Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το αεροπλάνο


Τόλμα να πλανάς τον εαυτό σου
και όνειρα να πλέκεις.

Schiller

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Όσο γνωρίζεις πιο καλά, τόσο αγαπάς πιο πλέρια.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Όσο και πιο πολύ αγαπάς, και πιο πολύ γνωρίζεις.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Στης πλάσης τα τετράπλατα, στα τρίστρατα του κόσμου πλανέματα ονειρεύομαι, λιμπίζομαι ταξίδια. 5 Λόγγοι, πλαγιές λιβαδωτές, νεροσυρμές, ποτάμια, δασά ρουμάνια, ξέφωτα, κάμποι απότιστοι, χέρσοι, και η λεύκα ασημοσάλεμα και ο πεύκος μοσκοανάσα, του χωραφιού μαλάματα και τ’ αμπελιού τοπάζια, στενορυμιές, πλατώματα, κήποι, βοσκότοποι, όλα 10 τα βλησίδια του πράσινου, κι οι γέννες όλες του ήλιου, κι όλα τα θώρια της στεριάς, από τα κορφοβούνια που υψώνουν ακατάδεχτα μέτωπα κι ορθοστέκουν, ώς το χορό του σπουργιτιού στα ταπεινά της ρούγας,— μαράζωσ’ από της στενής καλύβας το κατώφλι 15 με τ’ άνεργο ξαγνάντεμα στα ξεφτισμένα, στα ίδια. Πάρτε μ’ εσείς. Μα κι από σας θέλω να πάω πιο πέρα, στων πόλων το ξεπάγιασμα, στων τροπικών τη φλόγα, στα κλίματα όλα ορέγομαι, ονειρεύομαι ταξίδια.

Πέλαα σπιλαδοχάραχτα κι εσείς, θαλασσοπλάτια, 20 πάντα σαν απαράδοτα, πάντα παραδομένα στον Κάραβο, του δολερού νερού τον αντρειωμένο που ξέρει και σας αψηφά κι έρχεται και σας δέρνει, όσο να ξαπολύσετε την Τρικυμιά, της μαύρης της Λάμιας του γιαλού αδερφή που τρώει τα παλικάρια, 25 για να τον πνίξει μονομιάς, να τον απορουφήξει, κολάζοντάς του το δαρμό και την αψηφισιά του. Θαλασσοπλάτια πλανερά που απάνου σας ακόμα, σαν του ψαριού το πλέξιμο, σαν τη βουτιά του γλάρου, φλοισβίζοντα ή μουγκρίζοντα ή μουγγά, φοβερά πάντα, 30 κρατάτε και τα ερωτικά φιλιά που σας τα στέλνει θαλασσοδρόμα και η ματιά τ’ ανθρώπου η ξαγναντεύτρα μέσ’ απ’ της γης τα χώματα και μέσ’ απ’ τ’ ακρογιάλια· μα καθώς είστε απόνετα, πνιμούς και τάφους όμοια μοιράζετε αξεχώριστα, κι ανοίγετε των πάντων, 35 κι όποιου σάς δέρνει ατρόμαχτα κι όποιου φιλιά σάς στέλνει. Πάρτε μ’ εσείς, είναι σ’ εσάς και η ζωή που μου πρέπει, κι ο χαλασμός… Μα κι από σας θέλω να πάω πιο πέρα. Μούτσος, της μπόρας πιστικός, κολέγας της μπουνάτσας, απάνου απ’ τα βαλτόνερα κι απάνου από τα χρόνια 40 ψάχτης των ατλαντόκοσμων, των ωκεανών περάτης, πλανέματα ονειρεύομαι, λιμπίζομαι ταξίδια.

Μα βαθιά μέσα μου γρικώ φωνή περιγελάστρα, μέσ’ από σύρματα κλουβιού ξανδιάντροπη μια κίσσα:

—Στριμμένε, οκνέ, κιοτή, λογά, φτωχέ, χαμένε, ψεύτη! 45 Σωριαστής είσαι και, μπορεί, θησαυριστής. Του κάκου. Δεν είσ’ εσύ ταξιδευτής, καθώς δεν είσαι χτίστης, κι ακόμα, ακόμα πιο πολύ των αποσκεπασμένω δεν είσ’ εσύ ο ξεσκεπαστής. Καθώς γελάς, γελιέσαι. Παθητικό το σκούσμα σου και κούφιο τ’ όνειρό σου, 50 κι ο αργός ψαλμός του τριζονιού βούισμα στ’ αφτιά σου πάντα. Τ’ άδεια του χαύνου σου ουρανού ποτέ δε θα γιομίσει ταράζοντάς τα ο χρυσαϊτός προς τ’ άχανα δρομάρης!—

