Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θανάσης Τριαρίδης

Οιδίνους

πλεκτάνη για δύο πρόσωπα σε δυο πράξεις


(αποσπάσματα)


μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει πολύ


Πρώτη πράξη

1.

(Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο Λ και η Ι, σε ένα αστικό σαλόνι που είναι ενωμένο με την κουζίνα. Και οι δυο τους είναι γύρω στα 45 με 50. Φορούν μοντέρνα αστικά ρούχα.

Η Ι μπαίνει στο χώρο. Ο άντρας κάθεται στο τραπέζι, πίνει το τσάι του και διαβάζει από μια ηλεκτρονική ταμπλέτα. Από τα λεγόμενά τους συμπεραίνουμε πως είναι πρωί.)


[...]


Λ: Τον μικρό τον άκουσες που γύρισε;


Ι: Μην τον λες «μικρό»… Ναι, και βέβαια τον άκουσα… Γύρισε κατά τις τρεισήμισι…


Λ: Είναι λίγο αργά το τρεισήμισι… Είναι παιδί ακόμη…


Ι: Μπορεί να βγαίνει και να γυρίζει ό,τι ώρα θέλει… Εξάλλου, σήμερα έχει τα γενέθλιά του… Είναι πλέον ενήλικος...


[...]


Ι: (Αργά, προσπαθώντας να μιλήσει με ηρεμία.) Σήμερα είναι τα γενέθλιά του… (Με ένταση και εκνευρισμό που δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν.) Σήμερα γιορτάζουμε τα γενέθλιά του…


Λ: (Υποχωρητικά.) Έλα, ηρέμησε…


Ι: Και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να χαλάει τη γιορτή του σπιτιού μας…


Λ: (Πολύ υποχωρητικά.) Ζητώ συγγνώμη… Δεν είναι ανάγκη να υψώνεις τον τόνο της φωνής σου…


Ι: (Αλλάζοντας κι αυτή τόνο.) Κι εγώ συγγνώμη…


Λ: Δεν ήθελα επ’ ουδενί να σε εκνευρίσω…


Ι: Το ξέρω… Προφανώς είναι ο εκνευρισμός της ημέρας…


Λ: Ναι, ο εκνευρισμός…


Ι: Πάντοτε συμβαίνει αυτό στις γιορτές…


Λ: Αλλά θα το δεις… Το μεσημέρι, στο τραπέζι, θα είναι όλα υπέροχα…


Ι: Ναι, φυσικά…


Λ: Θα γιορτάσουμε τα γενέθλιά του…


Ι: Θα γιορτάσουμε το πιο σπουδαίο γεγονός της ζωής μας…


Λ: Ναι, το πιο σπουδαίο γεγονός…


Ι: Αυτό που δίνει νόημα σε όλα τα υπόλοιπα…


[...]


2.


[...]

Λ: (Σηκώνεται και πηγαίνει πίσω της. Την πιάνει από τους ώμους.) Είσαι ευτυχισμένη;


Ι: (Με ελαφριά έκπληξη και αμηχανία.) Ευτυχισμένη;


Λ: Ναι, ευτυχισμένη… Που μεγαλώσαμε το γιο μας… Που τον φτάσαμε δεκαοχτώ χρονών…


Ι: Μου φαίνεται τόσο αυτονόητο, που δεν το σκέφτομαι καν… Μα ναι, τώρα που ρωτάς, δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη ευτυχία από αυτήν…


Λ: Τελικά ήταν κάτι... (Σαν να σκέφτεται.)


Ι: (Σαν να βιάζεται.) Ήτανε κάτι που έγινε… Έπρεπε να γίνει και έγινε…


Λ: (Σαν να σκέφτεται.) Πώς να το πω… Ήτανε κάτι κανονικό…


Ι: Μα φυσικά και θα ήτανε κανονικό…


Λ: Δεν το περίμενα…


Ι: Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να μεγαλώνουν παιδιά… Για να γεννάνε παιδιά και να τα μεγαλώνουν… Δεν υπάρχει τίποτε πιο κανονικό από αυτό…


Λ: Φοβόμουν πως δεν θα τα καταφέρναμε…


Ι: Εγώ, πάλι, ήμουν σίγουρη πως θα τα καταφέρναμε…


Λ: Δεν φοβήθηκες ποτέ;


Ι: (Τον κοιτάει στα μάτια για μια στιγμή.) Όχι, δεν φοβήθηκα…


Λ: Αυτό είναι υπερβολή… Δεν είναι δυνατόν να μην φοβήθηκες…


Ι: Δεν καταλαβαίνω τί θέλεις να πεις…


Λ: Στα σίγουρα υπάρχει μια φορά που φοβήθηκες…


Ι: Δεν θέλω να το συζητήσουμε αυτό…


Λ: Όταν το παιδί σταμάτησε να αναπνέει, φοβήθηκες… Κι εγώ φοβήθηκα…


Ι: (Χαμηλόφωνα.) Δεν είναι η ώρα, ούτε η μέρα…


Λ: Φοβηθήκαμε όσο δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε μέχρι τότε…


Ι: (Τον πιάνει από τους ώμους. Τον κοιτάζει κατάματα. Χαμηλόφωνα.) Σε παρακαλώ, σταμάτα…


Λ: Δεν είναι ντροπή που φοβηθήκαμε… Δεν είναι ντροπή ο φόβος … (Με εκνευρισμό.) Και δεν νομίζω πως έχεις το δικαίωμα να μου απαγορεύεις να μιλάω γι’ αυτό…


Ι: (Με αντίστοιχο εκνευρισμό.) Θέλεις να μιλήσουμε γι’ αυτό; Θα κερδίσεις κάτι άμα μιλήσουμε γι’ αυτό;


Λ: Ναι, μπορεί και να κερδίσουμε…


Ι: (Με εκνευρισμό.) Να μιλήσουμε, λοιπόν… Δεν έχω αντίρρηση να μιλήσουμε για ό,τι θέλεις…


Λ: (Σε πιο ήρεμο τόνο.) Δεν είναι ανάγκη να φωνάζεις…


Ι: (Με ένταση, σαν να μην τον άκουσε.) Και ναι, έχεις δίκιο… Δεν είναι διόλου ντροπή… Ήταν ένα μωρό στο πάρκο, που έμοιαζε να μην αναπνέει…


Λ: Δεν χρειάζεται να φωνάζεις…


Ι: (Εξακολουθεί στον ίδιο τόνο.) Και ναι, φοβήθηκα πολύ τότε…


Λ: (Χαμηλόφωνα και κοφτά.) Δεν έμοιαζε…


Ι: Τί είπες;


Λ: Δεν «έμοιαζε» να μην αναπνέει…


Ι: (Με αλλαγμένο τόνο, χαμηλόφωνα.) Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές αυτό… Έχουμε διαφορετικές απόψεις…


Λ: Δεν ανέπνεε, και το ξέρεις…


Ι: Δεν έχει σημασία τί πιστεύει ο καθένας μας… Σημασία έχει πως τελικά ανέπνευσε…


Λ: Γιατί θέλεις να το θάψεις; Ξέρεις πως για δέκα λεπτά το παιδί δεν είχε ανάσα…


Ι: Ήτανε νύχτα και μόλις είχαμε ξυπνήσει…


Λ: Πήραμε τηλέφωνο στις Πρώτες Βοήθειες… Μας έδωσαν οδηγίες… Το γυρίσαμε μπρούμυτα, το χτυπήσαμε στην πλάτη… Το παιδί δεν ανέπνεε…


Ι: Νομίζαμε πως δεν ανέπνεε…


Λ: Το παιδί δεν ανέπνεε… Έστειλαν ασθενοφόρο…


Ι: (Με τρεμάμενη φωνή.) Κάποτε όμως ανέπνευσε…


Λ: Ναι, κάποτε ανέπνευσε… Δεν ανέπνεε, αλλά κάποτε ανέπνευσε…


Ι: Και όταν ήρθε το ασθενοφόρο, το παιδί ήταν ζωντανό… Και τους είπαμε πως το παιδί αναπνέει και πως είναι καλά…


Λ: Ναι, έτσι έγινε…


Ι: Και μας κοίταξαν σαν να ήμασταν ηλίθιοι… Άλλη φορά να είσαστε πιο σίγουροι όταν καλείτε ασθενοφόρο, έτσι μας είπαν…


