Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Christine Brückner

Είσαι ευχαριστημένος τώρα που είσαι πια νεκρός, Αγαμέμνονα;

Λόγια της Κλυταιμνήστρας στη σορό του βασιλιά των Μυκηνών, που η παράδοση δεν έχει διασώσει

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου


Αφήστε με μόνη μαζί του! Ήταν άντρας μου, τί φοβάστε πως μπορεί να πάθει ένας νεκρός; Μην τον σκοτώσω δεύτερη φορά; Θα του άξιζε!

Είχες πει, Αγαμέμνονα, ότι στην οικογένεια των Ατρειδών δεν υπάρχει άλλη εκλογή, ή θα σκοτώσεις ή θα σε σκοτώσουν. Κι εγώ σου απάντησα: Λοιπόν, σκότωσέ με! Γίνε συ δολοφόνος! Τώρα όμως τα πράγματα ήρθαν ανάποδα.

Είχες πει ακόμα: Μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Είσαι ευτυχισμένος τώρα; Η μέρα που ξημερώνει σήμερα είναι όμορφη, Αγαμέμνονα. Πρόσεξες ποτέ σου πόσο όμορφο μπορεί να είναι ένα πρωινό; Είδες τον ίσκιο της ελιάς το μεσημέρι; Οι κήρυκες σε χαιρετάνε υψώνοντας το χέρι τους και συ τους βάζεις να φωνάζουν ολοένα και καινούρια συνθήματα: Νίκη! Ζήτω! Και: Ζευ Αγαμέμνονα! Γιατί να μη σε χαιρετάνε λέγοντάς σου καλημέρα; Ξέρεις, μια καλή μέρα είναι σπουδαία υπόθεση. Δεν έχω ζήσει στη ζωή μου πολλές καλές μέρες, Αγαμέμνονα. Αναγκάστηκα να γυρέψω την ευτυχία πέρα απ’ τα τείχη των Μυκηνών.

Δε νιώθω οίκτο για σένα, Αγαμέμνονα. Ο σκύλος σου ψόφησε, κανένα σκυλί δε θα ζούσε αρκετά χρόνια για να περιμένει το γυρισμό σου. Κι εγώ δεν είμαι πια η γυναίκα που στεκόταν τότε πάνω στα βράχια και περίμενε. Μισώ τη θάλασσα! Μισώ να στέκομαι στο γιαλό και ν’ αγναντεύω τα πλοία που φεύγουν και δεν ξανάρχονται ποτέ. Κι όταν έρθουν — δέκα χρόνια αργότερα, είναι πια πολύ αργά. Γύρισα την πλάτη μου στη θάλασσα, όταν έφτασε το μήνυμα της επιστροφής σου, και είδα: οι Μυκήνες ερειπωμένες, στην Πύλη σου των Λεόντων ραγισμένες οι πέτρες και στο λόφο του τάφου σου φύτρωσαν γαϊδουράγκαθα. Σ’ έπνιξα στο μπάνιο σου, επειδή έχω μισήσει τη θάλασσα. Το στοιχείο σου είναι η φωτιά, το δικό μου είναι το νερό. Εσύ καις, εγώ πνίγω. Είδα τη λάμψη των πυρσών. Ολόκληρο το ξερολίβαδο καιγόταν στο Αραχναίο — το ξέρεις πως το λένε «Βουνό με τις αράχνες»; Τί ξέρεις απ’ την Αργολίδα σου; Από την Ίδη στην Κρήτη ώς τους βράχους του Ερμή στη Λήμνο κι απ’ τα βουνά του Άθω ώς εδώ — τα μηνύματα της φωτιάς, μια πύρινη σκυταλοδρομία από κορφή σε κορφή. Η φωτιά σήμαινε τον ερχομό σου. Η φωτιά ποτέ δε φέρνει χαρούμενα μαντάτα.

