Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στ’ άρματα


Κι ο πόλεμος ο κόκκινος πόλεμος είναι
το τραγούδι που πάω τραγουδώντας
μέσ’ από τους δρόμους σου, Πολιτεία!

Whitman («Τυμπανοκρουσίες»).

1.

Στ’ άρματα! Εμπρός, ολόρθοι, φτερωμένοι! Παρατήστε της δάφνης τα κρεβάτια που να σημαδευτούνε δεν προφτάσαν απ’ τα κορμιά σας.

5 Από της Κρήτης τα νερά ώς τον κόρφο το θεσσαλονικιώτη προς τον Αίμο το σάλπισμα το μέγα το σαλπίζει ΣΑΛΠΙΧΤΗΣ, βράχος.

Και σαν τον έρμο αντίλαλο κρυμμένο 10 στα ολόβαθα του σπήλιου που δεν είναι παρά από μύρια στόματα ένας ίσκιος για να πληθαίνει

την ξένη τη φωνή που την αδράχνει και μας την ξαναρίχνει στοιχειωμένη, 15 κι εγώ ειμ’ αχός κι απ’ την ερημιά μου κράχτης: —Εμπρός! Ολόρθοι!

Χλωροί της αγριλιάς οι ολύμπιοι κλάδοι, χαύνος ακόμα δε σας τσάκισε ύπνος, λάμπουν ακόμα, πεινασμένου λύκου 20 τα όπλα σας μάτια.

Στα κούρβουλα τα ρόδινα σταφύλια τον τρυγητή λαχταριστά προσμένουν, γέρνουν οι ελιές τ’ ασημωμένα κλώνια στο ραβδοκόπι

25 του μαζωχτή υποταχτικά· στα δάση τα βαλτινά, τα βαλανίδια κρέμουντ’ έτοιμ’ απ’ τις αδρόκορμες μητέρες να χωριστούνε.

Μαζωχτές, θεριστάδες, νά! Σας κράζουν 30 τρύγοι πυρροί, μαζώματ’ άλλα, μαύρα. Στα παιδιά τα ραβδιά και τα καλάθια και στις γυναίκες!

Του σταφυλιού αν ορέγεστε το αίμα και τον καρπό του λιόφυτου αν ποθείτε, 35 γλυκά, μεστά, καιρούς και χρόνια, πλούσια να τα χαρείτε,

και σα Θεού σκέπη, σαν ευκή πατέρα φουντωμένο και κατοχρονισμένο τον ίσκιο του το ιδρύ να σας απλώνει,— 40 Στ’ άρματα! Ολόρθοι!

Στο καλό, ροδομέταξα του πόθου, του κάματου φωτιά, δροσιά της σκόλης. Του πολέμου η Κατάρα (Εμπρός! Ολόρθοι!) τον κόσμο ορίζει.

2.

45 Του πολέμου η Κατάρα κι αν ορίζει τον κόσμο, ο κόσμος μοίρα είναι των άξιων· δεν είν’ όσων, αλόγατα αφρισμένα, δέρνονται, τρέχουν

από το πρόγκισμ’ άβουλα, τα πάντα 50 σα να καταφρονάν, τι δε νογάνε, την προσταγή οι καιροί που την ακούνε, κι αυτοί ν’ ακούσουν.

Και μήτε ο κόσμος είναι όσων καρφώνουν τη ματιά τους θολή, του ονείρου μπαίγνια, 55 προς τον άγγελο κάποιας ανθρωπότης που είν’ όλοι αδέρφια.

Ο κόσμος είν’ εκείνων όσοι ξέρουν πιστοί να ζουν του κυβερνήτη Νόμου και προς του Νόμου βλέποντας το χέρι 60 που δείχνει, υπάκουοι,

τη δύναμη να παίρνουν που τον κάνει σαν αφέντης τον άνθρωπο ν’ αξίζει, και λεν και στου πολέμου την Κατάρα: —Βλόγα μας, θεία!—

65 (Καλόβολες εδώ ήταν και οι Κατάρες, μέλι τις φέρναν και καλοσυνεύαν. Έκαιες, βωμέ, στη γη της αρμονίας ώς και για κείνες).

Δροσονήσια, της Ήπειρος κλεισούρες, 70 ρουμελιώτες δρυμοί, γιαλοί μοραΐτες, μακεδονίτες ποταμοί, ένα βούισμα, θεσσαλοί κάμποι!

3.

Των Αθηναίων οι Κόδροι και της Σπάρτης οι Λεωνίδες, κι εσείς, πατέρες, που όλο 75 φέγγετε με το φέγγος των πνεμάτων καταμπροστά μας,

παραμερίστε! Και των Αλεξάντρων οι δρόμοι στους Βουκέφαλους απάνου, το πέταμα στη ράχη των Πηγάσων 80 που ξεπερνάτε,

σταματήστε. Κι εσείς, προσκυνητάρια του μαραθώνιου κάμπου, σκεπαστείτε, σώπασε, κύμα από τη Σαλαμίνα, βούισμα αιώνων.

