Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

11
Tess D’Urbervilles


Στο μεγάλο τον Άγγλο Thomas Hardy
που την έπλασεν, ηρωίδα μιας ιστορίας του.

Τ’ όνομά σου το ξένο κι αν αλλόκοτα ηχεί, Τες, ω Τες Ντουρμπερβίλε, μουσική σου η ψυχή.

Τα μεγάλα σου μάτια, (γιουλιά; μαύρα; μαβιά;) τ’ ουρανού το δοξάρι μέσα φέγγει σ’ αυτά.

5 Τα μεγάλα (τα μαύρα; τα μαβιά; τα γιουλιά;) μάτια εφτάψυχα εντός μου, σαγιτεύτρα λαλιά.

Διαλεμένη του πόνου, σκλάβα, θύμα, κυρά, στη ζωή δακρυοβρύση και στην τέχνη χαρά.

Και χαρά στον πατέρα, στο ζωγράφο Ωσαννά! 10 Κι αν της πίκρας προφήτης, γλύκα, εσένα γεννά!

Με το αίμα σου βρέχεις, όπου τρέχεις, τη γη, όπου στέκεις ψηλώνεις· ποιός θεός σ’ ευλογεί;

Κανείς θεός. Άγριας μοίρας προσταγή, τρισαλιά! Και τ’ αγνό σου το χέρι που το δέρνει η δουλειά

15 και μυρώνει το η πίστη, ποιά βουλή, ποιά απονιά σου αρματώνει το χέρι με μαχαίρι φονιά;

Α! η σκληρή κι η εκδικήτρα που σε σβήνει ποινή δεν μπορεί να τη σβήσει τη στερνή, την τρανή,

τη λιγοήμερη χάρη, τη χαρά του φιλιού 20 στου καλού σου τον κόρφο, φέγγος άσβηστου ηλιού.

Δουλεμένη σε βάθος μαύρο, εικόνα χρυσή, όσα τίμια σε ξέρουν, ό,τι πάσχει είσ’ εσύ!

Των ειδώλων της πλάστρας Φαντασιάς η εκκλησιά διάπλατη άνοιξε, μπήκες με σεμνή φορεσιά,

25 με τ’ ανθρώπινα, με ό,τι καθαρό, ταπεινό, δειλό, πάει πέρ’ απ’ τ’ άστρα του θνητού τον αχνό.

Και γυναίκα και ιδέα και όχι ξένη· αδερφή! στα Ηλύσια των ίσκιων ω μακάρια κορφή!

—Μα ο θνητός λύκος είναι του θνητού· τα έθνη, οχτροί· 30 τη ριπίζουν τη φλόγα φυλές, τόποι, καιροί.

Των εθνών την αγάπην η αιματόπνιχτη γη τηνε κράζει, ονειρεύτρα· μα δεν έρχεται, αργεί.

Των εθνών την αγάπη την πλατιά, πιο ιερή κι απ’ της άγιας πατρίδας τη λαχτάρα, μπορεί

35 των εθνών την αγάπη και τη φέρνει στη γη το τραγούδι του Λόγου και της Τέχνης η αυγή.