Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δημήτρης Μίγγας

Πλωτά νησιά


(αποσπάσματα)


[...]

— "κινυμένων δ’ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας

ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν

ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,

ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν: ἐκ δέ οἱ αὐχὴν

ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ’ Ἄιδόσδε κατῆλθεν"

Στην κορυφή του τραπεζιού στεκόταν ο καλόγερος όρθιος με τα χέρια σηκωμένα. Τα ρασομάνικα είχαν κυλήσει ώς τους αγκώνες και φαίνονταν οι διάφανες απ’ την αδυναμία πήχες και τα άσπρα, λιπόσαρκα μπράτσα του. Απάγγελνε με τη μύτη —κρατώντας τις παλάμες του ψηλά λες κι έκανε επίκληση στην Παναγιά— σε ρυθμό μακρόσυρτο, βυζαντινό, όπως οι αναγνώστες των μοναστηριών τις ώρες που οι μοναχοί δειπνούν.

Αιφνιδιαστήκαμε. Φαίνεται είχε μπει στην αίθουσα αθόρυβα την ώρα που αντιδικούσαμε (τί πρόλαβε να ακούσει άραγε;) και τον αντιληφθήκαμε μόνο όταν σκέπασε η φωνή του τις δικές μας. Σαν δάσκαλος που εμφανίζεται απροσδόκητα στην αίθουσα την ώρα που οι μαθητές του αλαλάζουν. Παρακολουθούσαμε σαστισμένοι.

— Τί λέει, ρε Νίκο; ψιθύρισε ο Θεμιστοκλής, μόλις συνήλθε από την έκπληξη.

— Απαγγέλλει Όμηρο, τον κατατόπισε εκείνος έχοντας στραμμένο συνεχώς το βλέμμα προς τον ερημίτη.

— Τί θέλει να μας πει; επιμένει ο Θέμης.

Δυσανασχέτησε ο Νίκος, μα ο άλλος δεν υποχωρούσε, τον τραβούσε από το μανίκι, κι αναγκάστηκε να του εξηγήσει χαμηλόφωνα:

— Μιλάει για τον σύντροφο του Οδυσσέα, τον Ελπήνορα, που μεθυσμένος έμεινε πίσω από τους άλλους, όταν έφευγαν απ’ τα ανάκτορα της Κίρκης, ξύπνησε απ’ τις φωνές τους ζαλισμένος από το κρασί έπεσε στις σκάλες και τσακίστηκε.

Ο γέροντας συνέχιζε αγνοώντας τις παρεμβολές. Η φωνή του κάλυπτε τα μουρμουρητά, απλωνόταν, γέμιζε την τραπεζαρία και κουκούλωσε την ένταση που επικρατούσε πριν την αναπάντεχη είσοδό του. Ακούγαμε αμίλητοι. Ο Θεμιστοκλής κοιτάζοντας πλάγια, καχύποπτα, ο Νίκος έτρωγε τα νύχια του κι εγώ ψάχνοντας πίσω από τις λέξεις για να βρω τί τάχα έκρυβε. Όμως τον έπιασε βήχας επίμονος, γεροντικός· τραντάχτηκε το στήθος και κοκκίνισε το μούτρο του. Ήπιε μία γουλιά νερό και προς στιγμή ησύχασε. Κοιταζόμαστε.

— Και τί απέγινε εκείνος που γκρεμίστηκε; Βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τον Νικόλα ο Θεμιστοκλής.

Κι αυτός, προσηλωμένος ώς εκείνη τη στιγμή σε όσα άκουγε, γύρισε αργά, τον κοίταξε κάμποσα δευτερόλεπτα με βλέμμα άδειo κι ύστερα, μόλις συνήλθε, απάντησε:

— Έφυγαν και τον παράτησαν άκλαυτο κι άθαφτο στο νησί εκείνης της μάγισσας.

Ο Θεμιστοκλής κοιτούσε αποσβολωμένος την καλόγηρο — τα βλέφαρά του ακίνητα. Έπειτα, λες και ξύπνησε, έριξε ένα βλέμμα στον Νικόλα, κι ύστερα στράφηκε σε μένα. Στο μέτωπό του οι ρυτίδες ήταν πιο βαθιές.

— Πού μας έφερες, ρε Τάσο;


[...]


