη; Απάντησέ μου!


ΚΡΙΣΤΙΝ, τραυλίζει.

Του είπα… πως ο Άνταμ… είναι εραστής μου.


ΛΑΒΙΝΙΑ, της κόβεται η ανάσα.

Του είπες τέτοιο πράγμα! Τη στιγμή που ήξερες πως η καρδιά του… Το ’κανες επίτηδες! Για να τον πεθάνεις! Εσύ τον εσκότωσες!


ΚΡΙΣΤΙΝ

Εσύ είσαι υπεύθυνη… Του ’βαλες υποψίες… και μου μιλούσε όλη νύχτα γι’ αγάπη και για θάνατο… μου έσπασε τα νεύρα… και του τα είπα όλα. (Η φωνή της βαραίνει, σαν ανθρώπου υπνωμένου που αγωνίζεται να μην αποκοιμηθεί. Τα μάτια της μισοκλείνουν.)


ΛΑΒΙΝΙΑ

την αρπάζει από τους ώμους και την ταρακουνάει άγρια.

Άκουσέ με! Κοίταξέ με!… Κοίταξέ με! Είπε, «δε μου ’δωσε φάρμακο»… Γιατί το είπε;


ΚΡΙΣΤΙΝ, το χέρι με το δηλητήριο πάντα στη ράχη της.

Δεν… ξέρω. Εγώ… εγώ…


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ξέρεις! ΞΕΡΕΙΣ! Πες μου, εμπρός! Γιατί σε είπε ένοχη; Λέγε μου… θα μου δώσεις λόγο!


ΚΡΙΣΤΙΝ, με μια τελευταία προσπάθεια, κατορθώνει να μείνει όρθια και να μιλήσει. Προσποιητά έντονα, αυστηρή, αγανακτισμένη.

Κατηγορείς εμένα! Τη μητέρα σου… πως τον…


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ναι! Ναι! Είσαι άξια για…(Ξαφνικά καταλαβαίνει τι λέει και κόβεται. Τρομάζει.) Όχι! Δεν μπορεί… δεν μπορεί να είσαι τόσο σατανική…


ΚΡΙΣΤΙΝ, η δύναμή της την αφήνει. Τα πόδια της τρέμουν.

Δε σε… καταλαβαίνω… τι θες να πεις… (Ξεμακραίνει και κάνει να προχωρήσει προς την πόρτα του δωματίου της, με το χέρι τεντωμένο πίσω της. Αδύναμα:) Δεν είμαι καλά… τα πόδια μου δε με… Πάω να… ξαπλώσω… Δεν είμαι…

Στρέφει, σαν για να τρέξει προς το δωμάτιό της, κάνει ένα δύο τρεμάμενα βήματα, τα γόνατά της λυγίζουν και πέφτει λιπόθυμη στα πόδια του κρεβατιού. Το χέρι της χτυπάει στο πάτωμα, και το κουτί γλιστράει σ’ ένα χαλί. Η Λαβίνια δεν το προσέχει. Ξαφνιασμένη από τη λιποθυμία της μητέρας της, γονατίζει δίπλα της και κοιτάζει το σφυγμό της. Βλέπει πως έχει λιποθυμίσει μονάχα. Όλο το φλογισμένο μίσος της φουντώνει πάλι. Μιλάει με φωνή στριγκή, σαν να την κατηγορεί.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Τον εσκότωσες. Δικό σου έργο είναι ο θάνατός του! Του τα μαρτύρησες επίτηδες! Τώρα νομίζεις ότι είσαι πια ελεύθερη να παντρευτείς τον Μπραντ! Γελιέσαι! Δε θα τον πάρεις! Όσο είμαι ζωντανή εγώ, δε θα τον πάρεις! Θα σου κάνω τη ζωή κόλαση! Το έγκλημα που έκανες θα το πληρώσεις. Μονάχη μου θα βρω την πιο άγρια τιμωρία!

Κάνει να σηκωθεί, όταν η ματιά της πέφτει στο κουτάκι. Αμέσως το αρπάζει, το κοιτάζει, ενώ η υποψία της μεταλλάζει σε φρικιαστική βεβαιότητα. Με άγρια κραυγή ξεμακραίνει, με το κουτί στο χέρι της, και βουλιάζει στα γόνατα στο κεφάλι του κρεβατιού, αγκαλιάζοντας το πτώμα του πατέρα της.


ΛΑΒΙΝΙΑ, άγρια ικεσία.

Πατερα! Μη μου φεύγεις! Βόηθα με εσύ! Μη μ’ αφήνεις μονάχη! Τι να κάμω τώρα… οδήγησέ με! Τι να κάμω;


ΑΥΛΑΙΑ


Eugene O’Neill. 1974. Ο γυρισμός. Δράμα σε τέσσερις πράξεις. Πρώτο μέρος της τριλογίας Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Μετ. Παύλος Μάτεσις. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη. Τίτλος πρωτοτύπου: Homecoming. Από την τριλογία Mourning Becomes Electra (1931).