Τώρα κείτεσαι νεκρός στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Ποτέ δεν είχες χρόνο να μ’ ακούσεις, τώρα άκουσέ με, άκουσέ με καλά, νεκρέ Αγαμέμνονα! Άλλοι θα λένε πως σε σκότωσε ο Αίγισθος κι άλλοι πως ήμουν εγώ ο φονιάς σου. Στην καρδιά μου μέσα σε είχα θανατώσει εκατοντάδες φορές. Ο σκοπός είναι που μετράει, όχι η πράξη. Είμαι ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο μίσος κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα με στύψει! Όταν περνούσα απ’ την Πύλη των Λεόντων, το αριστερό απ’ τα δύο σου λιοντάρια μού χαμογελούσε κοροϊδευτικά. Η πέτρα είχε ραγίσει. Η πέτρα, που μ’ αυτήν ήθελα να σου ραγίσω το λιονταρίσιο σου κεφάλι, Αγαμέμνονα. Η εικόνα σου όμως δεν είχε πάθει τίποτα. Έτρεμα απ’ το φόβο μου, Αγαμέμνονα! Δεν είμαι απ’ αυτές τις γυναίκες που λένε στους άντρες τους: «Ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς». Στο γιο μου Ορέστη είπα: «Πέτα την ασπίδα σου στους θάμνους, άμα σ’ εμποδίζει στο τρέξιμο». Στον Ορέστη, που δεν πειράζει ούτε μύγα. Και γιατί να τις πειράξει τις μύγες; Οι μύγες θα πάρουν αργότερα εκδίκηση για το φόνο της Κλυταιμνήστρας.

Σε είχα παρακαλέσει να μου φέρεις απ’ την Τροία σπόρους λουλουδιών αντί για λάφυρα. Ήθελα κάτι που να ριζώσει και να μεγαλώσει. Για τους κήπους μου, τους κήπους της Κλυταιμνήστρας, που τώρα ρήμαξαν πια. Εκεί μέσα θα ’πρεπε να παίζουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Κράτησα αυτά τα παιδιά εννέα μήνες στην κοιλιά μου και τα γέννησα. Αλλά δεν τα βύζαξα και δεν τα μεγάλωσα εγώ. Γι’ αυτό αγάπησαν την παραμάνα κι όχι τη μάνα τους, όπως κι εγώ αγάπησα τη Μύρρα κι όχι τη Λήδα που με γέννησε. Έχθρα φυτρώνει ανάμεσα στο γιο και στον πατέρα, έχθρα ανάμεσα στη μάνα και στην κόρη· λες κι είμαστε θεοί. Εμείς γεννήσαμε εχθρούς που κοιτάνε πώς να μας σκοτώσουν. Οι φτωχοί νοιάζονται τα παιδιά τους, γιατί αυτά τα παιδιά θα τους στηρίξουν στα γεράματα. Είδα πολλά, Αγαμέμνονα, στους δρόμους και στους λόφους εδώ γύρω. Πώς μπορείς να βασιλεύεις σ’ ένα λαό που δεν τον ξέρεις; Μέσα σ’ ένα κράτος πρέπει οι δύο πλευρές να γνωρίζονται: αυτός που κυβερνάει κι αυτός που υπακούει. Κι όλες οι φωνές πρέπει ν’ ακούγονται. Και τότε άλλος θα μιλάει δυνατά κι άλλος σιγανά· άλλος πάλι θα σωπαίνει. Οι άντρες μαζεύονται στην Αγορά, όχι γι’ άλλο λόγο, αλλά για να μιλήσουν. Η κουβέντα είναι σαν την ανάσα για τους Έλληνες, όποιος αναπνέει μιλάει. Θέλεις να μάθεις ποιός το είπε αυτό; Αφού δεν τον ξέρεις, δεν γνωρίζεις κανέναν τους! Ούτε τις γυναίκες τους ξέρεις. Πηγαίνουν στην πηγή ή στο ποτάμι και κουβεντιάζουν. Την ώρα που πλένουν και την ώρα που γεμίζουν τα κανάτια τους νερό μιλάνε. Μιλάνε και δουλεύουν. Φλυαρούν και τιτιβίζουν σαν τα πουλιά. Βουβαίνονται, όμως, όταν περάσει ο βασιλιάς.

Ο γάμος μου μαζί σου πήρε τέλος τη στιγμή που θυσίασες την Ιφιγένεια, μόνο και μόνο για να ’χουν τα καράβια σας ούριο άνεμο. Γιατί δεν αφήνατε την αδερφή μου την Ελένη στην Τροία; Φτάνει λοιπόν να είναι όμορφος κανείς για να ’ναι και αθώος; Πέρασες τη θάλασσα και πήγες να πολεμήσεις σε μια μακρινή χώρα, για να μην καούν τα χωράφια σου, να μην ερημωθεί η Αργολίδα σου.