Δεν ήμουν έτοιμος εκείνη τη στιγμή να αντιπαραθέσω μια πειστική απάντηση στην απορία του Θεμιστοκλή. Έβηξε ο καλόγηρος ακόμα μια φορά κι έμεινε σιωπηλός σαν δάσκαλος ενοχλημένος, όση ώρα έκρινε απαραίτητο, ώστε να επανέλθει η διασαλευθείσα τάξη. Έπειτα σκύβοντας προς το μέρος μας άρχισε να μιλά ψιθυριστά, λες και κινδύνευε να τον ακούσει κάποιος άλλος:

— Ξεύρω κρυψώνες, μυστικά περάσματα από το ένα νησί στο άλλο, βότανα θεραπευτικά, συνταγές για χρώματα ανεξίτηλα και τα πρεπούμενα —από Θεού δοσμένα— μέτρα και κανόνες για την αγιογράφηση των ιερών εικόνων, γνωρίζω τους καλούς ψαρότοπους. Αποστήθισα τις Άγιες ακολουθίες κι όλα τα Μυστήρια, τις προσευχές και τις αρμόζουσες ευχές για κάθε ημέρα του χρόνου. Μελέτησα επιμελώς αρχαία κείμενα, τα σημάδια των καιρών και των ανέμων τα γυρίσματα. Κατέχω πού είναι κρυμμένα τα κλειδιά όλων των κελιών και τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, έχω απομνημονεύσει τα ονόματα και τα έθνη όσων λειψάνων μού εμπιστεύτηκε ο Κύριος, γνωρίζω τις επιθυμίες και τα κρίματά τους. Και όλα τούτα αποκτημένα με αγρύπνια, προσευχή και Θεία Φώτιση. Αναχώρηση από τη ζωή, διήγον βίον εγκρατή νηστεύων και μετανοών· οι χρόνοι που μου δόθηκαν σωθήκανε, ωστόσο δεν μπορώ να φύγω! Κι όταν με παρασέρνουν τα εγκόσμια και υποκύπτω, κατεβαίνω στους Καθρέφτες και αναλογίζομαι το μέλλον. Ο Πανάγαθος με δοκιμάζει ακόμα. Μου επεφύλαξε το ύψιστο προνόμιο να συντροφεύω τους Αγίους αδελφούς και όσους παραπλανημένους λαϊκούς έφερε η θάλασσα στη Χάρη της. Θα σβήσουν όλα, αν λυγίσω: Ψαλμωδίες, βογκητά και οι φωνές ψυχών αδικημένων…

Κόμπιασε και σταυροκοπήθηκε. Γύρισα και κοίταξα τους άλλους. Έχασκε απορημένος ο Νικόλας και ο Θέμης σούφρωνε τα χείλη δύσπιστος.

— Δεν είμαι μόνος! Ακούστηκε δυνατή η φωνή του γέροντα και ακολούθησε ο αντίλαλός της.

Θορυβηθήκαμε, ψάχναμε με το βλέμμα σκοτεινές γωνιές και πόρτες. Εκείνος παρακολουθούσε κάθε κίνηση και μορφασμό και προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτησή μας:

Ελάτε στους Καθρέφτες να σας δείξω τους συντρόφους μου, είπε αργά, σχεδόν συλλαβιστά, σαν να ’λεγε το Δι’ ευχών… και άνοιξε το βήμα.

Κατέβηκε τη σκάλα που έτριζε. Τον ακολουθήσαμε. Απομακρυνόταν από το μοναστήρι προς το ανατολικό ακρωτήρι του νησιού — η θαλασσινή αύρα φούσκωνε το ράσο κι ανακάτευε τα μαλλιά του. Πρώτος αυτός —ψηλός κι αδύνατος— και πίσω εμείς σαν τα κλωσσόπουλα. Σταμάτησε κάποτε μπροστά από ένα κτίσμα πέτρινο. Έβγαλε μέσα από τα ράσα ένα κλειδί, χοντρό σαν το μεγάλο δάχτυλό του και μακρύ ίσαμε μπράτσο ανθρώπινο, ξεκλείδωσε —τρίφτηκαν τρίζοντας τα σκουριασμένα σίδερα—, έσπρωξε με δύναμη την ξύλινη πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι.

