Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Αλέξανδρος Ίσαρης

Ένα ποίημα για τον Πάτροκλο


(απόσπασμα)

[...]
Αχιλλέας και Πάτροκλος
Ύστερα κάθισε δίπλα στο τραπέζι, πήρε το κάρβουνο
Κι άρχισε να τον ζωγραφίζει.
Από μικρό τον ήξερε.
Και τότε τον ζωγράφιζε με κιμωλίες, με νερομπογιές
Άλλοτε δίχως ρούχα
Άλλοτε ντυμένο βασιλιά
Πρίγκιπα, πειρατή ή Δον Κιχώτη.

Θυμάται την ταράτσα στη Ρώμη
Όπου εκείνος άκουγε μαδριγάλια δίπλα στις μανόλιες.
Ο Αχιλλέας γυμναζόταν ή ξάπλωνε μπρούμυτα
Και διάβαζε δυνατά το ποίημα για τους αντρειωμένους.
Τα βράδια κατέβαιναν στην πλατεία
Όπου έπαιζαν τα μαντολίνα
Έπιναν κρασί και έλαμπαν σαν μπρούντζοι.
Τις νύχτες σκαρφάλωναν στον ουρανό
Για να ρουφήξουν γαλαξίες
Ν’ αρπάξουν την Ανδρομέδα απ’ τα μαλλιά
Κι έπειτα να πετάξουν πιο ψηλά
Μέσα σε ημίφωτα κραυγών.
Πάτροκλε! Αχιλλέα!
Τώρα τον ζωγραφίζει για πάντα κοιμισμένο.
Κι όταν τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του
Τον ζωγραφίζει σαν σε καθρέφτη βενετσιάνικο
Με κηλίδες κυανές στο στόμα και στα μάτια.

Κομμός
Τότε ήρθαν οχτώ γυναίκες κι έπλυναν το κορμί του.
Τον έλουσαν, το άλειψαν με μύρα
Κι έκλεισαν όλες τις πληγές
Με βάλσαμα πολύχρονα και πολυδιαβασμένα.
Κάθε πληγή που έκλεινε γεννούσε κι ένα ρόδο.

Έμοιαζε μ’ Επιτάφιο ο νεκρός
Το απόγευμα στις πέντε.
Πάνω του άπλωσαν σάβανο λευκό
Και πάνω του ορθάνοιχτα τα ρόδα.

Τώρα απλώνεται σιωπή που Θάνατο μυρίζει.
Οι λίμνες εξεράθηκαν
Κι η θάλασσα πεθαίνει.
Τώρα είσαι του Χάρου εραστής
Στην αγκαλιά του καρφωμένος.
Κι εγώ κάθομαι και τραγουδώ
Γι’ αυτούς που θά ’ρθουν.
Τα κάλλη και την ευωδιά
Το γέλιο το γλυκό σου.
Τα φρύδια σου τα τοξωτά
Το θαλασσί σου βλέμμα
Την κόμη και τους ώμους σου
Που έκρυβαν τον ήλιο.
Θαλασσινό και μαύρο φως
Έβγαινε απ’ το στόμα
Σαν τραγουδούσες, φίλε μου
Κι όταν στη μάχη έμπαινες χιμώντας
Γύρω απ’ το κεφάλι σου, αγγέλοι φτερουγίζαν.

Ο θρήνος είναι πελώριο νησί
Είν’ ένας δράκος γίγας.
Ο θρήνος είν’ ένα βιολί, θεόρβη και ταμπούρλο.
Τα δάκρυα το βουητό του άνεμου φιμώνουν
Και δεν ακούγονται παρά λυγμοί.

Τραγούδι
Τα πουκάμισά τους το ένα μέσα στ’ άλλο
Κρέμονται πάνω απ’ το πέλαγος
Δυο αδειασμένες μνήμες που αγαπιούνται.
Spiegel im Spiegel.
Το ένα πρόσωπο πάνω στο άλλο.
Το ένα πρόσωπο μέσα στο άλλο.
Τα πρόσωπα σε αντικατοπτρισμούς
Σε πρίσματα, σε παραλίες
Σε σιωπές θρυμματισμένες.
Χειρονομίες και οσμές
Που άλλαζαν στο τρέμουλο του Χρόνου.
Χέρια και μέλη που μεγάλωναν
Δάχτυλα που μπλέκονταν, φιλιά.

Πουκάμισα το ένα μέσα στ’ άλλο
Σημαίες στο Αιγαίο
Και χορωδίες και έγχορδα και παιάνες
Νανουρίσματα, ρέκβιεμ,
Διασκεδάσεις, εκδρομές
Η συμφωνία των χιλίων
Όλα μια σκόνη.
Άμμος και σκόνη
Κι έρημος.
Η έρημος Σαχάρα.

Ραψωδία Τ
ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Κάποτε, Πάτροκλε εσύ
Νόστιμο δείπνο μού έστρωνες ο ίδιος στη σκηνή μας.
Τώρα, έξω απ’ τον Άδη τριγυρνάς στου Χάρου την αγκάλη
Κι εγώ φαΐ, πιοτό δεν γεύομαι, κι ας έχω μέσα απ’ όλα.
Απ’ το χαμό σου πιο κακό δεν γίνεται να πάθω
Ακόμα κι αν μου λέγανε πως πέθανε ο γονιός μου.
Εγώ λογάριαζα βαθιά μες στην ψυχή μου
Πως μόνο εγώ θα σκοτωθώ μακριά από την πατρίδα.
Όμως εσύ με πρόλαβες και μ’ άφησες μονάχο.