Σεισμοί και πόλεμοι. Δεν είναι αρκετοί οι σεισμοί; Δε φτάνουν τα χαλάσματα; Δε φτάνουν οι νεκροί; Η οργή των θεών και η οργή των αντρών! Θέλετε να μοιάσετε στους θεούς. Οι άντρες κερδίζουν την τιμή τους στη μάχη! Για εξήγησέ το μου αυτό, Αγαμέμνονα; Γιατί είναι τόσο τιμητικό να σκοτώνει ο ένας άντρας τον άλλο; Μ’ αυτό το σκοτωμό χλευάζει τη μητέρα που τον κοιλοπόνεσε, τον πατέρα που τον έσπειρε, τη γυναίκα που τον αγαπά. Που τον αγάπησε, Αγαμέμνονα! Σ’ αγάπησα, παρόλο που σκότωσες τον πρώτο μου άντρα και το πρώτο μου παιδί. Το αίμα πληρώνεται με αίμα. Σταματήστε! Σταματήστε επιτέλους!

Εγώ, η Κλυταιμνήστρα, αδερφή της Ωραίας Ελένης απ’ τη Σπάρτη!

Εγώ, η Κλυταιμνήστρα, μάνα τριών θυγατέρων κι ενός γιου.

Εγώ, η Κλυταιμνήστρα, ερωμένη του Αίγισθου.

Δεν ήμουν μόνο η γυναίκα του Αγαμέμνονα. Δοκίμασα πολλά, για να συνδέσω τ’ όνομά μου με κάτι όμορφο. Έναν αστερισμό. Τους κήπους μου. Ένα όμορφο κύπελλο. Αλλά το κύπελλο έσπασε και τα θρύψαλα είναι τώρα στα σκουπίδια. Οι μπόρες θα καταστρέψουν ό,τι έχει απομείνει απ’ τους κήπους μου. Και κανείς απ’ τους ουράνιους θεούς δε θα νοσταλγήσει τη ζώνη της Κλυταιμνήστρας.

Ήταν άραγε άσκοπος ο φόνος της Κασσάνδρας; Άσ’ τη να ζήσει, είπα στον Αίγισθο. Μπορεί ν’ αρέσει τον Ορέστη και να την αγαπήσει, έχουν την ίδια ηλικία. Κι εκείνος μου απάντησε: Γέρασες κι άρχισες τα προξενιά. Ίσως να του άρεσε και του ίδιου του Αίγισθου· αγαπούσε ό,τι αγαπούσες, του άρεσαν τα δικά σου πράγματα. Η αγάπη του είναι εκδίκηση. Κανείς δε θα σκοτώσει τον Γλαύκο, ούτε τον Γεώργιο, ούτε τον Παύλο — τον ψαρά, το βοσκό, τον κανατά· δεν είναι άξιοι να τους σκοτώσει κανείς, έχουν γλιτώσει απ’ την εκδίκηση των θεών. Η ευτυχία των φτωχών είναι η ανωνυμία.

Δε χρειάζεται να λέγεσαι Κασσάνδρα, για να προφητέψεις τις συμφορές των Ατρειδών. Φαίνεται πως παιδί ακόμα κοιμήθηκε κάτω απ’ τα κλαδιά μιας φουντουκιάς· ο ύπνος φέρνει προφητικά όνειρα. Μου το ’πε ο Γεώργιος, κι η Μύρρα συμφώνησε κι αυτή. Η Κασσάνδρα είναι η ίδια η συμφορά που προφητεύει. Ας είχες γυρίσει μία έστω και μοναδική φορά χωρίς να φέρεις μαζί σου και μια σκλάβα! Γιατί χτίζετε κάστρα, αφού προτιμάτε να ζείτε στις σκοτεινές κοιλιές των πλοίων ή στις σκηνές; Ένα θησαυροφυλάκιο θα σου ’φτανε για τα λάφυρά σου. Γιατί δε φυλάς και τις σκλάβες σου στο θησαυροφυλάκιό σου; Τί νόμιζες; Πως δεν έμαθα τίποτα για τη Χρυσηίδα, την κόρη του ιερέα της Τροίας; Πως δεν έφτασε στ’ αυτιά μου τίποτα για την αγαπημένη σκλάβα του Αχιλλέα; Η Κασσάνδρα ήταν η τελευταία σου ερωμένη, και γι’ αυτό έπρεπε να τη σκοτώσουμε.

Ποιός είναι λοιπόν αυτός που θέλει να ξέρει τί κρύβει το μέλλον; Κανένας! Μ’ ακούς; Κανένας! Την παλιοκλέφτρα! Μουρμούριζε τις κατάρες της στους δρόμους των Μυκηνών και δεν έλεγε να σταματήσει, ώσπου να γίνουν πραγματικότητα όσα προφήτευε: Ο Ορέστης θα εκδικηθεί τον πατέρα του, θα σκοτώσει τη μάνα του! Κατάρα, κατάρα!… Την αναγκάσαμε να σωπάσει.