Στεκόμαστε στο κατώφλι αναποφάσιστοι. Ακούγαμε στο εσωτερικό τα βήματά του που σερνόντουσαν, τα ράσα του που θρόιζαν και απέξω το τραγούδι κάποιου κότσυφα… Και ξαφνικά αντικρίσαμε τη σιλουέτα του πίσω από ένα λυχνάρι που τσιτσίριζε βρεγμένο — το πρόσωπό του φωτιζόταν σαν να καιγόντουσαν τα γένια και να ’βγαζε φωτιές από τα μάτια. Μας έκανε με το κεφάλι νόημα. Ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό συμμορφωθήκαμε.

Προχώρησε στα σκοτεινά· σήκωσε το λυχνάρι του και φώτισε τα σκοτάδια. Και τότε… Απαράλλαχτα, όπως τα ιστορούσε παραστατικά στο κατηχητικό ο Νιόνιος ο καντηλανάφτης: Μικρά, μεγάλα κόκαλα και καύκαλα αλφαδιασμένα σε σωρούς, ντάνες ψηλές ώς το ταβάνι. Καθρέφτης ήταν το οστεοφυλάκιο! Έμπαινε το φως του λυχναριού τρεμουλιαστό από τις άδειες κόγχες των ματιών κι απ’ τις μισάνοιχτες ξεδοντιασμένες τους μασέλες, έτσι καθώς προχωρούσε αργά ο καλόγερος και σου φαινόταν πως τον κοίταζαν ή προσπαθούσαν κάτι να του πουν.

Ὡς ἀνθός μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος, μουρμούρισε κάνοντας τον σταυρό του και ταυτόχρονα λυγίζοντας το σώματα και τα γόνατα.

Επανέλαβε τις μετάνοιες προς όλες τις κατευθύνσεις. Χαμήλωσε ο Νίκος το κεφάλι κι ο Θεμιστοκλής σταυροκοπήθηκε βιαστικά. Μας άφησε μετά να κοιταχτούμε στους μακάβριους καθρέφτες.

— Ήταν μεγάλο μοναστήρι κάποτε, πρόφερε αργά έπειτα από ώρα ταράζοντας τη σιωπή των αδελφών του. Χανόταν η φωνή του στους διαδρόμους και επέστρεφε από πίσω μας δυναμωμένη απ’ τον αντίλαλο: Όσο ερημώνουν τα κελιά, γεμίζουνε τα χωνευτήρια. Και περιμένουν εδώ κάτω αντάμα κι αξεχώριστα: κληρικοί, ψαράδες, λαϊκοί, άνθρωποι σοφοί, άρχοντες, εστεμμένοι, πειρατές και Άγιοι… Ακούγονται τις νύχτες προσευχές, κουβέντες, οι διαλογισμοί, οι αμαρτίες κι οι μετάνοιές τους. Προσδοκούν ανάσταση. Κάποτε άνθρωποι με σάρκα, όνειρα, φιλοδοξίες· ψυχές πλέον που αδικήθηκαν και αδίκησαν. Κάποιοι φρονούσαν πως η επόμενη ημέρα τούς ανήκε, αλλά λάθεψαν. Αν όμως τούς δοθεί η χάρη, θα επιστρέψουν για να επανορθώσουν.

Σώπασε κι αφουγκραζόταν.

— Βρίσκονται εδώ και λείψανα ψαράδων; ψέλλισε ο Νικόλας.

— Οι Βατικιώτες, που τους έφεραν τα κύματα, οι Μαραθιώτες, όταν ξεγελάστηκαν απ’ τα σημάδια κι έπεσαν στα βράχια…

Άφησε μετέωρη τη φράση, κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος μας αργά. Σήκωσε το λυχνάρι στο ύψος των προσώπων. Οι κόρες των ματιών του έτρεχαν από τον έναν στον άλλον.

— Σαν τί γυρεύετε σε τούτο το νησί; ρώτησε.