Φωνή ζηλιάρα, αστόχαστη, χοντροκομμένη, αρνήτρα!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Μέσα σου, ακόμα πιο βαθιά, φωνή ν’ ακούσεις άλλη, 55 σαν ερημίτισσα ψυχή και σα χυτή από άρπα, και πιο πολύ στη σιγαλιά σιμά παρά στον ήχο: —Κι αν αταξίδευτος περνάς κι ασάλευτος κι α σβήνεις, ό,τι στοχάζεσαι είσ’ εσύ, δεν είσ’ εσύ ό,τι δίνεις. Κι απάνου στ’ αχνοσύγνεφο μπορεί κανείς να πλάσει 60 τ’ άγαλμα που σκαλίζει το στο μάρμαρ’ ο τεχνίτης. Των αγαλμάτων η τιμή και η δόξα των πλασμάτω δεν είναι στη μακρόχρονη στερεοθεμελιωμένη ζωή μονάχα· δύνασαι κι απάντεχα να τά βρεις τα τίμια και τ’ αθάνατα για νίκες και για δόξες 65 και για στυλώματα βωμών και για προσκυνητάρια, στου ωραίου το γοργονείρεμα, στην αστραπή της χάρης. Ό,τι στοχάζεσαι είσ’ εσύ, δεν είσ’ εσύ ό,τι κάνεις· και τα βαθιά του στοχασμού, σαν τα πλατιά της πράξης.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Ναι. Καβαλάρης δεν είμαι, δεν είμαι πεζολάτης, 70 ανήμπορα τα πόδια μου και το κορμί σωμένο, καθιστικού γραμματικού πόδια, κορμί, σημάδια. Μα εγώ πεινώ, εγώ διψώ. Να ταξιδέψω θέλω ξαρμάτωτος, αφτέρωτος, αβοήθητος, μονάχος, χωρίς κανένα τύλιμα, χωρίς κανένα ανέβα 75 παραμυθένιω μαγναδιών και θρυλικών Πηγάσων με το λαχάνιασμα του ατμού, με του τροχού το βρόντο, και με τ’ αχτιδοβόλημα του αιθέρα του πατέρα, που είναι μαγνήτης, φωτιά, φως, φωνή, φτερό, ορμή, δρόμος, πρωτεϊκά, ακατάπαυτα, σε χίλιες μύριες όψες 80 με το γοργό της αστραψιάς, με τ’ άυλο των πνεμάτων, πάντα αλλαχτός ο ανάλλαχτος και μεταμορφισμένος. Να τηνε πάω βουλήθηκα τη Διπλομοναξιά μας να τηνε δώσω του Ντουνιά γυναίκα να την πάρει, καθώς πηγαίνει ο βασιλιάς και παρατάει θυσία 85 για κάποιο μέγα λυτρωμό της Πολιτείας του, μόλο το σάρακα που τονε τρώει, το σπλάχνο του, την ώρια μοναχοθυγατέρα του μπρος στη σπηλιά ενός Δράκου.

Πάρτε με, καπνοκάραβα, και σύρτε με, βαγόνια, και φέρτε με, αυτοσάλευτα, ταξιδευτή, παντού, όπου. 90 Τραντάζουν γη και θάλασσες από το τράντασμά σας. Γοργά είν’ ακουμπιστήρια σας, μακριά περάσματά σας Λόντρες, Παρίσια, Αμέρικες, Γολκόντες, Βαβυλώνες, λαοί, στεριές, χώρες, καθεμιά και μια Βαβέλ που υψώνει προς κάποιο θεό τον όγκο της προκλητικά, με θράσος. 95 Και της πρωτομαστόρισσας αρχόντισσας του κόσμου και της κυκλώπειας Μηχανής, της άχαρης, τη χάρη πάω να τη βρω, να ψάξω την και να τη διαλαλήσω. Δύναμη καθώς είχανε και αφέντες καθώς ήταν στα ξωτικά της άβυσσος και στα δαιμονολόγια 100 κι ο γόης από τα Τύανα κι ο βιβλικός ο ρήγας, κουβαλητής των θησαυρών του Οφίρ στην Ιδουμαίαν, απάνου στα δεφτέρια τους τα μαγικά σκυμμένοι,— όμοια στους πύργους τους ψηλούς, των άστρων που είναι βίγλες, και στα τρισμέγιστα σκολειά και στα βαθιά εργαστήρια 105 σκλαβώνονται και γδύνονται και λεν τα μυστικά τους, κάτου απ’ τα μάτια του σοφού, με του σοφού τα χέρια, μες στα χωνιά τα χημικά και μέσα στ’ αστρογυάλια και τα στοιχειά και τ’ άρματα της Πλάσης, νικημένα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Εξόν από τον Έρωτα κι εξόν από το Χάρο.