Λ: Κι όταν βγήκανε από την εξώπορτα, ο ένας είπε στον άλλον πως «υπάρχουν μαλάκες και μαλάκες…» Και εννοούσε φυσικά εμάς…


Ι: Πίστεψέ με, δεν με ένοιαζε τίποτε τότε…. Ήμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο…


Λ: Φύγανε σπινιάροντας με το ασθενοφόρο…


Ι: Εσύ;


Λ: Εγώ τι;


Ι: Εσύ ήσουν ευτυχισμένος;


Λ: Μα φυσικά…


Ι: Δεν είπες τίποτε όμως…


Λ: Αν θυμάσαι, είχα πάθει σοκ και δεν μπορούσα να μιλήσω…


Ι: (Κάθεται στα γόνατά του.) Θυμάμαι… Μόνο με αγκάλιασες και πλαγιάσαμε στο κρεβάτι…


Λ: Και βυθιστήκαμε στον ύπνο… Σαν να ήταν όλο το προηγούμενο ένα όνειρο…


Ι: Ίσως να ήταν όνειρο…


Λ: (Ανασηκώνεται.) Όχι, δεν ήταν…


Ι: Δεν με ενδιαφέρει τί ήταν…


Λ: Ωστόσο, δεν δώσαμε πότε μια εξήγηση γι’ αυτό…


Ι: Σαν τί εξήγηση;


Λ: Τί είχε συμβεί εκείνο το δεκάλεπτο που δεν ανέπνεε…


Ι: Γιατί δεν θέλεις να πούμε πως το φανταστήκαμε;


Λ: Ξέρεις πως δεν το φανταστήκαμε…


Ι: Εντάξει, λοιπόν… Ας πούμε πως συνέβη κάτι… Είναι συνηθισμένο στη ζωή να συμβαίνει κάτι…


Λ: Τί κάτι;


Ι: Κάποιο φυσικό φαινόμενο που να μας ξεγελά… Κάτι σαν τη νεκροφάνεια…


Λ: Η νεκροφάνεια δεν κρατά δέκα λεπτά…


Ι: Μπορεί να συνέβη κάτι που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε… Ή και κάτι που δεν έχει εξήγηση…


Λ: Κάτι σαν θαύμα;


Ι: Κάτι που δεν έχει εξήγηση… Σκέψου πόσα πράγματα στη ζωή δεν έχουν εξήγηση…


Λ: Ωστόσο, οι άνθρωποι γυρεύουμε απαντήσεις…


Ι: Δεν υπάρχουν πάντοτε απαντήσεις… Εξάλλου… (Σταματάει για λίγο.)


Λ: Εξάλλου τί;


Ι: Εξάλλου, έτσι κι αλλιώς ο γιος μας ήταν από την αρχή ένα ασυνήθιστο παιδί… Μίλησε στους έξι μήνες… Περπάτησε στους οχτώ… Δύο χρονών έγραφε και διάβαζε… Δεν χρειάστηκε να πάει σχολείο…


Λ: Είχε κάποιες ικανότητες…


Ι: Ήτανε προικισμένος με ασυνήθιστες ικανότητες…


Λ: Κι αυτό δίνει μια ερμηνεία για το δεκάλεπτο που δεν ανέπνεε;


Ι: Ίσως να δίνει… Κάποιος που δεν χρειάστηκε να πάει στο σχολείο, ίσως να μπορεί να μην αναπνέει και για ένα δεκάλεπτο…


[...]


3.

(Μπαίνει ο Λ. Φοράει τα ίδια ρούχα με πριν. Μονάχα δεν κρατάει το σακάκι που στο τέλος της σκηνής 2 είχε πάρει στο χέρι.)


Λ: (Με χαρούμενη, ζεστή φωνή.) Καλημέρα, μητέρα…


(Το πρόσωπο της Ι φωτίζεται. Σηκώνεται γεμάτη με ενθουσιασμό.)

Ι: Καλημέρα και χρόνια πολλά…


Λ: Σε ευχαριστώ, μητέρα…


Ι: (Τον αγκαλιάζει και τον πνίγει στα φιλιά.) Χρόνια πολλά, γιε μου…


Λ: (Τη σφίγγει στην αγκαλιά του. Μιλάει με συγκίνηση.) Χρόνια μας πολλά, μαμά…


Ι: Να είσαι γερός, γεμάτος ζωή και πάθος…


Λ: Να είμαστε μαζί, μαμά…


Ι: Μα φυσικά θα είμαστε μαζί… Πάντοτε οι γονείς είναι μαζί με τα παιδιά τους… Ζούνε μέσα σε αυτά…


Λ: (Την κοιτάζει στα μάτια.) Δεν μιλάω γι’ αυτό…


Ι: (Τραβιέται απότομα. Προσπαθεί να αλλάξει την κουβέντα, πάντοτε με ενθουσιασμένο τόνο.) Ο καιρός είναι ηλιόλουστος… Χθες βράδυ έβρεχε, αλλά από το πρωί λάμπει η μέρα…


Λ: (Απαντάει μηχανικά καθώς κάθεται στο τραπέζι.) Ναι, βέβαια…


Ι: Θαρρείς να θέλει ο ήλιος να γιορτάσει τα γενέθλιά σου.


Λ: (Σκεπτικός.) Ίσως και να το θέλει…


Ι: Θέλεις καφέ; (Πηγαίνει προς την καφετιέρα και του σερβίρει.) Και να σκεφτείς… (Σταματάει για να του πάει τον καφέ.)


Λ: Να σκεφτώ τι;


Ι: Τον καφέ τον έφτιαξε ο πατέρας σου…


Λ: (Με δυσφορία.) Ο πατέρας μου;


Ι: Ναι, ο πατέρας σου…


Λ: (Τον σπρώχνει με το χέρι του.) Δεν τον θέλω…


Ι: (Κάθεται δίπλα του. Του μιλάει με τρυφερότητα.) Κοίταξε, ο πατέρας σου…


Λ: (Την κόβει.) Δεν θέλω να μιλάμε γι’ αυτόν…


Ι: Ο πατέρας σου σε αγαπάει…


Λ: (Με εκνευρισμό.) Σου είπα πως δεν θέλω να μιλάμε γι’ αυτόν…


Ι: (Σαν να μην τον ακούει.) Ο πατέρας σου σε αγαπάει όσο κι εγώ…


Λ: Αυτό το λες μονάχα εσύ…


Ι: Κι όμως, αυτό ισχύει… Αν ήξερες πόσο σε αγαπάει… Αν ήξερες πόση έγνοια έχει για σένα…


Λ: (Ειρωνικά.) Έγνοια;


Ι: Ναι, έγνοια… Πριν λίγο μιλούσε για σένα με τόση τρυφερότητα… Σε καμαρώνει… Κάνει τόσα όνειρα για σένα…


Λ: Δεν θέλησε να μιλήσει ποτέ μαζί μου…


Ι: Θα το κάνει κι αυτό… Θα έρθει η ώρα που θα το κάνει…


Λ: Σε όλη μου τη ζωή είναι ένα φάντασμα… Το φάντασμα ετούτου του σπιτιού…


Ι: Δεν θέλω να μιλάς έτσι γι’ αυτόν…


Λ: Σαν να με παραμονεύει…


Ι: (Τον κόβει πιάνοντάς του τα χέρια.) Με αγαπάς; (Εμφατικά.) Εμένα με αγαπάς;


Λ: (Αιφνιδιασμένος.) Μα φυσικά… Σε αγαπώ όσο τίποτε άλλο στον κόσμο…


Ι: Τότε πρέπει να με πιστέψεις…. Ο πατέρας σου σε αγαπά όσο κι εγώ… (Ο Λ πάει να μιλήσει, αλλά η Ι ακουμπάει τα δάχτυλά της στο στόμα του.) Κι ο ίδιος ξέρει πως δεν τον αισθάνεσαι κοντά του… Και λέει πως είναι φυσιολογικό… Πάντοτε ο γιος πρέπει να εναντιώνεται στον πατέρα… Το έχουν γράψει τόσοι αυτό…

(Ο Λ παραιτείται νωχελικά, σαν ναρκωμένος από το άγγιγμά της.)


