Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καζαντζάκης

Οδύσσεια


(απόσπασμα)

Α
στ. 75-183
Σαν πια ποθέρισε τους γαύρους νιους μες στις φαρδιές αυλές του,
το καταχόρταστο ανακρέμασε δοξάρι του ο Δυσσέας
και διάβη στο θερμό λουτρό, το μέγα του κορμί να πλύνει.
Δυο δούλες συγκερνούσαν το νερό, μα ως είδαν τον αφέντη
μπήξαν φωνή, γιατί η σγουρή κοιλιά και τα μεριά του αχνίζαν
και μαύρα στάζαν αίματα πηχτά κι από τις δυο του φούχτες·
και κύλησαν στις πλάκες οι χαλκές λαγήνες τους βροντώντας.
Ο πολυπλάνητος γελάει πραγά μες στα στριφτά του γένια
και γνέφει παίζοντας τα φρύδια του στις κοπελιές να φύγουν.
Το χλιο πολληώρα φραίνουνταν νερό, κι οι φλέβες του ξαπλώναν
μες στο κορμί σαν ποταμοί, και τα νεφρά του δροσερεύαν·
κι ο μέγας νους μες στο νερό ξαστέρωνε κι αναπαυόταν.
Γλύκανε πια, κι απάλαφρα, σουρτά, μ’ ευωδιασμένο λάδι
το αρμυροτάγαρο άλειψε κορμί και τα μακριά μαλλιά του·
κι ήρθεν η νιότη κι ανθοβόλησε τη χειμασμένη σάρκα.
Κι απά στα χρουσοκέφαλα καρφιά, στο μυρωδάτον ίσκιο,
αράδα τα σκουτιά που του ’φανε το αγνό του ταίρι αστράφταν,
με ξόμπλια τρεχαντήρες και θεούς και βιαστικούς ανέμους·
τη λιοψημένη χέρα του άπλωσε κι αγάλια ξεδιαλέγει
το πιο φλογάτο, κι απλωτά το αναπετάριξε στον ώμο·
κι αχνίζοντας, το μάνταλο τραβάει και δρασκελάει τη θύρα.
Θαμπώθηκαν στον ίσκιο οι δούλοι του, και φλογαντηλαρίσαν
τα καπνισμένα μεσοδόκαρα του πατρικού σπιτιού του·
κι η Πηνελόπη, που άλαλη, χλωμή στο θρόνο προσδοκούσε,
γυρνάει να δει, και παραλυούν τα γόνατά της απ’ τον τρόμο:
«Δεν είναι τούτος που λαχτάριζα χρόνια και χρόνια, Θε μου!
δράκο αναντιάζω σαραντάπηχο ν’ αντροπατάει το σπίτι!»
Ψυχανεμίστη ο μυαλοδόξαρος τη σκοτεινή τρομάρα
της έρμης γυναικός, κι αργά μιλάει στο φουντωμένο σπλάχνο:
«Καρδιά μου, ετούτη που σκυφτή καιρούς σε ακαρτεράει ν’ ανοίξεις
τα κλειδωμένα γόνα και μαζί το θρήνο να χαρείτε,
είναι η γυναίκα που λαχτάριζες παλεύοντας τα πέλαα
και τους θεούς και βαθιές φωνές του αθάνατου μυαλού σου!»
Είπε, μα δεν τινάχτηκε η καρδιά στο αντραλεμένο στήθος.
Άχνιζε ακόμα μες στ’ αρθούνια του της νιοσφαγής ο χόχλος,
κι ακόμα τη γυναίκα του βιγλάει στα νέα κορμιά μπλεγμένη,
και θόλωνε, ως την κόχευε, το αψό, γοργό του μάτι· λίγο
στο μάλε βράσε της σφαγής και τη διαπέρναε το σπαθί του.
Γοργά περνάει και στάθη αλάλητος στο μέγα του κατώφλι·
ο λάβρος ήλιος πια βασίλευε, και γιόμωναν τρογύρα
τα δοξωτά κελάρια κι οι γωνιές ροδογαλάζους ίσκιους.
Στη μέση ο μαύρος κάπνιζε βωμός της Αθηνάς χορτάτος,
και στις μακριές στοές καμπάνιζαν, χλωμές, ξεγλωσσισμένες,
αγαλινά, στη βραδινή δροσιά, κρεμανταλιές οι δούλες.
Γαλήνια πια τα μάτια του τηρούν την αστρομάτα νύχτα
να κατεβαίνει απ’ τα βουνά με τα σγουρόμαλλα κοπάδια·
σαν όνειρο αχνοκαταστάλαξε στα σπλάχνα του κι αρνεύει
το φονικό του μεροκάματο κι ο βρούχος της σαγίτας·
κι η τίγρισσα αναγλείφουνταν καρδιά στα σκοτεινά, χορτάτη.
Μες στην απόλουτρη χαρά γαλήνευαν τα φρένα, κι ούτε
τηρούσαν πίσω τους τα γαίματα μήτε αναδεύα ακόμα
στις δολερές ανεγυρίδες τους πώς να γλιτώσουν πάλε
το φοβερό κεφάλι απ’ τους τρανούς κινδύνους που το ζώναν·
άμαχα φραίνουντα ο πολύπαθος την άγια ετούτην ώρα
που ανέγνοιος, νιολουσμένος στέκουνταν στο πατρικό κατώφλι.