110 Μα εγώ θα πάρω το φύσημά μου αφάνταστα, κατάμακρα, πιο πέρα, προς τον αιθέρα, και η ταξιδεύτρα πιο θρασά και πιο ψηλά από σένα στα γλαυκά ξένα.

115 Γιά ιδές το μεγαλόφτερο! — Κι ας είναι η ώρα τώρα ονειροφόρα κι ας είν’ οι ανθοί ερωτόπουλα, νυφιάτικα κλινάρια και τα χορτάρια —

Νά το όρνιο! Των αγέρηδων τα σπλάχνα αργοτρυπάει 120 πετάει, και πάει, με τα στοιχεία και τ’ αστρικά να πάρει άπαρτα κάστρα μέσ’ από τ’ άστρα, και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτου το μούγκρισμά του.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

125 Και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτου το μούγκρισμά του, σαν αρχαγγέλου σάλπισμα που σύναξη ασωμάτων προστάζει αρμάτων· για κάποιο θάμα φύτρωμα νέου κόσμου, ή για μια πλάση 130 που θα χαλάσει;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Για σένα ηρώισσα μια φωτιά μες στην καρδιά μου ανάβει, φτεροκαράβι!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Και ιδανικών και θρίαμβων μπαλσαμωτής και θάφτης ο αεροναύτης, 135 κι ό,τι ώς τα ψες καυκήματα κι ό,τι ώς τα τώρα νίκες,— σε νεκροθήκες.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Και πας με γέρανους κι αϊτούς, με γύπες και λελέκια στ’ αστροπελέκια,

Ο ΑΝΤΡΑΣ

σε στράτα πρωτοπάτητη, βελλερεφόντεια, νέα, 140 ορμή Αχιλλέα!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Α! στα φτερά σου πάρε με, στ’ όνειρο το μεγάλο χέρι να βάλω, το φως να ιδώ σαν πιο κοντά, σαν απ’ το φως πιο απάνω, και να πεθάνω!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

145 Το φως που τάχα λαχταράς σαν πιο σιμά να τ’ αγναντέψεις, είν’ η ομορφιά σου· το δικό σου είναι το φως. Ο νους σου, αραχνοδούλευτος, γυναίκεια είναι σοφός, μα είν’ η καρδιά σου η δύναμη τα πάντα που τολμά. 150 Την ίδια εσέ και στου άχανου το ψήλος θα γυρέψεις. Ο αεροναύτης σου είναι του πόθου σου άγγελος Γαβριήλ που θα σε κόψει, κρίνε! Και ο Θάνατος —τον κάλεσες— είν’ αυτός που ταιριάζει πάντα με την Αγάπη, και τον κράζει 155 στερνό διαφεντευτή και παραστάτη της ηδονής το λίγωμα στο ερωτικό κρεβάτι.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Άνθρωπε, ο νους σου αλύγιστος κι αντρίκεια είναι χοντρός, για να σειστεί, να λυγιστεί και να το περιλάβει το που μεθά με πλάνεμα στο φτερωτό καράβι. 160 Στο πλάνεμά μου εμπρός στενοί είν’ ακόμη κι όσοι απ’ τους πόθους σου στρωτοί στα πάντα, εδώ, εκεί, δρόμοι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Στο πείσμα του παθητικού ριμαδόρου, στο πείσμα του θηλυκού ονειρόδαρτου φεγγαρολιγωμένου 165 και κάθε αλαφροΐσκιωτου και νεραϊδοπαρμένου, στο πείσμα τ’ άθλιου τ’ άπραγου που εγώ ειμαι κι ο εαυτός μου, θέλω από μέσα μου να φύγω, θέλω να τραβήξω σ’ όποια και σ’ όσα έξω από μένα υπάρχουν κι είναι ο κόσμος. Την αρχοντιά θέλω να πω, το κράτος και το έργο 170 της Ύλης που είναι δύναμη, της Δύναμης που είν’ ύλη!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Το μέγα φτεροκάραβο το λογισμό μου ανάβει, σαν το καράβι το επικό, σαν το στοιχειό καράβι που πάντα αρμένιζε, ποτέ δεν άραζε, ώς την ώρα πού ηταν της μοίρας του γραφτό, της μοίρας του ταμένο 175 να βρει τη γλυκανάπαψη στους κόρφους του λιμιώνα, μόλις η αγάπη θα ’δινε το πρόσταγμα, η αγάπη, σε μιας γυναίκας την καρδιά, για τον καταραμένο, για τον καραβοκύρη του, πού ηταν του ριζικού του να τρέχει παραδέρνοντας και να μη στέκει, πάντα.