Κοιταχτήκαμε. Συνέχισε δίχως να περιμένει απάντηση:

— Έζησαν εδώ Άγιοι άνθρωποι, γεωργοί, αντιγραφείς, αγιογράφοι, τυροκόμοι, λόγιοι, θαλασσινοί. Πάτησαν τα χώματά μας πρίγκιπες, αλγερίνοι πειρατές, άπιστοι και λαθροθήρες, μα έχουν κυλήσει από τότε πολλοί χρόνοι. Σπάνια πια αράζουν στο γιαλό ψαράδικα, μήτε καράβια στέκονται αρόδου· μόνο τα πετεινά του ουρανού που κατεβαίνουν για να ξαποστάσουν και οι ψυχές, όταν τις παρασέρνει ο λεβάντες απ’ αντίκρυ και τις σπρώχνει. Όμως εσάς ποιός άνεμος σας έστειλε;

— Ήσουν εδώ, γέροντα, τότε που χάθηκε στην ξέρα εκείνο το παιδί;

Άκουσα τη φωνή μου αλλιώτικη, παραμορφωμένη.

— Γνώρισα πολλούς ανθρώπους της θάλασσας.

— Εκείνο το παλικάρι από την Πύλο, που δούλευε στο γρι γρι του καπεταν-Πανά; επέμενα.

Με κοιτούσε δίχως να μιλά. Τα βλέφαρά του ακίνητα.

— Που εξαφανίστηκε ανεξήγητα απ’ τη βάρκα του, συμπλήρωσε ο Νίκος.

— Η Χάρη της δεν άφησε κανέναν αβοήθητο.

Απάντησε σιβυλλικά ο γέροντας κι απομακρύνθηκε σέρνοντας τα πόδια. Σε κάθε βήμα η μαύρη φορεσιά του χωνευόταν στο σκοτάδι. Φαινόταν μονάχα η αντιφεγγιά του λυχναριού στους διαδρόμους πίσω απ’ τις στοίβες των οστών.

Σε λίγο έσβησε κι αυτή. Μας πλάκωσε η μαυρίλα. Έψαχνα με το χέρι μου τα σώματα των άλλων. Πάσχιζα να τ’ αγγίξω για να στηριχτώ από κάπου. Ο ερημίτης άφαντος κι εμείς παγιδευμένοι. Τυφλοί κι ανυπεράσπιστοι.

Έφτασε κάποτε η φωνή του απόμακρη:

— "ἔνθα σ’ ἔπειτα, ἄναξ, κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο.

μή μ’ ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπισθεν καταλείπειν…

ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,

τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ’ ἐμοῖς ἑτάροισιν."

Οι φράσεις του απλώνονταν και μας κύκλωναν· γέμιζε η αίθουσα σακατεμένες καταλήξεις λέξεων, που επαναλαμβάνονταν συνεχώς μέχρι να σβήσουν, λες και συνόδευαν τον γέροντα όλοι οι βυζαντινοί ισοκράτες που είχαν ζήσει στο νησί τόσους αιώνες. Γινήκαμε ένα σώμα και οι τρεις. Άκουγα την ανάσα των άλλων και σκιαζόμουν. Ακολουθήσαμε την ασώματη λαλιά, μόλις συνήλθαμε. Δοκιμάζαμε το κάθε βήμα κι οι παλάμες, άγγιζαν τους οστέινους Καθρέφτες. Περιπλανηθήκαμε στον απόκοσμο λαβύρινθο πιασμένοι, όπως τα σχολιαρόπαιδα, απ’ το χέρι για να μη χαθούμε — είχα την αίσθηση πως, πίσω ακολουθούσαν κι άλλοι. Αναρωτιόμουν αν θα βγούμε από εκεί ποτέ. Ωστόσο μια αμυδρή αντιφεγγιά, που διαρκώς μετακινούταν, μας οδηγούσε βασανιστικά, ώσπου ανακαλύψαμε την είσοδο του οστεοφυλάκιου και εκείνον όρθιο να τη φράζει. Στεκόταν στο κατώφλι και περίμενε — στο χέρι το λυχνάρι κάπνιζε σβησμένο.

Βγήκαμε στο φως· πονέσανε τα μάτια μου κι άκουγα την καρδιά. Ο γέροντας έσκυψε κι ακούμπησε το λυχνάρι στο εσωτερικό, ανασηκώθηκε, μουρμούρισε μια προσευχή, σταυροκοπήθηκε, έκλεισε ήσυχα την πόρτα και απομακρύνθηκε αργά. Δεν είχαμε κουράγιο να ακολουθήσουμε. Κάθισε ο Νίκος σε μια πέτρα δίπλα από την πόρτα, πηγαινοερχόταν με τα χέρια στις τσέπες ο Θεμιστοκλής· δεν σήκωνε τα μάτια από το χώμα. Κοιτούσα τη θάλασσα και τα κύματα που έσπαζαν στα βράχια.