Ι: Μα αυτό δεν πρέπει να γίνει εμμονή… Κάθε εμμονή βλάπτει… Κάποτε ο γιος γίνεται άντρας και προσπερνά τον πατέρα… Τον προσπερνά και τον αφήνει στην άκρη… Και η ζωή συνεχίζεται… Αυτό είναι ο πολιτισμός… Η ανθρώπινη Ιστορία…


Λ: Αγκάλιασέ με, μητέρα…

(Η Ι τον αγκαλιάζει. Ο Λ δείχνει πολύ ευτυχισμένος μέσα στην αγκαλιά της.)


[...]


5.

[...]


Ι: Πώς μπορεί να σκουληκιάσει η ζωή;


Λ: Με πολλούς τρόπους…


Ι: (Κοφτά, με ένταση.) Ποιούς τρόπους;


Λ: (Ενώ γυρίζει το τρυπητό σκεύος με τα πλυμένα μήλα στο τραπέζι.) Δεν ξέρω… Αυτά τα ξέρουν οι φιλόσοφοι… Εγώ –


Ι: (Τον κόβει με αυξανόμενη ένταση.) Θα μου πεις ποιούς τρόπους;


Λ: (Ενώ παίρνει ένα μικρό πυρέξ ταψί από το ντουλάπι· της απαντάει με κουβεντιαστό ύφος, σαν να μην αντιλαμβάνεται την έντασή της.) Στις τραγωδίες βλέπεις τους τρόπους…


Ι: Στις τραγωδίες;


Λ: (Ενώ βάζει τα μήλα στο ταψί.) Ναι, στις τραγωδίες…


Ι: Σε ποιές τραγωδίες;


Λ: Φαντάζομαι, σε όλες…


Ι: Για ποιές τραγωδίες μιλάς;


Λ: (Πάντοτε κουβεντιαστά, ενώ παίρνει ένα μικρό μυτερό μαχαίρι από το συρτάρι της κουζίνας.) Ας πούμε, στον Οιδίποδα –


Ι: (Τον κόβει.) Πού στον Οιδίποδα;


Λ: (Σαν να την αγνοεί, ενώ αρχίζει με το μικρό μαχαίρι να βγάζει τα κοτσάνια από τα μήλα.) Ή στις Βάκχες… Ή στην Ορέστεια…


Ι: (Με ήρεμη φωνή, αλλά με υποβόσκουσα ένταση.) Θέλεις να μου πεις πού σκουληκιάζει ο Οιδίποδας;


Λ: (Σταματάει για μια στιγμή και την κοιτάζει.) Ίσως την ώρα που καταριέται το φονιά του Λαΐου…


Ι: Γιατί;


Λ: (Συνεχίζει να βγάζει τα κοτσάνια από τα μήλα.) Γιατί καταράστηκε τον εαυτό του…


Ι: Καταράστηκε ένα φονιά… Δεν ήξερε την αλήθεια…


Λ: Αυτό λέω κι εγώ… Καταράστηκε κάποιον που δεν ήξερε…


Ι: Καταράστηκε ένα φονιά… Είχε δικαίωμα να το κάνει…


Λ: Θα χρειαστώ τη ζάχαρη… Και το λικέρ…


Ι: (Σαν να μην τον άκουσε.) Δεν μπορεί να φταίει κάποιος για κάτι που δεν γνώριζε…


Λ: Δεν είναι έξυπνο να καταριέσαι κάποιον στα τυφλά… Είναι σαν να πυροβολείς στον ουρανό… Μπορεί η σφαίρα να γυρίσει πάνω σου…


Ι: Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε έτσι… Θα ήμασταν ακόμη στα σπήλαια…


Λ: Ίσως ωστόσο να μην σκιζόταν η φλούδα του μήλου…


Ι: Δεν υπάρχει ανθρωπότητα με τέτοιες απαντήσεις…


Λ: Θυμάσαι που μαλώναμε έναν ολόκληρο χρόνο για τον Οιδίποδα;


Ι: Θυμάμαι που διαφωνούσαμε έντονα… Αλλά δεν νομίζω να κράτησε τόσο πολύ…


Λ: Κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο… Ολόκληρο το τέταρτο έτος της Σχολής…


Ι: Δεν είμαι σίγουρη πως ήταν το τέταρτο έτος…


Λ: Ήταν το τέταρτο… Είχα αναλάβει την εργασία στο επιλεγόμενο «Ψυχολογικές ερμηνείες της τραγωδίας»…


Ι: Ναι, τη θυμάμαι την εργασία…


Λ: Θυμάσαι τί έγραφα…


Ι: Μια τρελή υπόθεση… Σε καμιά από τις επόμενες εργασίες δεν υποστήριξες κάτι τέτοιο… Κι ούτε την περιέλαβες ποτέ στο βιογραφικό σου… Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς — δεν θα είχες και μεγάλη τύχη για ακαδημαϊκή καριέρα, αν επέμενες σε μια τέτοια εξυπνάδα…


Λ: Θυμάσαι ωστόσο τί έγραφα;


Ι: (Ενώ μιλάει, του φέρνει από το ντουλάπι τη ζάχαρη, κατόπιν το μπουκάλι του λικέρ.) Πως ο Οιδίποδας δεν ήταν ποτέ του γιος της Ιοκάστης και του Λαΐου — άρα, ούτε σκότωσε τον πατέρα του ούτε έσμιξε και έκανε παιδιά με τη μάνα του… Υποστήριζες πως ήταν πράγματι ο γιος ενός βοσκού που τον υιοθέτησε ο Πόλυβος… Αλλά… (Σταματάει.)


Λ: Θυμάσαι και το «αλλά»;


Ι: Αλλά όταν άκουσε για κάποιον μιαρό αιμομίκτη, γεννήθηκε στο μυαλό του μια ιδέα… Μια τρομερή ιδέα…


Λ: Αν θέλεις, βάλε μου λίγο νερό στο μπρίκι… Και, σε παρακαλώ, μου φέρνεις ένα φλιτζανάκι του καφέ;


Ι: (Ενώ του φέρνει το νερό και το φλιτζανάκι.) Σκέφτηκε να γίνει κάποιος… Να γίνει αυτός μιαρός Οιδίποδας, ο φονιάς και ο αιμομίκτης… Και μονομιάς να ξεχειλώσει κάθε αλήθεια και να τη φέρει στα μέτρα της παρανοϊκής του ιδέας… Εξάλλου ο λόγος του ήταν νόμος – ποιός θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει;


(Ο Λ αρχίζει να βάζει μια κουταλιά της σούπας ζάχαρη στην τρύπα που έχει ανοίξει σε κάθε μήλο. Κατόπιν, κάθε φορά γεμίζει το φλιτζανάκι του καφέ μισό με λικέρ και μισό με νερό από το μπρίκι, και το αδειάζει σε κάθε τρύπα όπου έριξε τη ζάχαρη. Επαναλαμβάνει αυτή τη διαδικασία έξι φορές, μία για κάθε μήλο, με πολλή προσοχή. Μοιάζει πολύ απορροφημένος, σαν να μην ακούει τα λόγια της Ι.)


Ι: (Ενώ μιλάει, πηγαίνει προς το παράθυρο και κοιτάζει έξω.) Έγραφες πως ολόκληρη η τραγωδία του Σοφοκλή ήταν στημένη πάνω σε αυτήν την τρέλα… Πως η ιδέα σύρθηκε στο μυαλό του σαν φίδι στα ξερόχορτα του καλοκαιριού… Σύρθηκε, φούντωσε, θέριεψε… (Κροταλίζει τον αντίχειρα με το δείκτη.) Αυτό ήταν: ο Οιδίποδας, στην άκρη του νήματος θα έβρισκε τον εαυτό του… Το μίασμα, ο χρησμός, οι βοσκοί – όλα θα γίνονταν κομμάτια του παζλ που έφτιαξε μονομιάς στο μυαλό του… Θα έφερνε τις λέξεις των άλλων στη σειρά που ήθελε και θα το έφτιαχνε… (Μικρή παύση.) Θα έβαζε τον εαυτό του στο κέντρο της ανθρωπότητας… Θα γινόταν –


[...]

6.

[...]


Λ: (Περπατώντας προς το παράθυρο.) Είναι αλήθεια πως κάποτε το πίστεψα πολύ όλο αυτό.