180 —Καραβοκύρη τ’ ουρανού, σ’ αγάπησ’, αεροναύτη, έτσι ερωτεύτηκε η λευκή τρισμακρινή παρθένα του στοιχειωμένου καραβιού τον αποκηρυγμένο κι από στεριές και θάλασσες κι απ’ τους ανθρώπους ναύτη, καθώς μας τον παράδωκε, ριμένο στο κανάλι 185 της μουσικής του, ο κύριος των παναρμόνιων ήχων. …Μα πώς φοβάμαι! Ο Θάνατος πώς με παραμονεύει! Μ’ απιλογιέται ο Θάνατος, τον Έρωτα όταν κράζω. Τάχα να πέθαν’ ο Έρωτας, και μόνος βασιλεύει στην Οικουμένη ο Θάνατος; Ή μήπως ένα κάνουν 190 οι δυο αδερφοί, χαιράμενοι συντροφικά τα πάντα; Τί Έρωτας, τί Θάνατος! Δεν έχεις να διαλέξεις!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Μην τρέμεις, μη ρωτάς και μη σταυροκοπιέσαι· υπάρχει απάνου από τον Έρωτα κι από το Θάνατο ένας, ένας που μοιάζει σα Θεός και σαν των όλων κύρης. 195 Αρχή και τέλος, τίποτε· μα μήτε και σημάδι και δικαιοσύνης και σπλαχνιάς και παναγαθοσύνης κανένα που να κάνει τον πλάσμα, τον πλάστη, απ’ όσα του ανθρώπου είναι γνωρίσματα φερτά στο απέραντο όλα. Αυτός και του Έρωτα η πηγή, και του Θανάτου η φύτρα! 200 Νόμος ο Κύριος —Δόξα σοι!— και η Δέσποινα, Επιστήμη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Ω θολωμένε από βιβλία που γράφονται του κάκου! Κάθε φορά το σήμαντρο του εσπερινού ή του όρθρου που προσκαλεί στην εκκλησιά και που το μονοπάτι στρώνει προς της παράκλησης το μυστικό παλάτι, 205 κάθε φορά το σήμαντρο του εσπερινού ή του όρθρου που σπρώχνει μια φτωχή ψυχή να κάμει το σταυρό της, το κίνημα το αθέλητο κι απ’ την καρδιά βγαλμένο πιο πολύ αξίζει, πιο σοφό το σταυροκόπημά της κι απ’ όλους των πολύξερων τους νόμους και τους δρόμους.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

