Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στο καλοΐσκιωτο χωριό

Στο καλοΐσκιωτο χωριό βρεθήκαμε μια μέρα τ’ αγόρια, οι κοπελούδες, εγώ, η μητέρα· πλούμιζαν χιονάτες τον αέρα του Μάρτη οι πεταλούδες.

5 Στης εκκλησούλας γείραμε το πέτρινο πεζούλι για να ξεκουραστούμε, και χέρια που τα ρόζωσε σκληρά το μεροδούλι μας φέρανε να πιούμε.

Τη δίψα μας την έσβησε στο ίδιο το ποτήρι 10 το κρύο νερό απ’ τη βρύση, και μιας αυγής απόλαψες, ψυχή μας, πανηγύρι, και μιας δροσιάς μεθύσι.

Χωριατοπούλες θέρισαν για μας απ’ το κηπάρι μυρτιές και βιόλες πλήθια, 15 κι είδαμε το καμαρωτό και τ’ άσπρο πετεινάρι σα θάμα στ’ άλλα ορνίθια.

Από της χλόης νοτίζεται τους δροσοσταλαχτίτες το γοργοπέρασμά μας, και μες στα κρεβατάκια τους ξυπνάει τις μαργαρίτες 20 διαβάτρα η συντροφιά μας.

Ολανθιστή η βερικοκιά και σαν τριανταφυλλένια κι ασάλευτα τα πεύκα· και νά την ολοτρέμουλη και νά την ασημένια κι ασύγκριτ’ είναι η λεύκα.

25 Οι παπαρούνες πύρωναν το πράσινο χωράφι τ’ απάτητο, και οι κρίνοι τρέμουν τον ήλιο και κρατούν την ευωδιά, και οι τράφοι βλαστάρια είχαν και κείνοι.

Βαθιά λιγνοζωγράφιστα γύρω βουνά γεράνια, 30 και πέρα του ελαιώνα τα πυκνερά τα ισκιώματα, κι από τ’ αδρά πλατάνια μιαν άλλη αγνάντια εικόνα.

Η ρεματιά κατάβαθη και απόγονη στ’ απόσκια, κρυψώνες και θαλάμια 35 και φράχτες λυγερόηχους και δροσισμένα κιόσκια της πλέκουν τα καλάμια.

Εκεί που είν’ όλα μέσα της απλόχωρα, μεγάλα, σα να την καίει μια λύπη για το νερό που το διψάει και που το χαίρουντ’ άλλα 40 ποτάμια, και της λείπει.

Και σα δεμένο το νερό ρέει το νερό μια στάλα σε στενεμένο αυλάκι, εκεί που είν’ όλα μέσα της απλόχωρα, μεγάλα, το δέντρο, το χαράκι.

45 Και την πατάν· δεν κόβει πια το πέρασμα του ανθρώπου, σαν ποταμιά, σα φίδι· του μοναξιώτ’ είναι σκεπή, φωλιά του χαροκόπου, και του παιδιού παιγνίδι.

Στη στεγνή κοίτη στρώσαμε ξεφάντωσης τραπέζι 50 με μια ψυχή παιδούλα· στην άρπα απάνου των κλαδιών κομμάτι αγάπης παίζει μια μουσική πνοούλα.

Και τρέξαν κόρες και παιδιά κι ένα κυνήγι στήσαν, κι ήταν ορμή χαλάστρα, 55 και λύθηκαν ξανθόμακρα μαλλιά και κυματίσαν σα φλάμπουρα σε κάστρα.

Οι δυο μας, η μητέρα, εγώ, σαν παραμερισμένοι κι από τους άλλους χώρια βουβά ακλουθούσαμε με μια ματιάν αφαιρεμένη 60 την τρέλα την πανώρια.

Ήταν ο νους μου εμένανε σε μιαν υδρία στου τάφου τα χώματα στημένη και που χορούς απάνω της το χέρι ενός ζωγράφου και νύφες ανασταίνει.

65 Στην άκρη του έρμου πηγαδιού κι εσέ ηταν ο αέρας, κι εσέ, μητέρα, η όψη στην ώρα του χινόπωρου το φέξιμο της μέρας που η χειμωνιά θα κόψει.

Και στο σπιτάκι πήγαμε· τα βάτα έχει για ζώνη 70 και τις μοσκιές για ντύμα και ρίζωσε στην πόρτα του βαθιά και σκαρφαλώνει στον τοίχο του ένα κλήμα.

Ήτανε κούρβουλο άχαρο γυμνό χλωρό το κλήμα, κάτι ξερό που ρεύει 75 και δεν υποψιάζοσουν πως της ζωής το κύμα στα σπλάχνα του σαλεύει.

Κι ο νοικοκύρης γέλασε και μού ειπε· «λίγο ακόμα και το παλιό αυτό ξύλο τ’ άδειο που το καταφρονάς θ’ αναστηθεί με χρώμα 80 και θ’ απλωθεί με φύλλο.

Θά ’ρθει μιαν ώρα αρίφνητος καρπός να το μεστώσει, μελίχλωρα σταφύλια, κι όλοι θα το ματιάζουνε, γειτόνοι, ξένοι, πόσοι! και θα τους τρώει μια ζήλια.

85 Ζητώντας ο ένας θα ’ρχεται να τα μοσκαγοράσει και να τ’ αρπάξει ο άλλος, και δε θα μένει χωριανός γι’ αυτά να μην περάσει, κι ο πόθος τους μεγάλος.

Όλος ο κόσμος γυρευτής· κι εγώ θα πω του κόσμου: 90 «Αδέρφια μου, σταθείτε! Χαρά μου είναι το χάρισμα, δικός σας ο καρπός μου· και πάρτε κι ευφρανθείτε!»

1906