Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Βαφόπουλος

Εδιμβούργο 1984


Walter Scott, ίνδαλμα μυθικό, που είχες ευρύνει
της προεφηβείας μου τα διογκωμένα ήδη όνειρα,
κάποτε, στης αντρικής μου ηλικίας την ωριμότητα,
την οφειλόμενη ήρθα να σου κάμω επίσκεψη
σ' εκείνο το Abbotsford του μύθου,
όπου ακόμα ζούσε ο κόσμος των δικών σου ονείρων.

Ένας σεμνός υπηρέτης, που φαινόταν
να ’χε ξεφύγει απ’ την πινακοθήκη
των πλασμάτων της δικής σου φαντασίας,
μου ’πε πως δε βρισκόσουν πια στο αρχοντικό σου.

Γιατί η σκοτσέζικη έπαρση, που αναζητούσε
κάποιον εύσχημο τρόπο για να ταπεινώσει
την άμετρην εγγλέζικην υπεροψία,
σε είχε στήσει τώρα σε ψηλό μαρμάρινο βάθρο,
πάνω στον άξονα της ξακουσμένης Princes street,
σαν κραυγαλέο σύμβολο εθνικής υπεροχής.

Εκεί τότε, πριν από ένα τρίτον αιώνος,
σου είχα κάμει την πρώτη επίσκεψή μου.
Κι έτσι, καθώς καθόμουνα στα κράσπεδα
της μαρμαρένιας σκοτσέζικής σου δόξας,
με κάποια θλίψη ατένιζα το πρόσωπό σου,
ενώ οι κάμερες των υπαιθρίων φωτογράφων,
τα κουτιά τούτα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας,
φυλάκιζαν, μαζί με τη δική σου δόξα,
και την ασημαντότητα ενός άγνωστου οδοιπόρου.

Αυτά τότε στην Princes street: στην αρτηρία
ενός ανθρώπινου μεγάλου καναλιού,
όπου έπαλλε η καρδιά του Εδιμβούργου,
όπου οι γενιές των ανθρώπων εναλλάσσονταν,
ακολουθώντας το ρυθμό της εποχής τους

***
Και τώρα πάλι στην καρδιά του Εδιμβούργου.
Πάλι μες στον παλμό της Princes street.
Αλλά μια νέα επιγραφή ψηλά στο Κάστρο
δείχνει πια την αμείλιχτη ροή του χρόνου,
που κυλάει προς το τέρμα του εικοστού αιώνα,
στην τροχιά του ογδοηκοστού τετάρτου έτους.

Τούτο σημαίνει πως τα παλιά σκληρά κολάρα
αναπαύονται τώρα σε κλειστές ντουλάπες και σεντούκια,
πως τα καινούρια σακάκια πήγανε στους μεταπράτες,
μ’ αντάλλαγμα ενός σύγχρονου μπουφάν
κι ενός μπλου τζιν ξεθωριασμένου ή ξεφτισμένου.

Τούτο σημαίνει ακόμα την ανατροπή
ενός κόσμου από καιρό ξεπερασμένου,
που ωστόσο είχαμε πιστέψει στη διάρκειά του.
Σημαίνει και μια κάθετη τομή
στην πανανθρώπινη συνείδηση του ίδιου κόσμου,
που συντελέσθηκε στο χειρουργείο του χρόνου.

Κι ακόμα απλούστερα: τούτο σημαίνει
την τυραννία ενός νέου «Κατεστημένου».

Ιδού λοιπόν τώρα, στηριγμένος πάνω
στη βακτηρία των υπερ-ογδόντα χρόνων μου,
ξαναβρίσκομαι βαρύς και κάπως ανερμάτιστος
στα ίδια κράσπεδα του πέτρινου μνημείου σου,
ω Walter Scott, που κι η δική σου δόξα φαίνεται
πως έχει ξεφτίσει πια στη νέα συνείδηση της πόλης σου.

Δεν είμαι τώρα μονάχος. Οι Οιδίποδες του κόσμου,
έστω και με απείραχτη την όρασή τους,
για να μη σκουντουφλούν στις πέτρες της πικρής τους μοίρας,
κρατιούνται πάντα από ένα αβρό και στέριο χέρι
μιας σύγχρονης καινούριας Αντιγόνης.

Κι εγώ έχω τώρα τη δική μου Αντιγόνη,
που μ’ οδηγεί προσεχτικά με τη στοργή
των είκοσι τεσσάρων χρόνων της, δανείζοντάς μου
την άπληστη αίσθηση ενός αλλότριου κόσμου,
μέσ’ απ’ το πρίσμα μιας καινούριας όρασης.