210 Σαν από μοσκολίβανο που καίεται και σκορπιέται βαρύς καπνός λειτουργικός θολώνει τον αέρα. Και των πατέρων ο θεός από τα τρίσβαθα ύψη στα σύγνεφα της δόξας του γυρίζει θρονιασμένος, αφέντης ξανακερδιστής χαμένης Πολιτείας. 215 Και του Χριστού οι ναοί, χαρές της οικοδόμας Τέχνης, και οι θολωτοί βυζαντινά και οι γοτθικά υψωμένοι τους χτύπους γύρω και παντού τινάζουν νικητήριους του βροντερόβοου σήμαντρου, της προύντζινης καμπάνας. Και λες, ξαναετοιμάζεται κι ο λογισμός του ανθρώπου, 220 απ’ το ιερό της Αθηνάς που ήταν των όλων ψάχτης, πιστός, ή και άπιστος, χωρίς μυστικό τρόμο ή πάθος, και λες ξαναετοιμάζεται κι ο λογισμός του ανθρώπου, ξέσκεπο, γυμνοπόδαρο τον άνθρωπο να φέρει στης χριστιανής της εκκλησιάς το πέτρινο κατώφλι 225 να δείρει το κεφάλι του και κλαίοντας να χουγιάξει: —Κύριε των Πάντων, ήμαρτον, σώσον, ελέησον, Πλάστη!— Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν πάντα, καθώς οι πύρινοι δρόμοι που τους ξανοίγαν του Αγέλαστου απ’ την Έφεσο του θείου τα μάτια, φέρνουν 230 από του νου το γύρεμα προς της καρδιάς την πίστη. Μα εγώ βλαστός και φύτρωσα στο ελλαδικό το χώμα, και μόλο το αχολόγημα της χριστιανής καμπάνας, και μόλο τον καλόγερο που κλαίει στα σωθικά μου, στριγκιά ειμ’ αντίμαχη φωνή κι εγώ και καμπανίζω 235 και λέω: —Τ’ ανθρώπου ο λογισμός πάλε στο Λόγο θά ’ρθει!— Μου φίλησε τα μάτια μου της Ιωνίας ο ήλιος, και το φιλί του στην ψυχή το αιστάνομαι, και βλέπω. Με τους πρωτόγονους σοφούς, της Ιωνίας τις δόξες, θέλω να πλέξω τ’ όνειρο και να χυθεί μου ο λόγος, 240 καλοτεχνίτης, εραστής, κατηχητής, προφήτης. «Τα φυσικά, υπερφυσικά» τρανή μια σκέψη τό ειπεν, ας τό ειπε. Τίποτε δεν είν’ έξω από σένα, ω Κόσμε, νου και καρδιά αξεχώριστα, κι αλήθεια μια, και πάντα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Ευλογημένο το αλαφρό γλυκό κρασί του ονείρου, 245 καταραμένοι οι στοχασμοί που μας παραστρατίζουν κλειστούς και σ’ άβγαλτα δαρτούς φιδωτά μονοπάτια. Κι εμέ μού δροσολόγησαν το στόμα μου τα ρείθρα της Κασταλίας κι αφήσανε στα ροδοπέταλά του κάτι σα βούισμα μέλισσας, κάτι σα διάβα ρίμας. 250 Μα εσένα το τραγούδημα στο δέντρο της ψυχής σου, θες από ζίζικα τρισμός, θες ήχος απ’ αηδόνι, του στοχασμού σου ο άνεμος φυσώντας ξαφνισμένα, ψάχτης και κράχης τιναχτής ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα, σκότωσε το τραγούδημα στο δέντρο της ψυχής σου. 255 Κι αντί να περιμαζωχτείς για ζέστα και για αγάπη, φεύγεις κι αφήνεις αδειανό της καρδιάς σου το σπίτι. Κι όπου γυρεύω έναν παλμό, γγίζω σαν πέτρα κάτι που λάμπει και είν’ αλύγιστο. Θησαυρός τάχα ή τάφος;

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Άνθρωπος είμαι, τίποτε κι από τ’ ανθρώπινα όλα 260 ξένο δεν είναι, και μπορεί να γνωριστώ και μ’ όλα. Κι αν κόσμος η πατρίδα μου, κι ο κόσμος μια πατρίδα.

Μεστός ο νους μου και από σένα, ω Συρακούσιε Μάγε των κύκλων, που φυλάκωσες των ήλιων τις αχτίδες για να τις κάμεις πιστικές, δουλεύτρες να τις κάμεις 265 φωτιές και αστροποπέλεκα, διαφεντευτές της χώρας, με σοφά σύνεργα, Αριθμός, και Μηχανή, και Μέτρο, Μάγε, που και τ’ ασάλευτα του κόσμου να σαλέψεις βάλθηκες. Ω! οι ασάλευτες ονειροφαντασιές σου!