85 Και κλείστε τα στ’ ανήλιαγα σκολειά σας, στα θλιβερά σας κρύα Μουσεία κλειδώστε των άφταστων πατέρων τις εικόνες και τα βιβλία.

Και τα λείψαν’ αφήστε και τους τάφους 90 και τους αρχαίους ναούς να χορταριάσουν, ελεύτερα, νυχτόημερα, κονάκια στα κλαψοπούλια.

Κι αν της Πόλης το λάβαρο φαντάξει στα μάτια σας μαζί με την κορόνα 95 τη δικέφαλη των αυτοκρατόρω, μην αλαλάχτε!

Κι αν της αυγής οι κλέφτες κι αν της νύχτας οι αρματολοί με του Μοριά το Γέρο στο διάβα σας αδειάσουν τα μακρόλι- 100 γνα καριοφίλια,

κι εσείς αδειάστε τα κοντά τουφέκια στο διάβα σας και βρονταποκριθείτε με τα κανόνια, θάμασμα στα χέρια και των Κυκλώπων.

105 Και πέστε: Δραγατσάνι, Δερβενάκια, της Αράχοβας νίκη, Μισολόγγι, Τριπολιτσά, Σταυρέ ορθρινέ υψωμένε της Άγια Λαύρας!

Αφήστε μας ελεύτερο το δρόμο, 110 φαρδύ, γυμνόν, ολάδειο. Τόπο! Τόπο! Τι με βιος θα ντυθεί και θα γιομίσει κατάδικό μας.

Το δρόμο εχτές περάσαμε, οδηγήτρες οι σπίθες απ’ τα πέταλα του αλόγου 115 Σου, ΒΑΣΙΛΙΑ μάς φέγγανε· τον ίδιο το δρόμο πάλε

θα διαβούμε, θα πάμε ακόμα πέρα, θα σε ντύσουμε κόκκινα, Μαρίτσα, κι απάνου στα λαγγόνια της Ροδόπης 120 θα κοιμηθούμε.

4.

Για τα γιουρούσια, για τα μετερίζια καπεταναίοι και βίγλες μας θα στέκουν τα τωρινά ολοζώντανα τ’ αδέρφια των περασμένων,

125 των πεθαμένων περασμένων (όσο κι αν ολότελα οι νεκροί δεν πεθαίνουν, όσο κι αν είναι γύρω μας φωτοΐσκιοι τα περασμένα).

Των περασμένων και των πεθαμένων 130 τα τωρινά ολοζώντανα τ’ αδέρφια με τα μάτια τα ολάνοιχτα, με το αίμα που ρέει σε σάρκα,

τ’ άξια τα κατορθώματα που σβήνουν την ιστορία μιαν άλλη για ν’ ανάψουν· 135 στου Έθνους το στόμα ανάστασης τροπάρι τα ονόματά τους.

Τ’ άξια τα κατορθώματα, οι χαρές μας, μες στην καρδιά και μες στη θύμηση όλα θησαυρισμένα και ξεχειλισμένα 140 για να τα παίρνεις

από καρδιά και θύμηση, όπως παίρνει με της φούχτας του τ’ άπλωμα ο διαβάτης από το ξέφραγο αφύλαγο χτήμα τα ώριμα φρούτα.

145 Τα τωρινά ολοζώντανα· από κείνα των κανονιών τα στόματα μουγκρίζουν ακόμα, μουγκρητά θεριών, την πείνα κι αφού χορτάσουν.

Τα τωρινά ολοζώντανα· από κείνα 150 κρατάει της μπαγιονέτας μας η λόγχη γυάλισμ’ ακόμα, πέλαο που σαλεύει και μερωμένο.

Από τα Σαραντάπορα ώς τις Κρέσνες μ’ όσα ρέματα οι Στρούμες κατεβαίνουν 155 και ξεχειλίζουν τα Βαρδάρια· μ’ όσα Πίνδοι, Μπαλκάνια

διάσελα και φαράγγια και ρουμάνια γιορντάνια τους φορούνε και άρματά τους, (Βοηθήστ’ εσείς, του Παρνασσού, του Ολύμπου 160 πουλιά, πνοές, ήχοι!)

κάποιο τραγούδι να χυθεί γυρεύει, κι όχι από λάβρο Πίνδαρο αϊτός ύμνος· Ομήρου γαληνού επικό ποτάμι σε μια Ιλιάδα.

5.

165 Σα βολικές ψυχούλες που δε ζούνε παρά για τα φιλιά και για τα χάιδια, και δε μας παρατάν, κι όταν ακόμα βαριεστισμένοι

τις παρατάμ’ εμείς από μιαν έγνοια 170 πιο δυνατή, γιατί έχουν την ελπίδα πως θα ξαναγυρίσουμε μια μέρα στην αγκαλιά τους,

όμοια κι οι αγάπες καρτεράνε μέσα στα ωραία λείψαν’ αρχαία και στα δεφτέρια 175 με τα σοφά τ’ αρμονισμένα λόγια και τα τραγούδια.

