Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δήμητρα Μήττα

Ιοκάστη


(απόσπασμα)


[Η Ιοκάστη μιλά στον Οιδίποδα και του περιγράφει πώς της φέρθηκε ο Λάιος όταν κατάλαβε ότι είχε μείνει έγκυος. Φοβισμένος από τον χρησμό που έλεγε ότι θα τον σκότωνε το παιδί που θα γεννιόταν από εκείνον και την Ιοκάστη, επιτέθηκε στην έγκυο γυναίκα]


ΙΟΚΑΣΤΗ

Όταν κατάλαβε ότι περίμενα το παιδί του, ήταν αργά για να το τραβήξει από τη μήτρα μου. Χρειάστηκε να οργανώσει και γιορτές για τον διάδοχο, να προσποιείται ότι είναι περήφανος για την κοιλιά μου. Ξέρεις πόσες φορές χτύπησε τη μήτρα μου; Πόσες φορές κρύφτηκα μέσα σε τρύπες τυλίγοντας την κοιλιά μου; Πόσο γελοίος μου φαινόταν αυτός ο άνδρας που έτρεμε από τον φόβο του για τη ζωούλα του. Από φόβο μπροστά σ’ ένα αγέννητο παιδί… [Παύση] Μου το πήρε το παιδί μου τη στιγμή που το γέννησα. Ούρλιαξα περισσότερο και από τη στιγμή που το έβγαζα. Έκοψε αυτός ο ίδιος τον ομφάλιο λώρο που μ’ έδενε μαζί του κι έδωσε το παιδί, μες τα αίματα ακόμη το μικρό πλάσμα, το έδωσε σε ένα δούλο. "Χάσου", του είπε, κι εκείνος χάθηκε. Ύστερα, έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο αυτί μου, για να μου ψιθυρίσει τί είχε σχεδιάσει για το παιδί μου, και το δικό του παιδί, κιόλας από τη στιγμή που το κατάλαβε στην κοιλιά μου. Θα το άφηνε, όχι με τα δικά του χέρια ο άνανδρος αλλά με χέρια άλλων, θα το άφηνε στο βουνό της Θήβας, τον Κιθαιρώνα, να το κατασπαράξουν τα αρπακτικά. Ζαλίστηκες έ; Θόλωσες. Αυτός ήταν ο πατέρας σου. Γι’ αυτόν μου ζητάς να δώσω λόγο που δεν τον θρήνησα. [Γυρνάει γύρω από τον Οιδίποδα, καθώς του μιλά. Εκείνος πιάνει το κεφάλι του μη μπορώντας να πιστέψει λέξη από αυτά που άκουγε] Τί σκέφτεσαι; Τον γενναίο πατέρα σου που δεν τόλμησε να σε αφήσει εκείνος με τα χέρια του στο βουνό; Τον εαυτό σου μωρό; Σκέψου λίγο… Είσαι μωρό. Μόλις γεννήθηκες. Κλαις με το σπασμωδικό κλάμα των μωρών. Πεινάς και φοβάσαι. Ζητάς ακόμη να επιστρέψεις στη ζεστασιά της μήτρας μου ή να γευτείς τα υγρά του στήθους μου. Σε πλησιάζει ένα τσακάλι και οσφραίνεται τη σάρκα σου. [Τον πλησιάζει και οσφραίνεται τη σάρκα του όπως το τσακάλι που περιγράφει] Τι νόστιμη τροφή για το στομάχι του εκείνο το τρυφερούδι… Τραβάει τα μέλη του μωρού, το χέρι, το πόδι του, κι εκείνο αισθάνεται τον πόνο, μέχρι τη στιγμή που επιτέλους πεθαίνει. [Απότομα σκληραίνει τη φωνή της] Αυτό το τέλος σού σχεδίασε ο άνδρας που με κατηγορείς, επειδή δεν τον θρήνησα.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

[Αισθάνεται μέχρι βαθιά μέσα του την απόγνωση του πεταμένου παιδιού, την ανάσα του ζώου που σκύβει από πάνω του, προτού το κομματιάσει. Λυγίζει από οίκτο για το μωρό, για τον εαυτό του που είχε υπάρξει τόσο απροστάτευτος]