Βγαλμένος από το σκολειό του Συρακούσιου Μάγου, 270 των Ιταλών το γέννημα, το θρέμμα των Ελλήνων, εκείνων, που κι από κακό ξεριζωμό παρμένοι, μαραίνονται χαρίζοντας του κόσμου τ’ άνθισμά τους, της Μόνα Λίζας ο ποιητής, (ω! το χαμόγελό της τον ουρανό του ιδανικού ροδόσκισε και πήγε 275 κι έγινε αστέρι!) ο γαληνός, ο στοχαστής, ο μάντης είπε: —Χαρά στον άνθρωπο! Χαρά κι απ’ όλους πρώτα στον Ίκαρον αψήφιστα που υψώθη φτεροπλάστης! Όποιος τα πάντα γνώρισε, τα πάντα θα μπορέσει. Κι ο άνθρωπος που ανέβηκε ψηλά στα κορφοβούνια, 280 με του καιρού το πλήρωμα γραφτός να πάει ψηλότερ’ ακόμα, ασύγκριτα ψηλά, καταχτητής των πέλαων και των αβύσσων ουρανίων αέρινων απάνου στη ράχη κάποιου Πήγασου γιά στα φτερά ενός κύκνου, ζεμένων υποταχτικά και της βουλής του σκλάβων. 285 Κι οι κόσμοι από τη δόξα του γιομάτοι θ’ αλαλάξουν.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Εγώ ειμαι σαν τη μυγδαλιά που ανθίζει περιμένοντας καρπός ο ανθός της να δεθεί με του καιρού τη χάρη, μα τους ανθούς της τρώει, μαζί και τους καρπούς αγέννητους η μπόρα του Γενάρη.

290 Θυμάμαι. Πύργος οι ώμοι του και κάστρο το κεφάλι του και η όψη του φεγγάρι, κι η ιδέα του στα γαλανά του απέραντου τριγύρισμα με του φτερού τη χάρη.

—Πάρε με. Νά τ’ αγερικό καράβι, όσο είν’ ο κίντυνος 295 πιο μαύρος, πιο αλογάριαστος, τόσο λαμπρός ο αγώνας, και ταίριασε στα τρίψηλα και με τ’ αϊτού το κλάγγασμα το βόγκο της τρυγόνας.—

Του είπα, και μ’ αποκρίθηκε: —Καρτέρα με, στο γύρισμα, τώρα του αιθέρα αψηφητής, χρέος μου αλλού να δράμω, 300 κι έλα με τα τριαντάφυλλα και βάλε τα νυφιάτικα για κάποιο εκεί στα τρίψηλα —ποιός ξέρει!— ερωτογάμο.—

Και πάλε μου είπε: —Λυγερή, καρτέρα με στο γύρισμα, τώρα στη μέση από τα δυο του απέραντου στοιχεία, καταμεσής και τ’ ουρανού και του πελάου, το μπρίκι μου 305 την πιο λεβέντρα που τ’ ανθρώπου δόθηκ’ ευτυχία,

πάει να την πιει την ευτυχία τ’ ανάερου τρισελεύτερου.— —Προσμένω, η ώρα σου η καλή, σύρε, λεβέντη, σύρε.— Κι ανάμεσα του πέλαγου και τ’ ουρανού το μπρίκι του σύντριμμα, οϊμέ! κι ο θάνατος τον αργοναύτη πήρε.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

310 Κι εγώ θυμάμαι σαν εσένα, ύμνος υψώσου, ω θρήνε, πάντα ζει το κελάηδημα στο δέντρο της ψυχής μου.