Μα ωστόσο απλώνεται μες στις αυλές το νιόλουβο μαντάτο
πως ήρθε ο αφέντης, πάτησε χωστά στο γονικό του χώμα
και σαν ταυριά κατέσφαξε τους νιους αράδα στα τραπέζια.
Των νιοσφαμένων οι γονιοί σκυφτοί στις ράβδες τους σκληρίζουν,
πορτί πορτί τη χώρα κουρταλούν, τα πλήθη ανεμαζώνουν·
οι χερομάχοι απολυτάριξαν στη γης τα σύνεργά τους,
σφαλνού οι τεχνίτες τ’ αργαστήρια τους, και κλωθανηφορίζουν
απ’ του γιαλού τα καπελειά τρεκλίζοντας οι λαμνοκόποι.
Με βουή στην αγορά τσαμπιά τσαμπιά σμαριάζουν, ως μελίσσια
που δουν ζωνόσβουρο μες στο φρασκί να μελοδιαγουμίζει.
Μια χήρα αντρούς που σε άγρια ακρόγιαλα για την Ελένη εχάθη,
τ’ αχάδευτα βραχιόνια ανάσκωσε, τ’αντρολαχταρισμένα:
«Καλώς τον ποδεχτήκαμε, παιδιά, το γαύρο μακελάρη!
Κρατά μας χάρες ντάργα και σπαθί και τρία γυαλιά φαρμάκι·
το ένα να πίνουμε την ταχινή και το άλλο με το γιόμα,
το τρίτο, Θε μου, το πικρότερο, σαν πέφτουμε στην κλίνη.»
Σούρνουν φωνή κι από τα δώματα ξεσμηλιωθήκα οι χήρες·
δέρνουν σφιχτά τις μαύρες μπόλιες τους, βαριά κορφοχτυπιούνται:
«Ανάθεμά τον που μας έκαψε στον πρωταφράτο ανθό μας!
Τα τίμια σπίτια μας ερήμαξαν κι οι κλίνες αραχνιάσαν
για το χατίρι μιας ξετσίπωτης αντρομαυλίστρας κούρβας!»
Καταχτυπούν τα στέρφα στήθια τους που δίχως γιο ψυγήκαν,
και μια την πήρε το παράπονο, κινάει το μοιρολόι:
«Δεν το’ χω πως μου πέθανε ο καλός και χήρεψε η αγκαλιά μου,
μόν’ το ’χω που τα στήθια μου έγειραν κι οι ρώγες μαραθήκαν
χωρίς να βγάλουν γάλα κι ένας γιος να τα γλυκοδαγκάσει!»
Αναφουντώσαν οι παλιές κρουφές λαβωματιές στα σπλάχνα,
τα μάτια θόλωσαν, σκοτείνιασε το ανάριο φως του γήλιου,
κι από πικρούς ανέλπιδους γιαλούς αρμένισαν, καβάλα
σε μαύρα νέφαλα πλεούμενα, σκιανοί ξενιτεμένοι.
Διανεύαν στο έρμο δειλινό βουβοί, περιπλεμένοι αράχνες,
και τοίχο τοίχο εσέρπαν βιαστικοί, πόρτα την πόρτα εμπαίναν.
Ποιος τον πατέρα του άγγιζε αλαφριά, κι ανατριχιούσε ο γέρος,
και ποιος τις σκόρπιες πέτρες ίσκιωνε του μαύρου ρημαδιού του·
κι άλλος τον κόρφο της γυναίκας του, το μηλομαραμένο.
Κι οι χαδεμένες ράχες έτρεμαν, τα γόνα ακρολυγούσαν,
άντρες νεκρούς ο αγέρας πήχτρωσε, κι οι χήρες πλανταμένες
τις αδειανές σφαλνούσαν αγκάλες τους και γλυκοξεφωνίζαν.
Κουλός, που του ’φαγαν τα χέρια του τ’ ακρόγιαλα της Τροίας,
πέτρα σκαρφάλωσε, και γύρα του σφιχτομονηταρίζουν
κουλοί, τυφλοί, σκεβροί, σακάτηδες του αντροφαγά πολέμου:
«Συντρόφοι» μούγκρισε τινάζοντας τα κουτσοξέραβδά του
«ο αφέντης έφτασε, έφερε άβλαβο κι ακέριο το κορμί του —
τα μάτια του τα δυο, τα χέρια του, τα πόδια, το μυαλό του·
κι εμείς, μπουσουλωτά ζωντόβολα, το χώμα χώμα πάμε,
χωρίς παλάμες παλαμίζουμε, χωρίς κανιά πηδούμε,
και κουρταλούμε με αδειανούς βορβούς τ’ αρχοντικά κονάκια!»
Κόπη η φωνή και χώθη η κεφαλή στο κούφιο μονοπλάτι·
χουγιάζουν οι συντρόφοι, τον αρπούν πνιχτά στην αγκαλιά τους,
κι οι χήρες ποδιαντράπηκαν, χιμούν ξεσκέπαστες στους δρόμους,
αρπούν δαδιά, σκορπίζουν στα στενά και συδαυλούν τους άντρες:
«Μωρέ, χαρά στ’ αντροπαλίκαρα που κλαψοσαλιαρίζουν!
Πάρτε τη ρόκα και τον άδραχτο, μαυρομαντιλωθείτε,
κι άιντε φωτιά! Σηκώστε τα δαδιά, κι απάνω του, γυναίκες·
απόψε στάχτη το παλάτι του θα σκορπιστεί του ανέμου!»
[...]

