Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Τα επίχειρα της φιλοξενίας

Τα αρχαιόθεμα έργα (μου) και η αρχαιολογία τους

 

του Δημήτρη Δημητριάδη

 

Το έργο δημιουργεί την μυθολογία τής εποχής του.

Αιμίλιος Χουρμούζιος, Παλαιά και νέα ποίηση, Αθήνα: Οι εκδόσεις των Φίλων 1980, σ. 277.

 

Η μετάφραση και η σκηνοθεσία, είναι δύο από τις επισκέψεις που επιχειρούνται στον χώρο τού αρχαίου θεάτρου. Η τρίτη, είναι η δραματουργική. Και οι τρείς έχουν γενετική σχέση με την ανάγνωση, η δραματουργική όμως επίσκεψη δεν αναγιγνώσκει εκείνο μόνο στο οποίο εντρυφούν οι δύο πρώτες.

Στην πραγματικότητα, και μιλώ για τον δικό μου τρόπο, η δραματουργική επίσκεψη μίας αρχαίας τραγωδίας είναι διπλή, τού ίδιου τού κειμένου ως ποιητικής διαχείρισης των πηγών του, και τής μυθολογικής πρώτης ύλης από την οποία επέλεξε την αφετηρία του.

Η δική μου επίσκεψη σε ένα τραγικό κείμενο ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο ο αρχαίος δραματουργός χειρίστηκε την μυθολογική πηγή του, μετέπλασε τα υλικά της, τα υπέταξε σε εκείνο που ήθελε, μέσω αυτών, προκειμένου να εκθέσει την δική του θέση απέναντι σε ζητήματα τής ιστορικής του περιόδου, άρα έχει πρωταρχική σημασία το πώς έγινε και για ποιον λόγο εκείνος ο χειρισμός.

Η δραματουργική επίσκεψη επιχειρείται σήμερα -εννοώ όλες τις εποχές μετά τον 5ο αιώνα μέχρι τώρα- προκειμένου να διαγνωστεί εάν ένας άλλος χειρισμός τής πρώτης ύλης είναι εφαρμόσιμος και αποδοτικός, εάν δηλαδή το ίδιο υλικό μπορεί να ερμηνευτεί και να δομηθεί με άλλους τρόπους, να γίνει μέσον για να αντληθούν άλλες πλευρές του, να αναδυθούν όψεις του που ο αρχαίος ποιητής δεν τις έχει προσεγγίσει, άρα εξαντλήσει, κι αυτό να μην παραμείνει μόνο στο επίπεδο τής θεματικής ανάδυσης αλλά να προσλάβει και σχήμα, να αποκτήσει θεατρική μορφή, να γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, αγωγός κατασκευής μίας καινοφανούς δραματικής φόρμας η οποία να αντιστοιχεί στο θέμα που έχει αναδυθεί, να δημιουργήσει, με λίγα λόγια, μία σημερινή, σύγχρονη με τον συγγραφέα του, σε επίπεδα θέματος και δραματουργίας, εκδοχή τού αρχέγονου υλικού.

Το υλικό αυτό είναι φιλόξενο, όπως φιλόξενη είναι και η αρχαία ποιητική εκδοχή του. Ούτε εκείνο ούτε αυτή προβάλλουν αντιρρήσεις, υποδέχονται όποιον τις επισκέπτεται και δέχονται να τον φιλοξενήσουν.

Εδώ, η φιλοξενία σημαίνει, προφανώς, ότι ο επισκέπτης είναι ξενόφερτος, αλλοδαπός, ότι δεν ανήκει στον δικό τους κόσμο, ότι έρχεται από αλλού, και επιθυμεί την είσοδό του στον οίκο τους.

 

Πρόκειται για φιλοξενία όπου οι δύο λέξεις που την συναποτελούν, ίσως δεν επαληθεύονται εντελώς στην πραγματικότητα.

Η φιλία, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απόλυτα εξασφαλισμένη. Όχι ότι ο φιλοξενούμενος θα συναντήσει εχθρότητα ή ότι θα γίνει δέκτης δυσαρέσκειας.

Η φιλία, εδώ, είναι μία μορφή επιφυλακτικότητας : τόσο το πανάρχαιο υλικό όσο και η αρχαία διαμόρφωσή του, κρατάνε μικρές ή μεγάλες αποστάσεις, τόσο τις δεδομένες χρονικές όσο και τις αποστάσεις που έχουν προκύψει από τις προηγούμενες, αποστάσεις κυρίως δυσπιστίας, διότι μία τέτοια επίσκεψη από το τώρα στο τότε, φέρει όλα όσα η Ιστορία και ο Πολιτισμός έχουν επιφέρει ως αναπόφευκτες μεταλλαγές στον ίδιο τον επισκέπτη - μεταλλαγές που συνιστούν το κρισιμότερο στοιχείο που τον καθιστά ξένο.

Αυτό το τελευταίο, η ξενία τού ξένου, φέρει όλα τα βάρη εκείνου που θα την καταστήσει φίλη ή όχι.

Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα : έχει ο, τόσο χρονικώς και πολιτισμικώς, απομακρυσμένος από τον επισκεπτόμενο οίκο επισκέπτης την «άδεια», την οποία αυτονόητα είχε, λόγω χρονικής, σχεδόν συγχρονικής, εγγύτητας ο αρχαίος τραγικός, ώστε να προβεί στο τωρινό διάβημά του, τής δικής του σημερινής επίσκεψης η οποία είναι ήδη εκ των προτέρων πολλαπλώς αποστασιοποιημένη, εν πολλοίς αποξενωμένη, από τον προς επίσκεψη προορισμό της;

Την έχει, εφόσον τυπικώς τίποτα δεν την απαγορεύει ούτε την αποκλείει, αυτή όμως η «άδεια» δεν αποκτάται χωρίς βαρύ αντίτιμο.

