Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Βαφόπουλος

Ο τελευταίος Σειληνός


Ίσως μόνο κάποιος Γαλάτης ποιητής
θα μπορούσε να φαντασθεί ένα Φαύνο,
κυνηγώντας μέσα στο δάσος της Βουλόνης,
αντί Νύμφες ανύπαρκτες κι Αμαδρυάδες,
σύγχρονες υπαρκτές Κατερινέτες.

Όμως εμείς οι απόγονοι αυτών που στήσαν,
στην έξαρση μιας αχαλίνωτης μυθοπλασίας,
θεούς και δαίμονες πάνω σε βάθρα απίθανα,
πώς μπορούμε να φαντασθούμε τώρα
τα πανάρχαια της Αρκαδίας δάση,
δίχως τον Πάνα, με τη συνοδεία Σατύρων;

Ευτυχώς, μες στην αδιάκοπη ροή του χρόνου,
κατάφεραν, για τη δική μας ίσως ευφροσύνη,
ή και για τη δική μας δυστυχία, να επιζήσουν
οι Αμαδρυάδες με τους νεαρούς Ερωτιδείς,
σε σύγχρονα ορχηστρικά συμπλέγματα.

Αλλά ξάφνου, σε μιαν αναδρομή στο παρελθόν τους,
με τη βοήθεια ίσως του «από μηχανής θεού»,
οι Αμαδρυάδες, μαζί με τους Ερωτιδείς τους,
ξαναπαίζοντας τις παλιές ερωτικές καντρίλιες,
πανικόβλητες σκορπισθήκανε στο δάσος.

Μια αποφορά βαριά την όσφρησή τους πλήγωσε,
καθώς αντίκρισαν τυμπανιαίο το σώμα
ενός πρόσφατα πεθαμένου Σειληνού.

Ίσως να ’ταν ο στερνός του Διόνυσου οπαδός,
εκείνος που άλλοτε κρυμμένος μες στις λόχμες,
κρυφοκοιτώντας τα παιχνίδια των γυμνών Νυμφών,
με την πύρινη φλόγα των ματιών του
και με την ασελγή του προσδοκία, καραδοκούσε
να τρυγήσει τις ρώγες νεανικών μαστών.

Τώρα οι πανικόβλητες Αμαδρυάδες
κι οι ζωηρότατοι μικροί Ερωτιδείς τους
δεν τολμούσαν πια να γυρίσουνε στη λόχμη.

Με μιαν ανάστροφην αναδρομή τους στο παρόν,
προτίμησαν να σβήσουνε τον πανικό τους,
πίνοντας δυνατά ποτά της εποχής μας,
μες σ’ ένα μπαρ της σύγχρονης μυθολογίας.

Δε χόρεψαν το ροκ εντ ρολ ή κάποιον άλλο
χορό του δικού τους τώρα πια συρμού.
Συνομιλούσαν, κρατώντας το ποτήρι τους,
με κάποιαν έξαψη μαζί κι αμηχανία,
για τη στάση του σώματος του Σειληνού,
καθώς είχανε δει το χέρι του να σφίγγει
το μαραμένο του φαλλό, σε μια προσπάθεια
πιθανότατα γεροντικού αυνανισμού.

Κι αναρωτιόνταν τούτες οι μικρές Κατερινέτες,
αν το σώμα εκείνο ανήκε πράγματι
στον τελευταίο απ’ τους αρχαίους Σειληνούς,
έτσι καθώς είχαν θερμή την αίσθηση ακόμα
της βίαιης επαφής από τις περιπτύξεις
των νέων Φαύνων της δικής μας εποχής,
που τόση γοητεία ασκούν στ’ ανόητα θηλυκά.

(Όμως αναρωτιέμαι τώρα πια κι εγώ,
μήπως είναι όλοι τούτοι οι στίχοι
το καταστάλαγμα πικρών αισθήσεων,
ενός γεροποιητή, που τρέφεται μονάχα
μ’ αναμνήσεις μιας αμετάκλητα χαμένης νιότης;)

Δεκέμβριος 1983

Γιώργος Βαφόπουλος. 1985. Το τέλος. Θεσσαλονίκη: Ιανός. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Βαφόπουλος. 1990. Άπαντα τα ποιητικά. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.