Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

13
Τα κοράκια

Γιασεμιά, και κοράκια. Και των άσπρων ο αφρός και του μαύρου η φοβέρα πάντα εντός μου κι εμπρός.

Με τα ολόανθα νιάτα, με το νου το γοργό, περπατούσαμε ο φίλος κι εγώ.

5 Μες στα βράχια, στα ράχια, στα τραχιά, στα γυμνά, κι όπου υψώματα κι όπου γκρεμνά.

Όλα ξέσκεπα γύρω κι όλα χέρσα, ερημιά. Μήτε δέντρο, ούτε σύγνεφο· μια

σιγαλιά και μια γύμνια· γης, αγέρα, ουρανού 10 μες στους κόρφους του αχνού δειλινού

βουβό φώλιασμα, σάμπως για να κλάψουν μαζί κατιτί που είχε πάψει να ζει.

Ποιός με φέρνει εκεί πέρα στο φευγάτο καιρό που με βήμ’ αλαφρό, σα φτερό,

15 με τα ολόανθα νιάτα, με το νου το γοργό περπατούσαμε ο φίλος κι εγώ;

Εγώ μέσα μου ζούσα με λαχτάρα κρυφή μια χαρά, μια τροφή, μια τρυφή,

μια χαρά, πλάσμα ολάσπρο με χιονάτη στολή, 20 —Μακρεμένη μου αγάπη δειλή!—

μιαν αγάπη, μια ιδέα, μια ευωδιά, μια στιγμή, μια ζωή, σαν εσέ γιασεμί,

που προσεύχετ’, ελπίζει και πιστεύει, ψυχή, και είν’ ολάκερη μια παντοχή.

25 Και στο μπράτσο μου ο φίλος, α! τί ολόδροση ορμή! το γιομάτο ακουμπώντας κορμί,

κοίταε πώς τη βαθιά μου βραδιανή συλλογή να την κάμει σαν ξάστερη αυγή.

Κελαηδούσε το γέλιο μες στο στόμα του ω! πώς! 30 Και κανένας δεν είναι σκοπός

τραγουδιού σαν το λόγο μουσικός που κυλά, όταν πλάι μας ο φίλος μιλά.

Και ή φερτές απ’ τα βάθη της ενθύμησης, ή φαντασιάς ζωντανεύτρας χρυσοί

35 σπόροι, πλήθια ιστορίες από κείνον, κλαδιά χλωροφούντωτα μες στην καρδιά!

Ξάφνου μέσ’ απ’ τα βράχια τα τραχιά, τα γυμνά, κι απ’ τα υψώματα κι απ’ τα γκρεμνά

στ’ άδεια του ήσυχου αγέρα, στα θαμπά του βραδιού, 40 νά! Ουρανόδρομου, ποιού κοπαδιού;

κοπαδιού σκληρού κράχτη, και σπαράχτη βραχνά το κατάμαυρο πέταμα, νά!

Τα κοράκια. Πού πάνε; Ποιός χαμός ή ποιά βρόμα, ή ποιού αϊτού να τους μύρισε γιόμα,

45 κι ό,τι αυτός μακελάρης αφού σφάξει, σπαράξει, και το αίμα του πιει, και πετάξει,

με το ψόφιο αποφάγι λαός πλακώνουν εκείνα για να σβήσουν την άσβηστη πείνα;

Α! πού πάνε; Ποιά τρύπα να ζητάν για ποιόν ύπνο; 50 Από ποιό να γυρίζουνε δείπνο;

Από σπήλιο σε σπήλιο κι από ράχη σε ράχη τα τραβάει ποιό γιατάκι ή ποιά μάχη;

Να ρημάξουνε τρέχουν τον οχτρό τους το γκιόνη; Ποιά βουλή πονηρή τα φτερώνει;

55 Πώς το σκούσμα τους πέφτει, και μαχαίρι και σφύρα· ποιού αηδονιού θα συντρίψει τη λύρα;

Και περνάνε και πάνε. Κι ένα πένθιμο βράδυ, πρώιμο βράδυ, σκορπάει το κοπάδι.

Αιματόχαρες φάρες, μυστικοί καλογέροι 60 πώς θολώνουν το διάφανο αγέρι

σα με απόφασην όπου τύχει ορθά να είν’ ακόμα σε ναό μια Αφροδίτη, ή σε σώμα

μια ομορφιά, να τα βρίσουν το ναό και το σώμα, μολεμένα ρημάδια στο χώμα.

65 Μόνο πλάι μου ο φίλος, και κριτής, μα του κάκου, ξασπριστής και του μαύρου κοράκου,

τι έβλεπ’ όλα της πλάσης ταιριασμένα, όμοια, ιδέα, κι όσα είν’ άσχημα, κι όσα είν’ ωραία.

Και κριτής του κοράκου που πατά στον αιώνα 70 και της γνώσης φορεί την κορόνα,

τι ένα βιος η ζωή του, και το βιος του από χρόνια, και σα θεία του χαμού καταφρόνια,

και δεν είναι από σάρκα· λες, τον έχει δουλέψει ποιός χαλκιάς; και του ανοίγει τη σκέψη,

75 και στα μάτια του μέσα, λαμπυράδα ατσαλένια, μια κρυφή, μια βαθιά δέρνετ’ έννοια,

και τα μάτια του σέρνουν κι η ύπαρξή του μαγνήτες, θεοφόρους ποιητές και προφήτες.

Μα του κάκου τα εγκώμια και σοφά τα κοντάκια, 80 προς εσάς, λιμασμένα κοράκια!

Από τότε όποιες έγνοιες κι όποιες ζωές με κρατούν, τα κοράκια μπροστά μου πετούν.

Τα κοράκια στα σπλάχνα, τα κοράκια στο νου τα πλατιά σκίζουν κάποιου ουρανού.

85 (Γιασεμιά, και κοράκια, και των άσπρων ο αφρός και του μαύρου η φοβέρα πάντα εντός μου κι εμπρός).

Κι αλαφιάζομαι, στέκω και ρωτιέμαι: —Πού πάνε; Ποιός νεκρός τα καλεί; Ποιόν θα φάνε;

Από σπήλιο σε σπήλιο κι από ράχη σε ράχη 90 τα τραβάει ποιό γιατάκι, ποιά μάχη,

στο ναό ποιά Αφροδίτη, ποιά ομορφάδα στο σώμα, να τα γείρουν ψοφίμια στο χώμα;

Ποιά κοράκια σε φάγαν, άσπρη μ’ άσπρη στολή, μακρεμένη μου αγάπη δειλή;

95 Και πώς λείψανο στέκεις για κοράκου βορά στην καρδιά μου πια, φίλε, τ’ Απριλιού μου η χαρά;