Ο ξένος -μιλώ πάντα για την επισκεψιμότητα με όρους αποκλειστικώς ενδοελληνικούς, δηλαδή ενός Έλληνα που επισκέπτεται Έλληνες, ειδάλλως, είναι αυτονόητο ότι κάθε φιλοξενία προϋποθέτει ξενότητα, εδώ η ξενότητα συμβαίνει μεταξύ Ελλήνων, ο ξένος που ζητά την φιλοξενία και εκείνοι που την εκπροσωπούν είναι ξένοι ο μεν προς τούς δε-, ο ξένος, λοιπόν, γίνεται, αν γίνεται, δεκτός μόνον ως ξένος και από ξένους.

Ξένοι τον υποδέχονται, ξένοι τον φιλοξενούν. Η σχέση ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι, εκ των πραγμάτων, σχέση ξένων, ακόμη περισσότερο όταν ανήκουν αμφότεροι στην ίδια γλώσσα.

Την ίδια; Αν συνομιλήσουν στην γλώσσα τής εποχής του ο καθένας -εννοείται στην ελληνική αλλά στις δύο από τις πολλές εκδιπλώσεις της οι οποίες δύο κατέχουν τα πλέον διιστάμενα σημεία-, δεν θα καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Έχουν ανάγκη από διερμηνέα. Κι αυτή η ανάγκη αποκαλύπτει μία απόσταση η οποία δεν καλύπτεται ποτέ μεταξύ τους παρά μόνο με την μετάφραση.

Ένα άλλο που μπορεί να γεφυρώσει τις διιστάμενες πλευρές : η μεταλλαγή τής επίσκεψης σε αντικείμενό της, σε ένα ποιητικό κείμενο : ο καρπός από την επίσκεψη στο άχρονο υλικό τού μύθου και στην έγχρονη δραματική μετάπλασή του, η νέα συνεκδοχή τους η οποία θα τα διαχειριστεί αμφότερα εκ νέου, η σύγχρονη με τον συγγραφέα της καινούργια παραλλαγή του μύθου και τής μεταλλαγής του, ιδού τα μόνα οφέλη από την ιδιότυπη αυτή φιλοξενία.

Μαζί με αυτά όμως, η επίσκεψη αποκαλύπτει ή ανακαλύπτει οριστικές ρήξεις, ανυπέρβλητες τομές, βαθιές και ανεπανόρθωτες αποξενώσεις, ιλιγγιώδεις ασυνέχειες, αμέτρητα ασύμπτωτα, τεράστιες διαφορές στα ήθη, παραμορφώσεις, παρερμηνείες, λάθη και τραύματα, ανεπανόρθωτες απώλειες, ράκη σχέσεων και τρίμματα συγγένειας, θυελλώδεις τροπές προς το ανοίκειο, εν ολίγοις έναν άλλον κόσμο, έναν κόσμο ξένο.

 

Ο χώρος τής φιλοξενίας αυτής είναι ο ίδιος τραγικός. Έχουν συντελεστεί σ' αυτόν αναρίθμητοι θάνατοι. Είναι ένα νεκροταφείο.

Κάποτε, στον ίδιο χώρο, κυριαρχούσε η γονιμότητα. Τώρα είναι επισκέψιμος ως Κεραμεικός.

Αυτόν τον Κεραμεικό επισκέπτομαι κάθε φορά που ζητώ την «άδεια» από τούς εκεί κεκοιμημένους για να με υποδεχτούν και να με δεχτούν στην μνημειωμένη και εγγεγραμμένη διαμονή τους, γνωρίζοντας ήδη ότι, όποιο και αν είναι το τίμημα τής εισόδου, εκείνο που πραγματικά θα πληρώσω ως αντίτιμο θα είναι το έλλειμμα τού αποτελέσματος.

Το έλλειμμα. Το ακούω αυτό και στον δικό τους τραγικό λόγο, η ανάγνωσή τους μού λέει ότι κι εκείνοι, ως προς το εγχείρημα που ανέλαβαν κάποτε, πλήρωσαν το δικό τους τίμημα, δηλαδή το αναπόδραστο έλλειμμα που τούς αναλογούσε.

Ασφαλώς, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η πρώτη μυθική ύλη, ως ανεξάντλητη, δεν μπορεί ποτέ να βρει τίποτα που θα την δείξει εξαντλημένη.

Το δικό μου έλλειμμα, εκτός από διαγεγραμμένο, είναι και αναγκασμένο, εν αντιθέσει με εκείνων, να επωμιστεί όλα τα προαναφερθέντα αντίτιμα τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση, είναι τα επίχειρα που μόνον αυτή η ιδιόμορφη, ενδογλωσσική / ενδοχωρική, φιλοξενία απαιτεί να λαμβάνει ώστε να λάβει χώρα.

Κάθε απόπειρα να φιλοξενηθώ στον αρχαίο οίκο, εμπεριέχει και το κίνητρο αυτής τής επιχείριας δοκιμασίας. Είναι το τίμημα που καταβάλλει όποιος ανέρχεται στην Νέκυια τής Τραγωδίας. Και ο οβολός που καταθέτει για να γίνει δεκτό εκεί, τού επιστρέφεται υπό μορφήν μορφών.

Οι μορφές που επεστράφησαν σ' εμένα, είναι ισομερείς με τα επίχειρα που μού αναλογούσαν.

Το αίτημα γι' αυτήν την φιλοξενία, με και παρ' όλα αυτά, επανέρχεται.

Επειδή, για μένα πάντως, τα επίχειρά της είναι ανυπολόγιστα.

6-7.9.2010