Ραψωδία Ψ
Ο Αχιλλέας αποφάσισε να μη λουστεί πριν θάψει τον Πάτροκλο. Έκοψε τα μαλλιά του και τα απίθωσε στο στήθος του νεκρού. Μετά το δείπνο ο καθένας πήγε να πλαγιάσει στη σκηνή του. Ο Αχιλλέας, κατάκοπος από το κυνήγι του Έκτορα, πήγε σ’ ένα απόμερο σημείο της ακτής και ξάπλωσε εκεί που έσκαγε το κύμα. Σε λίγο ήρθε στον ύπνο του το πνεύμα του Πάτροκλου μπροστά του και είπε:

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ
Φίλε μου, θάψε με γρήγορα
Γιατί έξω απ’ τον Άδη τριγυρνώ
Και δεν δύναμαι να σμίξω
Με τους υπόλοιπους νεκρούς.
Κι αφού με θάψεις, άφησε δίπλα μου
Χώρο για σένα, όταν θα έρθεις να με βρεις.
Σήκω τώρα, σίμωσε, έλα ν’ αγκαλιαστούμε
Και τον πικρό τον θρήνο μας
μαζί ας τον χαρούμε.

Έτσι μιλώντας άπλωσε τα χέρια του και με απερίγραπτη λαχτάρα πήγε να αγκαλιάσει τον Αχιλλέα, μα δεν μπόρεσε να τον αγγίξει, γιατί εκείνος ήταν ζωντανός, ενώ αυτός αέρας, σύννεφο, αντάρα. Τότε ο Πάτροκλος έβγαλε μία κραυγή, που αντήχησε σ’ όλο τον Κάτω Κόσμο. Μα εκεί στους ζωντανούς, δεν ακούστηκε άχνα. Μόνο το κύμα ακουγόταν, που άγγιζε πότε πότε τα πόδια του Αχιλλέα.

Επίλογος
Κάποια ζεστή μέρα του περσινού Ιουνίου, καθώς περιπλανιόμουν ανάμεσα στις φορτωμένες λεμονιές και τις ξεθυμασμένες ροδιές που στέκονταν δίπλα σε μελανά κυπαρίσσια, και ενώ το πρόσωπό μου είχε ιδρώσει από τον γλυκό απογευματινό ήλιο που φώτιζε με όλες τις αποχρώσεις του ιώδους και του κόκκινου τη μεριά αυτή που απλωνόταν κιτρινοπράσινη στη βάση του ψηλού βουνού, άκουσα μια μελωδία που στην αρχή ήταν ασαφής γιατί ερχόταν από μακριά και διακοπτόταν από ένα ελαφρό αεράκι.
Προσπαθώντας να εντοπίσω το σημείο απ’ όπου ακουγόταν η μουσική, κατηφόρισα στο λιθόστρωτο μονοπάτι, που, όπως διαπίστωσα αμέσως, οδηγούσε σε μια μικρή βυζαντινή εκκλησία κλειδαμπαρωμένη. Στεκόταν εκεί τριγυρισμένη από αγριολούλουδα, πικροδάφνες και πεύκα. Καθώς δυνάμωνε ολοένα η μελωδία, με οδήγησε σ’ ένα πιο χαμηλό επίπεδο κι έπειτα σ’ ένα πολύ χαμηλότερο, όπου δίπλα σ’ ένα ρυάκι υπήρχε ένα νεκροταφείο, με καμιά εικοσαριά τάφους. Οι περισσότεροι ήταν παρατημένοι από καιρό, με στραβωμένους σταυρούς και μισοσβησμένες ταφόπλακες.
Όμως δίπλα σ’ ένα τοιχαλάκι, υπήρχε ένας σχετικά πρόσφατος τάφος, και πάνω του ήταν τοποθετημένο, ανάμεσα σε μια ανθοδέσμη και πιάτα με κουλούρια, ένα ραδιοκασετόφωνο, που έπαιζε ξανά και ξανά έναν μελαγχολικό σκοπό. Η ταφόπλακα έγραφε:

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
ΕΤΩΝ 27
1983–2010

Πλησίασα πιο κοντά και πήρα στα χέρια μου ένα κομμάτι χαρτόνι, που ήταν κρυμμένο κάτω από τα αγριολούλουδα. Πάνω στο χαρτόνι έγραφε:

Τί να σου στείλω, Πάτροκλε, εκεί στον Κάτω Κόσμο;
Να στείλω μήλο σήπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
Σταφύλι ξερωγίζεται, τριαντάφυλλο μαδιέται.
Στέλνω κι εγώ μόν’ δάκρυα, δεμένα στο μαντίλι.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ

Αλέξανδρος Ίσαρης. 2013. Εγώ ένας ξένος. Ποιήματα 1967–2011. Αθήνα: Κίχλη.