Ι: Ποιό;


Λ: (Κοιτάζει έξω από το τζάμι.) Την υπόθεση με τον Οιδίποδα που αποφασίζει να υποδυθεί τον πατροκτόνο και τον αιμομίκτη…


Ι: Ναι, την πίστεψες…


Λ: Είχε, θαρρείς, μπει στο μυαλό μου και λιάνιζε τα πάντα…


Ι: Και εγώ σε ρωτούσα συνέχεια γιατί να στέρξει η Ιοκάστη σε αυτή την τρέλα… Αφού δεν είναι η αληθινή μάνα του, γιατί να αυτοκτονήσει;


Λ: (Κοιτάζει και πάλι την Ι.) Ναι, με ρωτούσες… Κι εγώ σου απαντούσα πως υπάκουσε στην επιθυμία του άντρα της… Πως εκτέλεσε το συζυγικό της καθήκον απέναντι στον άντρα που της έσπειρε τα παιδιά της… Κι εσύ γινόσουν έξαλλη…


Ι: Αν δεν ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί σου, θα μπορούσα να σε χωρίσω γι’ αυτήν την άποψη… Ήταν μια σιχαμένη άποψη… Βρόμαγε αντρική τεστοστερόνη…


Λ: Είναι αλήθεια πως μου άρεσε πολύ να σε προβοκάρω και να γίνεσαι έξαλλη…


Ι: Το κατάφερνες καλά…


Λ: Δεν ήταν και δύσκολο… Τσιμπούσες με την πρώτη…


Ι: Και τώρα;


Λ: Τώρα τι;


Ι: Τώρα δεν την πιστεύεις όλη αυτή τη θεωρία για τον Οιδίποδα;


Λ: Όχι βέβαια…


Ι: Γιατί «βέβαια»;


Λ: Γιατί ήταν μια παιδιάστικη επιπολαιότητα… Μια εξυπνάδα…


Ι: Γιατί είναι μια επιπολαιότητα;


Λ: Γιατί, λίγο αν σκεφτείς, θα καταλάβεις πως είναι παράλογη…


Ι: «Παράλογη»; Τί θα πει «παράλογη»;


Λ: Θα πει πως δεν έχει καμία χρησιμότητα… Ένας άνθρωπος κυριεύεται από μια τρέλα… Δεν μπορεί να φτιάξει τίποτε τραγικό αυτό… Δεν μπορεί να χρησιμεύσει σε κανέναν…


Ι: Ωστόσο, η τρέλα είναι μέσα στη ζωή…


Λ: Η τραγωδία δεν είναι η ωμή ζωή… Η τραγωδία είναι ένα σύστημα κανόνων που ρυθμίζουν τη ζωή…


Ι: Αυτό υποστήριξες αργότερα στο διδακτορικό σου… Η βασική σου θέση ήταν πως, στις τραγωδίες, κάθε ανθρώπινη παραφορά υπηρετεί την αγωνία εξισορρόπησης…


Λ: Ναι, αυτό ισχύει… Η τραγωδία είναι κάτι σαν τις Δέκα Εντολές… Σαν τη Βίβλο…


Ι: Πήρες άριστα μετ’ επαίνων… Όλοι μιλήσανε για μια ακαδημαϊκή καριέρα που ανοιγόταν μπροστά σου…


Λ: Υπερβάλλεις…


Ι: Ξέρεις πως δεν υπερβάλλω… Οι επόπτες καθηγητές σου επέμειναν να υποβάλεις τα χαρτιά σου για να κριθείς στη θέση του λέκτορα… Αρνήθηκες… Προτίμησες να διοριστείς στο περιφερειακό σχολείο όπου δίδασκα κι εγώ…


Λ: Έκανα ό,τι έκανες κι εσύ… Εξάλλου δεν πήγαμε στην κλασική φιλολογία για την ακαδημαϊκή καριέρα… Πήγαμε για να καλλιεργήσουμε τον εαυτό μας βαθαίνοντας μέσα στα κείμενα… Και η αλήθεια των κειμένων είναι πολύ μακριά από τις πανεπιστημιακές αίθουσες…


Ι: Δεν ήμασταν το ίδιο… Εγώ δεν μπορούσα να γράψω… Δεν είχα την υπομονή που απαιτεί το γράψιμο… Ούτε και την ικανότητα συγκέντρωσης…


Λ: (Σαν να μονολογεί.) Ακαδημαϊκή καριέρα σημαίνει ταξίδια, συνέδρια, ανακοινώσεις… Εμείς είχαμε να μεγαλώσουμε παιδί…


Ι: Μπορούσαμε να τα συμβιβάσουμε όλα…


Λ: Δεν ήθελα να συμβιβάσω τίποτε… Δεν ήθελα τίποτε από όλα αυτά…


Ι: Μπορούσαμε να βρούμε μια φόρμουλα για τα πάντα…


Λ: Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαστε μαζί… Να είμαστε εγώ, εσύ και το παιδί μας… Να είμαστε οικογένεια…


Ι: Έτσι φτιάξαμε μια ζωή όπου ήμασταν συνεχώς μαζί… Τα πρωινά πηγαίναμε στο σχολείο, το μεσημέρι γυρνούσαμε μαζί… Κι ύστερα περνούσαμε όλη τη μέρα εδώ μέσα… Μια ζωή σαν… (Σταματάει.)


Λ: Σαν τι;


Ι: Σαν ένα κλειστό κοχύλι…


Λ: Μια ζωή ευτυχισμένη…


Ι: (Σαν να σκέφτεται κάτι.) Ναι, βέβαια, ευτυχισμένη…


Λ: Ώσπου ήρθε το παιδί…


[...]

Δεύτερη πράξη


9.

(Ανάβουν τα φώτα. Η Ι είναι καθισμένη στις φτέρνες της μπροστά από το φούρνο και κοιτάζει το γλυκό που ψήνεται. Μπαίνει ο Λ. Φοράει το σακάκι του.)


[...]


Λ: Πρέπει να μιλήσουμε… Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό…


Ι: Να μιλήσουμε για ό,τι θέλεις…


Λ: Πρέπει να μου πεις για το φιλί… Γιατί έγινε… Γιατί το επέτρεψες…


Ι: Θα σου πω…


Λ: (Καθώς κάθεται στον καναπέ.) Πρέπει να βρούμε μια ερμηνεία… Είναι πολύ σημαντικό να βρούμε μια ερμηνεία…


Ι: Θα σου πω ό,τι θέλεις…


Λ: Ακούω, λοιπόν… Γιατί τον φίλησες;


Ι: (Μηχανικά, σχεδόν ξεψυχισμένα.) Τον φίλησα…


Λ: Γιατί;


Ι: Τον φίλησα γιατί με φίλησε…


Λ: Σε φίλησε;


Ι: Ναι, με φίλησε…


Λ: Κι εσύ ανταποκρίθηκες…


Ι: (Σχεδόν ψιθυριστά.) Συμβαίνει αυτό ανάμεσα στις μάνες και τους γιους…


Λ: Τί είπες;


Ι: (Επαναλαμβάνει με κανονική φωνή.) Συμβαίνει αυτό ανάμεσα στις μάνες και τους γιους…


Λ: Τί συμβαίνει;


Ι: Να φιλιούνται…


Λ: Και τί άλλο;


Ι: Να νιώθουν μια έλξη ο ένας για τον άλλον…


Λ: Και τί άλλο;


Ι: Δεν ξέρω τί άλλο…


Λ: Ξέρεις…


Ι: (Με ένταση.) Δεν ξέρω…


Λ: (Με άχρωμη φωνή.) «Πολλοί γαρ ήδη καν ονείρασιν βροτών μητρί ξυνηυνάσθησαν»…


Ι: Αυτό είναι μοναχά ένας στίχος… Ένας αρχαίος στίχος…


Λ: (Συνεχίζει με τον ίδιο άχρωμο τόνο.) «Πολλοί άνθρωποι σμίγουν με τη μητέρα τους στα όνειρά τους»…


Ι: (Κάθεται δίπλα του και τον αγκαλιάζει.) Είναι άρρωστο όλο αυτό… Δεν πρέπει να το αφήσουμε…


Λ: (Δίχως να αντιδρά στην αγκαλιά της, συνεχίζει με την ίδια άχρωμη φωνή.) «Μητρί μεν χρείη με μειχθήναι»…


Ι: (Προσπαθεί να τον κόψει.) Δεν πρέπει να το αφήσουμε να μας μολύνει…


Λ: (Παρά την προσπάθεια της Λ, λέει καθαρά τη φράση του.) «Φονεύς δ’ εσοίμην του φυτεύσαντος πατρός»…


10.

