Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

  Γενικός συμφραστικός πίνακας

Αναζήτηση για: "κλαί"

Βρέθηκαν 29 λημματικοί τύποι [1 - 20]
κλαίγαμε (9)
ΑΝΑ ΕΠ200 00 0006 010Κοιτάζαμε τις φωτογραφίες, κλαίγαμε μόνοι μας το βράδυ στη φωτιά για κάποιαν
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 066ψηλές ταράτσες, πλάι στις γλάστρες, κλαίγαμε σιωπηλοί και λυπημένοι, μικροί
ΡΙΤ ΓΤΚ02 00 0003 006Σφίγγαμε την καρδιά μας σα γροθιά. Δεν κλαίγαμε. | Σφίγγονταν κι οι καρποί στα
ΡΙΤ ΑΓΡ02 03 0002 077Δεν πείραζε, γιόκα μου, που κάποτε κλαίγαμε, | το κλάμα ξαλαφρώνει την καρδιά.
ΡΙΤ ΑΓΡ02 07 0003 019Καθόμαστε | στις αντίθετες όχθες και κλαίγαμε. Ώσπου ανέβαινε η σιωπή και μας έπνιγε.
ΡΙΤ ΥΠΟ06 00 0067 007χειροκροτούσαμε όρθιοι, επευφημούσαμε, κλαίγαμε | πετώντας ένα ένα τα ρούχα μας
ΡΙΤ ΠΥΛ07 00 0001 1603σκουντούσε ο ένας τον αγκώνα του αλλουνού — κλαίγαμε κάτου απ’ την κουβέρτα
ΡΙΤ ΠΥΛ07 00 0001 1604ομολογούσαμε ένας ένας την αϋπνία μας — κλαίγαμε μαζί | ύστερα αγκαλιαζόμαστε κι
ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0012 503ξένους. | Εμείς, παιδιά, δε θέλαμε. Κλαίγαμε. Πότε να προσφέρουμε | μιαν ανθοδέσμη
κλαίγαν (14)
ΣΧΤ ΠΑΡ01 00 0007 015μαύρη θήκη του βιολιού | Κλαίγαν και λέγαν | πως κανένα θαύμα
ΣΧΤ ΠΕΡ01 00 0008 012τα διωγμένα ψάρια | κλαίγαν στο βουνό | κι ένα λυσσασμένο
ΡΙΤ ΕΑΡ01 00 0001 051Σα δυο παιδιά ορφανά | που κλαίγαν μες στο βράδυ | χωρίς ψωμί
κλαίγανε (10)
ΠΑΛ ΠΡΚ00 03 0005 010στης καρδιάς μου τα βαθιά | λιμασμένα κλαίγανε παιδιά, | σα χορδές χτυπήσαν
ΠΑΛ ΠΕΝ00 03 0009 022ποιός θα το πιστέψει; | τα λουλούδια κλαίγανε μαζί μου. | Τα λουλούδια είν’ από
ΣΕΦ ΜΘΣ00 00 0004 027γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς | κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά | κι άλλες
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 158μέσα στη βροχή κάποιο παιδί και κλαίγανε μαζί του τα πουλιά, τα δέντρα και τα
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 159τα σπίτια. | Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί κλαίγανε οι άνθρωποι; | Σ’ ένα κλεισμένο σπίτι
ΡΙΤ ΓΔΚ03 00 0003 300(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας)· | κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα —
ΡΙΤ ΚΓΚ06 00 0021 006όμως κανένας δε γελούσε. Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια, | ξεβάφαν τα
ΡΙΤ ΔΧΤ06 00 0001 366μην ακουστεί που τα κορίτσια κλαίγανε | μέσα στον ύπνο τους.
ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0012 447μαζεύτηκαν κάτω στο δρόμο, γονάτιζαν, κλαίγανε. Ο τρελός, ξεκούμπωτος, | χτυπούσε
ΡΙΤ ΤΧΝ09 00 0001 460ρήτορες | φωνάζαν πάνω στα μπαλκόνια, κλαίγανε, σκουπίζαν τον ιδρώτα τους, | πίεζαν
κλαίγε (5)
ΠΑΛ ΣΑΤ00 02 0021 013ή τύχη ή πρόνοια. | Γέλα, αγάπαγε, κλαίγε, μίσαε, χτύπα.
ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 548η Πατρίδα των Ελλήνων· | κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά. | 138.
ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 548η Πατρίδα των Ελλήνων· | κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά. | 138.
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 246τη μαλακή ράχη των μοσκαριών. Και κλαίγε το βράδυ γερμένη στο παράθυρο την ώρα
ΡΙΤ ΥΔΡ03 00 0001 1812δούλεψε κι εσύ. | Γέλα, κλαίγε κι όλο λέγε, | το παιδί: ζωή.
κλαίγει (2)
ΒΡΝ ΠΘΜ00 02 0004 003κρύψει | το απόφωτο η ρεματιά που κλαίγει | το σέρνει μαραμένο να το ρίψει.
ΠΑΛ ΑΣΖ00 07 0003 05('42)να σε γυρεύει ο βουτηχτής και να σε κλαίγει ο κόσμος. | Φέρνει σου τα ζαφείρια
κλαίγεται (2)
ΠΑΛ ΦΛΟ00 02 0002 105σκισμένο, σκεβρωμένο, | να κλαίγεται, να δέρνεται μπροστά σας και να σκούζει | του
ΕΛΥ ΝΕΦ00 04 0004 006αγάπη απ’ το παράθυρο κι ύστερα κλαίγεται και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.
κλαίγοντας (19)
ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0011 054Κι όταν ξαναπήγε, του είπαν | κλαίγοντας οι δυο ψυχές: | —«Δυο κορμιά ξερά μάς
ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0003 038πέσουν τ’ άρρωστα φιλιά | να πέσουν κλαίγοντας απ’ τα παράθυρα | τα νέα λιγόζωα
ΣΧΤ ΠΑΡ01 00 0014 018μου είναι ξύλινα | με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά | δεν ξέρω πώς
κλαίγουμε (1)
ΕΓΓ ΚΡΟ02 00 0046 005Κι αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους, | Και η χαρά μας είν’ τρανή που
κλαίγουν (2)
ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 τ’ αρνιά, οπού ορφάνεψαν και κλαίγουν με βελάσματα συχνά· κατά δαύτονε
ΣΛΜ ΔΛΓ02 00 0001 ώς πότε θα ακολουθούν να μας κλαίγουν οι ξένοι και να μας ξαναθυμούν τες δόξες
κλαίγω (7)
ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0006 055Έκλαιγαν όλα τα φτωχά. Μόνος εγώ δεν κλαίγω, | επέτρωσαν τα σπλάχνα μου κι ούτε
ΒΡΝ ΚΡΘ00 02 0011 007το χαμό: | «από το πείσμα μου εγώ κλαίγω· | δεν σ’ αγαπάω, σ’ επιθυμώ!»
ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 025εδάκρυσα κι εγώ. | Δεν κλαίγω τη βαρκούλα, | δεν κλαίγω τα πανιά,
ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 026Δεν κλαίγω τη βαρκούλα, | δεν κλαίγω τα πανιά, | μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 027δεν κλαίγω τα πανιά, | μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα, | που πάει στην ξενιτιά.
ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 029που πάει στην ξενιτιά. | Δεν κλαίγω τη βαρκούλα | με τα λευκά πανιά,
ΣΛΜ ΤΠΠ01 01 0017 031με τα λευκά πανιά, | μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα | με τα ξανθά μαλλιά. Σ.τ.Ε. Οι δύο
κλαίει (228)
ΑΝΑ ΣΝΧ00 00 0007 012ατέλειωτο | Και μια γυναίκα ίσως να κλαίει σε μια γωνιά | Το στήθος της να το τρυπά
ΑΝΑ ΣΝ300 00 0008 009πια ν’ αγοράσεις | Και το παιδί να κλαίει | Κι εσύ τίποτα δεν μπορείς πια ν’
ΑΝΑ ΣΝ300 00 0008 011πια ν’ αγοράσεις | Και το παιδί να κλαίει και να ζητά | Τίποτα τίποτα πια.