Αλλά εσύ, μητέρα, και το τόλμησες; Μητέρα και τον άφησες να κάνει ό,τι έκανε στο παιδί;


ΙΟΚΑΣΤΗ

Ε όχι πια. Όχι. Δεν θα δεχθώ εγώ άλλες κατηγόριες. Τί ξέρεις εσύ για μένα και με κατηγορείς που τον άφησα να σου κάνει αυτό που από την αρχή είχε σχεδιάσει να σου κάνει; Τί ξέρεις εσύ για τη στιγμή που σε πήρε από τη μήτρα μου, σε απέκοψε από μένα βίαια, άξιος διάδοχος αυτός του Ουρανού και του Κρόνου που την ίδια δουλειά έκαναν στη μάνα μας τη Γη και την πάνσεπτη Ρέα; Τί ξέρεις εσύ για μένα που χίμηξα να κυνηγήσω τον δούλο που σε έπαιρνε και μάζευα με τα χέρια μου τα σπλάχνα μου που τα ένιωθα να χύνονται από τη διάπλατα ανοιγμένη μήτρα; Τί ξέρεις για τη στιγμή που θέλησα να ορμήξω στο μπαλκόνι, να φωνάξω στον λαό που είχε μαζευτεί για να ζητωκραυγάσει για τον διάδοχο, να ουρλιάξω για το έγκλημα που γινόταν; Με έριξε πίσω και με φίμωσε, κι αυτός και η γριά μαμή που ήξερε πολύ καλά τα σχέδιά του. Γυναίκα εκείνη, προτίμησε να υπηρετήσει άνδρα και να προδώσει την ομόφυλή της. Τον άκουσα να βγαίνει στο μπαλκόνι και να ανακοινώνει ότι το παιδί είχε γεννηθεί νεκρό και ότι η βασίλισσα κινδύνευε, αλλά οι ιερείς έκαμναν ό,τι μπορούσαν για να τη σώσουν. Σιώπησα. Μάζεψα τα αίματά μου. Φύλαξα το κομμάτι του λώρου που μου αναλογούσε. Και όσο εκείνος όργωνε τον Κιθαιρώνα με κυνήγια αρχοντικά, εγώ, με κάποιες πιστές μου δούλες, τραβούσα στα μονοπάτια του βουνού, κάνοντας τις προσφορές που έπρεπε σε έναν νεκρό. Στο παιδί μου. Ας ήξερα τουλάχιστον πού το είχαν αφήσει, ποιό χώμα ν’ αγγίξω. Ας ήξερα σε ποιά τρύπα της γης να χύσω το κρασί, το λάδι, το μέλι, το νερό, να φτάσει μέχρι τα σπλάχνα της γης, εκεί που νόμιζα ότι σάπιζες συντροφιά με τους νεκρούς της γενιάς μου. Ας ήξερα πού να σκορπίσω το στάρι μου. Ξέρεις, κάθε φορά πήγαινα και σε άλλο μέρος του βουνού και κάθε φορά σκεφτόμουν ότι, νά, ίσως εδώ να χάθηκε το παιδί μου. Εσύ. Μέχρι το τέλος της ζωής μου έλεγα ότι δεν θα υπάρχει γωνιά που το χώμα του να μην το αγγίξω με τα χέρια μου, να μην λουστώ με τη λάσπη του. Δέχτηκα αυτό που γινόταν και περίμενα τη στιγμή της τιμωρίας. Γιατί ήξερα ότι θα ερχόταν. Χρειάστηκε να περιμένω είκοσι χρόνια. Και πήρα την εκδίκησή μου, χωρίς εγώ να προετοιμάσω τίποτε. Ο Λάιος τιμωρήθηκε. Λυπάμαι μόνο που δεν βλέπω τη δική του απόγνωση, γιατί τίποτε δεν έγινε όπως το είχε σχεδιάσει. Με βλέπει όμως από αλλού να κυβερνώ ισότιμα με τον γιο μου στο δικό του παλάτι. Είναι κι αυτό μια ευχαρίστηση.


Δήμητρα Μήττα. 2006. Ιοκάστη. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.