Καλός, γιατί όμορφος και νιος κι αρχοντικός και πλούσιος, διαβάτης μέσ’ απ’ τη ζωή, μέσ’ απ’ τη γη περάτης, μά ηταν περάτης ρογιαστός για μακρινά σεφέρια. 315 Φτερό, σαΐτα και φωτιά τα τρία σημάδια του, άξια στης αρχοντιάς του τ’ άρματα να χρυσοσμαλτωθούνε. Στα ολόμαυρα κι ολόλαμπρα μεγάλα μάτια του όλες της νιότης του κι οι αποκοτιές καθρεφτιστές και οι χάρες. Με το τραγούδι αρχίνησε και με το στίχο πήρε 320 το πρώτο αγεροφύσημα προς τα πλατιά της ζήσης, του ήλιου πατέρα παινευτής και της νεράιδας κράχτης. Ύστερα, νά! διαφεντευτής του Λόγου για το Λόγο το φτερωτό που ο Δάσκαλος ο δράκοντας τα νιάτα και τα φτερά του τα ’τρωγε σε κρύο στενό μπουντρούμι. 325 Κι ύστερα η λύρα καταγής, πως πέφτει ωραίο παιγνίδι μέσ’ απ’ τα χέρια χαϊδευτού παιδιού βαριεστισμένου. Και ο λυριστής, αγωνιστής· τα χέρια τεντωμένα προς άγνωστους αστερισμούς, προς νιόφαντες νεράιδες. Κι αγκάλιασε την αργατιά και θάρρεψε τη φτώχεια, 330 κι είπε κι αυτός: —Χτύπα —κι εμπρός!— Λάμια είν’ η Πολιτεία, μα ω Πολιτεία μελλόμενη, για σε ο αγώνας, Μάνα!— Κι ύστερα πάει ταξιδευτής, γυρεύοντας ν’ αδράξει στα δυο του χέρια την αρχαία ψυχή Αντιγόνη, κάτου από τ’ αγγλοσαξονικό τ’ αραχνιασμένο φέγγος, 335 τι εξόριστη την ξάνοιξε στην ξενιτιά, εκεί όπου, Γνώμη, παλιό κρασί κερνάς, και γάλα αγνό, Σοφία! Κι ύστερα μιας βασίλισσας, μιας παθοπλανταμένης, μιας αποπαίδας της ζωής, παντοτινής πλανήτρας, του ονείρου αυτοκρατόρισσας, γίνεται ξάφνου σκλάβος, 340 και δουλευτής προσκυνητής μπροστά σ’ εκείνη στέκει, πώς στέκαν τα παιδόπουλα δεμένα από τα θάμπη, στα χρόνια τα ρομαντικά, μιας δέσποινας γητεύτρας προτού να πάρουν την ορμή σε καβαλιέρων άτια. Κι ύστερα εμπρός και πάλε εμπρός, πιο πέρα, αλλού, στην άκρη 345 ψάχτης χρυσοκυνηγητής προς τις Αλάσκες, όπου στης γης τις φλέβες, στα έγκατα των ποταμών ψαρεύεις το σβόλο από το μέταλλο τ’ ολάκριβο που κάνει τον υψωμό του ταπεινού, τη μοίρα των ανθρώπων. Κι ύστερα και με του Μαρτιού τα χελιδόνια πάλε 350 στα γονικά, στα χώματα τα τουρκοπατημένα, τυραννομάχας λευτεριάς πολέμαρχος αντάρτης, αίμα καινούριο στων παλιών ιδανικών τις φλέβες. Πάντα τον παραστέκονταν η θεά γοργή των έργων και στης ζωής του το χρυσό λιβανιστήρι μέσα 355 των ονείρων απότολμων έκαιγε το λιβάνι. Όσο που συνεπήρε τον και τ’ όνειρο του ονείρου, καραβοκύρη τ’ ουρανού στο φτερωτό καράβι. Μα τα επουράνια είν’ άφταστα, και χαλασμός το ανέβα, κι απάντησε στο δρόμο του τον κεραυνό, και πέφτει. 360 Αλαφρανέβασμα η ψυχή, βαριό κατέβα η σάρκα. Τη γλώσσα πρωτομίλητη που μίλησε μιλήστε του απάνου από το μνήμα του, σκαλίστε του ένα στίχο να του θυμάει τη μουσική της Λύρας που αγαπούσε: —Φτερωμένε, κι αν έπεσες, από ψηλά ο γκρεμός σου.—

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

365 Και πόσους είδα να χαθούν! Το πάτημά τους πόσοι περνώντας απ’ τον πύργο μου τ’ αλαφροσταματήσαν κι ανέβηκαν τη σκάλα μου και σα να γονατίσαν, ζητιάνοι με τη χαραυγή του χαμογέλιου εμπρός μου, με του χεριού το σφίξιμο, με κάτι, σαν του κόσμου 370 το βούισμα τ’ αξεδιάλυτο, που κρύβει λογής γλώσσες. Όλους τούς πήρε ο Χάροντας, κι όλους τούς ήπιε ο τάφος. Μ’ απιλογιέται ο Θάνατος, τον Έρωτα όταν κράζω.

—Πάει κι ο πρωτάρης ο θαμπός ο απολησμονημένος. Θρασά κι ας μου πρωτάνοιξε την πόρτα της αγάπης, 375 δειλά κι έφυγε κι έζησε, κι έξαφνα σβει και πάει, με νεκρικό στ’ αχείλι του βαμπάκι, τ’ όνομά μου.

—Πάει κι ο απλός κι ο ασκητικός μέσ’ από τ’ Αγιονόρος τεχνίτης, ο καλόγερος ο παραστρατισμένος με το δικό μου πρόσωπο της Παναγιάς ζωγράφος.