Μια ώρα πριν βγει ο ήλιος. Η ώρα του φόνου. Η ώρα που πάντα σου κρύωνες, το ξέρω. Θέλεις μια κουβέρτα; Η ώρα του αποχαιρετισμού. Ο Γλαύκος, ο ψαράς μου, με γύριζε την ώρα εκείνη στη στεριά.

Μπόρεσες να πας σ’ αυτό τον πόλεμο μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν άλλοι που δούλευαν τα χωράφια σου, σόδειαζαν το καλαμπόκι σου, πατούσαν τα σταφύλια σου κι έπιαναν ψάρια, για να θρέψουν τις γυναίκες και τα παιδιά. Γιατί απορείτε τώρα που τα παιδιά σας έχουν άλλο πατέρα; Τί μετράει, λοιπόν, Αγαμέμνονα; Πες μου! Τί μετράει; Ο αριθμός των νεκρών, που άφησες πίσω σου, ή οι γιοι που έσπειρες; Όποιος έχει δόρυ μπορεί και σκοτώνει. Όλοι οι άντρες μπορούν να σπείρουν παιδιά.

Η Μύρρα λέει πως οι πεθαμένοι ακούνε για μια ώρα ακόμα αυτά που λένε οι ζωντανοί. Άκου με λοιπόν καλά! Ο Αίγισθος θα παντρέψει την κόρη μας την Ηλέκτρα μ’ ένα γέρο χωρικό. Είναι καλός άνθρωπος αλλά γέρος και δε θα της κάνει παιδιά. Απ’ αυτή τη μεριά λοιπόν δε θα υπάρχει διεκδικητής του θρόνου των Μυκηνών. Η Ηλέκτρα όμως θέλει εκδίκηση. Η Ιφιγένεια, που τη θυσίασες και την έσωσε η Άρτεμις, υπηρετεί τη θεά. Ήταν υπομονετική σαν αρνάκι. Κι εσύ την έσφαξες. Και η γλυκιά Χρυσόθεμις. Απ’ αυτήν δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα· ένα ήσυχο, χαρούμενο παιδί. Αλλά εσύ δεν πρόλαβες να τη γνωρίσεις καλά καλά. Μας μένει ο Ορέστης. Είναι νευρικός, κι οι νευρικοί άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Μου είχες πει ότι στην οικογένεια των Ατρειδών ή θα σκοτώσεις ή θα σε σκοτώσουν. Ή και τα δυο· πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο. Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι όλα αυτά είναι θέλημα των θεών; Πού είναι λοιπόν η περηφάνια σου, αγέρωχε βασιλιά του Άργους; Γιατί δε λες; Αυτό ήταν το δικό μου θέλημα; Ήθελα να πάρω εκδίκηση. Ήθελα να κατακτήσω. Ήθελα να πολεμήσω. Ήθελα να δω την κόρη του βασιλιά της Τροίας στα πόδια μου! Εσύ δεν ήθελες βασίλισσα στο πλευρό σου, ήθελες σκλάβες. Κι όλα αυτά ήταν θέλημα των θεών; Το θέλημα των θεών είναι βολική δικαιολογία για τους βασιλιάδες! Στον πόλεμο σκοτώνονται οι θαρραλέοι κι οι δυνατοί, έτσι δε λέτε; Πού ήσουνα εσύ όταν οι Τρώες έριχναν τα δόρατά τους; Ποιός έχασε τη ζωή του στη θέση σου; Γιατί γύρισες πίσω;

Και τώρα τί θ’ απομείνει από σένα; Δυο χούφτες στάχτη. Θρύμματα. Η Πύλη των Λεόντων σου. Ο τάφος του Αγαμέμνονα. Θέλεις την αθανασία. Εγώ όμως θέλω να πεθάνω. Να ξεχαστώ. Κανείς να μη θυμάται το όνομα της Κλυταιμνήστρας.

Στο Άργος, οι ασεβείς που πήραν άφεση αμαρτιών στεφανώνονται με κλαδάκια δάφνης. Κάθε βράδυ σου ’βαζα στο μαξιλάρι σου ένα τέτοιο κλαδάκι. Ήθελα να σου δείξω πως ήξερα και πως σε συγχωρούσα. Για χάρη σου το ρήμαξα το αλσάκι με τις δάφνες! Για θυμήσου! Είχα στολίσει το ακόντιό σου με ανθάκια γιασεμιού, για να μη λαμπυρίσει στις πρώτες ακτίνες του ήλιου και σε ξυπνήσει. Άργησες να σηκωθείς· όλοι γέλασαν όταν βγήκες απ’ την κάμαρά μου με το λουλουδένιο σου δόρυ. Δεν άκουγες συχνά γέλια στο Άργος.