Έτσι καθώς τρυφερά μου παραστέκεται,
με κάποιο ίσως προκάλυμμα άδηλης ανίας,
σαν τα μικρά παιδάκια στο γρασίδι κάθεται,
θωρακισμένη σ’ ένα μπουφάν και σ’ ένα
στενό παντελόνι με τις ξώραφές του τσέπες.

Αντιλαμβάνομαι το ειρωνικό της βλέμμα,
καθώς ατενίζει τον Walter Scott στο βάθρο του
κι αναρωτιέται τώρα, με πολλήν απλότητα,
δίνοντας έκφραση στο πνεύμα του δικού της κόσμου,
αν δε θα ’ταν πιο βολικό να είχανε στήσει
το άγαλμα αυτό πάνω στο πράσινο γρασίδι,
για να ’ναι προσιτό στις παιδικές τσουλήθρες
και στα λευκά επιχρίσματα απ’ τα περιστέρια.

Μ’ έσυρε, κρατώντας μου απαλά το χέρι,
στη διπλανή Σκοτσέζικην Ακαδημία,
όπου τα μεταλλικά κατασκευάσματα του Paolozzi
παράσταιναν τώρα το άκρον άωτο της νέας χαρακτικής.

Δεν αντιδρούσα. Κολυμπούσα σαν το ψάρι
με άνεση μες στο πνεύμα του καινούριου κόσμου,
έτσι καθώς η τεντωμένη χορδή της Αντιγόνης
έπαλλε συντονισμένη στο ρυθμό του,
έτσι καθώς κι εγώ δεν είχα χάσει ακόμα
το λεωφορείο του ίδιου τούτου κόσμου.

Δεν αντέδρασα ακόμα κι όταν απ’ το σάκο της
ανέσυρε το σάντουιτς τυλιγμένο
σ’ ένα χαρτί χρωματισμένο που παρίστανε
μια μαντόνα ευτραφή του Ραφαήλου.
Τούτο σήμαινε, φυσικά, πως στη συνείδηση
της γενιάς της κι ο Ραφαήλος είχε πια ξεπεραστεί.

Νομίζω πως και του Ροντέν το «Φίλημα»,
που με τη στέρια κλασική δομή του
είχε κρατήσει σ’ έκσταση την εφηβεία μας,
κατρακυλά ανεπαίσθητα και τούτο
μες στη συνείδηση του νέου «Κατεστημένου».

Και μονάχα στο φουσκωτό της Αντιγόνης σάκο,
ένα λεύκωμα διπλωμένο μ’ επιμέλεια,
κρατά σε τάξη βαλμένα τα μικρά μπρούντζινα γλυπτά
του Ανρί Matisse, που ισορροπούσε φυσικότατα
πάνω στην τεντωμένη αισθητική χορδή της.

Η Αντιγόνη, μεταγγίζοντάς μου το καινούριο πνεύμα,
μέσ’ από ένα κανάλι μισού και πλέον αιώνα,
φαίνεται πως να δοκιμάσει θέλησε την αντοχή μου
σ’ όσα «ανισόρροπα» γύρω μου συντελούνταν,
με την εικόνα μιας απρόσμενης παραίσθησης.

Σκουντουφλώντας πάνω στο ανηφορικό λιθόστρωμα,
μ’ έσυρε με διάκριση ψηλά στο Κάστρο,
στο πολυθρύλητο τούτο κάστρο του Εδιμβούργου,
όπου, κάτω απ’ το φως ενός πλέγματος προβολέων,
ξαναζούσε η παράδοση της ένδοξης Σκοτίας.

Το θρυλικό Tattoo: Η αποθέωση
του πνεύματος της άτυχης Μαρίας Στιούαρτ.
Το αποκορύφωμα της μελωδίας της πίπιζας.
Το ξεδίπλωμα, σε ρυθμική παρέλαση,
της πολύχρωμης ριγωτής σκοτσέζικης φούστας.

Επιτέλους, νά κάτι που σώθηκε από την παράδοση,
κάτι που τώρα σα φάντασμα αναδύεται
απ’ την ανεξερεύνητη και σκοτεινή πύλη
του μυθικού τούτου Κάστρου της Σκοτίας,
έστω και σαν παράφωνο τραγούδι
μες στην άλλη «παραφωνία» της εποχής μας.

Αλλά στους πρόποδες του Κάστρου κι ο πολύς Νουρέγιεβ
διαψεύδει τούτη την πρόσκαιρη αίσθησή μου.
Παραπατώντας τώρα στην παρακμή της τέχνης του,
ξέκοψε απ’ την εξαίσια εκείνη «Λίμνη των Κύκνων»,
άφησε στο λήθαργό της την «Κοιμισμένη Ομορφιά»
και βάλθηκε, πηδώντας στο ρυθμό της εποχής του,
να παριστάνει κωμικές κι άγαρμπες φιγούρες,
από μια δήθεν μοντέρνα «Commedia dell’ Arte».