κλαίεις (3)
ΒΡΤ ΑΝΕ09 01 0004 001Άγγελον Σούνδιαν | —Γύναι! τί κλαίεις, διατί πενθοφορείς, στενάζεις; | Προς τί
ΒΡΤ ΑΝΕ09 01 0013 084παρά αέρα καθαρόν να βλέπεις και να κλαίεις. | Πώς υπομένεις να θεωρείς μ’
ΚΑΛ ΛΡΑ00 00 0003 071ιε΄ | Τί κλαίεις; την κατάστασιν | αγνοείς της ψυχής μου·
κλαίμε (23)
ΑΝΑ ΥΓ.00 00 0111 001που ψάλλουμε, τί ωραία μνημόσυνα που κλαίμε.
ΚΒΦ ΑΠΚ00 00 0013 014κι επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε, | καθώς τους γελαστούς μας τους
ΠΑΛ ΤΠΜ00 03 0002 007ο χορός κι ο έρως συντροφεύουν, | και κλαίμε τις καρδούλες μας, τα πόδια, τα πουγκιά μας,
κλαιν (15)
ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0006 045σκιασμένα | από παρόμοιο φάντασμα να κλαιν εκεί σιμά μου | και να ζητούν λίγο ψωμί
ΒΡΝ ΕΛΚ00 03 0010 039σου κάσα. | Και θα ’ναι Κυριακή, να κλαιν ολόημερα οι Ελλάδες | και θα σε γράφουν
ΚΒΦ ΑΝΓ00 01 0011 020ο θρήνος. | Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κι αισθήματα. | Πικρά για μας ο Πρίαμος
κλαίνε (124)
ΑΝΑ ΕΠΧ00 00 0006 019Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια | («Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια»
ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0008 006πως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε. | Επήγε στην τριανταφυλλιά
ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0002 053ρόδο, | ποιός πόνος το φανέρωνε; πώς κλαίνε τέτοια μάτια; | ✳
κλαίοντας (11)
ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0007 151έπιασεν, όχι θανάτου φόβος, | και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το ’να του το χέρι | το
ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0001 521μου! | Πάρε, παιδί μου, την ευχή που κλαίοντας σου δίνω, | και τρέξε, τρέξε
ΒΡΝ ΕΛΚ00 03 0012 044σουσάμι. | Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! —«Πάρε μου ένα!» | —«Περπάτα!» και μου
κλαίουν (4)
ΒΡΤ ΣΤΧ01 00 0001 062τόσες χήρες να φωνάζουν, ορφανά τόσα να κλαίουν | χωρίς δάκρυ ένα να χύσει, γιατί
ΚΒΦ ΚΡΜ00 01 0023 014ως μικρά παιδία | και ως μικρά παιδία κλαίουν, κλαίουν όλοι, | τα τείχη βλέποντες
ΚΒΦ ΚΡΜ00 01 0023 014παιδία | και ως μικρά παιδία κλαίουν, κλαίουν όλοι, | τα τείχη βλέποντες της
ΣΛΜ ΔΛΓ02 00 0001 κάνουν τους άλλους να γελούν, και κλαίουν και ελπίζουν και φοβούνται και
κλαίουνται (1)
ΠΑΛ ΤΑΦ00 05 0001 134τρανεύουν, | δέρνουνται μαύρα και κλαίουνται και σβηούνται σ’ αγέλαστες πέτρες
κλαίουσα (2)
ΚΑΛ ΛΡΑ00 00 0010 094Χίου· τας χείρας | άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα | λέγει τοιάδε·
ΠΑΛ ΔΣΣ00 06 0013 015σα να ήταν αδερφή σου, | σαν την κλαίουσα την ιτιά | στο κρινάκι του γιαλού γειρτή,
κλαίουσαν (1)
ΚΒΦ ΑΠΚ00 00 0009 013Εξάγει | από τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν. | Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του