Γ
στ. 1033-1070
Ωστόσο αργογλιστρούσε ο πονηρός στο ευωδιαστό παλάτι·
ακόμα τα δαδιά δεν άναψαν στα μαύρα μακρινάρια
και κλεφτοπάταε πασπατεύοντας τους τοίχους, τις κολόνες.
Στο αχνό σκοτάδι ελάμπαν τα χρουσά στριφτά πλουμιά σα φίδια,
κι ως σάρκα ανθρώπου τρυφερή φεγγοβολούσαν τα σεντέφια·
κι ως άγγιζαν οι φούχτες του άξαφνα το αφράτο κεχριμπάρι,
τρομάζα ως νά ’πιαναν στα σκοτεινά το χέρι της Ελένης.
Σερτά, με τις μακριές στραφταλιστές ουρές τους τα παγόνια
σαν τις κεράδες σουρταφέρνανε και σκούζαν τρομαγμένα·
κι ο δοξαράς περνούσε, κι έτρεμε σαν άγουρου η καρδιά του
που μπαίνει νύχτα ψαχουλεύοντας στης αγαπώς το σπίτι.
Κι ως γύρα του στενάζα ερωτικά τα λάβρα περιστέρια
και γρίκαε συντριβάνια τα νερά στη μυρωδάτη νύχτα
κι ένα πουλί να κελαηδάει μες στα βαθιά περβόλια, ξάφνου
του φάνηκε έμπαινε και χάνουνταν στο σώμα της Ελένης.
Και νά, κερά αντιπρόβαλε αψηλή και στάθη στο κατώφλι·
το πρόσωπο, ο λαιμός, τα χέρια της, ασάλευτα αποχύναν
χνουδάτη, φεγγαράτη αναλαμπή στα χρουσοθυροστόμια.
Πηδάει η καρδιά και φτερουγόπαιζαν του άγριου μονιά οι μελίγγοι:
η δοξαρόφρυδη τον πρόσμενε στο αθάνατο κατώφλι!
Πολληώρα αμίλητοι τα χέρια τους γλυκόσμιγαν, κι αγάλια
του ανέλπιστου ξαναϊδωμού κι οι δυο τη νοστιμιά γευόνταν.
Τέλος, αχνή σα θρος δεντρού η φωνή της γυναικός γρικήθη:
«Πολύ καλή ’ναι τούτη η γης, πολύ γλυκιά η ζωή στον κόσμο.
Θε μου, στα χέρια μου τα δυο κρατώ τη φούχτα του Δυσσέα!»
«Κι εγώ αγαπώ τη γης, γιατί κρατώ τα χέρια της Ελένης!»
είπε ο αμαριόλευτος και μάχουνταν στο μούχρωμα να κρίνει
τ’ αστράτα μάτια της αν θάμπωσαν και τα μαλλιά αν ψαρύναν.
«Θυμάσαι κι άλλη μια βραδιά, καλέ, πώς χίμηξες, σαν όλοι,
θεοί κι ανθρώποι, με παράτησαν μπρος στην μπασιά του Χάρου;
τράβαε ο ξανθός Μενέλας το σπαθί να κόψει το λαιμό μου!»
Μιλούσεν η δαχτυλιδόστομη και τ’ άστρα την εραίναν·
μα ο καρδιοπλάνος κιόλας άρχισε τα δίχτυα να συντάζει:
«Τα πάντα εσβήσαν, βούλιαξαν στη γης, τα περασμένα πάνε·
κι ατόφυα χαίρουμαι κι αμάλαγη την άγια ετούτην ώρα
που στέκω ορθός στην ξακουσμένη αυλή, με τα ψαρά μαλλιά μου,
και στις θνητές παλάμες μου κρατώ το αθάνατο φεγγάρι·
πρώτη φορά, τ’ ορκίζουμαι, θωρώ κι αγγίζω την Ελένη!»
[...]