380 —Πάει κι ο λαμπρός που απόκοτα βουλήθηκε στη γη της από το πατημένο της και κουρσεμένο μνήμα τη θυρσοφόρα βακχική μαινάδα να σηκώσει, πάει κι ο λαμπρός που χάθηκε, μα πρόφτασε μια σπίθαν ιερής μανίας δραματικής στη στάχτη μου ν’ αφήσει.

385 —Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιο λαμπρός που ζούσε με το όραμα ημερόφαντον ανάστασης ώς πέρα μιας ομορφιάς ελλήνισσας, απάνου από τα λόγια, και που γοργά τη ζήση του που ζούσε ανάμεσό μας, και ξαφνικά την τράβηξε μέσ’ από μας και φεύγει, 390 καθώς τραβάς το χέρι σου να μη σου το μολέψει το χέρι κάποιου ανάξιου με το χαιρετισμό του.

—Του αμίλητου τα μάγια να χαλάσω; Στο βύθος μου καλά θαμμένος μένε, πώς να το πω, και πώς να το σωπάσω, 395 τρισμάκαρε και τρισχαριτωμένε! Να κλάψω; Εσένα; Εμένα; Ή να γιορτάσω; Βουνά και πέλαα τ’ όνομά σου λένε, κι αν είμαι αμαρτωλή ώς εσέ να φτάσω, της ψυχής μου οι πυρσοί για σε όλοι καίνε. 400 Κι ανίσως χρυσή σφράγιζε σφραγίδα προγονική από ξένης αντρειάς χώρα την ύπαρξή σου τη φτερουγοφόρα, βαθιορίζωτη μέσα σου η πατρίδα που είδες το φως και κάθε φως επήρες. 405 Μαύρες για με, χρυσές για σένα οι Μοίρες…

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Βραδιάζει…

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Κι όπως το παιδί, το φως τριγύρω του όσο κάνει τα πάντα γελαστά, παίζοντας με τα πάντα, παίζει κι εκείνο θαρρετό και ξέγνοιαστο και μ’ όλα, μα σα μουντώσει ο λιογερμός και πάρει να νυχτώσει, 410 κόβει και το παιγνίδι του και τα φτερά του κόβει, πάει μες στης μάνας την ποδιά να διπλωθεί, να γείρει…

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Πάω κι εγώ στο καλύβι μου. Τι εκεί με καρτερούνε με του βραδιού τα ισκιώματα, παραμονεύοντάς με βραδιού σαν ίσκιος ν’ απλωθώ κι εγώ και να γυρίσω, 415 μια γιασεμιά με καρτερά και μια περιπλοκάδα. Του καλυβιού μου τ’ άχαρου τα γυμνοπαραθύρια με τον Απρίλη ντύθηκαν και με το Μάη γελάσαν. Στριφοσκαρφάλωσε στου ενός τα κάγκελα, φυτάδι της έγνοιας της γυναίκας μου, σγουρό περιπλοκάδι. 420 Στου άλλου τη γάστρα φύτεψε της κόρης μου το χέρι την άσπρη βεργολυγερή, την ανθομικρομάνα με τα λιγόζωα τα παιδιά, σαν πεταλούδες άνθια. Και της περιπλοκάδας μου τα ολάνοιχτα λουλούδια με το κορμί τους ρόδινο και το κεφάλι μπλάβο 425 και σα διαφανοτύλιχτα, κορμιά, κεφάλια, μέσα σε κάποιο τρίψιλα υφαντό μενεξελί μαγνάδι. Περιπλοκαδολούλουδα, μέσ’ από σας, παλάτια, τριτώνων ηχούν άργανα, ξωθιών κοιτάνε μάτια. Και τώρα κι όπου να σταθώ κι όπου και ν’ ακουμπήσω 430 ματιές γαλάζιες με τρυπάν, και σα να με λιγώνουν από δροσάτα στόματα φιλιά τριανταφυλλένια. Κι όσα θα πάω να στοχαστώ τα φέρνει ο λογισμός μου σαν από χάιδια γιασεμιών ευωδιασμένα εμπρός μου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Κι εγώ πηγαίνω στο χλωμό ποιητή που με προσμένει 435 σε μιαν αρχαίαν ακουμπιστός κολόνα συντριμμένη, που με προσμένει στίχους μουρμουρίζοντας για να πεζολογά τη μοναξιά του, ώς τη στιγμή που θα σταθώ στο πλάι του, Μούσα και για τη σκέψη του και για την αγκαλιά του.