Ι: (Ενώ είναι αγκαλιασμένη με τον Λ, κοιτάζει ανήσυχη γύρω της.) Τα μήλα στο φούρνο… Νομίζω, έχουν αρχίσει να μυρίζουν…


Λ: (Μοιάζει να μην την ακούει. Μεταφράζει τους αρχαίους στίχους με την ίδια άχρωμη φωνή.) «Θα σμίξω με τη μητέρα μου»…


Ι: (Πολύ ανήσυχη.) Πρέπει να προσέξουμε να μην καούν…


Λ: «Θα γίνω ο φονιάς του πατέρα που με έσπειρε»…


Ι: (Γυρίζει προς τον Λ. Του χαϊδεύει το μάγουλο.) Πρέπει να προσέξουμε… Μπορεί… (Κομπιάζει.) Μπορεί να χαθούμε από αυτό…


Λ: (Επαναλαμβάνει πολύ χαμηλόφωνα.) «Θα σπείρω τη μήτρα που με γέννησε… Θα σκοτώσω τον πατέρα που με έσπειρε…»


Ι: Είναι στίχοι… Σκόρπιοι στίχοι…


Λ: Είναι χρησμοί…


Ι: Είναι μονάχα λέξεις… Λέξεις γραμμένες πριν από χιλιάδες χρόνια… Τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτε άλλο παρά τις λέξεις…


Λ: Είναι το πεπρωμένο μας… Το πεπρωμένο της ανθρωπότητας…


Ι: Δεν γίνεται αυτό…


Λ: Όλη η ανθρωπότητα είναι αυτοί οι στίχοι…


Ι: Είναι κάτι που πέρασε… Οριστικά και αμετάκλητα… Κάτι παλιό… Βαλσαμωμένο στο μουσείο του ανθρώπινου μυαλού…


Λ: Τότε γιατί φοβάσαι πως θα μας μολύνει;


Ι: Δεν ξέρω… Ίσως γιατί δεν κάνει να ξεβαλσαμώνουμε κάτι τόσο παλιό…


Λ: Και όλα όσα γράφτηκαν για την τραγωδία; Ο Νίτσε; Ο Φρόιντ;


Ι: Λέγανε λόγια… Είναι δωρεάν τα λόγια…


Λ: (Συνεχίζει.) Ο Ευγένιος Ο’Νιλ; Ο Ανούιγ; Ο Παζολίνι; Όλοι οι άλλοι;


Ι: Βάζανε λέξεις, τη μια πάνω στην άλλη… Σαν τα παιδικά τουβλάκια… Κουβέντες πάνω σε πεθαμένες κουβέντες…


Λ: Μιλούσανε για τις ζωές τους… Και για αυτά που θα έρθουνε…


Ι: Μιλούσανε για βαλσαμωμένα πτώματα…


Λ: Το πιστεύεις αυτό;


Ι: Μόνο αυτό πιστεύω…


Λ: Τότε γιατί έγινες κλασική φιλόλογος;


Ι: Δεν ξέρω… Ίσως γιατί ήμουν καλή μαθήτρια…


Λ: Και γιατί τέλειωσες τη σχολή;


Ι: Γιατί γνώρισα εσένα… Γιατί ήμασταν μαζί..


Λ: Όλη μας τη ζωή μιλάμε για τις τραγωδίες…


Ι: Ήξερα πως σε μάγευαν οι τραγωδίες… Πως σε τραβούσαν από τα ρουθούνια… Κι αν κάτι σου άρεσε, μου άρεσε… Ήμασταν μαζί…


Λ: (Κοιτάζει προς την κουζίνα.) Τα μήλα… Πράγματι, τα μήλα έχουν αρχίσει να μυρίζουν… (Πηγαίνει στο τζάμι του φούρνου και τα κοιτάζει.) Σε λίγο θα είναι έτοιμα…


[...]


Λ: (Ακριβώς με τον ίδιο τόνο, σαν συνέχεια της αμέσως προηγούμενης φράσης.) Έχεις σκεφτεί γιατί του τρυπήσανε τα πόδια;


Ι: (Αιφνιδιασμένη.) Ποιά πόδια; Δεν καταλαβαίνω…


Λ: Για τον Οιδίποδα λέω… Άραγε, γιατί οι ίδιοι οι γονείς να τρυπήσουν τα πόδια σε ένα μελλοθάνατο μωρό;


Ι: (Με σχετικό εκνευρισμό.) Νομίζω πως μιλούσαμε για την αλλεργία μου στα γλυκά…


Λ: (Σαν να μην την άκουσε.) Κάτι σημαίνει μια τέτοια πράξη…


Ι: (Εκνευρισμένη.) Δεν ξέρω τί σημαίνει… Και αυτή τη στιγμή δεν με νοιάζει…


Λ: Φυσικά και σε νοιάζει… Όλα σε νοιάζουν…


Ι: Γιατί ήταν μωρό… Ένα νεογέννητο μωρό… Έπρεπε να μην το μπερδέψουν με κάποιο άλλο…


Λ: Αυτή είναι η εύκολη απάντηση… Υπάρχει και η δύσκολη…


Ι: Δεν με νοιάζει καμία απάντηση…


Λ: Το κάνανε για να του δώσουν ταυτότητα… Του τρυπήσανε τα πόδια για να γίνει κάποιος … (Συλλαβίζει τα δυο συνθετικά του ονόματος.) Οιδί-πους… Αυτός που έχει πρησμένα πόδια… Οιδίπους… Αν δεν του τρυπούσανε τα πόδια, θα ήτανε μονάχα ένα παιδί χωρίς όνομα… Θα ήταν ένα τίποτε… Ενώ τώρα έχουμε ένα όνομα… Ένα τρομερό όνομα…


Ι: (Προσπαθεί να τον κοιτάξει στα μάτια.) Έχουμε μονάχα μια αρχαία λέξη… Ένα αρχαίο λείψανο… Σαν το απομεινάρι μιας ακρίδας στη λάβα της Πομπηίας… (Αποστρέφει το κεφάλι.) Και το γλυκό στο φούρνο μυρίζει…


Λ: (Συνεχίζει να μην την ακούει.) Και γιατί να νοιαστούν για το όνομα ενός παιδιού που οι ίδιοι είχανε δώσει εντολή να πεθάνει;


Ι: Δεν ξέρω…


Λ: Δεν έχεις λόγο να νοιαστείς για το όνομα ενός μελλοθάνατου μωρού…


Ι: (Με ταραχή.) Δεν με ενδιαφέρει τίποτε από όσα λες…


Λ: Γιατί; Θέλω να σκεφτείς το γιατί…


Ι: Δεν ξέρω…


Λ: (Με έξαψη.) Γιατί ήξεραν την τρομερή αλήθεια… (Πολύ αργά.) Τα γεγονότα είχανε ήδη γίνει… Ήταν τετελεσμένα…


Ι: Τετελεσμένα;


Λ: Δεν υπήρχαν ούτε οι ίδιοι, ούτε το μωρό τους… Δεν υπήρχε καμιά πολιτεία, κανένα βουνό, κανένα Μαντείο… Υπάρχουν μόνο τα ονόματα… Τα ονόματα είναι η μόνη ζωή…


Ι: Είσαι τρελός…


Λ: Τα ονόματα είναι η αληθινή ζωή… Οι άνθρωποι είναι μια φύρα… Είναι μονάχα μεταφορείς των ονομάτων…

(Σταδιακά, από φράση σε φράση, η ταραχή της Ι γίνεται μεγαλύτερη.)