Τί πρέπει να κάνω; Τί θέλουν από μένα οι θεοί; Να σκοτωθώ; Να μετανιώσω; Γιατί να μετανιώσω; Επειδή έσφαξες τον πρώτο μου άντρα, όταν ήμουν ακόμα νέα; Επειδή σκότωσες το πρώτο μου παιδί; Ή επειδή μου πήρες την Ιφιγένεια; Ή μήπως γιατί έφυγες κι έμεινες δέκα χρόνια μακριά μου; Σε τί θα σου χρησίμευε η πίστη μιας γυναίκας που δε σ’ αγαπάει; Δε θα μας θάψουν δίπλα δίπλα σ’ έναν τάφο. Στα πόδια σου θα κοιμάται τον αιώνιο ύπνο η Κασσάνδρα, το όμορφο λάφυρό σου από την Τροία.


[...]


Τί σχέδια έχουν οι θεοί για την Κλυταιμνήστρα; Θα την γκρεμίσουν από βράχο ψηλό στη θάλασσα; Θα τη χτυπήσει κεραυνός; Η σάρκα μου θα χορτάσει τα ψάρια ή θα ’ναι τα όρνεα που θα κομματιάσουν το κορμί μου; Τα χείλια μου; Τα μάτια μου; Οι τυφλοπόντικες θα ροκανίσουν τα μπράτσα μου; Όταν ήμουν νέα, μου είχες χαρίσει ένα βραχιόλι· είχε τη μορφή φιδιού και στα μάτια κατακόκκινα ρουμπίνια. Το βραχιόλι βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας, κοντά σ’ εκείνο το βράχο όπου στεκόμουν και περίμενα. Το ψάρι που θα πιαστεί σ’ αυτό το μέρος δε θα τρώγεται· θα ’ναι δηλητηριασμένο από τη σάρκα της Κλυταιμνήστρας. Το μίσος μου φαρμακώνει την Αργολίδα. Άγριες μέλισσες θα εμποδίζουν αυτούς που θα θέλουν να χωθούν στον τάφο μου. Οι μανάδες δε θ’ αφήνουν τα παιδιά τους να φάνε απ’ αυτό το μέλι: Μη! θα τους λένε, είναι πικρό, αν το φας, θα πεθάνεις, είναι φαρμακωμένο από το μίσος της Κλυταιμνήστρας. Τί άλλο προφήτεψε η Κασσάνδρα; Όπου βασιλεύει το μίσος κι η καταστροφή, εκεί οι άνθρωποι μιλούν για το χάος, το μικρό ποταμάκι που έχω διασχίσει πολλές φορές στη ζωή μου. Τώρα θ’ αδειάσει τα νερά του στη γη μας. Ο Δίας θα μας κάψει με τους κεραυνούς του. Ο Ποσειδώνας θα ταρακουνήσει στεριά και θάλασσα. Οι Μυκήνες θα παραδοθούν στις φλόγες. Θα γκρεμιστούν.

Θα πω στη Μύρρα να με θάψουν με το πρόσωπο στραμμένο προς τη γη, όταν πεθάνω. Θέλω να γυρίσω πίσω στη Μητέρα Γαία, που είναι σπλαχνική και πονετικιά. Μόνο όταν θα ’μαστε κι οι δυο νεκροί, Αγαμέμνονα, η φόνισσα κι ο σκοτωμένος, τότε θα ’χουμε πατσίσει.

Χαράζει. Η αυγή ήρθε, η ροδοδάκτυλη Ηώς, φέρνοντας τον ήλιο. Φόρεσε τη μάσκα σου, Αγαμέμνονα. Θα φορέσω κι εγώ τη δική μου.


Christine Brückner. 1988. Ω, Δεισδαιμόνα, αν είχες μιλήσει! Ανείπωτα λόγια αγανακτισμένων γυναικών. Μετ. Μαρία Αγγελίδου. Αθήνα: Καστανιώτης. Τίτλος πρωτοτύπου: Wenn du geredet hättest, Desdemona! Ungehaltene Reden ungehaltener Frauen. (Hoffmann & Campe Verlag, Hamburg 1983).