Δ
στ. 554-583
Σιγά η θεογέννητη ανασήκωσε τα λιοχνουδάτα μάτια
και λάλησε άφοβα, κατάματα τον άρπαγο τηρώντας:
«Στο ιερό κρουστάλλι που μου χάρισες να βλέπω την ψυχή μου,
θωρώ — σε μαύρη πλώρα στέκουμαι στον ίσκιο σου, Οδυσσέα!»
Της πλώρας το αιματόνειρο άστραψε στου καραβά τα μάτια,
το θείο κορμί, το κρούσταλλο νερό, συμπόνεσε η ψυχή του:
«Μες στον αγέρα, Ελένη, γρίκηξα το ανάκρασμά σου κι ήρθα·
λυπούμαι την ψυχή σου να χαθεί χωρίς ν’ αφήσει αχνάρι!»
Τα μαύρα καγκελόφρυδα έπαιξαν και τα βαμμένα χείλια:
«Τα στήθα μου μια νύχτα πλάνταξαν, λαχτάρισα και βγήκα
στο λιακωτό και σ’ έκραξα, ψηλά τινάζοντας τα χέρια.
Ποτέ μου αντρούς δε φώναξα χωρίς κορμί να πάρει ο αγέρας·
και τώρα μες στον ήλιο σε θωρώ και πίσω σου αγναντεύω
γοργό καράβι με ανοιχτά πανιά, συντρόφους λιοθρεμμένους
και τα μελλούμενα σαν κύματα ν’ ανεβοκατεβαίνουν.»
Σιωπάει, ψηλάθε συντηράει τον κάμπο, τα βουνά, κι ώς πέρα
τον ποταμό που σερπετά περνάει τα χώματα και πάει.
Χαμογελάει, και ξάφνου φάνταξε μες στο χαμόγελό της,
θαματουργό, ολοστρόγγυλο, βαθύ κρουστάλλι ο απάνω κόσμος·
κι ο γίσκιος της αργά το κρούσταλλο περνάει σα μαύρος κύκνος.
Γυρνάει πραγά, κι η θεία δεν έτρεμε λαλιά στο αφράτο στήθος:
«Πότε, ξημέρωμα, μεσάνυχτα, θα σηκωθείς να γνέψεις;»
Ο καρδιοπλάνος άγγιξε απαλά το λιοπερίχυτο ώμο:
«Χαράματα· και δείλι πια στ’ ορθό θα μπαίνουμε καράβι.»
Πια δε μιλούν, κατέβη γαληνή τον πύργο η μαυρομάτα,
τα πλούσιά της σκουτιά και τ’ ακριβά στολίδια να συντάξει·
τι δίχως άρματα στον πόλεμο να βγει δεν είναι πρέπιο.
Κι ο κλεισοσπίτης στη δραγάτα ορθός κλωθογυρνάει το μάτι
στον κάμπο ώς κάτω, κι άξαφνα δριμιά τον άδραξε πεθύμια
στριγγά ψηλάθε ως κυνηγάρικο γεράκι να λαλήσει.
[...]