Ι: Έχεις αρρωστήσει… Έχεις μολυνθεί από αυτό…


Λ: Νιώσανε την αλήθεια… Την τρομερή αλήθεια των λέξεων…


Ι: Τρελαίνεσαι, το καταλαβαίνεις;


Λ: (Με πυρετική έξαψη, σχεδόν ενθουσιασμένος.) Η τραγωδία είναι τα ονόματα που μπαίνουν στη σειρά… Κολλάνε το ένα με το άλλο, θαρρείς να είναι προορισμένα γι’ αυτό… (Με σχεδόν οραματικό τόνο.) Γίνονται πλεκτάνη…


Ι: Έχεις γεμίσει το μυαλό σου με πύον…


Λ: Αν μπούνε στη σειρά τα ονόματα, όλα τα γεγονότα έχουνε γίνει…


Ι: Είναι μια τρέλα αυτό… Όλα όσα λες είναι μια τρέλα…


Λ: (Στον ίδιο οραματικό τόνο.) Όλα είναι τετελεσμένα…


Ι: (Προσπαθεί να του πιάσει τα χέρια. Μιλάει με αγωνία.) Γίνεσαι ακατάληπτος… Χάνεις το νου σου…


Λ: (Της πιάνει τα μπράτσα. Μιλάει και πάλι με πυρετική ένταση.) Όλα έχουν γίνει από πριν…


Ι: (Σχεδόν φωνάζοντας.) Ποιά «όλα»;


(Καθώς ο Λ μιλάει, η Ι καταρρέει. Το πρόσωπό της βυθίζεται σε μια μάσκα μουγγής απόγνωσης.)


Λ: (Όλο και πιο ενθουσιασμένος, με οραματική έξαψη.) Ο απαγορευμένος έρωτας του Λαΐου… Η οργή της Ήρας… Ο χρησμός του Απόλλωνα… Το τρύπημα των ποδιών του νεογέννητου… Ο οίκτος του βοσκού… Η προσβολή σε ένα καπηλειό της Κορίνθου… Ο δεύτερος χρησμός των Δελφών… Η διαδρομή προς το τρίστρατο… Ο φόνος του Λαΐου… Η απάντηση στη Σφίγγα… Το σμίξιμο με την Ιοκάστη… (Σκύβει και της μιλάει στο αφτί.) Τα γεγονότα… Όλα τα γεγονότα στον Οιδίποδα είναι τετελεσμένα… Οι πράξεις έχουν γίνει… Τα πάντα έχουν συντελεστεί εδώ και χρόνια…

(Ο Λ τής χαϊδεύει τα μαλλιά. Μοιάζει να μην καταλαβαίνει πως η Ι βρίσκεται σε απόγνωση.)

Και ξέρεις τί μένει; Μένουν οι ερωτήσεις… Αυτό είναι η τραγωδία… Δεν είναι τα γεγονότα… Είναι οι ερωτήσεις πάνω στα γεγονότα… Η τραγωδία είναι οι ερωτήσεις… (Σκέφτεται για λίγο.) Και τώρα είναι αυτή η ώρα… Η ώρα των ερωτήσεων…


Ι: (Με ξερή, σχεδόν απόκοσμη φωνή.) Η Ιοκάστη λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε ερωτήσεις…


Λ: Δεν το πιστεύει… Το λέει επειδή το ζητάει ο ρόλος της… Μα η ίδια το ξέρει καλά πως, αν αρχίσουν οι ερωτήσεις, πάνε μέχρι το τέλος…


Ι: (Σηκώνεται. Μιλάει πάντοτε απόκοσμα. Σαν να είναι μια άλλη.) Η Ιοκάστη πρέπει να συνεχίσει τη ζωή… Είναι δουλειά της…


[...]

12.

(Όσην ώρα μιλούσε η Ι στη σκηνή 11, ο Λ ήταν βυθισμένος σε μια παράξενη ονειροπόληση. Τώρα αρχίζει να μιλά, δίχως να βγαίνει από το κλίμα αυτό.)


Λ: Μπορείς, βέβαια, να πεις πως είναι μονότονος…


Ι: Ποιός;


Λ: Πάντοτε δίνει την ίδια μονότονη απάντηση…


Ι: (Κάπως ενοχλημένη.) Ποιός, λοιπόν;


Λ: Ο Οιδίποδας…


Ι: (Επαναλαμβάνει μηχανικά, απογοητευμένη.) Ο Οιδίποδας…


Λ: (Σαν να συνεχίζει μια προηγούμενη συζήτηση.) Σε όποιο ερώτημα κι αν του βάζουνε, απαντάει συνεχώς το ίδιο πράγμα…. «Εγώ είμαι, εγώ είμαι, εγώ είμαι...»


Ι: (Με παραίτηση.) Ναι, βέβαια…


Λ: Όταν τον ρωτάει η Σφίγγα «τι έστιν δίπους, τρίπους και τετράπους;», αυτός τί απαντάει;


Ι: (Προσπαθεί να τον αγκαλιάσει.) Πρέπει να σταματήσουμε…


Λ: (Της πιάνει τα χέρια. Δείχνει να είναι σε έξαψη.) Θυμάσαι τί απαντάει;


Ι: (Και πάλι με παραίτηση.) Ο άνθρωπος…


Λ: (Σχεδόν θριαμβικά.) "Εγώ είμαι…" (Καθώς η Ι τον κοιτάζει με απορία, αυτός συνεχίζει.) Αυτό της απάντησε: «Εγώ είμαι… Ο Οιδίπους… Οι-δί-πους — δηλαδή και δίπους και τρίπους και τετράπους και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς…»


Ι: (Στον ίδιο τόνο.) Ίσως να απάντησε κι έτσι…


Λ: Σε όλη του τη ζωή έδινε την ίδια απάντηση… Κάποτε άκουσε για έναν νόθο στην Κόρινθο… «Εγώ είμαι», απάντησε… Έπειτα το Μαντείο μίλησε για κάποιον που θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μάνα του… «Εγώ είμαι…» Έπειτα βρήκε στο δρόμο του το αίνιγμα της Σφίγγας… «Εγώ είμαι…»


Ι: (Του πιάνει το μάγουλο.) Αν δεν σταματήσεις τώρα, μετά θα είναι αργά…


Λ: Κι έπειτα ήρθε η πανούκλα… Και μαζί της ο δεύτερος χρησμός… «Για όλα ευθύνεται ένας βδελυρός φονιάς και αιμομίκτης… Ένα απαίσιο τέρας που μολύνει την πόλη…» Και τότε…


Ι: Είναι η ζωή μας που κινδυνεύει…


Λ: (Με έξαψη.) Και τότε άστραψε φως μέσα στο νου του… (Αρχίζει και ουρλιάζει.) ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ… ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ… ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ…


Ι: (Σχεδόν κλαίγοντας.) Ηρέμησε… Σε παρακαλώ, ηρέμησε…


Λ: (Απαγγέλλει το στίχο.) «Εξ υπαρχής αύθις αυτ’ εγώ φανώ…»


Ι: (Με παραίτηση.) Σε έχει μολύνει… Δεν το είχα καταλάβει, αλλά σε έχει μολύνει… Εδώ και πολύ καιρό σε έχει μολύνει…


Λ: Και, ξέρεις κάτι; Δεν ήταν πρησμένα τα πόδια του… Το μυαλό του ήταν πρησμένο… Είχε ξεπεράσει το επιτρεπτό όριο των σκλαβωμένων ανθρώπων… (Γεμάτος οραματική έξαψη.) Ήταν Οιδίνους…


Ι: Και τώρα πια έχεις συνηθίσει… Ζεις με το πύον…


Λ: (Εξακολουθεί να μην την ακούει. Την κοιτάζει με οραματική έξαψη.) Ήταν αληθινά σοφός… Ήταν ο σοφότερος άνθρωπος των αιώνων…


[...]


