Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Φθινόπωρον

Μ’ αρέσει το φθινόπωρο που αλλάζει στην αράδα θωριές η φύσις κι η ψυχή καημούς με γληγοράδα, που πριν χορτάσεις σύννεφα, κακό κι ανεμοζάλη, πάλι γελά ο ουρανός, ο ήλιος, τ’ ακρογιάλι, 5 που τώρα ίσκιο λαχταράς, περίπατο κι αέρι, και τώρα ζέστη σε γωνιά μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Χειμώνας και καλοκαιριά τ’ αταίριαστο ζευγάρι, γεννήσαν το φθινόπωρο, μονάκριβο καμάρι· το γέλιο έχει της μάνας του, του γέρου του τα φρύδια, 10 κι οι δυο το θρέφουν με φιλιά και χάιδια και στολίδια.

Τί έρμο που επέρασα χειμώνα στη γωνιά μου! Κρύβαν τον ήλιο σύννεφα και πάγοι την καρδιά μου· μα μόλις ήρθ’ η άνοιξη, ρόδα γεννά στους κήπους και στην καρδιά μου ενός καημού τους πρώτους δειλούς χτύπους. 15 Το καλοκαίρι έφθασε τα ρόδα να μαράνει, μα της καρδιάς μου τον ανθό χλωρότερο τον κάνει, και στην αυγή και στη βραδιά, στο δάσος, στ’ ακρογιάλι εσκόρπισεν αχόρταστα τα εύοσμά του κάλλη. Και τώρα το φθινόπωρο με κάνει και δακρύζω 20 και με τα περασμένα μας τους στίχους μου στολίζω.

Ο ουρανός φορέματα φορεί μαυροβαμμένα, και κλαίει το καλοκαίρι του που τὄφυγε στα ξένα· με τα φτερούγια του ο βοριάς σκορπά τα δάκρυά του, μα ιδές πώς είν’ ολόφρεσκη η εξοχή εκεί κάτου! 25 Τον κήπο μου, από άνθινα λογιών πετράδια στρώμα, μου τον επλούτισ’ η βροχή και με διαμάντι’ ακόμα. Μπροστά απ’ το παραθύρι μου περνά γοργά μια κόρη που κάτου από το μαύρο της βαρύ επανωφόρι ακόμα με τριανταφυλλί φουστάν’ είναι ντυμένη. 30 Τί έμορφα της φύσεως την όψη παρασταίνει!

Μονάχοι στον περίπατο θα βγούμε μιαν ημέρα, κι αλάργα θα τραβήξουμε, πέρ’ απ’ το ρέμα, πέρα· εκεί που θα γυρίζουμε βροχούλα θα μας πιάσει, θ’ αρχίσουμε το τρέξιμο, κι όποιος τον άλλο φτάσει· 35 μα νά μπροστά μας βρίσκεται μοναχικό καλύβι και κρύβει το ταιράκι μας κι απ’ τη βροχή μάς κρύβει. Σ’ ένα σκαμνάκι, αγάπη μου, τα δυο θα στριμωχθούμε, και τόσο ωραία όνειρα θα βλέπουμε, θα ειπούμε, που θά βρει πάλι ο ουρανός το γαλανό του χρώμα, 40 κι εμείς τυφλοί κι εμείς κουφοί, θα κελαηδούμ’ ακόμα.

Σα γάστρα πὄχει επάνω της λουλούδια ένα πλήθος κι ακόμα δεν εστόλισαν ούτε μαλλιά, ούτε στήθος, γιατί δε βρέθηκε γι’ αυτά χεράκι να τα κόψει, κι εκεί θα χάσουν άδικα τη δροσερή τους όψη, 45 βαθιά βαθιά η καρδούλα μου πόσα κρατεί για σένα λογάκια, όρκους, δάκρυα και γέλια μαζωμένα, και πόσα όνειρα, χαρές, παράπονα, ενθυμήσεις, που καρτερούν τόσον καιρό εσέ να τα θερίσεις. Έλα, και ξέρω ν’ αγαπώ, έλα προτού — τί κρίμα! — 50 χαθούν για πάντα μέσα μου, κι η γάστρα γίνει μνήμα.

Πόσα τραγούδια έχασα ζεστά, καρδιά γεμάτα μέσα σε κάλλη άκαρδα, σε χιονισμένα νιάτα! Και τώρα τρέμω, ντρέπομαι για σε να ξαναρχίσω τους ίδιους αναστεναγμούς, τους ίδιους ήχους πίσω. 55 Ναι· τρέμω μην εγράφθηκε, καθώς η χειμωνάνθη που βγάζει μες στη χειμωνιά τα ζηλευτά της άνθη, ναι, τρέμω μην εγράφθηκεν από ζηλιάρα τύχη να πέφτουν πάντα σ’ ασχημιές οι έμορφοί μας στίχοι. Και ντρέπομαι με φόρεμα λευκό, μα φορεμένο, 60 να ντύσω της νυφούλας μου τη νιότη την παρθένο.

Στην ακριβή του θάλασσα ο ήλιος θα βουτήσει και στέκω την αχόρταστη να καμαρώσω δύση· κι αντί για ροδοσύννεφα, θαμπώνουν τις ματιές μου αέρινα φαντάσματα, οι αγάπες οι παλιές μου· 65 όλες μαζί, χιλιόχρωμο μπουκέτο από κάλλη! Αυτή με βλέπ’ ηδονικά, και παγωμένα η άλλη, εκείνη με τα δάκρυα, η υστερνή με ζήλια, και μια με γέλιο Σατανά στ’ αγγελικά της χείλια… —Παρθενικό μου μέτωπο, γιά πρόβαλε μπροστά τους, 70 να ξημερώσει κι οι νεκροί να παν στα μνήματά τους.

Σεπτέμβριος 1881 *