στ. 949-966
Στράφη ο πολύξερος, χαμογελάει στη σπαθοφρύδα Ελένη:
«Πίνω και στην υγειά σου, αθάνατη του κύκνου θυγατέρα!
Σμίγεις γλυκά το ζο και το θεό, και σοζυγιάς στα φρύδια
της γης την άγρια πεθυμιά και τ’ ουρανού την άγια χάρη.
Ας είσαι ευλογημένη που άναψες στην άνεργη ψυχή μας
το μέγα πόλεμο, κι ανοίχτη ο νους, κι οι θάλασσες πλατύναν,
κι ανέβη στα τραχιά κεφάλια μας και κάθισεν η νίκη,
το αιμοτοφτέρουγο μικρό πουλί με τη γλυκιά λαλίτσα.
Ας είσαι ευλογημένη απά στη γης και στο γλαυκό το κύμα·
σαν το μεγάλο ρόδο ανέβηκες στο ανάνθιστο χορτάρι,
σαν το μεγάλο στοχασμό, σγουρό, πολύφυλλο, φλογάτο,
ρόδο της γης, λαχτάρα των ματιών, χαρά του μαύρου αγέρα!
Τα χώματα άνθισες κι ομόρφυνες τις ταπεινές μας νύφες,
και πια κάθε γαμπρός, στα σκοτεινά, φιλάει και μιαν Ελένη·
κλαίμε, φωνάζουμε, κι αχνογελάει στο νου τού κύκνου η κόρη
και λάμπει σαν της μάνας το βυζί στου κόρφου το σκοτάδι·
κι ο νους ευτύς ξεχνάει και σα μωρό γελάει βυζασταρούδι·
αναμεσός στα στήθια σου, κερά, το αλησμονάνθι ανθίζει!»
[...]

στ. 1058-1070
«Όλα ’ναι ονείρατα, αδερφέ, και μην πικραίνεται η καρδιά σου!
Μέγα, λαμπρό παιχνίδι στάθηκε στα φρένα μας η Τροία,
με λάσπη, με γυναίκες, με γιαλό και φονικά πλασμένη·
κούπα βαθιά με αλλόφρενο κρασί, και το ρουφήξαμε όλο,
κι ο νους μας σάλεψε και κίνησε στη θάλασσα να πλέει.
Μα του κρασιού, αδερφέ, μη σε γελάει το ζαβολιάρο πνέμα·
δεν είναι αλήθεια πως κινήσαμε με τα γοργά καράβια,
πως δέκα χρόνια πολεμούσαμε το κάστρο ν’ ανεβούμε
και πως μια νύχτα η στάχτη του καπνός στον άνεμο σκορπίστη·
στο νου μας μοναχά σα στοχασμοί μεγάλοι παιχνιδίσαν.
Κουνάει μια ταραχίτσα το μυαλό τού αλαφρονούση ανθρώπου
και πλάθει κάστρα και γιαλούς, θεούς, γλυκά κορμιά, καράβια·
και στην κορφή κορφή των αγαθών θρονιάζει την Ελένη.
[...]

στ. 1138-1145
«Θεά δεν είμαι εγώ, κι οχτρεύουμαι τους ουρανούς τούς άδειους·
μου αρέσει η γης και νιώθω μέσα μου χώμα πολύ και ρόδο·
δε με χωράει το σπίτι ετούτο πια, τι πλάτυνε η ψυχή μου
τα πέλαα να θωράει και τις φωτιές και τ’ άγρια αντρίκεια γόνα.
Μα αν φύγω, μάθε, το πουρνό και μπω στο μαύρο σου καράβι,
δε φεύγω σαν κοράσο που χιμάει στον γκρέμο της αγκάλης —
πέρασε το Πάρης μια βολά στο μέγα πέλαγο και χάθη!
Μα σαν και σένα, λαχταρώ κι εγώ να μη χαθεί η ψυχή μου.»
[...]

Νίκος Καζαντζάκης. 1967. Οδύσσεια. 4η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.