Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θανάσης Κωσταβάρας

Άπιαστο ποίημα, γλιστρώντας πάνω στη γλώσσα


Βουλοίμην κ᾿ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,

ἀνδρὶ παρ᾿ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,

ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ λ 488–489


Από νύχτα σε νύχτα πυργώνεται ο Λόγος που γεφυρώνει το χάσμα
πάνω απ’ το ανεξερεύνητο νόημα.
Από νύχτα σε νύχτα ανιχνεύονται τα σημάδια.
Και μέσα στα πυκνά φυλλώματα του ύπνου
ξαναβρίσκονται τα ξεχασμένα κλειδιά.

Όταν βαραίνουν τα σώματα.
Όταν ανοίγουν σε άλλη, άγνωστη θέα τα μάτια·
κι άλλα φώτα φωτίζουν θαμπά τα μυστικά περάσματα.

Και μέσα απ’ την κρύα πάχνη βγαίνουν τα λυπημένα πρόσωπα.
Αυτά που μόνο θυμούνται.
Αυτά που ξέρουν μα δεν μπορούν, που δε ζουν μα υποφέρουν.

Κι ανάμεσά τους, περήφανος μέσα στη θλίψη του
πρώτος μέσα στους πρώτους, ο γενναιότερος των Ελλήνων.
Εκείνος που εν γνώσει του και με δική του απόφαση
είχε περάσει τα σύνορα.

Κι ούτε θυμάμαι τί εννοούσε, έτσι όπως με κοιτούσε ασάλευτος.
Ούτε αν πράγματι προτιμούσε να ζούσε δούλος σε άπορο αφέντη
παρά αφέντης να βασιλεύει σε βασιλιάδες και σε ίσκιους αλύτρωτους —
ούτε αν μπροστά σε παρόμοια διλήμματα
έδειχνε σταθερά ακατάδεχτος.

Είχα μόνο το φόβο πως πάλι δεν είχα μάθει.
Και πως δε θα μπορούσα να εξηγήσω βγαίνοντας απ’ τον ύπνο
αυτά που ειπώθηκαν δίχως λόγια.
Αυτά που από νύχτα σε νύχτα γεφυρώνουν το χάσμα.

Ώσπου έρχεται η μέρα, που μας γκρεμίζει ξανά
κάτω, βαθιά, στα φωτερά σκοτάδια της.

Θανάσης Κωσταβάρας. 1990. Κήποι στον παράδεισο. Αθήνα: Καστανιώτης.