Ι: (Πάει να πει κάτι κομπιάζοντας.) Ο γιο… ο γιος μας…


Λ: (Την κόβει.) Θα ενθουσιαστεί… (Αλλάζοντας το ύφος του, με πιο σκληρή φωνή.) Ή σωστότερα, θα δείξει ενθουσιασμένος…


Ι: Δεν υπάρχει… Ο γιος μας ... δεν υπάρχει…


Λ: (Σαν να μην την ακούει.) Πρέπει να δείξει ενθουσιασμένος… Ειδάλλως θα καρφωθεί…


Ι: Έχει πεθάνει εδώ και δεκαοχτώ χρόνια…


Λ: (Εξακολουθεί να μην την ακούει. Η φωνή του γίνεται περίεργη.) Κι αν καρφωθεί, το σχέδιό του θα σκάσει σαν μπαλόνι…


Ι: Τον έχεις θάψει στον κήπο… Αλλά ποτέ δεν μου είπες πού τον έθαψες…


Λ: (Με περίεργα ειρωνικό ύφος.) Ξέρεις το σχέδιό του;


Ι: Θα ήθελα να μου πεις πού τον έθαψες…


Λ: Θα φάμε το γλυκό, κι έπειτα θα πάμε στο δωμάτιό μας να πλαγιάσουμε για μεσημέρι… Και τότε, ενώ κοιμάμαι, θα έρθει και θα με σφάξει με το μαχαίρι… (Την κοιτάζει στα μάτια. Η φωνή του σκληραίνει.) Με το μαχαίρι της κουζίνας, που το έχει κλέψει από το συρτάρι…


Ι: (Σιγά σιγά κουλουριάζεται στο πάτωμα. Μιλάει αδύναμα.) Έχω δικαίωμα να μάθω πού τον έθαψες…


Λ: (Με μια πολύ απότομη κίνηση τραβάει το συρτάρι της κουζίνας. Φωνάζει πολύ δυνατά.) ΜΠΑΜ… (Με κάπως πιο χαμηλό τόνο, αλλά πολύ επιθετικά.) Το μπαλόνι έσκασε… Το υποψήφιο θύμα πήρε χρησμό από το Μαντείο…


Ι: (Έχει ζαρώσει κάτω, με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της. Κλαίει μουγγά. Όταν μιλάει, μιλάει με λυγμικά αναφιλητά.) Δεν υπάρχει Μαντείο... Δεν υπάρχει τίποτε…


Λ: (Πλησιάζει προς τα ντουλάπια.) Και τώρα θα κάνω αυτό που πρέπει… Θα αμυνθώ…


Ι: (Έντρομη.) Πώς; Πώς θα αμυνθείς;


Λ: (Ανοίγει το ντουλάπι, βγάζει ένα πιάτο.) Όπως πρέπει..


Ι: Πώς θα αμυνθείς;


Λ: (Παίρνει ένα κουτάλι και σερβίρει ένα μήλο στο πιάτο.) Με επίθεση… Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση…


Ι: Τί θα κάνεις;


Λ: (Σερβίρει ένα δεύτερο μήλο στο πιάτο.) Δεν θα κάνω… Έχω ήδη κάνει… Στο γλυκό έχω βάλει ποντικοφάρμακο…


Ι: Δεν έχεις βάλει τίποτε… Σε έβλεπα όταν το έφτιαχνες… Στα μήλα έριξες ζάχαρη, νερό και λικέρ… Σου τα έφερα εγώ στο τραπέζι…


Λ: Την ώρα που τα έφερνες από τα ντουλάπια, άδειασα το ποντικοφάρμακο στις τρύπες από τα μήλα…


Ι: (Τρομοκρατημένη, με μεγάλη ταραχή.) Δεν στρέχει τίποτε από όσα λες…


Λ: (Σηκώνει το πιάτο. Ενώ μιλάει, το περιεργάζεται.) Τώρα, που θα κατέβει, θα του σερβίρεις τα μήλα… Δεν θα αρνηθεί να τα φάει, αν είναι σερβιρισμένα από εσένα… (Το μυρίζει.) Η ζάχαρη και το λικέρ θα έχουν καλύψει τη γεύση από το δηλητήριο… (Αφήνει το πιάτο με το γλυκό στον πάγκο της κουζίνας.) Μόλις τελειώσει το γλυκό του, θα ανέβει στο δωμάτιό του για να ακούσει μουσική… Τότε θα νιώσει μια δυσφορία και θα ξαπλώσει… Σε μισή ώρα το πολύ, θα είναι νεκρός…


Ι: Δεν θα του σερβίρω τίποτε… Δεν θα σερβίρω τίποτε σε κανέναν…


Λ: Θα το κάνεις… Ξέρεις πως θα το κάνεις… Αυτό το παιδί απειλεί την αγάπη μας… Τη ζωή μας… Κι εσύ πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή…


Ι: (Φωνάζει με απόγνωση.) ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΩ ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ ΟΣΑ ΛΕΣ…


Λ: Θέλει να με σκοτώσει και να σε κάνει γυναίκα του… Είδες πριν πώς σε εξανάγκασε να τον φιλήσεις… Μόλις με σφάξει, θα πάρει τη θέση μου… Θα σε βιάζει κάθε βράδυ… Θα θελήσει να σου σπείρει τα παιδιά του… Να γεννήσεις τα τέρατά του…


Ι: (Κλαίγοντας.) Δεν θα κάνω τίποτε…


Λ: Θα τα κάνεις όλα όπως πρέπει… Είναι για τη ζωή… Οι γυναίκες είναι πλασμένες για αυτό…

(Η Λ δεν του απαντάει. Κλαίει με σπασμούς.)

Λοιπόν, ανεβαίνω να τον φωνάξω… Αν θέλεις, βγάλε από το ντουλάπι την κανέλα, για να τη βρει στο τραπέζι… Του αρέσει τόσο πολύ η κανέλα…


Ι: (Με στεγνή φωνή). Δεν υπάρχει κανέλα…


Λ: Δεν είναι δυνατόν…


Ι: Ναι, δεν υπάρχει… Ξέχασα να πάρω από το σούπερ μάρκετ…


Λ: Δεν πειράζει… Θα φάει το γλυκό του χωρίς κανέλα…


Ι: Μα δεν μπορεί να φάει γλυκό χωρίς κανέλα…


Λ: Τον τελευταίο καιρό μπορεί… Το διάβασα στη σελίδα του… (Η Ι τον κοιτάει με απόγνωση.) Ανεβαίνω…

(Ο Λ ξεκινάει να ανέβει. Κοντοστέκεται. Γυρίζει προς την έντρομη Ι, σκύβει και τη φιλάει τρυφερά στα μαλλιά.)

Μην έχεις άγχος, αγάπη μου… Όλα θα κυριαρχηθούν από τη ζωή… Όλα θα γίνουνε για την αγάπη, υπό την καθοδήγηση της αγάπης…

(Με γοργές κινήσεις ο Λ βγαίνει από το δωμάτιο.)


[...]

15.

Λ: Ξέρεις τί σκέφτομαι;


Ι: Τί;


Λ: Δεν υπάρχει παιχνίδι των θεών…


Ι: (Με ανησυχία.) Δεν καταλαβαίνω…


Λ: Στον Οιδίποδα… Δεν υπάρχει παιχνίδι των θεών…


Ι: (Εκνευρισμένη και πολύ ανήσυχη.) Δεν θέλω να μιλάω για τον Οιδίποδα… Πριν υποσχέθηκες να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ για τον Οιδίποδα…


Λ: Ο πατέρας είχε δίκιο… Όλα ήταν μια δική του απόφαση… Μια τρομερή στιγμή…


Ι: (Με έκφραση απόγνωσης. Η φωνή της σταδιακά ραγίζει.) Ο πατέ… Ο πατέρας;


Λ: Δεν υπάρχουν σχέδια των θεών… Ο Θεός κοιμάται… Όλα είναι αστραπές στο νου των ανθρώπων…


Ι: (Προσπαθεί να σηκωθεί, σε κατάσταση αλλοφροσύνης.) Θέλω να φύγω… Θέλω να φύγω…


Λ: (Την κρατάει αγκαλιασμένη με το ζόρι.) Μείνε κοντά μου…


Ι: (Ουρλιάζει καθώς προσπαθεί να του ξεφύγει.) ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ… ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ…


Λ: (Κρατώντας την εγκλωβισμένη και μιλώντας της με πολύ τρυφερή φωνή.) Όχι, μητέρα… Πρέπει να μείνεις κοντά μου… Εγώ θα σε προστατεύσω… Εγώ θα σε προστατεύω στο εξής…


Ι: ΘΕΛΩ ΝΑ…


Λ: (Της κλείνει το στόμα. Πάντοτε στον ίδιο τόνο.) Μην ανησυχείς… Δεν θα το καταλάβει κανείς… Δεν θα τον ψάξει κανείς… Κανείς δεν θα τον δει να λείπει…

(Η Ι σκούζει για να μιλήσει, μα ο Λ την κρατά εγκλωβισμένη και της φράζει το στόμα.)

