Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Σίβυλλα

Tuque, o sanctissima vates!
(Virgilius «Aeneidos» Lib. VI. 65)

Άνοιξε η πόρτα, μοσκοβόλησε και η χαμοκέλα, και ήταν το μύρο πρωτοσκόρπιστο και το είχε βυζασμένο ο μυροπλάστης από λουλούδια αγνώριστα. 5 Άνοιξε η πόρτα, μοσκοβόλησε και η χαμοκέλα. Κοιμήσου, αγάπη κοσμική. Ω Σίβυλλα, έλα, απάνου και από την αγάπη, απάνου και από κάθε κοσμικό… Ένα όνειρο αλυσόδετο, μα ηρωικό, 10 παραδέρνει και στέκεται να ξεψυχήσει, όμως ποτέ του ολότελα δε θ’ αποσβήσει στη φυλακή της σάρκας του άρρωστου, στη νύχτα της ψυχής του κολασμένου. Δυνάμωσέ μου τ’ όνειρό μου, Σίβυλλα, 15 σε ύφανεν εσένα με των οραμάτων το κλώσμα μια τρισεύγενη ανυφάντρα, από του μυστηρίου τα ριζόσπηλα έλα, και πρόβαλε βαθιά μέσ’ από τ’ άντρα των αγγελοκρουσμάτων. 20 Πού θα με πας; Μηδέ στο μέγα ηφαίστειο της Καρδιάς, μηδέ στον Όλυμπο της Φαντασίας! Την αλαφρότατην ειδή σου, ω Σίβυλλα, τη φίλησε το φίλημα το μυστικό 25 βυζαντινής μιας Οδηγήτρας Παναγίας. Σε βάθη απόσκεπα κρυφοχαράζει ένα Θαβώρ, αερολάμπει από χορούς Πνεμάτων η κορφή του, στις φλέβες σου ρέει ο θείος ιχώρ. Δε βλέπω ό,τι θωρείς, κι ό,τι σε γγίζει εσένα, 30 εμένα δε με γγίζει, μα ό,τι σε γγίζει εσέ, μ’ ανατριχιάζει εμένα. Αφτιάζομαι κι ακούω πίσω από τον τοίχο, (τοίχος για σε δεν είναι), κάτι απ’ τον ίσκιο πιο θαμπό και πιο λιγνό απ’ τον ήχο, 35 και πίσω από τον τοίχο φως, και τ’ άλλου κόσμου μέρα, κι άυλα φτερά αιθερόλαμνα αιστάνομ’ εκεί πέρα, και μου το λέει το πρόσωπό σου πὄχει μαγνάδι του έναν ύπνο εκστατικό, και μου το λέει κι η πεταλούδα του χεριού σου 40 χαμοπετώντας όταν αργογράφει τη μαγική πεντάλφα, σα ν’ άνοιξαν αγνάντια σου όλ’ οι τάφοι όλα τα μυστικά τους να σου εμπιστευτούν… Κι ακούω το αίμα μου ν’ αλλάζει μέσα μου 45 την πορφυρή του βρύση, κι ακούω το αίμα μου που γίνεται θυμίαμα για να με θυμιατίσει!

1902