Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καρούζος

Δυσημερία του στήθους


Έρχεται πάλι τεφρώδης ο Τειρεσίας
με το δεξί του χέρι ανεμίζοντας υπεράνω
το σπαραγμένο στεφανοχάρτι του Οιδίποδα
με τ’ άλλο χέρι κρατώντας από χρυσή
αλυσίδα τα χρώματα.
Έρχεται τώρα στεφανωμένος με χαμομήλι
(κάποτε είχε ρίξει στο κεφάλι του ασβέστη).
Λένε πως πάει στην Ανακήρυξη του Νερού
μελετώντας ουράνια πράματα
και κάθε τόσο τρίβει
τα θλιβερά καλάμια τα μαστάρια του που κρέμονται
σ’ ολάκερη την αποτυχία του σώματος
γιατί το ξέρει: περισσότερο απ’ όλες τις αισθήσεις
η αφή λυτρώνει, η πιο άσημη.
Χαζεύω τυφλός —είπε ξάφνου και κάθισε
βάζοντας θεατρικά το ραβδί του στα γόνατα,
χαμένο από μέρες κι ανεύρετο.—
Έτσι χαζεύουν κι οι απέραντοι νεκροί
την πλάση στα ψυχιατρεία
κάθε αμνός που σφάχτηκε λαβαίνει πάλι το κορμί του
με αστραπές που μεγαλώνουν την ευλάβεια.
Η νύχτα πρήστηκε κι ο Τειρεσίας μυρίζει άσχημα
όσοι τον βλέπουν κάνουν πέρα πιάνοντας
τη μύτη τους με χαρτομάντιλα.
Μονάχα ο αγέρας περιβάλλει άνετα
το γηραλέο τούτο ψοφίμι
γεμάτο σκοτάδι και αγνή αποσύνθεση.
Ούτ’ ένας ήχος μες στο βάραθρο του στήθους!
Κι όμως χαιρόμαστε κανονικά
ποιμαίνουμε τις εβδομάδες
όσο κι αν η τέφρα δυναστεύει την όραση
χαρίζοντας το πλήγμα να λιγοστεύουμε.
Γι’ αυτό και οι καρποί σαν ταξιδιώτες παρατούν τα δέντρα
πέφτοντας έρημοι στην απέραντη τύχη.
Ο Τειρεσίας αναπνέει με τα βράγχια του απόλυτου
τον ξεκλειδώνει κάποτε ξαφνική ανατριχίλα
γυρίζοντας το αίμα
καθώς γυρίζει ο φτωχός
το παλιωμένο ρούχο και το ξανανιώνει.
Τίποτα δεν υπάρχει ανάμεσα
στη σφύρα του θανάτου και στον άκμονα
που είν’ ο απόρρητος ήλιος.
Εκείνος που δεν άντεξε τ’ αστέρια
γνωρίζει τη λεπίδα του κενού και ουρλιάζει.

Νίκος Καρούζος. 1971. Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες. Αθήνα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Νίκος Καρούζος. 1993. Τα ποιήματα Α΄(1961–1978). 3η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.