Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

6

Ήρθανε με λαούτα και μπαϊράκια, σάμπως για γάμους και για πανηγύρια, κορμιά, καρδιές, όλοι, αναμμένα θράκια·

ήρθαν τα παλικάρια χίλια μύρια. 5 Ήρθαν από καλύβια, από παλάτια, ήρθαν από σκολειά κι από αργαστήρια,

κι από του Θεσσαλού τα χλωρά πλάτια, κι απ’ το Μοριά που θησαυρός τ’ αμπέλια, κι από τ’ αρκαδικά στοιχειά, τα ελάτια.

10 Ήρθαν με τα τραγούδια, με τα γέλια. Κι απ’ των Εφτά Νησιών τα περιβόλια, κι απ’ τους Κορφούς που η πλάση στάζει μέλια.

Ήρθαν για τα σπαθιά και για τα βόλια, για το Χάρο είν’ ορθοί και για τη νίκη, 15 και για του λυτρωμού τ’ αραξοβόλια.

Ήρθαν, οι κυνηγοί! Παγάνα! Οι λύκοι. Ήρθαν αποκεί πέρα που ριζώνει παντού η ελιά κι ολόδροσα τα ρείκη.

Εκεί με του Μαρτιού το χελιδόνι, 20 κάθε χρονιά, και σαν αναγελάστρα, μνήμη αστραπή καιρών ηρώων θαμπώνει.

Ήρθαν από λιμάνια κι από κάστρα, από σας, του Αιγαίου σμαραγδονήσια, από τη γη που χαιρετάνε τ’ άστρα

25 με ολάσπρο φως τα εντάφια κυπαρίσσια. Ήρθαν κι από τα χώματα που βρέχει ο Ασπροπόταμος τα παλικαρίσια

κι ακόμα για να πνίξει Τούρκους τρέχει· κι από τη βιγλατόρισσα Άρτα πέρα, 30 και απ’ όπου μόνο ζει, για να παντέχει

της λευτεριάς ο σκλάβος την ημέρα. Ήρθαν κι από το Βράχο που είν’ η Αθήνα και κρατά στα φτερά ενός θείου αέρα

άρμη και δόξα από τη Σαλαμίνα. 35 Κι απ’ τις κορφές που λάμπουνε τα χιόνια, κι από τις αμμουδιές που ανθούν τα κρίνα.

Ήρθανε κι αποκεί που τα μιλιόνια δεν κοιμάνται, νυχτόημερα βροντάνε, και στων πορτοκαλιών τα χρυσά κλώνια

40 τα πουλιά σου, κάθε άνοιξη, μηνάνε, Κρήτη εκδικήτρα, δόξα σου καινούρια, Σφακιώτες και Λακκιώτες ροβολάνε

από μαδάρες και άπαρτα ταμπούρια. Του ήρωα πιστοί που αχολογάν ο Αδρίας 45 τ’ όνομά του και του πολέμου η Φούρια

ήρθανε στης γαλάζιας αρμονίας τη μητέρα, φέρνει ο καθένας τάμα τον κόκκινο χιτώνα της θυσίας.

Ήρθανε, δεν τους κράτησε το κλάμα 50 το μητρικό, το ερωτικό· κανένας· ήρθανε μοναχοί, ζευγάρια, αντάμα,

ήρθαν αρίφνητοι, όπως έρχετ’ ένας. Ήρθαν κι οι μακρινοί ξενιτεμένοι, καθώς γυρίζει ο άντρας που μιας γέννας

55 πρώτης χαρά αναπάντεχη προσμένει, ο άντρας καθώς γυρνά στο φτωχό σπίτι από την ξενιτιά που τονε δένει.

Του νέου άχανου κόσμου πια, μαγνήτη, δεν τους τραβάς, τα κύματα σα να ’ναι 60 φαριά τούς παν, του Ατλαντικού τα κήτη

πιο τέρατα οι καρδιές τα ξεπερνάνε. Ήρθαν για τη δουλειά και για τη σκόλη, προς τη φωτιά και προς τη φήμη πάνε.

Όρκε μεγάλε, εσένα ορκίζοντ’ όλοι.