Θα πάρω τη θέση του… Δεν θα το καταλάβει κανείς… Μοιάζαμε πολύ με τον πατέρα… Θα μπορούσε να πει κανείς πως έφτυσε και με έκανε… Με το σάλιο του… (Τη σφίγγει ακόμη περισσότερο, καθώς η Ι προσπαθεί να ελευθερωθεί.) Με σχημάτισε φτύνοντας…

(Η Ι ησυχάζει, σαν να παραδίνεται. Ο Λ εξακολουθεί να την κρατάει εγκλωβισμένη, με φραγμένο το στόμα.)

Θα βγαίνω στη γειτονιά να ψωνίζω… Θα χρησιμοποιώ την ταυτότητά του, τις κάρτες του… Στο σχολείο θα διδάσκω τα μαθήματα που δίδασκε μέχρι τώρα… Ευτυχώς φροντίσατε να είμαι ιδιοφυΐα και να παίζω τις αρχαίες τραγωδίες στα δάχτυλα… Για όλο τον κόσμο θα είμαι εκείνος… Κι εδώ μέσα —

(Σταματάει. Σιγά σιγά τραβάει το χέρι του από το στόμα της Ι.)

Κι εδώ μέσα θα είμαι εγώ… Ο γιος σου, μητέρα…

(Η Ι ανασαίνει βαθιά. Δεν μιλάει.)

Χθες το βράδυ, όταν βγήκα έξω να περπατήσω, συνάντησα και πάλι το σκύλο… Τον ίδιο σκύλο που συναντάω χρόνια τώρα στις βραδινές μου περιπλανήσεις… Όλες τις άλλες φορές περπατούσαμε δίπλα δίπλα… Ποτέ δεν τον κοίταξα, ποτέ δεν είδα τα μάτια του… Μονάχα περπατούσαμε…

(Με αργές κινήσεις σηκώνεται όρθιος.)

Χθες ήταν η ώρα να γίνει κάτι διαφορετικό… Σε λίγο θα γινόμουν ενήλικος… Ήταν η ώρα για μια απάντηση…

(Γονατίζει και αναπαριστά αυτά που λέει.)

Έτσι όπως περπατούσαμε, σταμάτησα… Δεν γινόταν να μην σταματήσω… Γονάτισα μπροστά του και τον αγκάλιασα… Ήταν τόσο φιλικός, τόσο γαλήνιος… Πλησίασα το πρόσωπό μου στα μάτια του… Κοίταξα μέσα στα μάτια του πολύ βαθιά… Και μετά…

(Η φωνή του αρχίζει να τρέμει από την ένταση.)

Μετά κατάλαβα… Δίπους, τρίπους και τετράπους… Ήμουν εγώ… Εγώ, εγώ, εγώ… Οι άνθρωποι γινόμαστε πολλά πράγματα όσο ζούμε… Τρώμε κι αναπνέουμε και μεγαλώνει το μυαλό μας… Πρήζεται το μυαλό μας…

(Αρχίζει να μιλάει κοφτά.)

Έγνεψα στο σκύλο καταφατικά… Για την ακρίβεια, έγνεψα στα μάτια του σκύλου… Μέσα βαθιά… Ήμουν εγώ… Έπρεπε να είμαι εγώ… Ο σκύλος με κατάλαβε… Ο σκύλος κατάλαβε…

(Γυρίζει και κοιτάζει την Ι.)

Είχε ξεψυχήσει στην αγκαλιά μου…


(Όλην την ώρα που μιλούσε ο Λ, η Ι είχε κρύψει το πρόσωπό της στα χέρια της. Τώρα η φωνή της θα είναι χαμηλόφωνη και ασθενική. Και πολύ παράξενη.)


Ι: Πρέπει να δούμε τις λεπτομέρειες…


Λ: Λεπτομέρειες; Τί λεπτομέρειες;


Ι: Πρέπει να προσέξουμε… Να μην μας καταλάβουν στο σχολείο…


Λ: (Την κοιτάει διερευνητικά.) Ναι, πρέπει να προσέξουμε…


Ι: Ο πατέρας σου… (Σαν να σκέφτεται.)


Λ: Ο πατέρας μου;


Ι: Ο πατέρας σου κάνει μάθημα με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο… Και διορθώνει τα γραπτά με επίσης πολύ συγκεκριμένο τρόπο…


Λ: Θα τον μιμηθώ… Θα τα καταφέρω…


Ι: Δεν είναι εύκολο… Δεν τον έχεις δει ποτέ να κάνει μάθημα…


Λ: Είμαι γιος του… Έχουμε τον ίδιο χαρακτήρα… Διαβάζουμε τα ίδια βιβλία… Εξάλλου, οι μαθητές αλλάζουν κάθε χρονιά…


Ι: Ναι, αυτό είναι σωστό…


Λ: Και επιπλέον —


Ι: Επιπλέον;


Λ: Επιπλέον μπορείς να μου πεις κι εσύ μερικά πράγματα για τον πατέρα…


(Η Ι πηγαίνει προς το παράθυρο. Κοιτάζει έξω. Μιλάει κοφτά. Στο διάλογο που ακολουθεί, οι απαντήσεις της γίνονται όλο και πιο μηχανικές.)


Ι: Τί θέλεις να σου πω;


Λ: Τις μικρές καθημερινές του συνήθειες… Αυτές που δείχνουν το χαρακτήρα…


Ι: Δεν καταλαβαίνω τί εννοείς….


Λ: Πες μου αν τον ενοχλούσε ο καπνός… Ή κάποιος που μιλούσε δυνατά σε δημόσιο χώρο… Αν έκανε καβγάδες…


Ι: Όχι, δεν καβγάδιζε ποτέ… Ήταν πολύ ευγενικός…


Λ: Στους ζητιάνους, έδινε ελεημοσύνη;


Ι: Ναι, έδινε… Με μέτρο και πολλή ευγένεια…


Λ: Κι αν κάποιος παρκάριζε πάνω στις ράμπες των αναπήρων;


Ι: Πήγαινε και με ηρεμία τού εξηγούσε το λάθος του…


Λ: Κι αν ο άλλος δεν πειθόταν;


Ι: Πάντοτε ο άλλος πειθόταν…


Λ: Γενικώς, υπήρχε κάποια στιγμή που οργιζόταν;


Ι: Όχι, δεν υπήρχε…


Λ: Δεν υπάρχει άντρας που να μην οργίζεται…


Ι: Ο πατέρας σου δεν οργιζόταν…


Λ: Ήταν μισός άντρας…


Ι: Πιθανώς να ήταν…


Λ: Οι άντρες οργίζονται… Είναι στη φύση τους… Είναι στη φύση των αντρών η οργή… Ο πατέρας ήταν κάτι ανολοκλήρωτο…


Ι: Οργίστηκε όταν σε είδε να με φιλάς…


Λ: Δεν οργίστηκε… Το φιλί μας, το είχε σχεδιάσει…


Ι: Δεν ξέρω τί είχε σχεδιάσει…


Λ: Ξέρω εγώ… Είχε σχεδιάσει τα πάντα… Ακόμη κι αυτήν την ηλιόλουστη μέρα…


Ι: Ίσως να την είχε σχεδιάσει κι αυτήν…


Λ: Κι αυτό για τα ηλιοτρόπια, το διάβασε κάπου όταν ήταν μικρός… Και αποφάσισε να το φέρει εδώ…


Ι: Πιθανώς να το διάβασε…


Λ: Είμαστε το σχέδιό του… Είμαστε το γέννημα του νου του… Θαρρείς να μας ονειρεύτηκε σε μια ηλιόλουστη μέρα όπου τα ηλιοτρόπια δεν ξέρουνε κατά πού να γυρίσουν…


Ι: Του άρεσε να ονειρεύεται… Πίστευε στα όνειρα…


Λ: Και τώρα έχουμε να ζήσουμε το όνειρό του… Την ηλιόλουστη μέρα… (Πλησιάζει πίσω της. Τη φιλάει στο λαιμό.) Την αγάπη μας…


Ι: Την αγάπη… (Σαν να απαντάει μόνη της.) Ναι, την αγάπη… Οι άνθρωποι ζούμε για τον ερχομό της αγάπης…

[...]


Θανάσης Τριαρίδης. 2013. Οιδίνους. Ηλεκτρονική δημοσίευση στον ιστότοπο του ποιητή Θανάση Τριαρίδη.