— Άκλαυτο κι άθαφτο… Πάλι για πεθαμένους έψελνε αυτός, ρε Νίκο;

— Μιλούσε για κείνον τον ναύτη, τον Ελπήνορα, μουρμούρισε λαχανιασμένος; Που, όταν κατέβηκε στον Άδη ο Οδυσσέας, πλησίασε και τον παρακαλούσε να γυρίσει πίσω να τον θάψει και να μπήξει στον τάφο το κουπί που κράταγε όσο ζούσε.

Κοντοστάθηκε όσο ο Νίκος εξηγούσε. Έμεινε ακίνητος κι ανέκφραστος για ώρα, όταν αυτός τελείωσε. Μετά συνέχισε τις βόλτες κλοτσώντας όσες πέτρες έβρισκε στον δρόμο του. Σταμάτησε δυο τρεις φορές, καθώς περνούσε από μπροστά μου, έδειχνε ότι κάτι ήθελε να πει, έσκυβε όμως πάλι το κεφάλι κι απομακρυνόταν.

Εκεί μας βρήκε ο καλόγερος, όταν επέστρεψε. Κρατούσε με το ένα χέρι ανασηκωμένο το μπροστινό μέρος του ράσου, σαν ποδιά, και μέσα έκρυβε μελιτζάνες και ντομάτες που είχε μόλις μαζέψει από τον κήπο του — σηκώθηκε από την πέτρα ο Νίκος και παραμέρισε. Περπάτησε ώς την πόρτα του οστεοφυλακίου, έβγαλε με το άλλο χέρι από την τσέπη το τεράστιο κλειδί και κλείδωσε. Κοντοστάθηκε ο γέροντας, μας κοίταξε. Τα μάτια έτρεχαν και πάλι από τον έναν στον άλλον. Πήρε βαθιά ανάσα και:

— Η επιστροφή είναι θάνατος.

Ξεστόμισε τη φράση εκείνη χαμηλόφωνα και πήρε αργά τον δρόμο προς το μοναστήρι. Ανασήκωσα τα χέρια και πίεσα με τις παλάμες μου τα μάγουλα, μα δεν έφτανε αυτή η αβίαστη κίνηση για να λυθούν οι απορίες των συντρόφων μου. Ζητούσαν (δίχως να ρωτάνε) εξηγήσεις και ερμηνείες για το πώς βρέθηκαν στο στόμα του καλόγερου λόγια γραμμένα από εμένα χρόνια πριν. Το βλέμμα τους καρφωμένο επάνω μου. Χαμήλωσα τα μάτια, το κεφάλι και τους ώμους. Τούτη τη φορά δεν είχα πράγματι κάτι να πω.

Και τότε:

— Είναι δεμένη μία τράτα στο γιαλό. Ποιανού είναι; φώναξε ο Θεμιστοκλής στον γέροντα που απομακρυνόταν.

Γύρισα προς το μέρος του. Πετάριζε το αριστερό του φρύδι· βαθιά μέσα στις ρυτίδες του μετώπου λαμπύριζαν οι σταγόνες του ιδρώτα. Είχε, επιτέλους, κάνει και αυτός το πρώτο βήμα προς το μέρος μου! Ο Νίκος άρπαξε το μπράτσο μου και το έσφιγγε. Με πονούσε.

Κοντοστάθηκε ο γέροντας, έριξε μια ματιά προς τους Καθρέφτες κι ύστερα το βλέμμα του ακούμπησε στη θάλασσα. Ζύγιαζε την απάντησή του.

— Του φαροφύλακα, αποκρίθηκε και συνέχισε τον δρόμο του.

Κοιταχτήκαμε…

— Μα ο φάρος είναι από το ’65 αυτόματος! Απόρησε ο Νικόλας.

Έκανε κάμποσα βήματα, σαν να μην είχε ακούσει.

— Πάνε κοντά διακόσια χρόνια που ο φάρος λειτουργεί αδιάκοπα σε τούτα τα νησιά.

Η απάντηση ήρθε από μακριά. Σε λίγο χάθηκε στην πόρτα του μοναστηριού. Τον ακολουθήσαμε.


Δημήτρης Μίγγας. 2012. Πλωτά νησιά. Αθήνα: Μεταίχμιο.