Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η Εδίθ από τον Ηeine

Ο Γούμενος βαθιά αναστέναξε, πικρό το μήνυμα, ξεσπάει: Στον πόλεμο έπεσε —αχ!— ο βασιλιάς ο Αρόλδος άδικα και πάει.

5 Και δυο καλόγερους ξαπόλυσε, το βασιλιά για να γυρέψουν, ανάμεσα στα πλήθια πτώματα νεκρό να τον περιμαζέψουν.

Θλιμμένοι φεύγουν οι καλόγεροι, 10 πίσω γυρίζουνε θλιμμένοι: «Κακός ο κόσμος, άγιε Γούμενε, και πια η χαρά μάς είναι ξένη.

»Ο καλός πάει κι ο χρυσός άνθρωπος, νικούν οι μπάσταρδοι, οι φονιάδες, 15 κλέφτες τη χώρα τη ρημάζουνε, σκύβουν οι ελεύτεροι, ραγιάδες.

»Ψειριάρης νορμανός, το κάθαρμα, στου Βρετανού το νησί νά τος λόρδος! Χα! Ώς κι ένα ράφτην είδαμε! 20 Καβάλα! Χρυσοσπιρουνάτος!

»Τρομάρα του όποιος στέκει Σάξονας! Κι εσείς ακόμα φυλαχτείτε, στους ουρανούς όσοι άγιοι Σάξονες, κι αυτού μπορεί να ντροπιαστείτε!

25 »Βλέπουμε τώρα τί προφήτευε μέσα στη νύχτα ο ταξιδιάρης κομήτης ματωμένος που έτρεχε σε πυρή σκούπα καβαλάρης!

»Για μας το μήνυμα ήταν, κι έστρεξε 30 του κακού τ’ άστρο… Πέρα ώς πέρα στον κάμπο πήγαμε και ψάξαμε μες στα κουφάρια εκεί όλη μέρα.

»Ζερβά, δεξιά, παντού γυρίσαμε του κάκου, από την αυγή ώς το βράδυ, 35 πάψαμε σα μας πήρε η απελπισιά· δεν ήβραμε ένα του σημάδι».

Μιλήσαν έτσι. Πέφτει ο Γούμενος βαθιά σε συλλογή. Σωπαίνει. Χτυπάει κι αυτός τα χέρια, ανέλπιδος 40 αναστενάζει. Τέλος κρένει:

«Αγνάντια στο χωριό, κατάμεσα στο δάσος, τη ζωή της κρύβει μέσα η Εδίθ η κυκνοτράχηλη σ’ ένα ρημάδι, ένα καλύβι.

45 »Εδίθ τη λέγαν Κυκνοτράχηλη, γιατί ήταν κύκνειος ο λαιμός της· νια ήταν κι ωραία, την είδε ο Βασιλιάς, νά!, ερωτοχτύπητος εμπρός της.

»Αγάπες, χάιδια, φιλιά… Κι ύστερα 50 παρατημένη, ξεχασμένη. Δεκάξι χρόνια πάνε ολάκερα… Πώς ο καιρός γοργοδιαβαίνει!

»Αδέρφια, σύρτε, πάρτε την, μ’ αυτή στον πολεμόκαμπο γυρίστε, 55 μάτι γυναίκειο θα μπορεί να βρει το που να βρείτε ανήμποροι είστε.

»Κι ύστερα φέρτ’ εδώ το λείψανο, και όλα, το ξόδι του, η ταφή του χριστιανικά να του γενούν· και να 60 του ψάλουμε για την ψυχή του».

Πάνε οι καλόγεροι, μεσάνυχτα φτάνουν, χτυπούν τη χαμοκέλα: «Ξύπνα Εδίθ, ξύπνα, η κυκνοτράχηλη, κάμε φτερά, μαζί μας έλα!

65 »Ο Νορμανός ο δούκας νικητής του Βασιλιά μας, δυστυχιά του! Νεκρός και ανεύρετος, και κείτεται στον πολεμόκαμπο εκεί κάτου.

»Του κάκου εμείς τονε γυρέψαμε 70 μες στα περίσσια κορμιά. Δράμε το Βασιλιά να βρούμε, ο Γούμενος το πρόσταξε, να του τον πάμε».

Κι η Εδίθ η κυκνοτράχηλη, έτοιμη! Δρόμο! Μιλιά δεν ξεστομίζει. 75 Μπροστά οι καλόγεροι. Τα γκρίζα της μαλλιά ο αγέρας τα ανεμίζει.

Μες στα βαλτόνερα ξυπόλυτη σκίζουν τα πόδια της τα βάτα… Ξάφνου της κόβει ο πολεμόκαμπος 80 προς το ξημέρωμα τη στράτα.

Σώνεται λίγο λίγο η καταχνιά που, λευκό σάβανο, σκεπάζει τον κάμπο· κι αποπάνου ο κόρακας λαός γυρνά και απαίσια κράζει.

85 Κουφάρια χίλια μύρια ανάκατα, γδυμένα, αγνώριστα, συντρίμμια, κομματιασμένα, αφανισμένα, απανωτά πλάι στων αλόγων τα ψοφίμια.

Στο αίμα πατάν της Κυκνοτράχηλης 90 Εδίθ τα πόδια. Πώς κρατάει τα μάτια καρφωτά. Απ’ τα μάτια της πώς η ματιά, σαϊτιά, πετάει!

Εδώ, εκεί, πάει, γυρεύει, διώχνει τα με κόπο τα που μυρμηγκιάζουν 95 κοράκια λιμασμένα. Πίσω της οι καλογέροι λαχανιάζουν!

Ψάχνει όλη μέρα, η νύχτα απλώνεται… Κι έξαφνα σκίζει τον αέρα μέσ’ απ’ τα σπλάχνα της ξεφεύγοντας 100 φωνή στριγκιά, σκουσμός, φοβέρα.

Εδίθ, τον ήβρες, Κυκνοτράχηλη! Νά ο ρήγας! Νά το λείψανό του! Λόγο δε λέει, δεν κλαίει, μα ολόγειρτη φιλεί το αχνό το πρόσωπό του,

105 φιλεί το μέτωπο, το στόμα του, σφιχταγκαλιάζει το κορμί του, φιλεί στο στήθος του κατάσαρκα τη ματωμένη την πληγή του,

και ξεχωρίζει —ω, νά!— στον ώμο του 110 και τα ρουφάει με τα φιλιά της τρία σημαδάκια του καλού καιρού, το ερωτικό το δάγκωμά της.

Στο μεταξύ γύρω οι καλόγεροι κλαδιά απ’ τα δέντρα κόβουν, φέρνουν, 115 τα κλαδιά κάνουν κάσα νεκρική, το Βασιλιά μέσα εκεί γέρνουν.

Στο μοναστήρι τον πηγαίνουνε μνήμα να βρει. Πιστή και ακόμα και πάντα Εδίθ η Κυκνοτράχηλη 120 στον έρωτά της, που ήταν πτώμα.

Το νεκρό ψέλνει κατανυχτικά. Στη νύχτα η παιδική φωνή της ηχεί γοερά. Πίσω οι καλόγεροι, σιγαλοψέλνοντας μαζί της.

17 του Απρίλη 1921

[Heine, Heinrich]