Κι ο μέγας Μπαχ, μαζί με τον Βιβάλντι,
μες στην κομψότερη αίθουσα του Εδιμβούργου,
όπου οι νέοι Σκοτσέζοι ξέφρενα χειροκροτούσαν,
φαίνεται πως έπρεπε κι αυτοί να τραγουδήσουν
το παράφωνο κάντο της δικής μας εποχής.

Τους ντύσαν με τα παρδαλά ρούχα μιας ορχήστρας,
όπου ο κιθαρίστας φορούσε ρόμπα κόκκινη,
ο τεμπελίστας μια ριγάτη σκοτσέζικη φούστα,
ο φλαουτίστας παντελόνι αθλητικό με διπλές ρίγες,
και μονάχα ο βιολονίστας ήταν άψογα ντυμένος
μ’ ένα φράκο της εποχής του Γιόχαν Στράους,
αλλά δίχως λουστρίνια, με γυμνά τα πέλματά του,
φορώντας στο κεφάλι ένα λευκό σκουφί μαγείρου.

«O tempora, o mores!» θα μπορούσες ίσως
να ψιθυρίσεις με τα μαρμαρένια χείλη σου,
δύστυχε Walter Scott, αν πια κι εσύ δεν ήσουν
παραχωμένος στη λήθη του δεκάτου ενάτου αιώνα.

Αλλά τώρα, με την καινούρια των πραγμάτων αίσθηση,
διασκελίσαμε σχεδόν τον εικοστόν αιώνα
και τα προσιόντα βήματα αισθανόμαστε
του απρόσιτου για εμάς εικοστού πρώτου.

***
Μικρή Αντιγόνη, οι δρόμοι μας εδώ χωρίζονται.
Σ’ ευχαριστώ για τη στοργή προς τον Οιδίποδα,
που ωστόσο κι αυτός, καθώς ίσως το ’χεις διαπιστώσει,
δεν είχε χάσει τη συνείδηση της εποχής του,
πριν εσύ του προσφέρεις το οδηγητήριο χέρι.

Μονάχα εδώ, στο νέο και «σύγχρονο» Εδιμβούργο,
τον βοήθησες με την καινούριαν αίσθησή σου,
να συνειδητοποιήσει κάτι που δεν το φανταζόταν:
Το θάνατο ενός ογδοντάχρονου Μεγάλου Ονείρου.

Τώρα εσύ φορτωμένη το γεμάτο σάκο σου,
με τα όνειρα των Matisse, των Paolozzi και των Πίντερ,
είναι καιρός πια να μπεις στο κανάλι της Princes street,
που οδηγεί κατευθείαν προς τη μεγάλη Πύλη
του εικοστού πρώτου αιώνα της γενιάς σου,
που η γενιά μου δεν πρόκειται να την περάσει.

Και μη ξεχάσεις ποτέ του Οιδίποδα το λόγο,
πως αυτά τα απεχθή και μισητά «Κατεστημένα»
ποτέ δεν πεθαίνουν. Εναλλάσσονται μονάχα.

***
Και τώρα, Walter Scott, παλιό ίνδαλμα
των μυθικών προεφηβικών μου χρόνων,
με σεβασμό υποκλίνομαι στη δόξα σου,
που όσο κι αν πάλιωσε, δεν πέθανεν ακόμα,
γιατί κι οι δόξες, όπως όλα τα «Κατεστημένα»,
δεν πεθαίνουν, αλλ’ απλώς μεταλλάσσονται στο χρόνο.

Μονάχος με τη βακτηρία της μοίρας μου,
ανεμίζοντας τα στερνά του αιώνα μου κουρέλια,
να ροβολήσω πρέπει, σκουντουφλώντας πάνω
στις πέτρες που έστρωσε το αμείλιχτο
«Κατεστημένο» της δικής μου εποχής.

Και να βρεθώ κλεισμένος πάλι μες στα τείχη
εκείνης της παλιάς μεγάλης μοναξιάς μου,
ακουμπώντας τώρα το κουρασμένο μέτωπό μου,
στα θερμά γόνατα της δικής μου Πηνελόπης.

Οκτώβριος 1984

Γιώργος Βαφόπουλος. 1985. Το τέλος. Θεσσαλονίκη: Ιανός. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Βαφόπουλος. 1990. Άπαντα τα ποιητικά. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.