Πάντα καιρός για να σας ξαναβρούμε, της ειρήνης και της μελέτης Ώρες, Λευκοθέες, που μας ρίχνετε τους πέπλους 180 ναυαγοσώστες.

Όσο πιο άγριο το μάτωμ’, άλλο τόσο πιο ποθητές· κι όσο πικρή είν’ η δάφνη, τόσο γλυκιά είν’ η μυρουδιά του ρόδου στην αγκαλιά σας.

6.

185 —Κι εσύ, ιερό, με τ’ αργυροδεσίδια και με τα κρεμεζά ψηφιά, Βιβλίο! Το πρώτο σου το φύλλο είν’ η κρεμάλα του Πατριάρχη,

και το στερνό σου φύλλο είναι το βόλι 190 που τρώει το Γιο τον ήρωα της Καλόγριας, και τ’ όνομα χρυσό στο ξώφυλλό σου: Το ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ.

Ιερό βιβλίο, πάντα καιρός, καρτέρα τ’ άνθισμα πέντε Μάρτηδων ακόμα, 195 των εκατό χρονώ σου όσο να φέξει το πανηγύρι.

Με βαριές τότε θα ’ρθουμε λαμπάδες, η καθεμιά ώς το μπόι μας, αναμμένες, και με δαφνόκλαρ’ από των Ελλήνων 200 τα περιβόλια.

Θα κάμουμε ν’ αστράψεις και να φέξεις, τέμπλο εκκλησιάς φωτοπλημμυρισμένης, και να μοσκοβολήσεις, καθώς ένας μακάριος κόσμος

205 που θα μοσκοβολούσε από τη χλώρη των καλόκαιρων όλω, χλωρή πάντα, κι όλο από τ’ άνθια των Απριλομάηδων, ιερό Βιβλίο!

Τρίζουν τα δόντια, τα σπαθιά τροχίζουν 210 άλλοι Αγώνες· απελπισμένοι ή ψόφιοι μόνο ξεχνιούνται στο ξεφύλλισμά σου την ώρα τούτη.

7.

—Κι εσύ, Όνειρο, που μόλις ξεσκεπάζεις, όψη άπλαστη, αξεδιάλυτη, και σβήνεις, 215 και ή δεν μπορείς ή δεν τολμάς την όψη να ξαναδείξεις,

Ονειροφάντασμα άπιαστο που ανοίγεις μιαν αγκαλιά Χριστού κατεβασμένου σε ουρανική να σμίξει βασιλείαν 220 ενάντιους κόσμους,

σκιάς όνειρο! Σαν πλάσμα εχτές ακόμα διαβατικά φωσφόρισες αγνάντια στους λαούς που ζουν κάτου από το μαύρο τον ίσκιο του Αίμου,

225 και στον Έλληνα βούιξες να ξεχάσει πως ο Τούρκος οχτρός κι ο Βλάχος ξένος κι ο δολοπλέχτης Βούλγαρος πολέμιος, κι αύριο —ποιός ξέρει!—

κι αυτό το σταυραδέρφι μας ο Σέρβος 230 που σπαράζει στα δόντια δυο Καισάρων κι αντριεύεται, και το αίμα του ρουφώντας θεριεύει ο Σάβος.

(Μα πού το ξέρεις… Ο ουρανός πιο μαύρος όσο αποπάνω αστραποφοβερίζει, 235 τόσο πιο γαλανό ξανοίγω μέσα στο αστραποβόλι

κάποιο σημάδι να σαλεύει, σάμπως φτερό αγγέλου που μήνυμα κρατάει κρυφό γραμμένου αδερφωμού να στρέξει 240 σ’ αιώνες αιώνων).

8.

Τώρα του Αδρία τα ζαφειροβασίλεια και τα σμαραγδοπέλαγα τα Αιγαία κι Άσπρη και Μαύρη Θάλασσα, του ολέθρου ρυάζονται Σκύλλες.

245 Από των Καρπαθιών τη φλόγα κι οι Άλπεις πυρωμένες, ο Καύκασος βογκάει, στα πλευρά του σα να σε ξαναδένουν, Τιτάνα αντάρτη!

Κένταυροι και Λαπίθες τα Μπαλκάνια 250 ξαναπιάνονται και ματοκυλιένται, το Δούναβη θρασά ν’ αλυσοδέσει χιμάει ο Ρήνος.

Προς το Πάγγαιο που καθεμιά πλαγιά του και μια μακεδονίτισσα είναι βάρδια, 255 τινάζεται η Ροδόπη με τα φίδια των Ερινύων.

Και ω των πατρίδων η Πατρίδα, ω Μάνα, στου Σαλπιχτή το σάλπισμα το μέγα πετιέσαι από της δάφνης το κρεβάτι 260 που δεν κοιμόσουν,

και λες: —Κι εγώ είμ’ εδώ! Η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.

12 του Τρυγητή 1915