[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Τάκης Σινόπουλος
Άσμα VII
ΠάριςΕίδα τον ήλιο που βασίλευε γεμάτο μαύρες μέλισσες
να ψάχνει του καλοκαιριού τις φωτεινές κυψέλες. Όταν έφτασα
σκοτείνιαζε. Κάτω έκαιγαν οι πικροδάφνες και τα μάρμαρα
κι ανάμεσα σε τούτα τα παλάτια και τ’ ακίνητα νερά η σιωπή
σα να σταμάτησεν ο χρόνος ν’ ανασαίνει.
Ξάφνου
εκεί το σώμα καμπυλώνοντας έσφιγγε τα λευκά σαντάλια της
γυρνώντας τους ιμάντες στα σφυρά. Μαύρα μαλλιά
χυμένα όλο ίσκιοι δρόσιζαν τα πυρωμένα γόνατα. Κι εκεί
τα χείλη σέρνοντας εφίλησα βαθιά το σκοτεινό μυχό
μέσ’ από την ανεξερεύνητη πορφύρα που την έκαιγε.
Οι αισθήσεις μου ανατριχιασμένες απροστάτευτες ετρέμανε
σα να ’τανε ώρα του ύπνου ή του λουτρού. Δεν ήξερα
τί γύρευα πρώτη φορά στη Σπάρτη μοναχός φοβόμουν
κι ο φόβος μου γινόταν ψίθυρος αγγίζοντας βαθιά τα κόκαλα
κι ένιωθα πάλι εκτός απ’ τη σιωπή και την Ελένη
αισθήσεις άλλες που τις γνώρισα μόνο μέσα στο θάνατο.
Λοιπόν
θυμάμαι ακόμα βούρκος άνθη κόκκινα σερνόταν καταχνιά.
Μια νύχτα όλο όνειρο και πυρετό καθώς εμπήκαμε
ξένοι κι ανώνυμοι μες στη Σιδώνα πίσω από την αγορά
κι ακούσαμε τα μαντολίνα στην καρδιά του φεγγαριού.
Δεν ήταν μοναξιά δεν ήτανε σιωπή μονάχα απόγνωση
καθώς όταν αγγίζεις άγρια μεθυσμένα ένα κορμί
βαθύ και γόνιμο σα μια κοιλάδα κι εσταθήκαμε.
Φύλλα πλατιά μαύρα τη ράγιζαν η γύμνια της
μέσ’ απ’ τα φύλλα εσπάραζε ανοιγμένη εικόνες
υπαινιγμοί δρασκελισμένα λόγια ελύθηκαν εκεί
σε δάση σάρκας που δεν τέλειωνε μήτε με την απόχτηση.
Κι ύστερα η σκόνη. Μέσα
σε τόση σκόνη καθώς στροβιλίζεται και πέφτει πώς να θυμηθείς
πράξεις ή πρόσωπα γυμνές χαράδρες του ήλιου.
Κι όταν ακόμα σου φωνάζουν από το γιαλό οι τυφλοί
κι είναι το μεσημέρι μαύρο και γυρίζεις ξαφνικά
στην Τροία με τις αποσκευές τί έχεις ν’ αποκριθείς
καθώς κοιτάζοντας μ’ επιμονή σε ταραγμένες επιφάνειες και
σε σωριασμένα κρύσταλλα χιλιάδες είδωλα που κατακλύζουνε
την όραση δε βλέπεις παρά μόνο εκείνη εκείνη την Ελένη.
Στα μάτια μου τώρα στ’ αυτιά μου μέσα βουίζουν οι άμμοι
και μια φωτιά λυσσώντας — μνήμη ή παραλογισμός.
Η σκόνη είναι παντού τ’ άρματα τσακισμένα. Άκουσα τύμπανα
ταμ ταμ πίσω απ’ το σκήνωμα των Βασιλιάδων ανεβαίνανε
μ’ αργό ρυθμό σκεπάζοντας την απανθρακωμένη πόλη εφύσαγε
διαβολεμένος άνεμος από παντού στριφογυρίζοντας
κάπνες χαρτιά κι εικόνες.
Κι έμεινα
στον τόπο εκεί
κάτω απ’ τη θύρα που έσκαζε φλεγόμενη φωνάζοντας
μ’ όλη τη σάρκα Ελένη. Τη φωνή
μονάχα εγώ την άκουγα. Σφυρίζανε
οι άμμοι κι ανέβαιναν τα τύμπανα βογκώντας ρυθμικά
πάνω στους πεθαμένους Βασιλιάδες κι άκουγα άκουγα
μ’ όλες τις κόκκινες αισθήσεις μου που μυρμηγκιάζαν.
Κι ήρθε η Ελένη τότες
τρέχοντας καταπόρφυρη πίσω απ’ την Τρωάδα. Οι λόφοι
με φλογισμένες κορυφές την ακολούθαγαν κι η πόλη
γεμάτη στάχτη απ’ τις πυρές που κάψανε τους τελευταίους νεκρούς
κοίταζε προς το μέρος μας. Μα εγώ δεν ένιωθα
μέσ’ απ’ τον πόνο μου και την απόγνωση παρά
μονάχα εκείνο το ανοιχτό κορμί που το ’παιρνε η παραίσθηση.
Φύγε της φώναξα όλα καίγονται εδώ πέρα. Φύγε Ελένη.
Κι όπως πάνω στις σάρκινες κοιλάδες της και τους κρατήρες
των ασυλλόγιστων βυζιών επέφτανε οι άμμοι κι οι φριχτές
γλώσσες της πυρκαγιάς την ένιωθα να γίνεται κι αυτή
κάτω απ’ το στέρνο μου μια πυρκαγιά απαράμιλλη
καίγοντας μέσα μου ό,τι απόμενε.
Μέσ’ από τα μάτια μέσ’ από τα κόκαλα των Βασιλιάδων η κραυγή
μήτε δική μου καν μήτε δική της την ακούσαμε
να φεύγει από το φόβο και να χύνεται
μες στη βουβή μαλαματένια φρίκη της ερήμου.
Ταμ ταμ. Ένα ταξί παρακαλώ.
Κύριε βοηθήστε μας όλα τα ρήμαξαν η σάρκα κι η φωτιά.
Μέσ’ από ξύλα και κορμούς βαδίζοντας αργά κι οι δυο στη έρημο
μ’ εκείνο τον αθώρητο τρόμο στα χαρακτηριστικά
οι πληγιασμένοι στοχασμοί συντρίβοντας
λόγια και παραμιλητά στους μαργαριταρένιους βράχους.
Τα τύμπανα είχαν σβήσει κι έμενε του ήλιου το κοίταγμα
κι η κάθε ελπίδα μακρινή. Παρακαλώ
βοηθήστε μας βοηθήστε την Ελένη. Το κορμί
το εξαίσιο μαύρο αστραφτερό κορμί κοιτάξτε καίγεται.
Η ακινησία κι η τρέλα μάς χτυπούν — ένα ταξί.
Κάτω απ’ το φως η σκιά μας γίνηκε αίμα.
Εκεί
χαμένους μας αφήσανε μαζί
στους ήλιους και τους άμμους να παλεύουμε. Έτσι γίναμε
τούτη η ρυτιδωμένη στάχτη πίσω απ’ την ασήκωτη
βαριά βαμμένη προσωπίδα.1
Τάκης Σινόπουλος. 1953. Άσματα I–XI. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.
1. Το ποίημα τούτο γράφτηκε με συνεργασία του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου.